Κυριακή, 10 Ιουνίου 2012
Ν. Καζαντζάκης (1883-1957) - Ο κόσμος του απέλπιδος, του μέγιστου Κρητός
Αφιλόδοξες σελίδες των θεατρικών
(Μέρος Α΄)
(Μέρος Α΄)
Το κείμενο γράφει για το «Περί Τέχνης ο Λόγος»,
ο κ. Γρηγόριος Ι.Σ. Καρυδάς
Καθ. Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε και ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει να μας πλερώνει το μεροκάματό μας. Δεν ξενοδουλεύουμε εμείς, είμαστε οι αφέντες, το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας. Πού πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!»
Με πόση δύναμη και τόλμη, με δέος πόσο άπειρο θε να χρεώνεται κανείς, κάθε π’ αποτολμά ν’ ακουμπήσει ή να ορμηνέψει το έργο ενός Γίγαντα Προμήθεου της Κρήτης, του Κόσμου όλου, Μέγιστου Νικόλαου Καζαντζάκη; Κι όμως με πλήρη σεβασμό προς τη μεγαλοσύνη του και άπειρη ευγνωμοσύνη για όσα πνευματικά μας φίλεψε, τολμώ να καταγράψω κάποιες σκέψεις μου για τα θεατρικά του που είναι στα σίγουρα λιγότερο γνωστά στον κόσμο από τα κριτικά, ταξιδιωτικά, ποιητικά και μεταφραστικά του πονήματα κι ακόμα από τα φιλοσοφικά και κοινωνικά του δοκίμια κι από την αξεπέραστη, οικουμενικά διαχρονική του Μυθιστορία. Και προχωρώ.
Είναι πασιφανές πως η Φιλοσοφία και οι κοσμοθεωρίες του αναφαίνονται υπέροχα μέσα από ένα ακόμα πιο υπέροχο θεατρικό Λόγο. Κι εδώ μιλώ μονάχα για τον Λόγο, άλλο αν σκηνικά τα έργα του παρουσιάζουν τις άλφα ή τις δείνα μειονεξίες ή αρετές. Τα αιτήματά του πολλά, τα ερωτήματα, που ομπρός μας ξεδιπλώνει μυριάδες, χίλιες οι απορίες του. Ερανίζομαι από τα έργα του τα ακόλουθα: Αγωνία για τον επερχόμενο θάνατο, διαρκής αναζήτηση της Ελευθερίας και του Δημιουργού Θεού, μη ρωτάς, πολέμα. Η ουσία του Θεού μας είναι ο αγώνας του ανθρώπινου Όντος για λύτρωση από τα πάμπολλα δεινά. Η μεταφυσική ατμόσφαιρα των θεατρικών του έργων λειτουργεί συχνά εις βάρος της ορθής σκηνικής τους αξιολόγησης. Μάλλον η κοινοτυπία των θεμάτων οδηγεί σε μια ανεξέλεγκτη σκηνική οικονομία που τελικά λειτουργεί εις βάρος της Θεατρικότητας των Ηρώων, αυτών, που έτσι καθώς μιλούν και περιφέρονται στη σκηνή, μοιάζουν σαν ν’ απαγγέλλουν τις ίδιες τις σκέψεις του Συγγραφέα και που εν πάση περιπτώσει δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυθύπαρκτων, λειτουργικών μορφών που οφείλουν να δρουν και να εξελίσσονται καθολικά ή, ακόμα ορθότερα, αντικειμενικά. Τα θεατρικά του έργα, παρ’ όλα ίσως τα κάποια βαριά τους στοιχεία, κατέχουν μια εξαιρετική θέση στο χώρο της θεατρικής μας γραμματείας, καθώς είναι εμποτισμένα όχι μόνο από τη βιοθεωρία του, αλλά κι από την όλη φιλοσοφία του.
Στο τρίπρακτο έργο «Ξ η μ ε ρ ώ ν ε ι» που γράφτηκε στα 1906 παρατηρούμε στοιχεία συμβολισμού. Ο κοινωνικός και ψυχολογικός χώρος κυριαρχεί αναμφισβήτητα. Ο έρωτας της Λαλώ για τον αδελφό του άντρα της, της προκαλεί εσωτερικές συγκρούσεις. Από τη μία αντιμετωπίζει την απαξίωση της αστικής τάξης, όπου κοινωνικά ανήκει, από την άλλη όμως βαφτίζεται στα νάματα του ήδη ανατέλλοντος Σοσιαλισμού. Παρ’ όλες όμως αυτές τις εσώψυχες κι εξωτερικές συγκρούσεις δεν απαρνιέται τον έρωτά της χάριν της κοινωνικής αποδοχής. Ο άντρας της, μάλλον αρκετά αφελής, πλέει στα πέλαγα του Ναρκισσισμού, της κοινωνικής του κάστας, που αρνιέται πεισματικά ν’ αποδεχθεί την νέα επαναστατική και κοινωνική Αλλαγή. Η Λαλώ δεν ενδιαφέρεται απλά να ικανοποιηθεί ερωτικά, ο πόλεμος μέσα της γίνεται μεταξύ των παλαιών και νέων αντιλήψεων που ραγδαία εμφανίζονται.
Το πρόβλημά της έχει ως επακόλουθο την αυτοκτονία της που συμβαίνει συμβολικά τα ξημερώματα. Σαν έργο θεωρείται πρωτοποριακό που με τον θάνατο της Λαλώ αποκτά σπουδαιότητα. Φεύγει μεν πικραμένη από τη μια για όσα αδιέξοδα της συνέβησαν, ευτυχισμένη όμως από την άλλη για το ελπιδοφόρο Μέλλον που ξανοίγεται στον κόσμο που εκείνη δεν θα προλάβει να χαρεί. Ελπίζει πως το Μέλλον αυτό, που μόλις ανατέλλει, θα είναι πιο επαναστατικό όσον αφορά τις κοινωνικές διαστρεβλώσεις και συμβατικότητες, πιο απελευθερωμένο από πολλά αηδή και συντηρητικά ταμπού. Αν και το έργο αυτό θεωρήθηκε αρχικά ως εφαλτήριο για την δημιουργία άλλων πολιτικών και κοινωνικών έργων, παρέμεινε όμως, δυστυχώς, μόνο μια ρεαλιστική απόπειρα χωρίς σημαντική συνέχεια. Ο Καζαντζάκης αμέσως μετά από την γέννηση αυτού του έργου απομακρύνεται τάχιστα από την αντικειμενική πραγματικότητα και βυθίζεται στο απύθμενο Χάος της Μεταφυσικής ανησυχίας.
«Πρωτομάστορας». Δημοσιεύθηκε το 1910 στο Παρίσι. Πρόκειται για διασκευή του πασίγνωστου θρύλου του Γεφυριού της Άρτας. Την εποχή εκείνη ο Καζαντζάκης ήταν έμπλεος Εθνικισμού λόγω εντρύφησής του στο Νιτσεϊκό και Βενιζελικό πνέμα. Ο Πρωτομάστορας, σαν άτρωτο Όν, πασχίζει να δαμάσει την Φύση, το νερό στην παρούσα περίπτωση. Ούτε καν φοβάται μα κι ούτε υποτάσσεται στα στοιχεία της Φύσης, ούτε που τρέμει την οργή τους. Η αποτυχία του για το στερέωμα της Γέφυρας τον εξουθενώνει, χωρίς όμως να χρεώνει την κόπωσή του αυτή στις εχθρικές υπερφυσικές δυνάμεις αλλά μονάχα στις τεχνικές κακοτεχνίες. Την συντριβή του ήρωα, ως πλερωμή της «Θείας Δίκης» ακολουθεί η θυσία της γυναίκας του που ήτανε αρχοντοκόρη. Επίσης η «ύβρις» υπάρχει διάχυτη παντού, αφού ο Πρωτομάστορας επαίρεται για την υπερφυσική Δύναμη και το κύρος του, ερχόμενος έτσι σε ευθεία αντιπαράθεση με τον κόσμο του Θεού ή των Θεών. Το στοιχείο της «τραγικής ειρωνείας» πηγάζει από τα λόγια του άρχοντα που απειλεί με θεούς και δαίμονες, μ΄ατέρμονες τιμωρίες τον αίτιο των συμφορών, χωρίς να γνωρίζει ότι για όλα τούτα τα δεινά ευθύνεται η κόρη του. Τελικά επέρχεται «κάθαρση», το γιοφύρι χτίζεται και οι αδύνατοι ελέγχουν τελικά τον Ισχυρό. Πώς αλήθεια γίνεται αυτό; Μήπως ο Υπεράνθρωπος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια ουτοπία; Σίγουρα ο Λαός και μόνο αυτός έχει στα χέρια του τη δύναμη να κάμει τα αμπόρετα αισίως μπορετά. Μήπως μια δύναμη υπερβατική ελέγχει τη ζωή των θνητών και την Ιστορία; Μήπως συμβαίνουν όλα αυτά σ’ ένα μεταφυσικό ασύλληπτο επίπεδο; Πολλά τα ερωτήματα που προκαλεί το σπουδαίο αυτό έργο. Κάποιος μάλλον συμβιβασμός αιωρείται μεταξύ ορατού και αόρατου, μεταξύ δηλαδή των όσων δι’ ευχών, εκφράζονται και των όσων τελικά υλοποιούνται κι ελέγχονται από μια άνωθεν Δύναμη. Την θυσία της Σμαράγδας, συζύγου του Πρωτομάστορα, μιας ελεύθερης πραγματικά ύπαρξης, μπορούμε να την παραλληλίσουμε μονάχα με τη θυσία της Ιφιγένειας, εφόσον και οι δύο αυτές ηρωίδες αψήφησαν νόμους και κατεστημένες συνήθειες ετών και ετών, επιτελώντας στο ακέραιο το ηθικό τους καθήκον.
Το 1916 το έργο μελοποιήθηκε ως όπερα, Μουσική τραγωδία, από τον μεγάλο Μανόλη Καλομοίρη «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος». Το έργο αυτό γράφτηκε σε δυο φάσεις το 1944 και ξαναδουλεύτηκε το 1949. Είναι γραμμένο σε 13σύλλαβο. Πάνω στο λιμπρέτο του έργου γράφτηκε μουσική από τον Μανόλη Καλομοίρη, η γνωστή ομότιτλη Όπερα που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 1962. Περιγράφει το όλο ιστορικό της Πτώσης της Πόλης, τις αντιδράσεις και τις επικλήσεις της άρχουσας Τάξης και του Ιερατείου στην Παναγία, που όμως τους άφησε αβοήθητους στην άνιση μάχη τους με τον Οθωμανό. Μέσα σ’ όλο αυτό τον ανίερο συρφετό Εύπορης Τάξης, Ιερωμένων και προνομιούχων ξεπροβάλλει η ηρωική και ηθική, ως ένα βαθμό, προσωπικότητα του Κων/νου Παλαιολόγου που ενώ ξέρει εκ των προτέρων τι μέλλει γενέσθαι υποτάσσεται στη μοίρα του και πέφτει ηρωικά μαχόμενος. Οι Λόγοι του ηχούν εξαιρετικά ηρωικοί, μεγαλοπρεπείς ως αναστάσιμοι με πλούσια νοήματα και δυναμισμό ψυχής, πέρα από πίστη, φόβο ή ελπίδα. Ο θρύλος του δήθεν «μαρμαρωμένου βασιλιά» λειτουργεί εντελώς αρνητικά στο όλο έργο, αποτυγχάνοντας να διαδραματίσει ρόλο κάθαρσης.
«Έως πότε». Δράμα σε πράξεις τέσσερις. Γράφτηκε το 1907 σε γλώσσα ιδιόμορφη, απλής καθαρεύουσας. Μέσα σ’ ένα σκηνικό από τα χρόνια της Βενετιάς, ξεπηδούν οι αγώνες του Κρητικού Λαού ενάντια στον Τούρκο δυνάστη. Οι αρχηγοί των αγωνιστών, οι Ταγοί, δεν προδίδουν ποτέ τον πατριωτικό αγώνα. Οι διαφορές, που μοιραία προκύπτουν, μεταξύ αισθημάτων και καθήκοντος προάσπισης της πάτριας Γης δεν συγκινούν άμεσα με τον τρόπο που εκτίθενται. Τα στοιχεία χώρου και χρόνου καθώς και το πλήθος μορφών που κατακλύζουν το θεατρικό δρώμενο εξασθενούν σε μεγάλο βαθμό το έργο καθώς δεν πείθουν. Τα κεντρικά επαναλαμβανόμενα στοιχεία του πονήματος αυτού «ευκόλως εννοούνται», θα έλεγε κανείς, μέχρι αδιαφορίας.
(Συνεχίζεται..)
Πηγές:
- Παπαχατζάκη – Κατσαράκη Θεοδώρα: «Το θεατρικό έργο του Ν. Καζαντζάκη», Δωδώνη, Αθήνα, Γιάννινα 1985.
- Μέμμος Παναγιωτόπουλος: «Νεοελληνική ποιητική ανθολογία, το απόσταγμα της ψυχής του Έθνους», τ. Β’ Ακάδημος 69
- Γραμματάς Θ: «Ξαναδιαβάζοντας το έργο του Ν. Καζαντζάκη», Διαβάζω, 51, 1982.
- Πρεβελάκης Παντελής: «Ν. Εστία Χριστούγεννα ’59». Χρονογραφία του βίου του Ν. Καζαντζάκη
Τα έργα του Ν. Καζαντζάκη από: Εκδόσεις Καζαντζάκη, Χαρ. Τρικούπη 116 τηλ. 210 3642829
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου