Κνωσσός – Το παλάτι του Μίνωα ( μέρος πρώτο)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
To
πιο σημαντικό κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, είναι χτισμένη
πάνω στο λόφο της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια,
βρίσκεται 5 χιλ.
ΝΑ του Ηρακλείου και καλύπτει μια έκταση περίπου 15 τετρ. χλμ. Η
επιλογή της περιοχής έγινε με βάση τη στρατηγική της θέση και τα φυσικά
της πλεονεκτήματα. Βρίσκεται ανάμεσα στους δυο ποταμούς Βλιχιά και
Καίρατο (σημερινό Κατσαμπά), με εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα, αλλά και
στο εσωτερικό της Κρήτης. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν η έδρα του
βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του.
Η
Κνωσός ήταν μια σημαντική πόλη κατά την αρχαιότητα, με συνεχή ζωή από
τα νεολιθικά χρόνια μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα και εκεί χτίστηκε το πρώτο
σημαντικό μινωικό ανάκτορο της Κρήτης. Πρόκειται για το πιο σημαντικό
δείγμα του Μινωικού πολιτισμού, που έζησε την ακμή του από το 1700 έως
το 1450 π.Χ. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται
συναρπαστικοί μύθοι, όπως του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του
Δαίδαλου με τον Ίκαρο.
Αναφορές
στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο,[1] στο
Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη
και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής
της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000-1350 π.Χ.) κατά την οποία
αποτελεί το βασικότερο και πιο πολυπληθές κέντρο της Κρήτης. Ακόμα και
σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και
αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Ο
Μίνωας και η μητέρα του πριγκίπισσα Ευρώπη, είχαν απαχθεί από τον Δία,
που είχε πάρει μορφή ταύρου. Ο μικρός Μίνωας είχε τα προνόμια και το
δικαίωμα της βασιλείας του ανακτόρου, πάντα με βάση τις συμβουλές και
τους νόμους του Δία, που τον επισκεπτόταν κάθε 9 χρόνια. Οι κάτοικοι της
Κρήτης αμφισβήτησαν κάποτε το δικαίωμα του Μίνωα πάνω στο θρόνο και
τότε αυτός τους απάντησε ότι η βασιλεία του ήταν θέλημα των θεών.
Ο
Ποσειδώνας, για να ευχαριστήσει το Μίνωα, του έστειλε έναν ταύρο να τον
θυσιάσει, αλλά αυτός ήταν τόσο όμορφος, που ο Μίνωας αποφάσισε να τον
κρατήσει και θυσίασε ένα δικό του ταύρο. Αυτή η πράξη του νευρίασε τον
Ποσειδώνα κι έκανε την Πασιφάη (γυναίκα του Μίνωα) να ερωτευθεί τον
θεϊκό ταύρο. Καρπός αυτού του έρωτα ήταν ο Μινώταυρος. Μετά απ’ αυτό, ο
Μίνωας ζήτησε από τον Δαίδαλο, ξακουστό αρχιτέκτονα της εποχής, να του
χτίσει ένα λαβύρινθο για να κλείσει εκεί μέσα τον Μινώταυρο, που ήταν
μισός ταύρος, μισός άνθρωπος.
Στο
μεταξύ, ο γιος του Μίνωα, Ανδρόγεως, βρισκόταν στην Αθήνα για να πάρει
μέρος σε αγώνες, και ενώ είχε νικήσει, ο βασιλιάς της Αθήνας τον έστειλε
στο Μαραθώνα για να σκοτώσει έναν ταύρο. Δυστυχώς, ο ταύρος σκότωσε τον
Ανδρόγεω κι όταν το έμαθε ο Μίνωας κήρυξε πόλεμο κατά της Αθήνας. Ο
Δίας, προστάτης της Κρήτης, κατέστρεψε την Αθήνα, κι ο βασιλιάς της
αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να κάνει ό,τι του ζητήσει ο Μίνωας, για να
αποφύγει το θυμό του Δία.
Έτσι
ο Μίνωας του ζήτησε να στέλνει στην Κρήτη κάθε 9 χρόνια 7 νέους και 7
νέες για να θυσιάζονται στο Μινώταυρο. Αυτή η κατάσταση κράτησε πολλά
χρόνια, μέχρι που ο Θησέας στάλθηκε ως ένας από τους 7 που θα
θυσιάζονταν στον Μινώταυρο. Η Αριάδνη, κόρη του Μίνωα, τον ερωτεύθηκε
και ζητώντας τη βοήθεια του Δαίδαλου, που ήξερε τα κατατόπια του
λαβύρινθου, τον βοήθησε να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Μετά απ’ αυτό, ο
Θησέας έφυγε με την Αριάδνη για την Αθήνα.
Ο
Μίνωας για να τιμωρήσει τον Δαίδαλο, τον έκλεισε στο λαβύρινθο μαζί με
το γιο του Ίκαρο, απ’ όπου αργότερα δραπέτευσαν με φτερά από κερί και
φτερά πουλιών, που είχε κατασκευάσει ο Δαίδαλος. Παρά τις
προειδοποιήσεις του πατέρα του, ο Ίκαρος πέταξε πολύ κοντά στον ήλιο με
αποτέλεσμα τα φτερά να λιώσουν και να πέσει στο πέλαγος, που αργότερα
πήρε την ονομασία Ικάριο πέλαγος, από το όνομά του. Ο Δαίδαλος κατάφερε
να φτάσει στη Σικελία και να φιλοξενηθεί στο παλάτι του βασιλιά Κόκαλου.
Ο Μίνωας κυνήγησε μέχρι εκεί τον Δαίδαλο, αλλά τον σκότωσαν οι κόρες
του Κόκαλου. Στον Άδη, ο Μίνωας έγινε ένας από του άρχοντες.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η
πόλη της Κνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως
και τα ρωμαϊκά χρόνια. Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στο χώρο της Κνωσού
ανάγονται στη νεολιθική εποχή (7000-3000 π.Χ.), η οποία χαρακτηρίζεται
από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα
εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται
παραγωγοί (γεωργοί, κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο
συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό
διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της
Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000-2.000 κατοίκους.
Στην
Εποχή του Χαλκού, που χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού,
συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Η κατοίκηση συνεχίζεται
στην προανακτορική περίοδο (3000-1900 π.Χ.), στο τέλος της οποίας ο
χώρος ισοπεδώνεται για την ανέγερση ενός μεγάλου ανακτόρου. Το πρώτο
αυτό ανάκτορο χτίστηκε το 2000 π.Χ., αλλά, κατά τις εργασίες που έγιναν
για την κατασκευή του, καταστράφηκαν πολλά παλαιότερα κτίσματα. Ο
οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής
Β, του 14ου αιώνα π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα
(19ος-17ος αιώνας π.X.) και δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αιώνας π.X.),
καθώς και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα
υποδομής.
Τα
ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από
τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από
αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη
λεγόμενη pax minoica. Γύρω στα τέλη του 1600 π.Χ., πιθανόν ένας μεγάλος
σεισμός καταστρέφει ολοκληρωτικά την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες
μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Οι Μινωίτες οικοδομούν ένα
δεύτερο, μεγαλοπρεπέστερο ανάκτορο πάνω στα ερείπια του παλαιού, κάπου
μεταξύ 1600-1550 π.Χ. και παράλληλα χτίστηκαν κι άλλα κτίρια. Η πόλη
αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον
Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.
Γύρω
στο 1450 π.Χ., όμως, ένας άλλος σεισμός, που προκλήθηκε πιθανώς από την
έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνη), επέφερε τη μερική
καταστροφή του. Αποκαταστάθηκε πάλι και χρησιμοποιήθηκε από τους Αχαιούς
(Μυκηναίους) περίπου το 1450-1400 π.Χ., που εγκαθίστανται στην Κνωσό.
Το ανάκτορο καταστρέφεται οριστικά περίπου το 1350 π.Χ., από μεγάλη
πυρκαγιά που άρχισε στις αποθήκες εμπορευμάτων. Ύστερα από αυτό, το
παλάτι δεν αποκαταστάθηκε ξανά και έπαψε να κατοικείται.
Παρέμεινε,
όμως, μία από τις πιο σημαντικές πόλεις-κράτη μέχρι την πρώτη Βυζαντινή
περίοδο. Από τα τελευταία μυκηναϊκά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια κατοικείται
ξανά. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται μερικά ερείπια, τα
περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην
περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη την ελληνιστική
περίοδο (ιερά Γλαύκου και Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου
νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius
Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το
όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η «έπαυλη του
Διονύσου» με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.
Στη
βυζαντινή εποχή, η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται
ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αιώνα μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση
της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη
σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός
οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν
«Μακρύτοιχος», παίρνοντας το όνομά του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της
ρωμαϊκής Κνωσού.
άρθρο που αλίευσε ο Γιώργος από το Ηράκλειο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου