Η
μάνα, γριά γυναίκα, έχει περάσει όλες τις φάσεις, κι όλα τα στάδια, της
Ελληνικής ιστορίας του περασμένου αιώνα. Παιδί φτωχής οικογένειας
ξεριζωμένων Ελλήνων του Πόντου. Ο πατέρας, ντόπιος. Έζησαν κατοχή,
εμφύλιο, και μετά, τα πέτρινα χρόνια, μέχρι που κατάφεραν, μαζί, να
στήσουν το (πέτρινο) σπίτι τους και να φτιάξουν την οικογένειά τους.
Μεροκάματο
και δόξα ο θεός, απ’ το πρωί μέχρι που νύχτωνε. Θυμάμαι τον πατέρα να
λείπει απ’ το σπίτι ακόμα και τις Κυριακές και να επιστρέφει με το παλιό
του ποδήλατο γεμάτος τσιμέντα στα χέρια και στα ρούχα του. Nα βγάζει
πρώτα την τραγιάσκα του και να τη χτυπάει στο άλλο του χέρι, μετά, το
πουκάμισό του, και να το τινάζει με τα δυο χέρια δυνατά, κι ένα τεράστιο
σύννεφο σκόνης να ξεπηδάει, κι απ’ το παντελόνι του, που το έτριβε
πρώτα και μετά το τίναζε πάνω απ’ τα πόδια του, ένα δεύτερο.
Έπλενε
τα χέρια και το πρόσωπό στη βρύση της αυλής, κι η μάνα τον περίμενε με
την πετσέτα στο χέρι, να του τη δώσει για να σκουπιστεί. Ύστερα έβγαζε
τα λασπωμένα παπούτσια του και έμπαινε στο σπίτι. Κατευθείαν στην
κουζίνα. Όπου, τον περίμενε, ένα ρακοπότηρο γεμάτο κι ένα πιάτο φαΐ,
ζεστό, κι η μάνα αφού κρεμούσε την πετσέτα στο καρφί, καθόταν κι αυτή
στο τραπέζι για παρέα, για να πούνε δυο κουβέντες. Όλη μέρα μόνη της.
Περίμενε να γυρίσει ο κανακάρης της απ’ το σκολειό, νευριασμένος, με μια
στρυφνή γεροντοκόρη, δασκάλα, πελώρια, κοντά στα δυο μέτρα, που τον
μάλωνε μπροστά σ’ όλους τους συμμαθητές του, γιατί δεν είχε δεύτερο
τετράδιο και μοίραζε στα δυο το μοναδικό του, απ’ την μια μεριά για την
ορθογραφία κι απ’ την άλλη για την αριθμητική.
Ήρθαν
και πέρασαν, χρόνια και χρόνια, δεν λύγισαν, χρόνια ανέχειας που τ’
άφησαν πίσω, χρόνια με αρρώστιες που τις άντεξαν, χρόνια μοναξιάς, που
βρήκαν παρέα, να θυμούνται, καθισμένοι τώρα στη βεράντα, με την ανία
τους παραμάσχαλα, περιμένοντας στωικά το πεπρωμένο, κι ανάμεσα, που και
που, κατεβαίνουν στην αυλή για να ποτίσουν τα λουλούδια, από συνήθεια,
είναι η παρέα τους, τη χαζεύουν… πως φούντωσε η τριανταφυλλιά… κόψε
μερικά να βάλω στο ανθοδοχείο… θα’ ρθουν τα παιδιά. Πάντα μ’ αυτή την
έγνοια της. Τι να κάνουν τα παιδιά, πως να είναι άραγε, να περνάνε καλά ή
μήπως… εδώ σταματούσε δεν ήθελε ούτε καν να σκεφτεί, το μήπως…
Μαθημένη
στα δύσκολα, αλλά ετούτα… Ξέρει να διακρίνει, να κάνει τη σύγκριση, το
τότε με το τώρα. Το μυαλό της παρόλα τα χρονάκια της, είναι γάργαρο
νερό. Μα ακούει, περισσότερο απ’ το κάθε τι, γιατί θέλει να μαθαίνει τα
καθέκαστα. Και βλέπει, όσα γίνονται, αλλά κι όσα έρχονται, με το έμπειρο
μάτι της. Βλέπει το άσκημο, που όλοι το ξορκίζουν, αλλά αυτή κρατάει
πισινή. Κι ο πατέρας, μα τι να σου κάνει ένα μεροκάματο, κι οι αρρώστιες
ξανά και ξανά; Ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω. Για τα παιδιά του, για τα
εγγόνια του. Αυτό το κάτι παραπάνω είναι που του ξόδεψε κάποια χρόνια
της ζωής του, στους κοινόχρηστους θαλάμους. Παράπονο δεν έχουν τα παιδιά
του απ’ αυτόν. Αυτός έχει. Γιατί στάθηκε λιγάκι άτυχος, έστω, παρά τη
θέλησή του.
Πως θα αντέξετε, αυτό το χάλι; Τελειωμό δεν έχει.
Να λέει και να ξαναλέει η μάνα. Και μεις, δεν λέω, δεν ήμασταν καλύτερα,
αλλά, να, δουλειά υπήρχε, μπορεί τα λεφτά να ήταν λίγα αλλά και η ζωή
ήταν μετρημένη, όλο και κάτι αφήναμε στην άκρη, πρώτα κάναμε το ισόγειο
και μετά από χρόνια τελειώσαμε και τον όροφο, τώρα, οι δουλειές όλο και
λιγοστεύουν, και τα λεφτά γίνονται όλο και λιγότερα, κι η ζωή
ακριβαίνει. Τι θα κάνουν τα παιδιά; Για τα εγγόνια της μιλάει, τώρα αυτά
είναι τα παιδιά της, και η έγνοια της. Έρχονται δυσκολότερες μέρες. Κι
αυτοί που μας κυβερνάνε είναι, άρτσι, μπούρτσι και λουλάς. Είναι, μια
στο καρφί και μια στο πέταλο. Αυτοί σπίτι δεν έχουν; Μάνα δεν τους
γέννησε; Πόνος δεν ξέρουν τι θα πει;
Αυτά είναι τα λόγια της.
Έτσι τα καταλαβαίνει, έτσι τα λέει, κι έτσι τα ‘λεγε πάντα. Πόσα χρόνια
ακόμη θα κρατήσει αυτό; Δεν ακούς τίποτε άλλο στην τηλεόραση. Πόσους θα
σκολάσουνε ακόμη. Πόσοι θα χάσουν τη δουλειά τους. Πόσοι θα γυρίζουν στα
σπίτια τους με άδεια χέρια. Εμείς θα φύγουμε, όταν το θελήσει ο θεός.
Αλλά κάτι με πειράζει. Κάτι έχω μέσα μου και τώρα έχει μεγαλώσει. Δεν
κάναμε κάτι. Τότε που έπρεπε. Φοβηθήκαμε. Ήμασταν νέοι και θέλαμε να
ζήσουμε. Ο νέος, δεν πρέπει να φοβάται, όποιος φοβάται για τη ζωή, θα
ζήσει τα χειρότερα. Αφεθήκαμε και μας ποδοπάτησαν. Κι ύστερα, πάλι,
πιστέψαμε σε λόγια… κουφία
bluebig.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου