«Αυτή η γλώσσα η νεοελληνική των δημοτικών τραγουδιών είναι μοναδική, είναι συγκροτημένη και ομοιόγενη, είναι η ωραιότερη ανάμεσα σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες». Claude Fauriel
«Chants populaires de la grece moderne- discours preliminaires», Paris (1824)
Γράφει η Φιλόλογος -Παιδαγωγός, Ελένη Καρυδά
Η έκφραση «γλωσσικό ζήτημα» αφ΄εαυτού παραπέμπει σε μια προβληματική γύρω από το θέμα της ελληνικής γλώσσας, η οποία καλλιέργησε σοβαρές αντιπαραθέσεις ιδεών και συμπεριφορών σε κρίσιμες φάσεις της ελληνικής κοινωνίας. Η κύρια αιτία που έφερε στην επιφάνεια οξύτητες και διαμάχες ήταν το γεγονός ότι, μια καθαρά επιστημονική «διένεξη» όπως ήταν το «Γλωσσικό» ταυτίστηκε με το Εκπαιδευτικό ζήτημα της χώρας και ως εκ τούτου συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με στενά πολιτικές διεκδικήσεις ή και σκοπιμότητες.
Η παραπάνω θέση αιτιολογεί και το γεγονός κατά το οποίο η δημοτική γλώσσα προβάλλεται σταθερά ως αίτημα από το χώρο των ανανεωτικών, των φιλελεύθερων, των προοδευτικών και δημοκρατικών γενικότερα, ενώ η «καθαρεύουσα» ταυτίζεται με το χώρο των συντηρητικών, των φιλομοναρχικών, των κλασικιστών. Έτσι με τρόπο σκόπιμο, μεθοδευμένο και «κατασκευασμένο», αφέθηκε να διαφανεί η ιδέα ότι η αναγνώριση και η επιστημονική ενασχόληση με την Αρχαία Ελλάδα και τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό θα σήμαιναν την οπισθοδρόμηση και θα υπηρετούσαν το συντηρητισμό. Σκοπίμως δηλαδή άφηναν να εννοηθεί ότι το ιστορικό παρελθόν ήταν η τροχοπέδη για την μεταρρύθμιση στην Εκπαίδευσης.
Απ΄την άλλη πλευρά, οι κάθε λογής προύχοντες, υπηρετώντας σκοπιμότητες, έξω από το συμφέρον της Γνώσης και της Αλήθειας, αντιδρούσαν συστηματικά στο μπόλιασμα της ελληνικής γλώσσας με γόνιμα στοιχεία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Για να είναι δε πιο αποτελεσματικοί στο έργο τους, δεν δίστασαν να συνεξαρτήσουν γλώσσοεκπαιδευτικές θεωρήσεις με συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις.
Εκτός των άλλων το θέμα της γλώσσας ήταν ανέκαθεν επιβαρημένο και από έναν ισχυρό κοινωνικό συμβολισμό που εκφραζόταν μέσα από την μακρόχρονη αντίθεση, ανάμεσα στη γραπτή «αττικίζουσα» και την «κοινή ομιλουμένη». Αυτό οδήγησε στην επίμονη αναζήτηση ενός ενιαίου γλωσσικού οργάνου που θα υπηρετούσε πρώτιστα την Εθνική Παιδεία και θα επιχειρούσε να διαχειριστεί με νέους όρους τις δημιουργούμενες εκάστοτε κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες. Κι έτσι έγινε η διάκριση, ο διαχωρισμός της γλώσσας σε Δημοτική και Καθαρεύουσα. Πολλοί έφτασαν σε σημείο να μιλούν για «διγλωσσία» . Το συγκεκριμένο όρο, μεταξύ πολλών, δεν τον αποδέχεται ούτε ο Μπαμπινιώτης ο οποίος μιλά για δύο μορφές της γλώσσας (διμορφία). Γεννιούνται έτσι εύλογοι προβληματισμοί, όσον αφορά τις σκοπιμότητες που υπηρετούσε ο όρος «διγλωσσία», τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε ότι η γλώσσα μας είναι ενιαία, πλούσια, ζωντανή και δεν ευθύνεται αυτή για τις αμαρτίες του παρελθόντος. Ο τρόπος που διδασκόταν η γλώσσα μας ήταν ελλειμματικός. Καταστροφική εξάλλου ήταν και η φαλκίδευση στη γλώσσα μας που έγινε από τους σοφολογιότατους, είτε αυτοί λέγονταν Παλάτι, είτε Φαναριώτες, είτε κοτζαμπάσηδες. Ήταν αυτοί που προσπάθησαν να εκμαυλίσουν το φιλοσοφικό και ιδεολογικό πλαίσιο της Ελληνικής Εκπαίδευσης, ακυρώνοντας επί του πεδίου τις συνέπειες του μορφωτικού αγαθού, αφού δεν μπορούσαν έτσι κι αλλιώς να το κάνουν απευθείας.
Έτσι μπόρεσαν και παγίδεψαν ανθρώπους, συνειδήσεις ρίχνοντάς τους στο παιχνίδι του άσπρου-μαύρου, παιχνίδι της Δημοτικής – Καθαρεύουσας, λες και η κάθε μορφή της γλώσσας μας είναι ανεξάρτητη, ξένη προς την άλλη, λες και η καθεμία δε συμβάλλει στην καλύτερη εκμάθηση της άλλης1.
Αλλά τα σοβαρότερα σημεία του γλωσσικού ζητήματος είναι αυτά που σχετίζονται με τη «Φωνητική γραφή» διότι είναι εκείνα που λειτούργησαν ως ο «Δούρειος Ίππος» για την ενδεχόμενη εισαγωγή του λατινικού αλφάβητου στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Όλα τα παραπάνω, ήταν τα αίτια που οδήγησαν στη διάσταση των απόψεων σχετικά με τη γλώσσα και τη δημιουργία μεγάλου φάσματος γλωσσολογικών διαφοροποιήσεων. Έτσι υπήρξαν αυτοί που ήθελαν μια δημοτική που να βγαίνει κατ΄ακολουθία κι εξέλιξη από την ψυχή των Ελλήνων, αυτοί που ήθελαν μια «σλαβικού» τύπου δημοτική, εκείνοι που ήθελαν μια μεικτή μορφή γλώσσας, κ.ο.κ.
Με αυτό τον τρόπο, δεν άφησαν την ελληνική γλώσσα να μεταπλαστεί και να μετεξελιχθεί ακολουθώντας τη φυσική νομοτέλεια, αφού οι γλώσσες δε σταματάνε ποτέ να μεταπλάθονται και να εξελίσσονται. Έτσι πέρα από κάθε Γλωσσολογική δεοντολογία, με τρόπο ρυθμιστικό και αυθαίρετο, επιχειρήθηκαν κατά καιρούς παρεμβάσεις στη γλώσσα –πολλοί μίλησαν για βάναυση κακοποίηση της γλώσσας, με αποτέλεσμα, το γλωσσικό να πάρει διαστάσεις εθνικής συμφοράς.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι, ανέκαθεν υπήρχε μια σκόπιμη προσπάθεια κι επιδίωξη, να μεταφερθούν οι πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις σε επίπεδο εθνικό με όχημα το «Γλωσσικό». Αυτό δυστυχώς λειτούργησε και για αυτό το λόγο, το γλωσσικό ζήτημα ταλάνισε και ταλανίζει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από τα τότε έως σήμερα.
Το Γλωσσικό ζήτημα στη διαχρονική του πορεία
Περίοδος : 1700 – 1910
Ένα από τα σημαντικά γεγονότα που δείχνουν ότι το ελληνικό Έθνος βγήκε αλώβητο μέσα από την τουρκική δουλεία είναι και το ζήτημα της διατήρησης της γλώσσας του. Κι αυτό εκτός των άλλων οφείλεται στην έμφυτη πνευματικότητα του λαού μας, στην ιστορική του μνήμη και το αισθητικό του ταλέντο.
Ο λαός μας βρήκε τη διέξοδο, βρήκε το δρόμο και μέσα από τις ζωντανές πηγές του λαϊκού μας πολιτισμού δημιούργησε τα μοναδικά δημοτικά μας τραγούδια. Ωστόσο μετά την απελευθέρωση, ήταν φυσικό το έθνος να αγωνίζεται να οργανωθεί σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Οι νεοδιαμορφούμενες συνθήκες που σηματοδοτούνται από τον ευρωπαϊκό και στη συνέχεια Νεοελληνικό Διαφωτισμό πυροδοτούν με μια νέα δυναμική την εκπαιδευτική θεωρία και πράξη.
Η γλώσσα μας ως εκ τούτου φαίνεται ότι χρειάζεται νέους όρους για να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες κι όπως ήταν φυσικό αντλεί τους όρους αυτούς από την αστείρευτη πηγή – την αρχαία ελληνική γλώσσα – απ’ όπου ακόμα κα οι ξένες γλώσσες άντλησαν και πλούτισαν το λεκτικό τους στους τομείς της επιστήμης , της φιλοσοφίας, των τεχνών, της τεχνολογίας αλλά και της καθημερινής τους ζωής.
Παράλληλα όμως αρχίζει να τίθεται το γλωσσικό ζήτημα, από Έλληνες λογίους του εξωτερικού (κυρίως των παραδουνάβιων ηγεμονιών), ως ένα ζήτημα που χρειάζεται άμεση λύση. Συγκεκριμένα παρουσιάζονται εκπρόσωποι του χώρου που προωθούν την ομιλούμενη, σπουδαιότεροι των οποίων ήταν: ο Ρήγας (1757-1798), ο Δημήτριος Καταρτζής (1758-1844), ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), ο Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823) κ.α.
Ο Ρήγας Βελεστινλής, ο μεγάλος αυτός οραματιστής και επαναστάτης δεν μπόρεσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στο γλωσσικό θέμα και τάχθηκε φανερά με το μέρος των δημοτικιστών του καιρού του. Υποστήριζε ότι η λαϊκή γλώσσα πρέπει να είναι όργανο διδασκαλίας στα σχολεία και επιπλέον ότι σε αυτήν πρέπει να γράφονται και οι νόμοι και τα διατάγματα. Ο ίδιος μετάφρασε από τα γερμανικά και γαλλικά σε απλή γλώσσα, ένα μικρό εγχειρίδιο φυσικής. Παρόλα αυτά ο Ρήγας λόγω των φλογερών του κηρυγμάτων ενάντια στο φαναριώτικο και κοτσαμπασίδικο συγκεντρωτισμό, έγινε στόχος των κοτσαμπάσηδων, των Φαναριωτών και του ανωτέρου κλήρου.
Έτσι αρχίζει να αναδεικνύεται ο ιδεολογικο-πολιτικός χαρακτήρας του Γλωσσικού ζητήματος. Συγκεκριμένα στην εγκύκλιο του Πατριαρχείου, το Μάρτη του 1819, εκτός των άλλων θίγεται και το ζήτημα της γλώσσας. Το Πατριαρχείο με υπερβολές κι ακρότητες προσπαθεί να πείσει ότι η νέα γλώσσα είναι «υβρίστρια» και «αχαλίνωτος», ενώ παράλληλα δεν αντιδρά όταν κληρικοί μιλούν και κηρύττουν το λόγο του Θεού στη λαϊκή γλώσσα (π.χ. Κοσμάς ο Αιτωλός). Το Πατριαρχείο και οι Προύχοντες της εποχής δεν αντέδρασαν μόνο για το γλωσσικό ζήτημα, αλλά για όλες τις εκπαιδευτικές καινοτομίες της εποχής. Έτσι Παιδεία και Γλώσσα ήταν από τότε ενωμένα και θεωρούνταν ως ένα ζήτημα.
Βέβαια υπήρξαν κι εκείνοι που ήταν υποστηριχτές της ομιλούμενης, παράλληλα όμως ζητούσαν την απλοποίηση της γλώσσας ή καλύτερα τον «εξωραϊσμό» και τον «καθαρισμό» της. Σημαντικός εκπρόσωπος αυτής της άποψης ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), καθώς και οι Κ. Βαρδαλάχος, Δημ. και Νικ. Δαρβάρης κ.α.
Ο Αδαμάντιος Κοραής αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του επιβλητικού του έργου στη μελέτη και καλλιέργεια της γλώσσας με σκοπό να συμβάλλει στη συγκρότηση της «νεοελληνικής φιλολογίας». Τις γλωσσικές και εκπαιδευτικές του θεωρίες, τις παραθέτει στα Προλεγόμενα του έργου του, που περιλαμβάνει την επιλογή και έκδοση των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, στη σειρά Ελληνική βιβλιοθήκη (1805-1825) και φέρουν τον τίτλο «Αυτοσχέδιοι Στοχασμοί».
Οι εκπαιδευτικές του ιδέες θεωρούνται καινοτομικές για την εποχή. Σε σχέση με το Γλωσσικό θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη ενός γλωσσικού οργάνου κατάλληλου να εξυπηρετήσει τις πνευματικές ανάγκες του Γένους και του Πολιτισμού. Ο Κοραής αποκλείει την επάνοδο στην αρχαία ελληνική, προτείνοντας τη «μέση οδό». Η «μέση οδός» του Κοραή συνιστούσε τη δημιουργία μιας νέας συστηματικής γλώσσας που θα προέκυπτε από ένα γενναίο καθάρισμα του λεξιλογίου, και μια ανάλογη επεξεργασία της γραμματικής και του συντακτικού, με βάση πάντοτε την πραγματική κατάσταση της γλώσσας στα χρόνια του. Αυτό το ονόμαζε ο ίδιος «διόρθωσιν της γλώσσας». Βασική αρχή για να επιτευχθεί αυτό θεωρούσε τον «παραλληλισμό» της αρχαίας και της νεοελληνικής γλώσσας. Οι θέσεις του Κοραή μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι υπερβολή. Ειδικότερα σήμερα αποκτούν ένα είδος επικαιρότητας, αφού η δημοτική γλώσσα μέσα από μια φυσική νομοτέλεια και μετεξέλιξη απέβαλε τις ακρότητες και διαμορφώθηκε σε μία κοινή γλώσσα.
Εξάλλου οι λύσεις που προτείνει ο Κοραής θα μπορούσαν ακόμα και σήμερα να δώσουν ορισμένα ερεθίσματα για τη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος στα σχολεία- ακόμη και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο υπήρχαν και αυτοί που στράφηκαν με σφοδρότητα εναντίον των απόψεων του Κοραή, όπως ο Νεοφ. Δούκας (περ.1760-1845), ο Παν. Κοδρικάς (1762-1827) και οι οποίοι ήταν οπαδοί του αρχαϊσμού. Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός στην κωμωδία του «Κορακιστικά ή διόρθωσις της ρωμαίικης γλώσσης» προσπαθεί να γελοιοποιήσει τον Κοραή και τη γλώσσα του λαού. Γενικότερα θα λέγαμε ότι το ίδιο κλίμα αντιπαράθεσης εξακολουθεί και μετά τον Κοραή, έτσι οι λογιώτατοι συνέχιζαν να χαρακτηρίζουν τη λαϊκή γλώσσα «χυδαία», «βάρβαρη» και «λειψή».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε εξάλλου τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο λαός στη καθημερινή του ζωή, από το γεγονός, ότι δεν καταλάβαινε την αρχαίζουσα γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι λόγιοι της εποχής. Κάτι έπρεπε να γίνει. Αυτό το κάτι ξεκίνησε από τα Επτάνησα, όπου λόγω της διαφορετικής ιστορικής τους εξέλιξης από την υπόλοιπη Ελλάδα, η λογία παράδοση και ο αρχαϊσμός δεν είχαν ριζώσει. Επίσης η λαϊκή παράδοση στην ποίηση ήταν καλλιεργημένη αρκετά χρόνια πριν το Σολωμό (προσολωμικοί ποιητές). Έτσι αργότερα ο Σολωμός, αν και δεν ήξερε καθόλου την ορθογραφία της Ελληνικής, η ψυχή του όμως ήταν διαποτισμένη από το αίσθημα της λαϊκής γλώσσας, διατυπώνει με κορυφαίο τρόπο στο «Διάλογο» του (1824), τη στενή σχέση της δημοτικής γλώσσας με την αναγέννηση του έθνους, καταθέτοντας παράλληλα τον προβληματισμό και την αγωνία του.
«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;»
Το κήρυγμα του Σολωμού ήταν σωστό μα κανένας δεν το πρόσεξε. Η επίδραση που ασκούσαν οι λογιώτατοι ήταν ακόμη μεγάλη. Έτσι η επίσημη γραπτή γλώσσα του νέου κράτους ήταν η καθαρεύουσα. Παράλληλα, δημιουργήθηκε κι ένα ρεύμα αρχαιολατρίας, με τη στενή έννοια του όρου, και με σύνθημα: «Οπίσω εις την γλώσσα του Πλάτωνος και του Ξενοφώντος», με αποτέλεσμα να επικρατήσει ο αττικισμός στην λογοτεχνία [Π.Σούτσος, Α.Παράσχος, Α. Ραγκάβης, κ.α.]. Στην επιστήμη, χαρακτηριστικό παράδειγμα των υπερβολών και των ακροτήτων της εποχής αποτελεί η αρχαιομανία του Φίλιππου Ιωάννη, καθηγητή του Πανεπιστημίου τότε που βάλθηκε να μεταφράσει και τα δημοτικά μας τραγούδια στην αρχαία.
Η Φιλοσοφική Σχολή εξάλλου αγωνιζόταν να επαναφέρει αυτούσια τα απαρέμφατα και τους υπερσυντέλικους. Ωστόσο δειλά – δειλά εμφανίζονται στο προσκήνιο φωνές που αρχίζουν να αναγνωρίζουν δικαιώματα και στη λαϊκή γλώσσα . [Γ. Τερτσέτης (1808-1874), Δημ. Μαυροφρύδης, Α. Φατσέας (1823-1878) κ.α.] Εκείνη όμως που καθοριστικά πλέον θα δώσει ώθηση στο δημοτικισμό είναι η Επτανησιακή παράδοση που με την Ιόνιο ποιητική Σχολή συνεχίζει το έργο του Σολωμού (Ανδρέας Λασκαράτος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ιούλιος Τυπάλδος, Παναγιώτης Χιώτης, Νικόλαος Κονεμένος 2, Δημήτρης Βικέλης κ.α.)
Την ίδια εποχή εξάλλου παρατηρείται και το εξής φαινόμενο: Ενώ η λαϊκή γλώσσα γίνεται όργανο της ποίησης, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αναζητεί στα Αρχαία Ελληνικά, γλωσσικό υλικό για την απόδοση νέων εννοιών και έτσι τουλάχιστον ως τα μέσα του 19ου αιώνα, η Καθαρεύουσα θα εξαρχαΐζεται όλο και περισσότερο. Το 1853 θα δημοσιευτεί συστηματοποιημένη η εκδοχή της πλήρους επιστροφής στην Αρχαία Ελληνική (Παναγιώτη Σούτσου, «Νέα σχολή του γραφόμενου λόγου η ανάστασης της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοούμενης υπό πάντων») και το 1856 θα εκδοθεί διάταγμα που θα ορίζει ότι «Γραμματική της ελληνικής γλώσσας ορίζεται η της αρχαίας και μόνη».
Ωστόσο κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα άρχισαν να εκφράζονται συστηματικές αντιδράσεις για τις ρομαντικές υπερβολές του αρχαϊσμού. Το γλωσσικό ζήτημα θα επανεμφανιστεί με το χαρακτηριστικό γνώρισμα των προεπαναστατικών διατάξεων: Τη βαθιά σύγκρουση ανάμεσα σε αντιλήψεις που δεν αναφέρονται μόνο στη γλώσσα αλλά σχετίζονται με κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους.
Οι νέες απόψεις που εκφράζονται για το γλωσσικό ζήτημα είναι οι εξής:
α) Ο περαιτέρω εξαρχαϊσμός της καθαρεύουσας [Κ. Κόντος «Γλωσσικαί παρατηρήσεις, (1882)]
β) Η επιστροφή βαθμηδόν και αδιοκόπως στην ομιλουμένη [Δημήτριος Βερναδάκης, «Ψευδαττικισμού έλεγχος»(1884)]
γ) Η διατήρηση και ο εξωραϊσμός της καθαρεύουσας εν αναμονή της εξέλιξης της ομιλουμένης [Γ.Χατζιδάκης «Βάσανος έλεγχος ψευδοαττικισμού ή μελέτη επί της Νέας Ελληνικής» (1884)] και
δ) Η καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις μορφές λόγου. Την τελευταία αυτή άποψη με αρκετές υπερβολές θα λέγαμε τη μετουσίωσε, τη μετάλλαξε σε κήρυγμα ο Ψυχάρης [Δοκίμια της ιστορικής γραμματικής (1884-1886) και «Το Ταξίδι μου» (1888)]3
Την ίδια εποχή, ισχυρή συνδρομή στη συγκρότηση της ιδεολογικής θεμελίωσης του δημοτικισμού υπήρξε το έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη, [«Περί της σημερινής ελληνικής γλώσσης»(1885), «Τα είδωλα» (1893)] καθώς και η λογοτεχνική παραγωγή της Νέας Αθηναϊκής Σχολής με κύριο εκφραστή τον Κώστα Παλαμά. Μετά το Ροΐδη νέος υποστηριχτής του δημοτικισμού, ήταν ο Ιάκωβος Πολυλάς από τα Επτάνησα, ο οποίος καυτηρίασε κυρίως τις υπερβολές που διέπρατταν οι καθαρευουσιάνοι4. Άλλος Επτανήσιος δημοτικιστής ήταν ο Λαυρέντης Μαβίλης.
Αλ. Πάλλης |
Γενικότερα θα λέγαμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, όσον αφορά τα γλωσσοεκπαιδευτκά δρώμενα, έχουμε την δυναμική παρουσία λογίων & επιχειρηματιών της διασποράς όπως οι: Αλέξανδρος Πάλλης, Αργύρης Εφταλιώτης, Πέτρος Βλαστός, Πηνελόπη Δέλτα, Φώτης Φωτιάδης. Ο Αλεξ. Πάλλης εκτός από τις κριτικές του εργασίες πάνω στα κείμενα των αρχαίων κλασσικών, μετάφρασε σε καθαρή δημοτική και την Ιλιάδα (1892). Η μετάφρασή του αυτή πυροδότησε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων και η σύγκρουση κορυφώθηκε, όταν αργότερα μετάφρασε και την Καινή Διαθήκη στη δημοτική (1901)5.
Τα Ευαγγελικά (1901)
Την ίδια εποχή που έγινε η μετάφραση των Ευαγγελίων από τον Πάλλη, η βασίλισσα Όλγα που ήταν πολύ θρησκόληπτη, έβαλε να μεταφράσουν στη Δημοτική το Ευαγγέλιο, ώστε να μπορούν να το διαβάζουν όλοι οι Έλληνες και να περιοριστεί «η αδιαφορία προς τα θεία». Για το ζήτημα αυτό συνεννοήθηκε με τον καθηγητή Πανταζίδη και με την Ιουλία Σωμάκη καθώς και με το μητροπολίτη Προκόπιο. Η μετάφραση τυπώθηκε σε 1000 αντίτυπα και μοιράστηκε στα νοσοκομεία και στα σχολεία. Υποστήριξη παρείχαν πολλοί «διανοούμενοι» της εποχής, καθώς και οι εφημερίδες «Ακρόπολις» και «Άστυ».
Η αντίδραση ωστόσο ξεσπά από την Ιερά Σύνοδο, από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου (Μυστριώτη, Βάση κ.α.) καθώς και από τις εφημερίδες «Καιροί», «Εμπρός» και «Σκριπ». Το αποκορύφωμα όμως της σύγκρουσης είναι οι αιματηρές φοιτητικές διαδηλώσεις στις 5 και 6 Νοεμβρίου του 1901, με αιτήματα τον αφορισμό του Πάλλη, από την Ιερά Σύνοδο. Από τα συνθήματα 6 που επικράτησαν στις διαδηλώσεις, αλλά κυρίως από την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη, διαφαίνεται για άλλη μια φορά ότι το Γλωσσικό ζήτημα έχει χαρακτήρα πολιτικό. Η καταδικαστική απόφαση της Ιεράς Συνόδου, η παραίτηση του μητροπολίτη Προκοπίου, καθώς και οι παραιτήσεις των αρχηγών του στρατού και της αστυνομίας εκτόνωσαν την κατάσταση, αλλά όχι για πολύ.
Τα Ορεστειακά (1903)
Τα "Ευαγγελικά" επεισόδια από γκραβούρα της εποχής |
Μετά τα Ευαγγελικά, τις ίδιες αντιδράσεις προκάλεσε και η απόφαση της διεύθυνσης του «Βασιλικού Θεάτρου» να παιχτεί η Ορέστεια του Αισχύλου μεταφρασμένη από τον Γ.Σωτηριάδη. Οι φοιτητές με καθοδηγητή το καθηγητή Γ. Μυστριώτη πρωτοστατούν και σε αυτές τις συγκρούσεις. Για να αποφευχθούν τα χειρότερα, ο βασιλιάς με απόφαση του διέκοψε τις παραστάσεις της Ορέστειας.
Η περίοδος που ακολουθεί μέχρι το 1909 που έγινε το κίνημα στο Γουδί, αφ’ ενός χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία συλλόγων για την προάσπιση της δημοτικής γλώσσας [«Εθνική Γλώσσα» (1905), «Εκπαιδευτικός Όμιλος» (1910), «Φοιτητική Συντροφιά» (1910) κ.α.] και αφετέρου από την έκδοση μαχητικών περιοδικών [Ο Νουμάς (1903-1931), «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1911-1924) κ.α.]. Την ίδια περίοδο έχουμε τη δημιουργία του πρώτου σοβαρού ρήγματος στις τάξεις των δημοτικιστών λόγω των σοσιαλιστικών συσπειρώσεων που προκάλεσε στην ελληνική σκέψη, η θεμελίωση των ιδεών του μαρξισμού στη χώρα μας. [Γεώργιος Σκληρός, «Το κοινωνικό μας ζήτημα» (1907)]. Αξίζει δε κανείς να ασχοληθεί με τις σοβαρές επιπτώσεις που επέφερε αυτή η ρήξη στα εκπαιδευτικά δρώμενα της εποχής.
«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου»
Ο. Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου