Χριστόφορος Ματιάτος
Αμυντικής Βιομηχανίας κατορθώματα – Όταν η Ελλάς κατήργησε το Ιπποφορβείον και στον πόλεμο του 1897, ο Στρατός διέθετε 1819 ιππείς και μόνο 568 άλογα
«Η εν Αθήναις δευτέρα των Ελλήνων συνέλευσις» που συνέταξε το Σύνταγμα του 1864 είχε και άλλες δραστηριότητες. Μεταξύ αυτών, κατήργησε το -κατά την Αργολίδα Ιπποφορβείον».
Ως γνωστόν, ιπποφορβείο είναι το ίδρυμα, κατάστημα, μέρος όπου παράγονται ή μάλλον αναπαράγονται ιπποειδή, κατά τον φυσικότερο και πιο συμπαθή τρόπο.
Την εποχή εκείνη, η ιπποπαραγωγή ήταν ζωτικής σημασίας για τον στρατό και εξαιρετικής σπουδαιότητας για την οικονομία της χώρας.
Επρόκειτο για στρατιωτική υπηρεσία στην οποία υπηρετούσαν ευόρκως δέκα επιβήτορες ίπποι, ένας όνος (γάιδαρος με το συμπάθιο, προφανώς καθ” ύλην αρμόδιος για, εντεταλμένος και επιφορτισμένος με την αναπαραγωγή των ημιόνων), 80 φοράδες και 180 πουλάρια συν ολιγάριθμο δίποδο προσωπικό.Μαρτυρείται ότι «ως πάντες ο ιδόντες ομολογούσι, παρήγοντο ίπποι κάλλιστοι».Ρέκτης υπουργός των Οικονομικών αποφάσισε την διάλυση του για λόγους οικονομίας, θεωρώντας το σπάταλο.
Και όμως δεν προκύπτει από πουθενά ότι οι επιβήτορες, ο όνος και οι φοράδες είχαν διοριστεί αναξιοκρατικά, παραμελούσαν τα καθήκοντα τους. είχαν συνδικαλιστεί, έκαναν επισχέσεις εργασίας ή και απεργίες.
Μάταια κάποιοι πατέρες του έθνους υπερασπίστηκαν το Ιπποφορβείο, για το οποίο ένας απ” αυτούς είπε ότι: «δεν εσυστήθη δια ταμιευτικούς λόγους, εσυστήθη να παράξη ίππους χρησίμους εις το Ιππικόν», ενώ συνάδελφος του τόνιζε την σημασία του «να έχωμεν καλήν φυλήν ίππων, οίτινες εισίν αναγκαίοι εις το έθνος».
Και όμως το ιπποφορβείο καταργήθηκε. Τα ολέθρια αποτελέσματα φάνηκαν αργότερα. Στον πόλεμο του 1897, ο στρατός της Θεσσαλίας είχε για 1819 ιππείς, μόνο 568 άλογα.
Η ίππευση κάθε τετραπόδου από τρεις ιππείς συγχρόνως δεν θα αποτελούσε πρακτική λύση. Αλλά και το πυροβολικό δεν είχε τα προβλεπόμενα άλογα και μουλάρια. Πολλοί δε από τους αξιωματικούς, που έπρεπε να είναι έφιπποι, ήσαν πεζότατα πεζοί.
«Τούτο δε παρέβλαψε μεγάλως την διοίκησιν των στρατευμάτων».
Το κράτος έκανε, το τελευταίο μινούτο, απελπισμένες προσπάθειες να αγοράσει άλογα και μουλάρια από το εξωτερικό. Είχαν κάπως ετεροχρονισμένα αποτελέσματα.
Το κατά την Αργολίδα ιπποφορβείον εκδικήθηκε για την κατάργηση του. (Δύο παρατηρήσεις: 1) Καχύποπτοι μελετητές της υποθέσεως της διαλύσεως του μπορούν να βρουν ενδείξεις ότι αυτή δεν προκλήθηκε αποκλειστικά από ταμιευτικούς λόγους. 2) Η ιπποπαραγωγή δεν είναι βέβαια βιομηχανική δραστηριότητα. Είναι κάτι πολύ ανώτερο. Αλλά καταχρηστικώς θεωρήθηκε τέτοια…)
Ίχνη θετικής παρουσίας του κράτους στα της αμυντικής παραγωγής βρίσκει κανείς και στο Ναυτικό.
Ο ναύαρχος και ιστορικός Δημήτριος Φωκάς αναφερόμενος στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. γράφει: «Κατωρθώθη πράγματι (…) να ναυπηγηθώσι και εξοπλισθώσιν είκοσι και τρία πολεμικά πλοία, έξ ων δύο ατμόπλοια και μία μεγάλη κορβέττα 1.000 τόννων,» από τον Ναύσταθμο, τότε στον Πόρο, ενώ παράλληλα εξασφάλιζε την συντήρηση των πλοίων του στόλου. 100 χρόνια αργότερα, το έργο των συνεργείων του Ναυστάθμου που ήταν πλέον στην Σαλαμίνα, προκαλούσε τα ακόλουθα σχόλια του Ναυάρχου Καββαδία, αρχηγού του στόλου στα 1940:
«Όχι μόνον η απόδοσις ήτο άριστη, αλλά και πολύ ευωνοτέρα από την ιδιωτικήν βιομηχανίαν, όπως απεδείχθη όταν, αποφασισθέντος να ναυπηγηθώσι πολλοί σιδηραί φορτηγίδες δια το ναυτικόν, αι εν Ναυστάθμω εστοίχισαν 20% ολιγώτερον των εν Σύρω».
Αλλά και για τον νεότερο κλάδο των ένοπλων δυνάμεων, την Αεροπορία, υπάρχει ανάλογη ιστορία.
Στα 1925, είχε ανατεθεί σε ιδιωτική αγγλική εταιρεία κατασκευής αεροπλάνων, η οργάνωση της ελληνικής αεροπορικής βιομηχανίας καθώς και η παραγωγή και επισκευή αεροσκαφών.
Στα 1931 ή σχετική σύμβαση ανανεώθηκε, αλλά όταν έληξε, μετά από επτά χρόνια, «εκδόθηκε ο Α.Ν. 1014, βάσει του οποίου το εργοστάσιο περιήλθε στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου και κατέστη Μονάδα τής Πολεμικής Αεροπορίας, με την ονομασία «Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων» (ΚΕΑ)».
Σημειώνεται ότι: «Ιδιαίτερα πολύπλευρη και αξιοσημείωτη υπήρξε η προσφορά του ΚΕΑ κατά την περίοδο 1938-1940, όπου επέδειξε μεγάλη κατασκευαστική και επισκευαστική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να καλύπτει σχεδόν όλες τις ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας».
Στον πόλεμο, ή προσφορά του υπήρξε «τόσο από ποιοτικής όσο και ποσοτικής πλευράς θετικότατη και άξια θαυμασμού».
Αυτά δε σύμφωνα με την επίσημη ιστορία τής Πολεμικής Αεροπορίας.
Βεβαίως, δεν υπάρχουν μόνο και πάντοτε επιτυχίες.
Η προσπάθεια του ελληνικού κράτους να αποκτήσει χημικά όπλα ενώ άρχιζε ο Β” Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε αίσιο τέλος.
Σημειώνεται ότι με την απόφαση του, δεν παραβίαζε το τότε Δίκαιο του Πολέμου, που απαγόρευε την χρήση, αλλ” όχι την παραγωγή η κατοχή τους. Πιθανός αντίπαλος, η Ιταλία, είχε δείξει στον πόλεμο με την Αιθιοπία (1935-1936) πως ήταν χωρίς αναστολές στο θέμα.
Η Ελλάδα, λοιπόν, κατασκεύασε το σχετικό εργοστάσιο, παράγγειλε δε, παρέλαβε και εγκατέστησε τον μηχανολογικό εξοπλισμό για την πλήρωση των λεγομένων τότε ειδικών η λευκών βλημάτων. Ξέχασε όμως να προμηθευτεί υπερίτη.
Όταν το θυμήθηκε ήταν κάπως αργά. Το είδος δεν ήταν πλέον διαθέσιμο στην αγορά, μας είχαν δε τελειώσει και τα χρήματα.
Εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη κρατισμού στην Ελλάδα ίσως να είναι μικρότερο πρόβλημα από την ουσιαστική ανυπαρξία κράτους.
Και η τάση για κατάργηση, διάλυση, εξαφάνιση καθετί του ελλειμματικού, θα πρέπει κάπου, κάποτε, κάπως να σταματήσει, γιατί διαφορετικά κινδυνεύει να μας συμπεριλάβει και μας τους ίδιους, που γίναμε όλοι ελλειμματικοί.
Τελικά δε, και αυτό το ανύπαρκτο μεν, αλλά κατ” εξοχήν ελλειμματικό κράτος μας.
Χριστόφορος Ματιάτος
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΡΑΚΗ
Αμυντικής Βιομηχανίας κατορθώματα – Όταν η Ελλάς κατήργησε το Ιπποφορβείον και στον πόλεμο του 1897, ο Στρατός διέθετε 1819 ιππείς και μόνο 568 άλογα
«Η εν Αθήναις δευτέρα των Ελλήνων συνέλευσις» που συνέταξε το Σύνταγμα του 1864 είχε και άλλες δραστηριότητες. Μεταξύ αυτών, κατήργησε το -κατά την Αργολίδα Ιπποφορβείον».
Ως γνωστόν, ιπποφορβείο είναι το ίδρυμα, κατάστημα, μέρος όπου παράγονται ή μάλλον αναπαράγονται ιπποειδή, κατά τον φυσικότερο και πιο συμπαθή τρόπο.
Την εποχή εκείνη, η ιπποπαραγωγή ήταν ζωτικής σημασίας για τον στρατό και εξαιρετικής σπουδαιότητας για την οικονομία της χώρας.
Επρόκειτο για στρατιωτική υπηρεσία στην οποία υπηρετούσαν ευόρκως δέκα επιβήτορες ίπποι, ένας όνος (γάιδαρος με το συμπάθιο, προφανώς καθ” ύλην αρμόδιος για, εντεταλμένος και επιφορτισμένος με την αναπαραγωγή των ημιόνων), 80 φοράδες και 180 πουλάρια συν ολιγάριθμο δίποδο προσωπικό.Μαρτυρείται ότι «ως πάντες ο ιδόντες ομολογούσι, παρήγοντο ίπποι κάλλιστοι».Ρέκτης υπουργός των Οικονομικών αποφάσισε την διάλυση του για λόγους οικονομίας, θεωρώντας το σπάταλο.
Και όμως δεν προκύπτει από πουθενά ότι οι επιβήτορες, ο όνος και οι φοράδες είχαν διοριστεί αναξιοκρατικά, παραμελούσαν τα καθήκοντα τους. είχαν συνδικαλιστεί, έκαναν επισχέσεις εργασίας ή και απεργίες.
Μάταια κάποιοι πατέρες του έθνους υπερασπίστηκαν το Ιπποφορβείο, για το οποίο ένας απ” αυτούς είπε ότι: «δεν εσυστήθη δια ταμιευτικούς λόγους, εσυστήθη να παράξη ίππους χρησίμους εις το Ιππικόν», ενώ συνάδελφος του τόνιζε την σημασία του «να έχωμεν καλήν φυλήν ίππων, οίτινες εισίν αναγκαίοι εις το έθνος».
Και όμως το ιπποφορβείο καταργήθηκε. Τα ολέθρια αποτελέσματα φάνηκαν αργότερα. Στον πόλεμο του 1897, ο στρατός της Θεσσαλίας είχε για 1819 ιππείς, μόνο 568 άλογα.
Η ίππευση κάθε τετραπόδου από τρεις ιππείς συγχρόνως δεν θα αποτελούσε πρακτική λύση. Αλλά και το πυροβολικό δεν είχε τα προβλεπόμενα άλογα και μουλάρια. Πολλοί δε από τους αξιωματικούς, που έπρεπε να είναι έφιπποι, ήσαν πεζότατα πεζοί.
«Τούτο δε παρέβλαψε μεγάλως την διοίκησιν των στρατευμάτων».
Το κράτος έκανε, το τελευταίο μινούτο, απελπισμένες προσπάθειες να αγοράσει άλογα και μουλάρια από το εξωτερικό. Είχαν κάπως ετεροχρονισμένα αποτελέσματα.
Το κατά την Αργολίδα ιπποφορβείον εκδικήθηκε για την κατάργηση του. (Δύο παρατηρήσεις: 1) Καχύποπτοι μελετητές της υποθέσεως της διαλύσεως του μπορούν να βρουν ενδείξεις ότι αυτή δεν προκλήθηκε αποκλειστικά από ταμιευτικούς λόγους. 2) Η ιπποπαραγωγή δεν είναι βέβαια βιομηχανική δραστηριότητα. Είναι κάτι πολύ ανώτερο. Αλλά καταχρηστικώς θεωρήθηκε τέτοια…)
Ίχνη θετικής παρουσίας του κράτους στα της αμυντικής παραγωγής βρίσκει κανείς και στο Ναυτικό.
Ο ναύαρχος και ιστορικός Δημήτριος Φωκάς αναφερόμενος στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. γράφει: «Κατωρθώθη πράγματι (…) να ναυπηγηθώσι και εξοπλισθώσιν είκοσι και τρία πολεμικά πλοία, έξ ων δύο ατμόπλοια και μία μεγάλη κορβέττα 1.000 τόννων,» από τον Ναύσταθμο, τότε στον Πόρο, ενώ παράλληλα εξασφάλιζε την συντήρηση των πλοίων του στόλου. 100 χρόνια αργότερα, το έργο των συνεργείων του Ναυστάθμου που ήταν πλέον στην Σαλαμίνα, προκαλούσε τα ακόλουθα σχόλια του Ναυάρχου Καββαδία, αρχηγού του στόλου στα 1940:
«Όχι μόνον η απόδοσις ήτο άριστη, αλλά και πολύ ευωνοτέρα από την ιδιωτικήν βιομηχανίαν, όπως απεδείχθη όταν, αποφασισθέντος να ναυπηγηθώσι πολλοί σιδηραί φορτηγίδες δια το ναυτικόν, αι εν Ναυστάθμω εστοίχισαν 20% ολιγώτερον των εν Σύρω».
Αλλά και για τον νεότερο κλάδο των ένοπλων δυνάμεων, την Αεροπορία, υπάρχει ανάλογη ιστορία.
Στα 1925, είχε ανατεθεί σε ιδιωτική αγγλική εταιρεία κατασκευής αεροπλάνων, η οργάνωση της ελληνικής αεροπορικής βιομηχανίας καθώς και η παραγωγή και επισκευή αεροσκαφών.
Στα 1931 ή σχετική σύμβαση ανανεώθηκε, αλλά όταν έληξε, μετά από επτά χρόνια, «εκδόθηκε ο Α.Ν. 1014, βάσει του οποίου το εργοστάσιο περιήλθε στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου και κατέστη Μονάδα τής Πολεμικής Αεροπορίας, με την ονομασία «Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων» (ΚΕΑ)».
Σημειώνεται ότι: «Ιδιαίτερα πολύπλευρη και αξιοσημείωτη υπήρξε η προσφορά του ΚΕΑ κατά την περίοδο 1938-1940, όπου επέδειξε μεγάλη κατασκευαστική και επισκευαστική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να καλύπτει σχεδόν όλες τις ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας».
Στον πόλεμο, ή προσφορά του υπήρξε «τόσο από ποιοτικής όσο και ποσοτικής πλευράς θετικότατη και άξια θαυμασμού».
Αυτά δε σύμφωνα με την επίσημη ιστορία τής Πολεμικής Αεροπορίας.
Βεβαίως, δεν υπάρχουν μόνο και πάντοτε επιτυχίες.
Η προσπάθεια του ελληνικού κράτους να αποκτήσει χημικά όπλα ενώ άρχιζε ο Β” Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε αίσιο τέλος.
Σημειώνεται ότι με την απόφαση του, δεν παραβίαζε το τότε Δίκαιο του Πολέμου, που απαγόρευε την χρήση, αλλ” όχι την παραγωγή η κατοχή τους. Πιθανός αντίπαλος, η Ιταλία, είχε δείξει στον πόλεμο με την Αιθιοπία (1935-1936) πως ήταν χωρίς αναστολές στο θέμα.
Η Ελλάδα, λοιπόν, κατασκεύασε το σχετικό εργοστάσιο, παράγγειλε δε, παρέλαβε και εγκατέστησε τον μηχανολογικό εξοπλισμό για την πλήρωση των λεγομένων τότε ειδικών η λευκών βλημάτων. Ξέχασε όμως να προμηθευτεί υπερίτη.
Όταν το θυμήθηκε ήταν κάπως αργά. Το είδος δεν ήταν πλέον διαθέσιμο στην αγορά, μας είχαν δε τελειώσει και τα χρήματα.
Εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη κρατισμού στην Ελλάδα ίσως να είναι μικρότερο πρόβλημα από την ουσιαστική ανυπαρξία κράτους.
Και η τάση για κατάργηση, διάλυση, εξαφάνιση καθετί του ελλειμματικού, θα πρέπει κάπου, κάποτε, κάπως να σταματήσει, γιατί διαφορετικά κινδυνεύει να μας συμπεριλάβει και μας τους ίδιους, που γίναμε όλοι ελλειμματικοί.
Τελικά δε, και αυτό το ανύπαρκτο μεν, αλλά κατ” εξοχήν ελλειμματικό κράτος μας.
Χριστόφορος Ματιάτος
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΡΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου