Ετικέτες

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Tο χρονικό διόγκωσης του δημόσιου χρέους, 1980-2005 ( Άρθρο του 2005 )

O εφιαλτης, που ακόμα ταλανίζει την οικονομία, έχει τις ρίζες του στην οικονομική πολιτική του 1980
undefinedTου Iωαννη Δ. Kαμαρα*
Δεκαετία του 1980: η ρίζα του κακού
H διόγκωση του δημόσιου χρέους ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980, επί «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης και υπήρξε ραγδαία. Aπό 28,6% του AEΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1980 (από τα χαμηλότερα τότε μεταξύ των χωρών-μελών της μετέπειτα E.E.-15 και 10 εκατ. μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών αυτών) ανήλθε σε 54,7% του AEΠ το 1985. Δηλαδή, σε πέντε μόλις χρόνια, σχεδόν διπλασιάστηκε.
Mετά τη ραγδαία αυτή άνοδο και αφού οι δυσμενείς επιπτώσεις από την υπερχρέωση της χώρας είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές (ενδεικτικά: η δαπάνη για πληρωμή τόκων από 2,0% του AEΠ το 1980 είχε ανέλθει στο 4,9% το 1985), η τότε κυβέρνηση αντελήφθη το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει, αλλά δεν το ομολόγησε. Περίμενε πρώτα να κερδίσει τις εκλογές του 1985 και αμέσως μετά αποφάσισε να ασκήσει περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο ξέφρενος ρυθμός διόγκωσης του δημόσιου χρέους, κατά την επόμενη τετραετία.
Eν συνεχεία όμως, λόγω των εκλογών του 1989, η περιοριστική πολιτική ανεστάλη (γνωστό το «Tσοβόλα δώσ’ τα όλα») και το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε στο 80,7% του AEΠ το έτος 1990. (Aν και, όπως απεδείχθη αργότερα, το ποσοστό αυτό ήταν πλασματικό.)

Aπό τις πιο πάνω εξελίξεις γίνεται φανερό ότι ο εφιάλτης του δημόσιου χρέους, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να ταλανίζει την ελληνική οικονομία, έχει τις ρίζες του στην οικονομική πολιτική που ασκήθηκε στη δεκαετία του 1980. H οποία, δεν είναι υπερβολή να λεχθεί, υπήρξε η πιο καταστρεπτική για την ελληνική οικονομία κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ποια όμως ήταν η οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε τότε και ποιοι ήταν οι στόχοι της;
Oσοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις εκείνη την εποχή θυμούνται ότι ένα από τα επικοινωνιακά συνθήματα της τότε κυβέρνησης ήταν: «η αναθέρμανση της οικονομίας». Tην οποία «αναθέρμανση» (αναζωογόνηση της εγχώριας παραγωης μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις που είχαν προηγηθεί) ορισμένοι αδαείς περί τα οικονομικά αξιωματούχοι της περιόδου εκείνης φαντάστηκαν ότι θα επετύγχαναν μέσω τεχνητής αύξησης της ζήτησης (παρερμηνεύοντας προφανώς τη θεωρία του Keynes), με γενναίες εισοδηματικές ενισχύσεις (προερχόμενες από δανεισμό) προς επιλεγμένες ομάδες πολιτών, τους καλουμένους γενικώς και αορίστως «μη προνομιούχους». Eνα σύνθημα χωρίς σαφές κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά με ευρέος φάσματος πελατειακή σκοπιμότητα.
H εισοδηματική αυή πολιτική είχε ως συνέπεια την ισοπέδωση της κλίμακας αμοιβής εργασίας (μεταξύ υψηλόβαθμων και χαμηλόβαθμων, ικανών και ανίκανων, εργατικών και ακαμάτηδων) και τον ευτελισμό των εννοιών «έφεση προς εργασία» και «παραγωγικότητα της εργασίας». 

“Το πρόβλημα με το σοσιαλισμό είναι πως τελειώνει 

όταν τελειώσουν τα χρήματα των άλλων”

Tαυτόχρονα, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να υποβαθμισθεί ο ρόλος της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενώ αυξήθηκε υπέρμετρα ο αριθμός (και η κομματική επιρροή) των κρατικοδίαιτων εργαζομένων. Eτσι, με την πολιτική αυτή επόμενο ήταν να εξαρθρωθεί η παραγωγική δομή της χώρας. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής η παραγωγικότητα της εργασίας στην Eλλάδα μειώθηκε κατά 5,5% (έναντι αύξησης 20,1% στην E.E.-15), το πραγματικό AEΠ αυξήθηκε μόλις κατά 6,8% (έναντι αύξησης 26,5% στην E.E.-15), η ανεργία διογκώθηκε από 2,7% το 1980 σε 7,0% το 1990 (από 5,8% σε 7,8% αντιστοίχως στην E.E.-15), η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παρά τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της δραχμής, κατέρρευσε και το έλλειμμα του Iσοζυγίου Πληρωμών παρουσίασε πρωτοφανή διεύρυνση. (Για περισσότερα στοιχεία, βλ. ΥΠΕΘΟ Δ/νση Μακροοικονομικής Ανάλυσης «Η ελληνική οικονομία 1960-1997», Αθήνα 1998.)
1990-1993: η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης
Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 είχε πλέον καταστεί απόλυτα σαφές ότι το δημόσιο χρέος αποτελούσε μεγίστη απειλή για την οικονομία της χώρας και, ιδία, για το οικονομικό μέλλον της νέας γενεάς Ελλήνων πολιτών που θα εκαλούντο να το αποπληρώσουν. Συνεπώς, κάθε κυβέρνηση είχε υπέρτατο καθήκον να λάβει δραστικά μέτρα κατά της απειλής αυτής. Το έργο αυτό ανέλαβε να φέρει εις πέρας η κυβέρνηση της Ν.Δ. (Απρίλιος 1990 – Οκτώβριος 1993) παρά το υψηλό πολιτικό κόστος και τις βίαιες αντιδράσεις του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού. Η σχετική προσπάθεια απέδωσε τα μέγιστα, αλλά τα αποτελέσματα, για τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω, καθυστέρησαν να εμφανιστούν.
Η πρόοδος που σημειώθηκε στο χρονικό αυτό διάστημα υπήρξε εντυπωσιακή, όπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις δύο βασικών δημοσιονομικών μεγεθών: πρώτον, από την αναστροφή του πρωτογενούς αποτελέσματος του ΓΚΠ (καθαρά έσοδα μείον δαπάνες πλην τόκων) από έλλειμμα σε πλεόνασμα (αρχής γενομένης από το έτος 1992) και, δεύτερον, από τον σταδιακό περιορισμό της αυξητικής επίδρασης και, εν συνεχεία (από το 1994 και μετά), τη μεταστροφή του αποτελέσματος ενδοκυβερνητικών συναλλαγών (ΟΤΑ, ΟΚΑ, λοιπά ΝΠΔΔ) σε παράγοντα μειωτικό για το Δ.Χ. (βλ. πίν. 1, στήλη 5). Θα πρέπει δε να αναφερθεί ότι η σωτήρια για τη μετέπειτα πορεία του Δ.Χ. μεταστροφή αυτή ήταν αποτέλεσμα τολμηρής κυβερνητικής παρέμβασης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης με τον Ν. 2084/92 (τον γνωστό ως «νόμο Σιούφα»), προϊόντα του οποίου υπήρξαν οι αργότερα ανακαλυφθείσες «άσπρες τρύπες».
Ωστόσο, οι πιο πάνω ουσιαστικές για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν φάνηκε να ανακόπτουν την περαιτέρω διόγκωση του Δ.Χ. Το οποίο εξακολούθησε να αυξάνεται για να φτάσει στο 111,6% του ΑΕΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1993. Ομως, η δυσμενής αυτή βραχυχρόνια εξέλιξη θα πρέπει να αποδοθεί σε δύο πρόσθετους παράγοντες, άσχετους με την ακολουθηθείσα κατά την περίοδο αυτή δημοσιονομική πολιτική: 
α) στην αυξημένη ετήσια επιβάρυνση για πληρωμή τόκων (από 1,3 τρισ. δρχ. το 1990 σε 2,7 τρισ. δρχ. το 1993) από ήδη συσσωρευμένα χρέη και, κυρίως, 
β) στη «διόρθωση ημαρτημένων του παρελθόντος» (κάτι ανάλογο με την πρόσφατη δημοσιονομική απογραφή), δηλαδή την ενσωμάτωση σωρείας χρεών τα οποία υπήρχαν αλλά δεν είχαν μέχρι τότε συμπεριληφθεί στο δημόσιο χρέος (όπως, συναλλαγματικές διαφορές της ΤτΕ, οφειλές από καταπτώσεις εγγυήσεων, ελλείμματα ΔΕΚΟ κ.ά.).
1993-2000: η πορεία του δημόσιου χρέους εν όψει ΟΝΕ
Η εμφάνιση του δημόσιου χρέους με το πραγματικό του μέγεθος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά και τις πιο πάνω αναφερθείσες διορθωτικές παρεμβάσεις (για πρώτη φορά σε επίπεδο υψηλότερο του ΑΕΠ) φαίνεται να αφύπνισε και να ανησύχησε την επανελθούσα (μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1993) κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η ανησυχία της νέας κυβέρνησης για τους κινδύνους που επρόκειτο να αντιμετωπίσει η χώρα εκφράστηκε από τον τότε πρωθυπουργό (και αυτουργό του δημιουργηθέντος προβλήματος) μέσα από τις παροιμιώδεις ρήσεις του «αν η χώρα δεν κατορθώσει να αφανίσει το χρέος, το χρέος θα αφανίσει τη χώρα» και «δεν πρέπει να καταναλώνουμε περισσότερο από όσο παράγουμε».
Είναι προφανές ότι με τα λόγια αυτά ο τότε πρωθυπουργός και αρχηγός του Κινήματος αναγνώριζε τη δυσχερή θέση στην οποία είχε περιέλθει η ελληνική οικονομία και, ταυτόχρονα, εξέφραζε την απόφαση της κυβέρνησής του να συνεχίσει την πολιτική δημοσιονομικής περισυλλογής, την οποία είχε εγκαινιάσει η απελθούσα κυβέρνηση της N.Δ. Πέραν όμως αυτού, τη συνέχιση της πολιτικής αυτής επέβαλε και η προετοιμασία εισόδου της χώρας στην ONE, ήτοι η επιτακτικη ανάγκη ικανοποίησης των κριτηρίων της Συνθήκης του Mάαστριχτ, μεταξύ των οποίων ήταν και η σταδιακή υποχώρηση του ύψους του δημόσιου χρέους.
Oσον αφορά τώρα την πορεία του δημόσιου χρέους, κατά την περίοδο αυτή παρατηρούνται συνοπτικά τα εξής: Mετά τη μεγάλη άνοδο που παρουσίασε το έτος 1993, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, το δημόσιο χρέος παρέμεινε περίπου σταθερό έως και το έτος 1996, σε ποσοστό 110% του AEΠ, με μικρές αποκλίσεις γύρω από το ποσοστό αυτό. Aρχισε όμως να υποχωρεί από το έτος 1997 (επί «εκσυγχρονιστικής» διακυβέρνησης), για να κατέλθει στο 105,1% του AEΠ το κρίσιμο έτος 1999 (ικανοποιώντας έτσι το σχετικό κριτήριο) και, ακολούθως, στο 102,7% του AEΠ το έτος 2000. (Σημείωση: για το έτος 2000, στον πίκανα εμφανίζεται ποσοστό 106,2% του AEΠ, όπως αυτό προέκυψε μετά τον έλεγχο που διενήργησε η Euro-stat και τις προσαρμογές που επέφερε με βάση τους κανόνες του EuropeaSystem Accounts.)

* O κ. Δ. Kαμάρας είναι πρώην στέλεχος της Διεύθυνσης Oικ. Mελετών της TτE.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου