Ετικέτες

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Το ψυχολογικό δεκανίκι μιας ανάπηρης «αρχαιολατρίας»-Η μειονεξία της ετερόφωτης ξενομανίας

Δευτέρα, 23 Ιουλίου 2012

Το ψυχολογικό δεκανίκι μιας ανάπηρης «αρχαιολατρίας»


Έργο Ν. Εγγονόπουλου

Γράφει ο ζωγράφος
Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος


Σκεπτόμουν, πως όταν ήμασταν παιδιά συνηθίζαμε, μιλώντας στους υπόλοιπους φίλους της παρέας για κάποιο σημαντικό θέμα, που εν πρώτοις έμοιαζε απίστευτο, να προσθέτουμε με βεβαιότητα και την φράση: «Το διάβασα σε εκείνο το βιβλίο», ή «το είπε αυτός», επικαλούμενοι δια της αυθεντίας της πηγής μας, την αποδοχή και την εγκυρότητα των λεγομένων μας. Αναγνωρίζαμε έτσι, πως το κύρος της πηγής και του προσώπου που επικαλούμαστε θα ισχυροποιούσε την άποψη μας.


Πολύ αργότερα είδα, ότι αυτή την τακτική της διαλεκτικής, της πειθούς και της απόδειξης, δεν την χρησιμοποιούσαν μόνο οι νέοι με τον δικό τους αυθόρμητο τρόπο. Την χρησιμοποιούν και οι πολύ μεγαλύτεροι στην καθημερινή τους ζωή, και μάλιστα και οι σοφοί στα πανεπιστημιακά τους συγγράμματα. Αυτοί σε κάθε βήμα της σκέψης τους, παραπέμπουν και σε κάποια υποσημείωση με την άποψη κάποιου άλλου σοφού, συνήθως μεγαλύτερης εγκυρότητας από τους ίδιους, για να υποστηρίξουν μέσω εκείνου τα επιχειρήματα τους. Η επίκληση της αυθεντίας μιας αναγνωσμένης αξίας και εγκυρότητας βιβλιογραφίας, είναι θεμιτή και επιβεβλημένη, για τον συγγραφέα εκείνο, που κτίζει τη σκέψη του χρησιμοποιώντας με έντιμο τρόπο τις κατακτήσεις των άλλων. Ουδείς προήλθε από παρθενογένεση, καθώς η γνώση μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, όπως η σκυτάλη. Η επίκληση αυτή, τότε, έχει νόημα και σοβαρότητα, διότι δίνει την εντύπωση διεξοδικής μελέτης και γερής επιχειρηματολογίας. Ο επικαλών και ο επικαλούμενος, βρίσκονται σε μια σχέση δημιουργικής πρόσθεσης.

Τι γίνεται, όμως, όταν όλη αυτή η απόπειρα επιχειρηματολογίας εδράζεται πάνω στην κλοπή του κύρους του επικαλούμενου, δίχως ωστόσο η στάση εκείνου που επικαλείται να αποτελεί μια αξιόλογη, ούτε κατά το ελάχιστο, προσέγγιση του; Όταν ο επικαλούμενος, δηλαδή, χρησιμοποιείται μόνο ως πρόφαση, ως πρόσχημα, ως άλλοθι, ενώ στην πραγματικότητα τα πάντα κινούνται στην αντίθετη σφαίρα από αυτόν; Αυτή η επίκληση δεν αποτελεί μια υποκρισία;

Αν για παράδειγμα, κάποιος που επικαλείται τον Χριστό στις καθημερινές του κουβέντες, συλληφθεί στην μπαρμπουτιέρα, ή αν ο επικαλούμενος διαρκώς την ηθική, βρεθεί να διατρίβει στα πορνεία, δεν καταδικάζει τον εαυτό του σε αναξιοπιστία; Είναι φανερό, ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά. Οι δύο όροι δεν έχουν μεταξύ τους καμία συνάφεια, καμία λογική. Είναι, σαν να επικαλούνται οι Αμερικανοί την Δημοκρατία, την ίδια στιγμή που εγκαθιδρύουν τυραννίες και βομβαρδίζουν λαούς και είναι, σαν να παίρνει κάποιος το Νόμπελ Ειρήνης έπειτα από έναν πόλεμο που προκάλεσε. Ακόμη περισσότερο είναι, σαν να επικαλούνται οι ηθικολόγοι Γερμανοί την ελληνική διαφθορά και τεμπελιά, αλλά στην πραγματικότητα να υποκρύπτουν τη διαφθορέα Ζήμενς και τα πολλαπλά τους εγκλήματα κατά της Ελλάδας. Τέτοιου είδους επικλήσεις είναι πολύ συχνές, είναι εξοργιστικές και είναι σχιζοφρενικές.

Μια τέτοια αναντιστοιχία μεταξύ επικλητικής αρχής και συμπεριφοράς, είναι εμφανής και στη σχέση των νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους και τον πολιτισμό τους. Από αυτήν την πνευματική ασυμμετρία, άλλωστε, δανείζεται το άρθρο τον τίτλο του, που ίσως σε κάποιους να φαίνεται αρκετά σκληρός, αλλά δεν είναι. Αντίθετα, μάλιστα, ίσως να είναι και εξαιρετικά επιεικής. Που οφείλεται όμως αυτή η ασυμμετρία;

Κατά αρχήν, καθιστώ σαφές, ότι το άρθρο δεν έχει σκοπό να διαπραγματευτεί, ως αιτία του προβλήματος, την βιολογική συνέχεια ή μη των αρχαίων και των νεώτερων Ελλήνων. Η πνευματική συνάφεια, δεν προϋποθέτει a priori την βιολογική συνέχεια, όμως ούτε την αποκλείει. Και αυτό, επειδή το πνεύμα δεν γνωρίζει από υλικούς και γενετικούς περιορισμούς. Ωστόσο, αφού θεωρώ την βιολογική συνέχεια του ελληνικού έθνους δεδομένη, αυτό με ωθεί να αναζητήσω αλλού την αιτία αυτής της δυσαρμονίας. Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι το πρόβλημα είναι κατά βάση πολιτισμικό και πνευματικό και όχι γενετικό. Τι ακριβώς όμως; Διότι το σημείο είναι πολύ κρίσιμο και υπάρχουν αντίθετες απόψεις περί αυτού.

Έγραψα, ότι πιστεύω στη βιολογική συνέχεια του έθνους, άρα για εμένα ισχύει η σειρά Αρχαία Ελλάδα-Βυζάντιο-Νέο Ελληνικό Κράτος, ως διάδοχες υποστάσεις του ίδιου έθνους στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αν και τελείως διαφορετικής δομής και πολιτικής και θρησκευτικής αντίληψης. Στις δύο άκρες αυτού του ιστορικού διανύσματος, βρίσκονται η Αρχαία Ελλάδα και το Νέο Ελληνικό Κράτος και ανάμεσά τους, ως ενδιάμεσος χρονικός κρίκος, το Βυζάντιο του μεσαιωνικού ελληνισμού.

Η προσέγγιση μου είναι απλή. Η αιτία της πνευματικής ασυμμετρίας σήμερα, μεταξύ αρχαίων και νεοελλήνων, οφείλεται στην ανώμαλη κατάληξη του Βυζαντίου. Αντίθετα από όσα θα υποστήριζαν οι νεοπαγανιστές, οφείλεται, όχι στην ύπαρξη του Βυζαντίου, αλλά στην καταστροφή του. Στην απότομη και βίαια κατάρρευση του, που άφησε ένα τεράστιο πολιτισμικό και πνευματικό κενό, μέσα στο οποίο, οι Έλληνες επί τέσσερις αιώνες βρέθηκαν αποκομμένοι, τόσο από το αρχαίο, όσο και από το μεσαιωνικό παρελθόν τους. Και αυτό με δεδομένο, κατ΄ εμέ, ότι το Βυζάντιο είχε διασώσει, ως όφειλε, τις εθνικές και πνευματικές παρακαταθήκες των αρχαίων, εκτός φυσικά από τα θρησκευτικά τους ιδεώδη. Αλλά αυτό δεν αφορά την αιτία της σημερινής μας ασυμμετρίας, μιας και ο λόγος του άρθρου εξετάζει αποκλειστικά την μη εφαρμογή των φιλοσοφικών και πνευματικών επιτευγμάτων των αρχαίων Ελλήνων και όχι των θρησκευτικών τους αντιλήψεων. Πόσο μάλλον, που αυτοί οι δύο πόλοι της αρχαιότητας, δε συμπίπτουν σχεδόν ποτέ μεταξύ τους, αν δεν είναι και παντελώς αντίθετοι σε περιπτώσεις όπως των Ιώνων φιλοσόφων, του Δημόκριτου, του Επίκουρου και των Σοφιστών .

Ας το δούμε, λοιπόν, απλά, σαν την εικόνα ενός άξονα με τρία σημεία, που ξαφνικά έχασε το κέντρο του και έμεινε με τα άλλα δύο στις άκρες του, που ήταν ετεροβαρή. Τότε τα πράγματα μοιραία ανατράπηκαν, καθώς το βαρύ παρέσυρε το πιο ελαφρύ. Η βαριά αρχαιοελληνική κληρονομιά συνέτριψε τους αδύναμους ώμους του μόλις ελευθερωμένου από το οθωμανικό σκοτάδι ελληνικού έθνους. Ενός έθνους που δεν είχε προλάβει να ωριμάσει, να κατανοήσει, να κυβερνηθεί με όραμα, ώστε να δημιουργήσει τα δικά του επιτεύγματα. Το δικό του αντίβαρο στην αρχαία του ιστορία. Η αιτία του προβλήματος βρίσκεται στην 400 ετών, πνευματική μας ανάσχεση. Όσο το Βυζάντιο υπήρχε, η συνέχεια της συνειδησιακής εθνικής μας οντότητας παρέμενε ακέραια, όταν όμως χάθηκε, το έθνος ακρωτηριάστηκε. Χωρίς το ενδιάμεσο στάδιο, έμεινε αποκομμένο στην άλλη άκρη του άξονα, μακριά από το αρχαίο παρελθόν του. Έτσι, σήμερα, μην έχοντας το απαραίτητο βάρος για να εξισορροπήσει την ασυμμετρία, στρέφεται προς την αρχαιότητα, που τόσο θαυμάζουν οι ξένοι, για να βρει εκεί τον σεβασμό και ίσως την αναγνώριση που το σήμερα του αρνείται. Αλλά στρέφεται με τρόπο επιφανειακό, σχεδόν φολκλορικό.

Σε τι έγκειται όμως, το δεκανίκι της αρχαιολατρίας για ένα ανάπηρο παρόν; Διότι, εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο κίνδυνος που μπορεί να μετατρέψει την αγνή αγάπη και τον θαυμασμό για την αρχαιότητα, σε μια κούφια και δίχως αντίκρισμα «αρχαιοπάθεια». Σε ένα ατελέσφορο και επικίνδυνο ψυχολογικό δεκανίκι μιας ανάπηρης «αρχαιολατρίας», στην οποία οι οκνηρές ψυχές θα βρουν το άλλοθι του εφησυχασμού στις δόξες των αρχαίων. Είναι σαφές, πως το παρελθόν δεν μπορεί ποτέ να γίνει αντικείμενο μίμησης. Μπορεί μόνο να μας διδάσκει για το παρόν και για το μέλλον. Το παρελθόν ανήκει στον χρόνο του, όπως η εφηβεία ανήκει στην αρχή της ζωής. Όσο και αν ένας ξεμωραμένος γέρος δεν το επιθυμεί, είναι καταδικασμένος να αυτογελοιοποιείται, όταν προσποιείται τον έφηβο. Έτσι αστείος φαίνεται και εκείνος που, ναι μεν επικαλείται διαρκώς τους αρχαίους Έλληνες και τον πολιτισμό τους, αλλά δεν εφαρμόζει τίποτα από όσα εκείνοι διδάσκουν. Σε τίποτα η ζωή του δεν μοιάζει με εκείνων, ούτε στο μέτρο, ούτε στις αρχές, ούτε στις αξίες. Τη στιγμή μάλιστα, που μοιάζει να ανέχεται ακόμη και την καταστροφή της γλώσσας και της ιστορίας του. Που διαπιστώνει παθητικά, πως ακόμη και σήμερα τα μέλη της αρχαίας μνήμης του κλέπτονται μέσα από τα μεγαλύτερα μουσεία του, όπως αυτό της Ολυμπίας. Παρόλα αυτά συνεχίζει να τους επικαλείται.

Κάπως έτσι, ασυνεπείς και αλλοπρόσαλλους μας βλέπουν και οι ξένοι. Και σε αυτό φταίμε εμείς. Για αυτό γελούν μαζί μας. Αυτοί γνωρίζουν ότι είμαστε Έλληνες, και έτσι μας ονομάζουν. Απομένει όμως να το θυμηθούμε και εμείς και να σοβαρευτούμε. Να πάψουμε να φερόμαστε ως ανάξιοι κληρονόμοι. Και αυτό αφορά κυρίως τους κυβερνούντες που μας εκπροσωπούν, γιατί μέσα στον λαό υπάρχουν ακόμη οι Φύλακες.

Παντού, λοιπόν, στον καθημερινό και δημόσιο λόγο, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι απολαμβάνουν λατρεία και παραδοχή για τα επιτεύγματα τους, και όχι αδίκως, καθίστανται σημεία αναφοράς για όλους μας. Χρησιμοποιούμε τα ρητά τους κατά κόρον, με το εχέγγυο της αναμφισβήτητης σοφίας που περιέχουν. Υπερηφανευόμαστε για αυτούς και για τα πολεμικά και πνευματικά τους κατορθώματα, και αυτούς προτάσσουμε ως λόγχες ακαταμάχητες σε κάθε επίθεση και προσβολή των ξένων. Και όμως, παραμένουμε στο επίπεδο μιας στείρας, συμπλεγματικής αρχαιολατρίας. Δεν έχουμε ακόμη περάσει στην ουσιαστική μεταφορά του ήθους και των ιδεών τους στον πολιτικό και καθημερινό μας βίο. Που είναι το πλέον σημαντικό. Και σε αυτό, ως Έλληνες, έχουμε προς στιγμήν, αστοχήσει. Με τον ίδιο τρόπο, που επίσης έχουμε αποτύχει σαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, να εφαρμόσουμε τους λόγους των Ευαγγελίων στην επί γης Βασιλεία.

Μερικά μόνο παραδείγματα από τα πολλά, θα μας δείξουν, πόσο πολύ απέχουμε από τις ιδέες των προγόνων, που τόσο συχνά επικαλούμαστε. Λέει, ο Αντισθένης: «Τότε τας πόλεις απόλλυσθαι, όταν μη δύνωνται τους φαύλους από των σπουδαίων διακρίνειν», και αμέσως αντιλαμβανόμαστε τις αιτίες της πολιτικής μας κατάπτωσης, αφού δε διακρίναμε τους φαύλους από τους σπουδαίους. Συνεχίζει ο Πλάτων: «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», και σήμερα βλέπουμε στη δυστυχία των συμπατριωτών μας, πως οι αριθμοί και τα Μνημόνια είναι σπουδαιότερα από τους ανθρώπους. Ενώ ο Βίας διαβεβαιώνει πως: «Κρατίστην δημοκρατίαν εναι ν πάντες ώς τύραννον φοβονται τόν νόμον», θλιμμένα συλλογίζομαι, πως κανείς ποτέ δεν τιμωρήθηκε σε αυτή την «Δημοκρατία», ώστε να φοβάται τον νόμο και έτσι να υπάρχει η Δημοκρατία. Και τέλος πάντων, μπορεί οι νεοέλληνες να καυχιόμαστε ότι σε αυτή τη χώρα γεννήθηκε η Δημοκρατία, αλλά φαίνεται πως και αυτή μας έχει εγκαταλείψει προ πολλού.

Τρίτη, 24 Ιουλίου 2012


Πικιώνης: «Ελπίς»

Γράφει ο ζωγράφος
Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος

Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου, σχετικά με την ανάπηρη αρχαιολατρία, και προκειμένου να μην αφήσουμε το πρόσωπο της ουτοπίας μονόφθαλμο, θα ήταν παράλειψη μας, αν δεν βάζαμε στη θέση του και τον έτερο οφθαλμό της. Την ετερόφωτη δηλαδή αδελφή της, την ξενομανία. Πρόκειται πραγματικά για ένα εξαμβλωματικό διφυές τέρας, που καθηλώνει τη σύγχρονη εθνική αυτοσυνειδησία και εμποδίζει τον επαναπροσδιορισμό της.


Τι είναι όμως η ξενομανία; Ο συμβατικός ορισμός της ξενομανίας σε ένα λεξικό, είναι η μίμηση του ξένου τρόπου ζωής και η απάρνηση των οικείων ηθών και εθίμων. Πρόκειται για ένα πανάρχαιο κουσούρι, που επισημάνθηκε ήδη από τους εξοχότερους των αρχαίων προγόνων μας. Είναι σαν το χούι, που λέει και ο λαός μας, που βγαίνει τελευταίο μαζί με την ψυχή.

Αλλά ας επιχειρήσουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο φαινόμενο της ξενομανίας. Ο Λυκούργος, προνοώντας πολύ σοφά για τη διαβρωτική της δύναμη απέναντι στο ήθος και τους νόμους της πολιτείας, πήρε μέτρα και θεσμοθέτησε περιορισμούς εναντίον της. Η τακτική όμως των απαγορεύσεων σε ένα κόσμο που ανοίγεται στο εμπόριο και στην αναπόφευκτη επαφή των ανθρώπων, αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα ανεπαρκής. Έτσι, δεν κατάφερε να κρατήσει μακριά από την διαλυτική της επιρροή, ούτε καν την ίδια την αυστηρή Σπάρτη, που στους τελευταίους παρακμιακούς αιώνες της, αν και τελευταία από τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις υπέκυψε και αυτή στους ξένους τρόπους. Οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι και πριν από όλους οι Έλληνες της Ιωνίας, είχαν ήδη από τον 4ο-3ο π.Χ αιώνα, υιοθετήσει πλήθος τρόπων και ηθών από την ανατολή. Ήταν η εποχή, που σταδιακά είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται το γνήσιο ελληνικό ήθος και το μεγαλείο των κλασικών χρόνων, που είχε ανδραγαθήσει την εποχή των Μηδικών πολέμων.

Τα συμπόσια των πλουσίων της εποχής επεφύλασσαν ευχάριστες εκπλήξεις στους συνδαιτημόνες τους. Πέρα από τις γαστρονομικές απολαύσεις, τους διασκέδαζαν με διάσημους χορευτές από την Κιλικία ή την Συρία, με ακροβάτες και ζογκλέρ από την Σκυθία, ακόμη και με κάποιον φημισμένο μουσικό ή αοιδό από τις αποικίες. Γενικά, τηρουμένων των αναλογιών, δεν διέφεραν και πολύ από αυτό που συμβαίνει και σήμερα. Στην αγορά πωλούνταν, όπως και τώρα, εισαγόμενα ακριβά υφάσματα που εκτιμώνταν ως καλύτερα των εγχωρίων, μεθυστικά αρώματα της ανατολής, τεχνουργήματα, μόδες, κομμώσεις, πλήθος κοσμημάτων με ανατολική τεχνοτροπία, περόνες, κάτοπτρα και πολυτελή μικρά σκεύη. Η ξενομανία της εποχής εκείνης ήταν σταθερά προσανατολισμένη προς την Ασία και γενικά προς την ανατολή.

Η επέκταση αργότερα του μεγάλου Αλεξάνδρου και η υιοθέτηση ακόμη και Περσικών συνηθειών, είχε ως αποτέλεσμα και παρά την αμφίδρομη επίδραση των πολιτισμών, να σημειωθεί κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής ένας επαμφοτερίζων συγκρητισμός και μια ακόμη μεγαλύτερη εισβολή ανατολικών επιδράσεων, ιδεών ακόμη και θεοτήτων. Έπειτα, ήρθε η ρωμαϊκή κατοχή. Αυτή δημιούργησε με τη σειρά της μια νέα μορφή ξενομανίας ανάμεσα στους εύπορους Έλληνες της κυρίαρχης τάξης, που στην πιο ελεεινή μορφή της έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «γραικυλισμός».

Είναι αξιοσημείωτο δε, ότι σε κάθε περίοδο ουσιαστικής παρακμής, η ξενομανία εμφανίζει μια σημαντική έξαρση. Είναι ένας ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος, που έχει αποκλείσει πλέον το ήθος και το μεγαλείο των κλασικών χρόνων, και ακόμη περισσότερο την αρετή και την ανδρεία των ομηρικών Ηρώων.

Βέβαια, ούτε η Ρώμη ξέφυγε από τη δική της ξενομανία. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες του Καίσαρα να ανακόψει την ορμή της, θεσμοθετώντας και επαναφέροντας παραδοσιακές και ρωμαϊκές πατρογονικές λατρείες, τελικά δεν τα κατάφερε. Η ορμή της κατακτημένης ανατολής ήταν τεράστια. Έτσι, και οι Ρωμαίοι σταδιακά παρήκμασαν. Χάθηκε το προγονικό πνεύμα της αρχαίας Ρώμης, που έτσι και αλλιώς υπολειπόταν του πολιτισμού των κατακτημένων. Ο παγκοσμιοποιητικός αχταρμάς της Pax Romana, είχε σαν πρώτο πολιτισμικό θύμα την ίδια την Ρώμη.

Έπειτα, έρχεται η Ρωμανία, που είναι και το αληθινό όνομα της αποσχισθείσας και στην ουσία επανιδρυθείσας ανατολικής αυτοκρατορίας, της οποίας αναμφισβήτητο δημιουργικό και συστατικό μέρος στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ανάμεσα σε άλλα έθνη, υπήρξε το ελληνικό έθνος εκατέρωθεν των ακτών του Αιγαίου. Ο Χριστιανισμός, από τη φύση του αντί-υλιστικός και προβάλλων την εγκράτεια, δημιούργησε τα πνευματικά αναχώματα εκείνα που περιόρισαν τα πολυτελή ξενομανικά ρεύματα, όμως και στην περίπτωση αυτή η απαλλαγή ήταν πρόσκαιρη.

Όπως έγραψα παραπάνω για την αυξητική σχέση μεταξύ παρακμής και ξενομανίας, στον αντίποδα αυτής βρίσκεται και η σχέση ανάμεσα στην ακμή και την υποχώρηση της ξενομανίας. Τόσο ο κλασικός κόσμος, όσο και ο ρωμανικός, στον κολοφώνα της ακμής τους έμειναν απρόσβλητοι από αυτήν. Μόλις η παρακμή εμφανιζόταν, τότε, μαζί της ως μόνιμη σύντροφος παρουσιαζόταν και η ξενομανία, συνοδευόμενη από την εξεζήτηση. Έτσι, τους τελευταίους αιώνες της Ρωμανίας, η ξενομανία επανέκαμψε, αυτή τη φορά όμως, προσανατολισμένη προς τον κόσμο της Δύσης. Η αρχή του τέλους είχε πλέον δρομολογηθεί, πριν καν ανοίξει η κερκόπορτα, όπως ακριβώς στα χρόνια πριν την ρωμαϊκή κατοχή.

Μέσα από την τεσσάρων αιώνων δουλεία στους Οθωμανούς, το υπόδουλο γένος συσπειρώθηκε γύρω από τις δικές του αξίες, ενάντια σε όλες τις συμφορές, προκειμένου να μην αφομοιωθεί. Και σε αυτό το σημείο, ακριβώς, έγκειται και ο αποφασιστικός εθνικός ρόλος που έπαιξε η Ορθοδοξία και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει όλοι να της αναγνωρίσουμε, εχθροί και φίλοι.

Μετά από την απελευθέρωση, το νέο Ελληνικό Κράτος δια των κυρίων εκπροσώπων του και δια της αστικής του τάξης, παραδόθηκε αμαχητί στην ξένη επιρροή και επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου ξενομανία, κατάλοιπο της οποίας είναι η σημερινή καχεκτική και θλιβερή εθνική μας απροσωπία. Οι ξένοι βασιλείς και η βαυαροκρατία, επέτειναν τη στροφή προς τον ευρωπαϊκό ετεροφωτισμό. Προκρίθηκε ο Προτεσταντισμός και αδικήθηκε η Ορθοδοξία. Και αυτό, δίχασε βαθύτατα τον λαό της υπαίθρου από τον αστικό πληθυσμό, που πάντα συνηθίζει ως «πρωτοπορία», να ρέπει γοργότερα προς την ξενομανία. Με τον ίδιο τρόπο διχάστηκε η ελληνική ψυχή και απομειώθηκε η ελληνική ταυτότητα. Έτσι, μεταφέρθηκε μέχρι των ημερών μας η ανομολόγητη, αλλά πάντα παρούσα διάκριση ανάμεσα στους Έλληνες της υπαίθρου, που παραμένουν σε μεγαλύτερο βαθμό προσκολλημένοι στα τοπικά τους ήθη, και ανάμεσα στους αστούς που μεγαλαυχούν πως είναι πολίτες του κόσμου. Κάπως έτσι, περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί όπως «βλάχικο», «επαρχιώτικο» και «λαϊκό», ακούγονται στα σαλόνια της ξενομανίας ακόμη και σήμερα, υποτιμώντας τα τελευταία ακόμη ψήγματα της ελληνικής αυθεντικότητας σε κάθε επίπεδο της ζωής.

Η καταστροφή που έχει προκληθεί από τη μειονεξία της ετερόφωτης ξενομανίας, είναι αδύνατον να περιγραφεί. Είναι παντού, υποσκάπτει τα πάντα, στα ήθη, στα έθιμα, στη γλώσσα, στην οικονομία, στην πολιτική διακυβέρνηση. Μου έκανε εντύπωση κάτι που μου είχε εξομολογηθεί ένας φίλος, σχετικά με την επίδραση της ξενομανίας στην ψυχή του, όταν ήταν ακόμη παιδί. Πίστευε, λίγο-πολύ, πως οι μυθικοί στο μυαλό του ξανθοί άνθρωποι, δεν ήταν ακριβώς «σαν και εμάς», αλλά ήταν πολύ ανώτεροι. Τόσο πολύ, που δεν πίστευε, π.χ, πως είχαν τις ίδιες ανάγκες με εμάς, δηλαδή, αν μου επιτραπεί η έκφραση, της ούρησης και της αφόδευσης. Οι αυταπάτες του, βεβαίως, διαλύθηκαν μονομιάς, όταν άκουσε για πρώτη φορά τον θόρυβο του νερού, όταν η ξανθιά θεά που γνώρισε ως έφηβος, τράβηξε το καζανάκι. Απίστευτο, αλλά αληθινό, όμως περιγράφει την ξενομανή υπερβολή του κοινωνικού περιβάλλοντος, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην παιδική ψυχή του.

Τι είναι αυτό, λοιπόν, που κάνει την Πελαγία, να μετατρέπει το όνομα της σε «Πέγκυ»; Ένα όνομα που θυμίζει γαλάζια πέλαγα και ευωδιάζει αρμύρα και θυμάρι; Και πώς η Γεωργία γίνεται «Τζωρτζίνα» ή ο Αλέξανδρος «Άλεξ»; Και πως οι «Κομμώσεις Ευγενία» γίνονται «Coiffure Jenny» και η χασαποταβέρνα του Μήτσου «Jimmys Restaurant», παρόλο που η τσίκνα προδίδει την αλήθεια; Και ποιοι είναι οι λόγοι που οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες εισάγουν μανιωδώς ξένες ιδέες και καλλιτεχνικά ρεύματα στη μουσική, στη ζωγραφική, στην λογοτεχνία; Αυτές είναι εν κατακλείδι οι συνέπειες της ξενομανίας. Αρνιέμαι το δικό μου, χάριν του ξένου. Δεν θέλω να είμαι εγώ, αλλά θέλω να γίνω ένας άλλος.

Ποιές είναι όμως οι αιτίες αυτής της υπερβολικής ξενομανίας; Πρώτη αιτία, θαρρώ πως είναι, η φυσική περιέργεια του Έλληνα και το ενδιαφέρον του για το νέο. Όμως αυτό δεν είναι μεμπτό, το αντίθετο μάλλον. Ο εμπλουτισμός και η αφομοίωση νέων ιδεών στον πολιτισμό, είναι η διαχρονική βάση της ελληνικής ευφυΐας. Για αυτό, και δεν καταδικάζεται συλλήβδην η κάθε επαφή με τους ξένους, αλλά μόνο ο εκφυλισμός της. Διότι, η κύρια αιτία της μειονεξίας δεν είναι, δυστυχώς, η δημιουργική περιέργεια του Έλληνα, αλλά η διεστραμμένη εκδοχή της. Είναι η πολιτισμική του αλλοτρίωση, η έλλειψη πίστης στις ίδιες δυνάμεις του, στον πολιτισμό του, στις αξίες του. Η ξενομανία βασίζεται στην άγνοια και στην ανεπάρκεια μιας ψυχής που έχει παραδοθεί.

Όμως, προς πείσμα των ξενομανών η φύση δεν ξεγελιέται. Όσο και αν θαυμάζει κανείς τον Γερμανό, τον Γάλλο ή τον Άγγλο, όσο και να θέλει να τους μοιάσει, είναι καταδικασμένος πνευματικά να παραμένει ένας ημι-έλληνας, χωρίς ποτέ να καταφέρει να γίνει ένας Γερμανός ή ένας Άγγλος. Αυτό, το άλλο μισό, το προδωμένο, τον καταδιώκει σε όλη του την ζωή. Ένα υβρίδιο, μοιρασμένο ανάμεσα σε δύο υποστάσεις, που δεν καταφέρνει να γίνει ποτέ τίποτα από τα δύο. Για αυτό η ξενομανία συνδέεται άμεσα με τον «γραικυλισμό». Για αυτό, ένας Άγγλος ή ένας Γερμανός δεν θα εκτιμήσουν ποτέ έναν ξενομανή ημι-έλληνα γραικύλο. Θα προτιμήσουν να ακούσουν για τον Όμηρο από έναν ολόκληρο Έλληνα, διότι πάντα η αυθεντικότητα γοητεύει τον άνθρωπο, ακόμη και αν είναι βάρβαρος.

Και αφού τώρα, φίλοι μου, τοποθετήσαμε πλάι στην ανάπηρη αρχαιολατρία τον έτερο οφθαλμό της μειονεκτικής ξενομανίας, έχουμε πλέον μια σαφή εικόνα του προσώπου της άσχημης ουτοπίας. Έχουμε δύο μάτια που αλληθωρίζουν φρικτά, έχουμε ένα στόμα που κραυγάζει άναρθρα και έχουμε ένα μπούσουλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου