Ετικέτες

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Πέντε Στάσιμα στην Σαμοθράκη


Posted: 05 Oct 2013 09:00 PM PDT
Στάσιμο Α'

Μόλις ξαποστάσαμε και ο ήλιος ήδη είχε χαθεί για ακόμη μια φορά πίσω από την γερασμένη ράχη - βράχια, κουφάρια πεσμένα και αρχαίοι δρύες που και αυτοί θα σώπαιναν ανυπότακτοι αν δεν ήταν ο αγέρας να τους καλεί σε αείροο τραγούδι. Ώρες ώρες θαρρείς πως θα αντηχούσε και η θάλασσα μαζί, το δικό της αιώνιο άσμα.
Κανείς δεν θα πρόσεχε βέβαια το θρόισμα, τα άγνωστα αυτά λόγια. Κάθε στιγμή όμως ζούσες την ύπαρξή σου να πραγματώνεται μες ‘τον ίδιο σου τον ίδρο και στο κρύο κι άβολο χάιδεμα του αγέρα. Λες κ’ αυτός να όριζε για ακόμη μια φορά τα όρια του σώματος σου, αυτό το ακατανόητο το χάσμα που σε χωρίζει από κάθε τι που δεν είναι εσύ, από αυτό που αγγίζεις καμιά φορά και αναρωτιέσαι αν είναι ή αν δεν είναι. Και αυτή η δίψα, που μόλις την έσβησες θαρρείς με δυο γουλιές χλιαρό νερό, δεν είναι άραγες το ίδιο; Επιθυμία ζωτική. Αυτή η ζείδωρος κι αδήριτη η ανάγκη  που σε χαλκεύει. Ίσως τελικά να γεννιόμαστε κάθε στιγμή, μια γέννα που ολοκληρώνεται εκεί σε αυτό το χάσμα αδιάλειπτα· μια γέννα που τρέφεται από το Άλλο, από την εναγώνια αναζήτησή του, τον αδιάλειπτο αγώνα να το επαληθεύσεις ή διαψεύσεις.




Στάσιμο Β'

Οι σκιές των δέντρων αρχίζουν να σβήνουν μές στο παγερό σκοτάδι. Σ’ αυτό που υπήρξε πριν ακόμη υπάρξεις (αν ίσως κάτι υπήρχε). Μενεξεδένια νύφη η θάλασσα χάνεται στον ουρανό. Όλα κοντεύουν σ’ ένα, μια ουσία, όπως πάντα. Τι χώμα να ‘ναι, τι αέρας. Λίγο μονάχα φως φεγγίζει. Η φωτιά είναι στημένη και μεις τριγύρω. Πέντε σώματα, κοινή η δίψα. Λίγα παξιμάδια, ένα κόκκινο κρασί να μοιραστούμε.
Και αναρωτιέσαι: Πότε άραγε ένα σώμα να γίνεται ένα άλλο εσύ; Να είναι η ίδια αυτή η δίψα που σε ορίζει και η δική του γέννα; Τι χάσμα να ναι άραγε τότε αυτό που σε χωρίζει από εκείνο;  Μια η φωτιά κι’όμως πέντε βλέμματα αστράφτουν. Η ίδια η ανάγκη τα μαζεύει, η ίδια ανάγκη τα κινεί και τα λυγάει. Να είναι και η ίδια η ανάγκη όμως για ζωή, οι ίδιες βαθιές επιθυμίες που και συ ίσως δεν γνωρίζεις; Πέντε βλέμματα, πέντε κόσμοι ξένοι, κόσμοι πέντε άπειροι, πέντε κόσμοι άλλοι. Κι όμως, δυο λέξεις γνώριμες, κάποιο νεύμα, μια κίνηση του κεφαλιού, αρκούν, ένα μικρό αστείο, να ανακαλύψεις κάτι από τον Άλλον. Οι κοινές ανάγκες όμως δεν αρκούν. Θέλεις κάτι παραπέρα. Το νοιώθεις και ας μην ξέρεις να το πεις. Και τότε, ίσως τότε μόνο, όταν ψηλαφείς τα όρια ατέλειωτα ενός κόσμου άλλου, τότε ίσως και τα όρια εσύ να ανακαλύπτεις της ύπαρξής σου. Ίσως έτσι ο Άλλος να μην είναι παρά ο τρόπος ο δικός σου για να υπάρχεις. Εσύ δεν είσαι παρά μια ατέρμονη προσπάθεια, μια κίνηση, ένα πέταγμα, να βγεις από τον εαυτό σου, να βρεις κάτι από σένα  παραπάνω εκεί στον Άλλον.



Στάσιμο Γ'

Η φωτιά έσβησε. Την αφήσαμε να σβήσει. Και η τελευταία της πνοή χίλια αστέρια έγινε, χίλια αστέρια εφήμερα που δεν ξανάδες.  Και τι γλυκιά ειρωνεία, σάμπως και τα αστέρια αυτά τα αιώνια που τώρα σιγά σιγά μόλις διακρίνεις, δεν είναι και αυτά το ίδιο; Το ξέρεις πως και αυτά κάποια στιγμή θα σβήσουν είτε μονάχα είτε μαζί σου. Κι όμως, η λύρα του ηδύφωνου Ορφέα αιώνες τόσους στέκει εκεί που την στέριωσαν οι Μούσες, αυτουνού που η θεϊκή φωνή τα αγρίμια εξημέρωνε και τα βουνά τα άψυχα κινούσε, αυτουνού που η μουσική, σαν λεν οι παλαιοί, τον ίδιο τον Άδη εμαλάκωσε και έτσι ακόμη μια φορά την αγαπημένη Ευριδίκη είδε. Κι όμως αυτή η θεϊκή φωνή του τις Μοίρες δεν τις άγγιξε διόλου και τον θάνατο δυο φορές τον βρήκε τραγικό.
Αλλά ακόμη και αν οι Μούσες δεν υπήρξανε ποτέ, ή ακόμα και αυτός ο θεϊκός Ορφέας, θαρρώ πως μονάχα κάποιος γέροντας σοφός μια τέτοια λύρα στου καλοκαιριού τον άστρινο ουρανό - με τον λαμπρό τον Βέγα - θα πήγε να χαράξει. Μονάχα κάποιος γέροντας σοφός θα όρισε τόσες γενιές ανθρώπων στου καλοκαιριού την ρέμβη ένα μνημείο νεκρικό να βλέπουν. Κι ολάκερος ο ουρανός είναι γεμάτος μύθους γενεών, γεμάτος ερωτήματα παλιά που μένουν ως τώρα σε κάθε άκρη αναπάντητα. Δεν είναι τελικά αυτός ο ουρανός ένα όριο του Ανθρώπου όλου; Δεν είναι αυτός το χάσμα το ακατανόητο μέσα στο οποίο βρίσκει την μορφή του;
Αλλά τι να το κάνεις πια; Η νύχτα θανατώθηκε με φώτα που δεν σβήνουν. Ο ουρανός απ’ τα αστέρια άδειασε σχεδόν και μόνο σε μέρη σαν και αυτό απόμακρα τα ξαναβλέπεις.  Και μου φαντάζει αυτή η ρύπανση του ουρανού ως έγκλημα υπαρξιακό μεγάλο γιατί τόσο ερωτήματα χωρίς αιδώ σβηστήκαν - τα άγνωστα τα όρια του Ανθρώπου. Και αν ο Άνθρωπος δεν μπορεί  στο Άλλο να κοιτάξει παραπέρα, πώς μπορεί να υπάρξει;



Στάσιμο Δ'

Η ώρα πέρασε: ο Ωρίωνας είχε ήδη ξεπροβάλει στην ανατολή αγέροχος, αυτός που καυχήθηκε πως απ’ το βέλος του δεν ξεφεύγει κανένα ζωντανό και τελικά από την ίδια μάνα Γη που του ‘δωσε ζωή, καταστερίσθηκε. Αλλά ο παγερός αγέρας και της γης το δύσκολο το στρώμα δεν σε άφηνε να κοιμηθείς. Ας είναι. Ας είναι έτσι πάντα άβολος ο ύπνος. Ας υπάρχει πάντα κάτι να σε κεντράει και να σε φέρνει πίσω στην ζωή, να σε κάνει να νοιώθεις την ύπαρξή σου ως τις άκρες.



Στάσιμο Ε'

[...] Και τελικά ο ήλιος βασίλεψε ξανά. Η αυγή. Το φως. Ένα σκηνικό καινούργιο. Μια ανάσα δροσερή, η ίδια η ζωή - όχι άλλα λόγια. Λίγο να τεντωθείς και τα κορδόνια σου να δέσεις λίγο πιο σφιχτά. Την βλέπεις. Την ξέρεις. Την νιώθεις μέσα σου καλά. Η ζωή. Μόνο η ζωή αυτή η μία. Η ζωή σου η μοναδική και η αιώνια.





Στους ΓΑ, ΓΜ, ΜΖ και ΑΠ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου