Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Στις 22 Μαρτίου, ο αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα, επισκεπτόμενος το Ισραήλ έπεισε τον πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου να τηλεφωνήσει στον Τούρκο πρωθυπουργό, Ταγγίπ Ερντογάν, και να απολογηθεί για “επιχειρησιακά λάθη” των Ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων που οδήγησαν στο θάνατο εννέα Τούρκων ακτιβιστών, οι οποίοι επέβαιναν του τουρκικού πλοίου Μαβί Μαραμαρά στις 31 Μαίου του 2010. Την τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των δύο πρωθυπουργών παρακολουθούσε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα.
Κατ’ αρχάς, η απολογία έγινε προφορικώς από τηλεφώνου χωρίς να ακολουθήσει την πεπατημένη των διπλωματικών διατυπώσεων. Επιπλέον, ο Νετανιάχου δεν απολογήθηκε ούτε για το δικαίωμα του Ισραήλ να χρησιμοποιήσει βία, όταν έλαβε χώρα το επεισόδιο αλλά ούτε και για την άρνησή του να άρει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας. Αυτές συνιστούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις τις οποίες ήγειρε η Τουρκία για την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών.
Γιατί όμως ο Ομπάμα πίεσε το Ισραήλ να κάνει αυτή την κίνηση; Για δύο λόγους: Πρώτον, ο αμερικανός πρόεδρος επεδίωξε μία θεαματική κίνηση, επικοινωνιακού χαρακτήρα, κατά την επίσκεψη του, ούτως ώστε να την περιβάλει με μία διπλωματική επιτυχία. Άλλωστε μας έχουν συνηθίσει οι Αμερικανοί σε τέτοιες κινήσεις, όπως για παράδειγμα η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας τον Οκτώβριο του 2009 στη Γενεύη, κατόπιν πιέσεως της τότε αμερικανίδας υπουργού των εξωτερικών, Χίλαρυ Κλίντον, και η οποία δεν έλαβε έκτοτε οποιοδήποτε έμπρακτο περιεχόμενο. Δεύτερον, η στρατηγική επιλογή Ομπάμα να απεμπλακεί σταδιακά από τις εστίες σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή (γεωστρατηγική υποχώρηση) έχει εξουδετερώσει την προοπτική διεθνούς επέμβασης στη Συρία. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί κενό ισχύος σε περίπτωση που καταρρεύσει το καθεστώς Άσαντ. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν η νέα τάξη που θα δημιουργηθεί να είναι προϊόν μίας Τουρκο-Ισραηλινής συνεννόησης και όχι μιας Τουρκο-Ρωσικής, όπως εξελίχθηκε τους τελευταίους μήνες. Το Ισραήλ έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για την ασφάλεια των βορείων συνόρων του από το ενδεχόμενο πλήρους κυριαρχίας των ριζοσπαστικών ισλαμικών οργανώσεων στη μετά-Άσαντ εποχή.
Γι΄ αυτήν την ενέργεια, ο ισραηλινός πρωθυπουργός έλαβε διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ θα υποστηρίξουν τις ισραηλινές θέσεις στο Παλαιστινιακό Ζήτημα όταν επαναρχίσει η ειρηνευτική διαδικασία. Το γεγονός ότι ο Ομπάμα απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά στο Παλαιστινιακό κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, επιβεβαιώνει την πιο πάνω εκτίμηση.
Σε μερίδα του διεθνούς τύπου γράφτηκε ότι η κίνηση αυτή έγινε για να φέρει πιο κοντά την Τουρκία και το Ισραήλ, λόγω σχεδιαζόμενου κτυπήματος κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Η εκτίμηση αυτή δεν ευσταθεί γιατί μετά την επανεκλογή Ομπάμα στην προεδρία, η αμερικανική κυβέρνηση αναζητεί νέο τρόπο χειρισμού του θέματος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, αποκλείοντας τη στρατιωτική επιλογή.
Συμπερασματικά, η άτυπη απολογία προς την Τουρκία δε συνιστά στρατηγική μετατόπιση του Ισραήλ σε σχέση με τη μέχρι τώρα στάση του έναντι της Άγκυρας, αλλά στην ουσία, αποτελεί κίνηση τακτικής για να αποκαταστήσει τη σχέση του ο Νετανιάχου με τον Ομάμα, λόγω της ψυχρότητας που προκάλεσε η υποστήριξη του πρώτου προς το Μιτ Ρόμνεϊ, ανθυποψήφιο του Ομπάμα στις τελευταίες αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Επίσης, η απολογία δημιουργεί γόνιμο έδαφος επικοινωνίας με την Τουρκία, σε σχέση με πιθανή κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, προκειμένου να υπάρξει έλεγχος των χημικών που υπάρχουν σήμερα στη Συρία. Επιπρόσθετα, το Ισραήλ ευελπιστεί ότι με την απολογία θα αρθεί το τουρκικό βέτο στο ΝΑΤΟ, το οποίο μπλοκάρει τη συμμετοχή του σε Νατοϊκές ασκήσεις.
Από την άλλη πλευρά όμως, μία απολογία σε ένα πρωθυπουργό, δεδηλωμένο υποστηρικτή της Χαμάς και της Χιζμπολλάχ, πιθανότατα να μην μειώσει την επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι του Ισραήλ, η οποία απομακρύνεται ολοένα από τους δυτικούς προσανατολισμούς, αλλά θα την αποθρασύνει, αφού ήδη καταναλώνει επικοινωνιακά την ισραηλινή απολογία προς το μουσουλμανικό κόσμο ως μία νίκη έναντι του «σιωνιστικού εχθρού».
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Στις 22 Μαρτίου, ο αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα, επισκεπτόμενος το Ισραήλ έπεισε τον πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου να τηλεφωνήσει στον Τούρκο πρωθυπουργό, Ταγγίπ Ερντογάν, και να απολογηθεί για “επιχειρησιακά λάθη” των Ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων που οδήγησαν στο θάνατο εννέα Τούρκων ακτιβιστών, οι οποίοι επέβαιναν του τουρκικού πλοίου Μαβί Μαραμαρά στις 31 Μαίου του 2010. Την τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των δύο πρωθυπουργών παρακολουθούσε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα.
Κατ’ αρχάς, η απολογία έγινε προφορικώς από τηλεφώνου χωρίς να ακολουθήσει την πεπατημένη των διπλωματικών διατυπώσεων. Επιπλέον, ο Νετανιάχου δεν απολογήθηκε ούτε για το δικαίωμα του Ισραήλ να χρησιμοποιήσει βία, όταν έλαβε χώρα το επεισόδιο αλλά ούτε και για την άρνησή του να άρει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας. Αυτές συνιστούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις τις οποίες ήγειρε η Τουρκία για την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών.
Γιατί όμως ο Ομπάμα πίεσε το Ισραήλ να κάνει αυτή την κίνηση; Για δύο λόγους: Πρώτον, ο αμερικανός πρόεδρος επεδίωξε μία θεαματική κίνηση, επικοινωνιακού χαρακτήρα, κατά την επίσκεψη του, ούτως ώστε να την περιβάλει με μία διπλωματική επιτυχία. Άλλωστε μας έχουν συνηθίσει οι Αμερικανοί σε τέτοιες κινήσεις, όπως για παράδειγμα η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας τον Οκτώβριο του 2009 στη Γενεύη, κατόπιν πιέσεως της τότε αμερικανίδας υπουργού των εξωτερικών, Χίλαρυ Κλίντον, και η οποία δεν έλαβε έκτοτε οποιοδήποτε έμπρακτο περιεχόμενο. Δεύτερον, η στρατηγική επιλογή Ομπάμα να απεμπλακεί σταδιακά από τις εστίες σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή (γεωστρατηγική υποχώρηση) έχει εξουδετερώσει την προοπτική διεθνούς επέμβασης στη Συρία. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί κενό ισχύος σε περίπτωση που καταρρεύσει το καθεστώς Άσαντ. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν η νέα τάξη που θα δημιουργηθεί να είναι προϊόν μίας Τουρκο-Ισραηλινής συνεννόησης και όχι μιας Τουρκο-Ρωσικής, όπως εξελίχθηκε τους τελευταίους μήνες. Το Ισραήλ έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για την ασφάλεια των βορείων συνόρων του από το ενδεχόμενο πλήρους κυριαρχίας των ριζοσπαστικών ισλαμικών οργανώσεων στη μετά-Άσαντ εποχή.
Γι΄ αυτήν την ενέργεια, ο ισραηλινός πρωθυπουργός έλαβε διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ θα υποστηρίξουν τις ισραηλινές θέσεις στο Παλαιστινιακό Ζήτημα όταν επαναρχίσει η ειρηνευτική διαδικασία. Το γεγονός ότι ο Ομπάμα απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά στο Παλαιστινιακό κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, επιβεβαιώνει την πιο πάνω εκτίμηση.
Σε μερίδα του διεθνούς τύπου γράφτηκε ότι η κίνηση αυτή έγινε για να φέρει πιο κοντά την Τουρκία και το Ισραήλ, λόγω σχεδιαζόμενου κτυπήματος κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Η εκτίμηση αυτή δεν ευσταθεί γιατί μετά την επανεκλογή Ομπάμα στην προεδρία, η αμερικανική κυβέρνηση αναζητεί νέο τρόπο χειρισμού του θέματος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, αποκλείοντας τη στρατιωτική επιλογή.
Συμπερασματικά, η άτυπη απολογία προς την Τουρκία δε συνιστά στρατηγική μετατόπιση του Ισραήλ σε σχέση με τη μέχρι τώρα στάση του έναντι της Άγκυρας, αλλά στην ουσία, αποτελεί κίνηση τακτικής για να αποκαταστήσει τη σχέση του ο Νετανιάχου με τον Ομάμα, λόγω της ψυχρότητας που προκάλεσε η υποστήριξη του πρώτου προς το Μιτ Ρόμνεϊ, ανθυποψήφιο του Ομπάμα στις τελευταίες αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Επίσης, η απολογία δημιουργεί γόνιμο έδαφος επικοινωνίας με την Τουρκία, σε σχέση με πιθανή κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, προκειμένου να υπάρξει έλεγχος των χημικών που υπάρχουν σήμερα στη Συρία. Επιπρόσθετα, το Ισραήλ ευελπιστεί ότι με την απολογία θα αρθεί το τουρκικό βέτο στο ΝΑΤΟ, το οποίο μπλοκάρει τη συμμετοχή του σε Νατοϊκές ασκήσεις.
Από την άλλη πλευρά όμως, μία απολογία σε ένα πρωθυπουργό, δεδηλωμένο υποστηρικτή της Χαμάς και της Χιζμπολλάχ, πιθανότατα να μην μειώσει την επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι του Ισραήλ, η οποία απομακρύνεται ολοένα από τους δυτικούς προσανατολισμούς, αλλά θα την αποθρασύνει, αφού ήδη καταναλώνει επικοινωνιακά την ισραηλινή απολογία προς το μουσουλμανικό κόσμο ως μία νίκη έναντι του «σιωνιστικού εχθρού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου