Ετικέτες

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Η ιστορία ενός δένδρου. Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους...καταπατητές

Τετάρτη, 4 Ιουλίου 2012


1920

Γράφει και εικονογραφεί
ο ζωγράφος Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος

Μια φορά και ένα καιρό...κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία του δέντρου μας το 1920, όταν ξεφύτρωσε η μικρή πράσινη κορυφή του με τα λίγα φύλλα της στο ξέφωτο ενός δάσους. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα σε ένα ειρηνικό και πανέμορφο βουνό της Αττικής, από αυτά, που την εποχή εκείνη ήταν καλυμμένα από πολύ περισσότερα και συνεχόμενα δάση. Το δενδράκι μας, που για την ευκολία της αφήγησης θα του δώσουμε το όνομα «δρυϊνούλης», ανήκε στο είδος της δρυός, της βελανιδιάς, που είναι δένδρο της ελληνικής χλωρίδας και ευδοκιμεί σε αρκετό υψόμετρο. Η δρυς γίνεται δένδρο ψηλό και ευθαλές, με πλούσιο φύλλωμα και όμορφο πράσινο χρώμα.


Ο δρυϊνούλης που ξεπήδησε από ένα υγιές βελανίδι, βρήκε καλό χώμα για τις ρίζες του και από νερό όλο και τα κατάφερνε, αφού πέρα από τις βροχές και την πρωινή υγρασία, υπήρχε εκεί κοντά και ένα μικρό ρυάκι, που κρατούσε στη σκιά του μερικές λακκούβες γεμάτες νερό μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Έτσι, ο πρασινούλης μεγάλωνε συνεχώς και ψήλωνε κάθε χρόνο αρκετά, έτσι που το 1950, αν και νεαρός ακόμη για το αιωνόβιο είδος του, είχε φτάσει αρκετά μέτρα πάνω από τη γη.

1940
Τα δέντρα δεν είναι μοναχικά και αδιάφορα όντα, όπως πιστεύουν πολλοί. Το αντίθετο, μάλιστα! Έχουν πολλούς φίλους και συντρόφους με τους οποίους μοιράζονται το δάσος και τους προσφέρουν τροφή και στέγη. Στα κλαδιά τους κάνουν τις φωλιές τους φλύαρα πουλιά, μικροί σκίουροι κατοικούν στις κουφάλες των κορμών τους, πεταλούδες, μέλισσες και άλλα έντομα του δάσους πηγαινοέρχονται ανάμεσα στα φύλλα τους. Στη σκιά τους ξεκουράζονται ο οδοιπόρος και ο βοσκός. Τα δένδρα όμως, δεν είναι ούτε σιωπηλά. Αρκεί να ανοίξει κανείς τα αυτιά του και θα αφουγκραστεί τον ψίθυρο των φύλλων του καθώς τα χαϊδεύει ο άνεμος, να λένε ιστορίες του δάσους.

Τα χρόνια κύλησαν και το 1970 ο δρυϊνούλης μας έκλεισε μισό αιώνα ζωής, έγινε 50 χρονών. Το ύψος του ήταν πια αυτό της ώριμης βελανιδιάς και η ανάπτυξη του είχε ολοκληρωθεί, καθώς τα κλαδιά του ήταν γεμάτα βελανίδια και ο κορμός του σκλήρυνε και γέμισε ρόζους και χαρακιές. Είχε όμως μπροστά του πολλά χρόνια ακόμη για να ζήσει στο πανέμορφο δάσος. Για τους ανθρώπους ο δρυϊνούλης δε γνώριζε και πάρα πολλά, αφού ήταν δένδρο του βουνού και όχι μιας πλατείας στην πόλη.

1970
Είχε όμως ακούσει πως τα πεύκα έλεγαν, πως οι άνθρωποι είναι άγριοι και ότι κάθε τόσο έσκιζαν με μαχαίρια τους κορμούς τους για να πάρουν το χυμό τους, το ρετσίνι. Ο δρυϊνούλης δεν είχε τέτοια εμπειρία, οι άνθρωποι δεν τρώνε τα βελανίδια, και κανείς δεν ενδιαφερόταν για αυτόν εκτός από τους σκίουρους που ζούσαν στον κορμό του. Ανθρώπους φυσικά, είχε τύχει να δει μερικές φορές να ακολουθούν ένα μονοπάτι που πέρναγε από κοντά του. Ήταν ήσυχοι άνθρωποι που κουβαλούσαν στις πλάτες τους σακίδια, φορούσαν σκούφους και μπότες και έρχονταν στο δάσος του βουνού, όχι για δουλειά αλλά για ξεκούραση και αναψυχή.

Κάποια μέρα, ένας από αυτούς ξαναγύρισε στο βουνό σε μια τοποθεσία που του άρεσε πολύ, όχι μακριά από το μέρος του δρυϊνούλη. Διάλεξε ένα σημείο με ωραία θέα που έβλεπε προς την πεδιάδα και άρχισε να στήνει μια παράγκα με ξύλα και τσιμέντο και με τσίγκους για οροφή. Για πολλά χρόνια τον έβλεπε να έρχεται στο δάσος και τα πολύ ζεστά καλοκαίρια, καθόταν στην παράγκα μερικές ημέρες για δροσιά και ησυχία. Συχνά-πυκνά ανέβαιναν διάφοροι φίλοι και γνωστοί του για φιλοξενία, ενώ και η παράγκα κάθε χρόνο άλλαζε μορφή. Οι τσίγκοι έγιναν κεραμίδια, έκτισε ένα φράκτη, έφτιαξε ένα κήπο, φύτεψε μερικά οπωροφόρα, το μονοπάτι πλάτυνε από τα πολλά πήγαινε-έλα.

2000
Ο δρυϊνούλης παρατηρούσε με ενδιαφέρον και περιέργεια την παρουσία του ανθρώπου και την εξέλιξη της παράγκας σε εξοχικό. Ο ίδιος δεν ανησυχούσε τόσο, όσο οι σκίουροι, και τα πουλιά, που κρύβονταν φοβισμένα στον κορμό του κάθε φορά που έρχονταν ο άνθρωπος και οι φίλοι του. Όταν μάλιστα εμφανίστηκε για πρώτη φορά εκείνο το σιδερένιο τέρας, που αγκομαχούσε να ανέβει το μονοπάτι κάνοντας φοβερό θόρυβο και αφήνοντας πίσω του σύννεφα βρωμερού καπνού, το πρόβλημα έγινε σοβαρό. Το ελάφι και ειδικά ο πολύ φοβητσιάρης λαγός, όταν έμαθαν πως το τέρας πάτησε τη δύστυχη χελώνα μετακόμισαν σε πιο ψηλά σημεία του βουνού. Ο δρυϊνούλης, παρόλο που ο ίδιος δεν είχε πάθει κάτι, λυπόταν πολύ που οι φίλοι του έφευγαν και που η γειτονιά του δάσους είχε αρχίσει να ερημώνει. Ο ίδιος είχε ρίζες, του ήταν αδύνατο να τους ακολουθήσει.

Και τα χρόνια πέρναγαν γρήγορα. Περισσότεροι άνθρωποι έκαναν την εμφάνισή τους και τα σιδερένια θηρία τους ανεβοκατέβαιναν συνεχώς το μονοπάτι που είχε γίνει πια χωματόδρομος. Όλοι αυτοί ήθελαν να χαρούν την όμορφη θέα, να ακούσουν τα κελαηδίσματα των πουλιών, να νιώσουν ελεύθεροι στη φύση, αλλά δεν ήξεραν το πώς. Τα «θηρία» τους έδιωχναν τα πάντα μακριά, όμως αυτοί δεν το καταλάβαιναν. Υπήρχαν και κάποιοι, από την άγνωστη στον πρασινούλη μεγάλη πόλη, που την έλεγαν Αθήνα, που είχαν άλλα στο μυαλό τους. Είχαν αρχίσει να ζηλεύουν εκείνο το εξοχικό με την καταπληκτική θέα. Έλεγαν πως και αυτοί θα άξιζαν να είχαν ένα εξοχικό εκεί, καλύτερο από εκείνο που αυτός είχε χτίσει εκεί πρώτος. Και επειδή, κανείς δε θεωρεί τον άλλο καλύτερο από τον ίδιο, μηχανεύονταν διάφορους τρόπους για να πετύχουν το σκοπό τους.

Ο δρυϊνούλης δε μπορούσε να φανταστεί τον τρόπο που θα μπορούσαν να νικηθούν οι ογδοντάχρονες ρίζες του, που ακόμη και ο πιο δυνατός άνεμος ο βοριάς, υποχωρούσε μπροστά τους. Έπειτα, υπήρχαν και οι άλλοι γείτονές του, οι κέδροι, τα πουρνάρια, οι άγριο-αχλαδιές, τα πεύκα, ένα ολόκληρο πυκνοφυτεμένο, υπόγειο ριζικό σύστημα γαντζωμένο γερά πάνω στη γη. Όμως τα πράγματα του δάσους εξελίχθηκαν αλλιώς.

Ένα καλοκαίρι του 2000, ένας μυστηριώδης επισκέπτης χώθηκε στο δάσος με χίλιες προφυλάξεις και άρχισε να καταβρέχει τα ξερόχορτα δίπλα στις ρίζες του δρυϊνούλη. Έπειτα έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό αντικείμενο, από όπου, με μια κίνηση ξεπήδησε ένα κόκκινο λουλούδι. Ο άγνωστος εξαφανίστηκε γρήγορα, ενώ πίσω του ακολουθούσε η μυρωδιά του καφέ καπνού. Φωτιά!!!

Το γέρικο δέντρο δε μπόρεσε να αντισταθεί στις φλόγες που το έζωσαν από παντού. Οι σκίουροι εγκλωβίστηκαν στη φωλιά τους και όλα άρχισαν να λαμπαδιάζουν με τη βοήθεια του ανέμου. Ο δρυϊνούλης, μόνο που δεν είχε φωνή ανθρώπου για να φωνάξει βοήθεια, όταν άρπαξε φωτιά από τα χαμηλά κλαδιά και σε δευτερόλεπτα έγινε παρανάλωμα του πυρός. Τα υπόλοιπα δέντρα και τα ζωάκια του δάσους σύντομα απανθρακώθηκαν κι αυτά, καθώς οι γλώσσες της φωτιάς άρχισαν να πηδούν δεξιά και αριστερά σε όλο και μεγαλύτερη έκταση, κατακαίγοντας τα πάντα. Κάηκε φυσικά και το εξοχικό εκείνο από το οποίο ξεκίνησαν όλα.

2007
Κανείς δεν έμαθε ποτέ, ποιος ήταν εκείνος που έβαλε τη φωτιά. Όπως πάντα μίλησαν γενικά και αόριστα για εμπρησμό. Κανείς δεν ήξερε την ιστορία του δρυϊνούλη και των φίλων του στο δάσος. Μονάχα τα παιδιά θα μπορούσαν να φανταστούν, να συγκινηθούν από μια τέτοια ιστορία. Αλλά τα παιδιά δεν κυβερνούν, δε μεταφράζουν το κάθε τι σε κέρδος. Ο δρυϊνούλης θα μπορούσε να αφήσει πολλές γενιές να  ξεκουραστούν κάτω από τα κλαδιά του, αν και εμείς του είχαμε επιτρέψει να συνεχίσει να υπάρχει.

Ο επίλογος της μικρής μας ιστορίας, γράφτηκε το 2007, όχι από δασολόγους και ιστορικούς, αλλά από μεγαλοεργολάβους. Τα επόμενα χρόνια τεράστια φορτηγά και μπουλντόζες ανέβηκαν στο καμένο δάσος, που οι υπεύθυνοι διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους ότι θα αναδασωθεί. Και πράγματι αναδασώθηκε! Όχι με δέντρα, αλλά με κεραίες τηλεοράσεων και πολυτελείς κατοικίες! Οι μεγαλοεργολάβοι έκαναν πραγματικότητα το όνειρο πολλών, για ένα σπίτι «κοντά στη φύση»,  μακριά από το αστικό κέντρο.

Τι ειρωνεία όμως! Πηγαίνοντας αυτοί να χτίσουν εκεί, απλώς η φύση έφυγε μακριά τους!!


You might also like:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου