Ο δάσκαλος Λέων Τολστόι
9 Μαρτίου 2013
Ο Τολστόι είναι πασίγνωστος ως συγγραφέας. Είναι όμως, λιγότερο
γνωστός ως φιλόσοφος και για την ενασχόλησή του με τη θρησκεία. Ακόμη
λιγότερο γνωστός είναι σαν δάσκαλος, και για την αφοσίωσή του στην
Παιδεία για τον απλό λαό.
«Τις πρώτες μέρες του έγγαμου βίου μας, όλοι έρχονταν να μας συγχαρούν. Yπηρέτες, χωρικοί, σπουδαστές», θυμόταν συχνά η Σόφια Αντρέγεβνα Τολστάγια, σύζυγός του Λέοντα Τολστόι. Για τους υπηρέτες και τους χωρικούς είναι σαφές. Οι χωρικοί δούλευαν για τους γαιοκτήμονες Τολστόι στα χωράφια, και οι υπηρέτες συντηρούσαν το αρχοντικό τους. Αλλά ποιοι ήταν αυτοί οι «σπουδαστές» της Γιάσναγια Πολιάνα; Γιατί έρχονταν να συγχαρούν τους νιόπαντρους, μαζί με τους υπηρέτες και τους χωρικούς;
Ο Τολστόι είναι πολύ γνωστός ως συγγραφέας. Λιγότερο γνωστός ως φιλόσοφος και θρησκευτικός ομιλητής. Ακόμη λιγότερο είναι γνωστός ο Τολστόι-δάσκαλος, δημιουργός μιας εντελώς καινούργιας μεθόδου διδασκαλίας γραφής και γνώσεων για το περιβάλλοντα κόσμο, για παιδιά, καθώς και του θεμελιώδους «Αλφαβηταρίου». Μιας ανθολογίας, η οποία συγκέντρωσε εκείνα τα έργα που, κατά τη γνώμη του, αποτελούσαν το αναγκαίο ανάγνωσμα κάθε παιδιού στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Από τα παιδιά ενός ράφτη, μέχρι αυτά του αυτοκράτορα. Αυτή ήταν η κύρια ιδέα του Τολστόι. Η ένωση της Ρωσίας μέσω εκείνων που αποτελούν το μέλλον της.
Ο Τολστόϊ για τα παιδιά
Σχετικά: Λέων Τολστόϊ - Μια ταραγμένη ψυχή
Το σχολείο της Γιάσναγια Πολιάνα εγκαινιάστηκε το 1859. Δεν είχε κτίρια. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα στο φυλάκιο της εισόδου στο κτήμα, καθώς και στο κτίριο, όπου ζούσαν οι ίδιοι οι Τολστόι, καθώς και στη πτέρυγα δίπλα τους. Η διδασκαλία πραγματοποιούνταν από φοιτητές, τους οποίους ο Τολστόι βρήκε στη Μόσχα, και από τον ίδιο τον Λέοντα, και αργότερα την Σόφια Αντρέγεβνα. Προκειμένου να διευρύνει τις γνώσεις του γύρω από το διδακτικό έργο, ο Τολστόι ταξίδεψε στην Ευρώπη, και μελέτησε τα συστήματα διδασκαλίας.
Η βασίλισσα Λογοτεχνία
Ακόμη και τώρα, στο σπίτι του στην Γιάσναγια Πολιάνα μπορεί κανείς να δει εργαλεία, αρκετά σύνθετα για την εποχή τους, όπως ένα μικροσκόπιο. Και όλα αυτά τα εκθέματα ήταν εισηγμένα από το εξωτερικό. Τα παιδιά μελετούσαν τις τροχιές των ουράνιων σωμάτων, τις βάσεις της Φυσικής, της Χημείας, των Μαθηματικών, της Γεωμετρίας. Και φυσικά, τον μεγαλύτερο ρόλο είχε η Λογοτεχνία. Ο Τολστόι δημιούργησε τρία “Αλφαβητάρια”, έχοντας αφιερώσει μερικά χρόνια ζωής σ' αυτά. Κάποια διηγήματα έχουν γραφτεί ειδικά για να μπουν στο «Αλφαβητάριο», όπως το «Όμηρος του Καυκάσου», το οποίο είναι πολύ δημοφιλές στις μέρες μας και έχει μεταφερθεί μερικές φορές στην οθόνη.
Παράδεισος Παιδαγωγικής
Γενικά, αν διαβάσει κανείς τα απομνημονεύματα των παιδιών του Τολστόι για τη ζωή τους στη Γιάσναγια Πολιάνα, θα καταλήξει οπωσδήποτε στο συμπέρασμα, ότι ο Τολστόι ήθελε να οργανώσει στη Γιάσναγια Πολιάνα έναν παράδεισο και το πέτυχε. Όμως η Παιδαγωγική, ως σύστημα και πρακτική, δεν ταίριαξε με τη ζωή των νιόπαντρων.
Το 1862 ο Λέων Τολστόι έγραψε στον φίλο του Ιβάν Πετρόβιτς Μπορίσοφ: «Όλα με το σπίτι πάνε μια χαρά, και ζούμε έτσι ώστε δεν χρειάζεται να πεθάνουμε». Όμως με την «τελευταία ερωμένη» του, όπως έλεγε ο ίδιος την Παιδαγωγική, είχε χωρίσει. Όχι μόνο λόγω του γεγονότος ότι το περιοδικό του «Γιάσναγια Πολιάνα», που κυκλοφορούσε το 1862, και όπου ο Τολστόι δημοσίευε της παιδαγωγικές του προτάσεις, δεν είχε ζήτηση. Οχι μόνο επειδή τα παιδιά των χωρικών δεν είχαν χρόνο να μελετούν, επειδή δούλευαν πολύ στα χωράφια. Ο βασικός λόγος ήταν μάλλον ότι η Παιδαγωγική δεν συμπορευόταν με τα ενδιαφέροντα της νέας συζύγου. Και πώς να γινόταν, όταν οι αγροτικοί δάσκαλοι που έρχονταν στη Γιάσναγια Πολιάνα για πρακτική και ανταλλαγή εμπειρίας, κάπνιζαν στο σαλόνι, ενώ η Σόνια, η οποία έμεινε γρήγορα έγκυος, δεν άντεχε τον καπνό; Όπως θυμάται η ίδια, «όλοι αυτοί οι νεαροί ντρέπονται την παρουσία μου, και μερικοί με κοιτούσαν εχθρικά, νοιώθοντας ότι εδώ θα τελειώσει η στενή τους επαφή με τον Λέοντα Νικολάεβιτς, ο οποίος θα μεταφέρει όλα τα ενδιαφέροντά του στην οικογενειακή ζωή».
Τα σχολεία του Τολστόι δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος στη Ρωσία του 19ου αιώνα, ούτε του 20ου. Στις μέρες μας, υπάρχουν μόνο μερικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου όχι τόσο η διδασκαλία, όσο η αγωγή διδάσκεται με τον τρόπο του Τολστόι. Περιέργως, στην Ιαπωνία υπάρχουν μερικά σχολεία όπου τα παιδιά διδάσκονται με τη μέθοδο του Τολστόι.
Ο Πάβελ Μπασίνσκι είναι συγγραφέας, κριτικός και ιστορικός της Λογοτεχνίας. Έχει γράψει τα βιβλία για τον Λέοντα Τολστόι «Λέων Τολστόι: Φυγή από τον παράδεισο» (2010) και «Άγιος εναντίον του Λέοντα» (2013).
Η ΡΩΣΙΑ ΤΩΡΑ
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Λέων Τολστόϊ - Μια ταραγμένη ψυχή
«28
Οκτωβρίου 1910. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κατά τη μιάμιση το βράδυ και κοιμήθηκα ως τις τρεις. Ξύπνησα πάλι
από πόρτες που άνοιγαν
και βήματα. Τις προηγούμενες νύχτες δεν είχα κοιτάξει από την πόρτα μου,
όμως αυτή τη φορά έριξα μια ματιά και είδα από τη χαραμάδα ένα δυνατό φως μες στο γραφείο μου. Ήταν η γυναίκα μου
που έψαχνε κάτι και ίσως διάβαζε τα γραφτά στο τραπέζι…
Σε λίγο πήρε το φως κι έφυγε για το δωμάτιό της.
Δεν ξέρω γιατί αυτό μου προκάλεσε μια ακατανίκητη αίσθηση αποστροφής και εξέγερσης. Ήθελα να κοιμηθώ μα τώρα πια δεν μπορούσα. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου για καμιά ώρα περίπου. Άναψα τέλος το κερί και ανακάθισα συγχυσμένος στο κρεβάτι μου.
Σε λίγο η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα εκείνη να ρωτήσει για την «υγεία μου» και να εκφράσει την έκπληξή της για το φως που είδε στο δωμάτιό μου.
Η αποστροφή και η εξέγερση μεγαλώνουν. Πνίγομαι και αρχίζω να μετράω τους σφυγμούς μου: 97. Δεν μπορώ να μείνω ξαπλωμένος και ξαφνικά παίρνω την οριστική απόφαση να φύγω.
Της γράφω ένα γράμμα, αρχίζω να μαζεύω τα πιο απαραίτητα πράγματα ώστε να μπορέσω απλώς να φύγω. Ξυπνάω τον Ντούσαν κι έπειτα την Αλεξάνδρα (την κόρη του). Με βοηθούν να φτιάξω το δέμα μου. Τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να ακούσει από το δωμάτιό της ότι φεύγω –σκηνή, νευρική κρίση- και, επομένως, πάει η αναχώρηση.
Στις 6 τα ξημερώματα, όλα είναι σχεδόν έτοιμα και πακεταρισμένα. Πηγαίνω στο στάβλο και δίνω εντολή να σελώσουν…»
Ο Λέων Τολστόι ήταν τότε 82 χρονών και είχε ζήσει παντρεμένος με τη γυναίκα του επί 48 ολόκληρα χρόνια. 48 χρόνια μέσα στη διάρκεια των οποίων γράφτηκε το περίφημο «Πόλεμος και Ειρήνη», χρόνια ζήλειας δυσφορικής που βρίσκουμε τόσο ανάγλυφα αποτυπωμένα στη «Σονάτα του Κρόιτσερ», χρόνια όπου «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» φανερώνει την αγωνία του συγγραφέα μπροστά σε μια ζωή άδεια κι ανούσια, χρόνια που η Άννα Καρένινα απατάει κατ’ εξακολούθηση τον άντρα της με τον βαθύπλουτο και γοητευτικό Βρόνσκι για να βρει τελικά τη λύτρωση στις γραμμές ενός τρένου.
Ο Τολστόι γεννήθηκε το 1828, το έτος που έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα ως Κυβερνήτης.
Ο Ντοστογιέφσκι ήταν ήδη εφτά χρονών.
Ο Τολστόι, σε αντίθεση με τον Ντοστογιέφσκι, γεννήθηκε πλούσιος κι από τα γεννοφάσκια του ακόμη έφερε τον τίτλο του Κόμη. Τούτη ακριβώς η φανταχτερή κατάσταση της ζωής του που ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με τον ζοφερό περίγυρο της φτώχειας που τον περιέβαλε, στάθηκε ο μεγάλος του βραχνάς.
Γράφει στο Ημερολόγιό του: «Ένα πράγμα με βασανίζει όλο και περισσότερο: η απάτη της απερίσκεπτης πολυτέλειας δίπλα στην άδικη κατάσταση της δυστυχίας και της ανέχειας που με τριγυρίζει. Όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο, όλα γίνονται πιο θλιβερά. Δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι, δεν μπορώ να μην το βλέπω…»
Τέτοιος ήταν ο Τολστόι. Κι όταν έβλεπε ότι στο σπίτι του είχε υπηρέτες που έστρωναν τα ασημικά στο τραπέζι και σέρβιραν το φαγητό με λευκά γάντια, όταν διαπίστωνε ότι τα παιδιά του έπαιζαν τένις ενώ δίπλα τα παιδιά των χωρικών λιμοκτονούσαν, δεν έκρυβε τη θλίψη και την απογοήτευσή του.
Κάποτε, όταν εκείνος είναι πια 54 χρόνων, η οικογένεια Τολστόι (με δεκατρία παιδιά, παρακαλώ), αφήνει το μεγάλο κτήμα στην Γιάσναγια Πολιάνα όπου ζούσε ως τότε, και μετακομίζει στη Μόσχα. Ο συγγραφέας αρχίζει να κατηγορεί τη γυναίκα του γι’ αυτό το τεράστιο σπίτι που διάλεξε, ένα σπίτι όπου δεν μπορεί να ξεκουραστείς κανείς ούτε στιγμή από τον θόρυβο καθώς οι τοίχοι του είναι σαν από χαρτόνι. (Το σπίτι αυτό σήμερα είναι μουσείο, ίδια κι απαράλλαχτα όπως είναι μουσεία στην Ελλάδα τα σπίτια του Σολωμού, του Παλαμά, του Ελύτη, του Σεφέρη και του Καζαντζάκη).
Εκείνη την εποχή της Μόσχας που η υπόλοιπη οικογένεια ήταν απασχολημένη με χοροεσπερίδες και άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις, ο Τολστόι επισκεπτόταν δικαστήρια, φυλακές και κρατητήρια, αναζητώντας παντού το θέαμα του ανθρώπινου πόνου που απεικόνισε αργότερα τόσο δραματικά στο έργο του «Ανάσταση», το πλέον συγκλονιστικό του βιβλίο κατά την ταπεινή μου άποψη –που ήταν και το τελευταίο του μεγάλο μυθιστόρημα.
Ήταν στα 1910, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατο του Ντοστογιέφσκι, όταν ο Τολστόι πήρε τελικά τη μεγάλη απόφαση –μια απόφαση που ανέβαλε διαρκώς. Την απόφαση να εγκαταλείψει τη ζωή του γαιοκτήμονα, να απομακρυνθεί από τη γυναίκα του που τον ταλαιπωρούσε με τις υστερικές της κρίσεις και να φύγει για πάντα προς άγνωστη κατεύθυνση.
Το χρωστούσε, έγραψε, «… σ’ αυτό το κάτι που υπάρχει μέσα μου, όσο μικρό κι αν είναι…»
Αυτό το κάτι, για κάποιους, λέγεται ψυχή.
Η ΡΩΣΙΑ ΤΩΡΑ
Σε λίγο πήρε το φως κι έφυγε για το δωμάτιό της.
Δεν ξέρω γιατί αυτό μου προκάλεσε μια ακατανίκητη αίσθηση αποστροφής και εξέγερσης. Ήθελα να κοιμηθώ μα τώρα πια δεν μπορούσα. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου για καμιά ώρα περίπου. Άναψα τέλος το κερί και ανακάθισα συγχυσμένος στο κρεβάτι μου.
Σε λίγο η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα εκείνη να ρωτήσει για την «υγεία μου» και να εκφράσει την έκπληξή της για το φως που είδε στο δωμάτιό μου.
Η αποστροφή και η εξέγερση μεγαλώνουν. Πνίγομαι και αρχίζω να μετράω τους σφυγμούς μου: 97. Δεν μπορώ να μείνω ξαπλωμένος και ξαφνικά παίρνω την οριστική απόφαση να φύγω.
Της γράφω ένα γράμμα, αρχίζω να μαζεύω τα πιο απαραίτητα πράγματα ώστε να μπορέσω απλώς να φύγω. Ξυπνάω τον Ντούσαν κι έπειτα την Αλεξάνδρα (την κόρη του). Με βοηθούν να φτιάξω το δέμα μου. Τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να ακούσει από το δωμάτιό της ότι φεύγω –σκηνή, νευρική κρίση- και, επομένως, πάει η αναχώρηση.
Στις 6 τα ξημερώματα, όλα είναι σχεδόν έτοιμα και πακεταρισμένα. Πηγαίνω στο στάβλο και δίνω εντολή να σελώσουν…»
Ο Λέων Τολστόι ήταν τότε 82 χρονών και είχε ζήσει παντρεμένος με τη γυναίκα του επί 48 ολόκληρα χρόνια. 48 χρόνια μέσα στη διάρκεια των οποίων γράφτηκε το περίφημο «Πόλεμος και Ειρήνη», χρόνια ζήλειας δυσφορικής που βρίσκουμε τόσο ανάγλυφα αποτυπωμένα στη «Σονάτα του Κρόιτσερ», χρόνια όπου «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» φανερώνει την αγωνία του συγγραφέα μπροστά σε μια ζωή άδεια κι ανούσια, χρόνια που η Άννα Καρένινα απατάει κατ’ εξακολούθηση τον άντρα της με τον βαθύπλουτο και γοητευτικό Βρόνσκι για να βρει τελικά τη λύτρωση στις γραμμές ενός τρένου.
Ο Τολστόι γεννήθηκε το 1828, το έτος που έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα ως Κυβερνήτης.
Ο Ντοστογιέφσκι ήταν ήδη εφτά χρονών.
Ο Τολστόι, σε αντίθεση με τον Ντοστογιέφσκι, γεννήθηκε πλούσιος κι από τα γεννοφάσκια του ακόμη έφερε τον τίτλο του Κόμη. Τούτη ακριβώς η φανταχτερή κατάσταση της ζωής του που ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με τον ζοφερό περίγυρο της φτώχειας που τον περιέβαλε, στάθηκε ο μεγάλος του βραχνάς.
Γράφει στο Ημερολόγιό του: «Ένα πράγμα με βασανίζει όλο και περισσότερο: η απάτη της απερίσκεπτης πολυτέλειας δίπλα στην άδικη κατάσταση της δυστυχίας και της ανέχειας που με τριγυρίζει. Όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο, όλα γίνονται πιο θλιβερά. Δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι, δεν μπορώ να μην το βλέπω…»
Τέτοιος ήταν ο Τολστόι. Κι όταν έβλεπε ότι στο σπίτι του είχε υπηρέτες που έστρωναν τα ασημικά στο τραπέζι και σέρβιραν το φαγητό με λευκά γάντια, όταν διαπίστωνε ότι τα παιδιά του έπαιζαν τένις ενώ δίπλα τα παιδιά των χωρικών λιμοκτονούσαν, δεν έκρυβε τη θλίψη και την απογοήτευσή του.
Κάποτε, όταν εκείνος είναι πια 54 χρόνων, η οικογένεια Τολστόι (με δεκατρία παιδιά, παρακαλώ), αφήνει το μεγάλο κτήμα στην Γιάσναγια Πολιάνα όπου ζούσε ως τότε, και μετακομίζει στη Μόσχα. Ο συγγραφέας αρχίζει να κατηγορεί τη γυναίκα του γι’ αυτό το τεράστιο σπίτι που διάλεξε, ένα σπίτι όπου δεν μπορεί να ξεκουραστείς κανείς ούτε στιγμή από τον θόρυβο καθώς οι τοίχοι του είναι σαν από χαρτόνι. (Το σπίτι αυτό σήμερα είναι μουσείο, ίδια κι απαράλλαχτα όπως είναι μουσεία στην Ελλάδα τα σπίτια του Σολωμού, του Παλαμά, του Ελύτη, του Σεφέρη και του Καζαντζάκη).
Εκείνη την εποχή της Μόσχας που η υπόλοιπη οικογένεια ήταν απασχολημένη με χοροεσπερίδες και άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις, ο Τολστόι επισκεπτόταν δικαστήρια, φυλακές και κρατητήρια, αναζητώντας παντού το θέαμα του ανθρώπινου πόνου που απεικόνισε αργότερα τόσο δραματικά στο έργο του «Ανάσταση», το πλέον συγκλονιστικό του βιβλίο κατά την ταπεινή μου άποψη –που ήταν και το τελευταίο του μεγάλο μυθιστόρημα.
Ήταν στα 1910, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατο του Ντοστογιέφσκι, όταν ο Τολστόι πήρε τελικά τη μεγάλη απόφαση –μια απόφαση που ανέβαλε διαρκώς. Την απόφαση να εγκαταλείψει τη ζωή του γαιοκτήμονα, να απομακρυνθεί από τη γυναίκα του που τον ταλαιπωρούσε με τις υστερικές της κρίσεις και να φύγει για πάντα προς άγνωστη κατεύθυνση.
Το χρωστούσε, έγραψε, «… σ’ αυτό το κάτι που υπάρχει μέσα μου, όσο μικρό κι αν είναι…»
Αυτό το κάτι, για κάποιους, λέγεται ψυχή.
Η ΡΩΣΙΑ ΤΩΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου