Το τέλος του μεγάλου Αγίου Ισαποστόλου Κωνσταντίνου
Σωματική αδιαθεσία στην Ελενόπολη και προσευχές για το βάπτισμα.
Πρώτα αισθάνθηκε κάποια σωματική αδιαθεσία που την ακολούθησε ασθένεια. Τότε πήγε στα θερμά λουτρά της πόλεώς του. Από εκεί έφθασε στη Ελενόπολη, πόλη που την ονόμασε έτσι για να τιμήσει το όνομα της μητέρας του. Αφού πέρασε το χρόνο του στο ναό των Μαρτύρων ανέπεμψε ικεσίες και παρακλήσεις στο Θεό.
Επειδή κατάλαβε ότι πλησίαζε το τέλος της ζωής του, σκέφθηκε ότι τώρα είναι καιρός καθάρσεως των πλημμελημάτων του παρελθόντος, πιστεύοντας ότι θα καθαριζόταν η ψυχή του από όσες αμαρτίες έκανε ως άνθρωπος με τη δύναμη των μυστικών λόγων και με το λουτρό της σωτηρίας, δηλ. το βάπτισμα.
Μετά από αυτή τη σκέψη γονάτισε στο έδαφος παρακαλώντας τον Θεό. Εξομολογήθηκε μέσα στο ναό και αξιώθηκε σ’ αυτόν τις πρώτες ευχές της χειροθεσίας. Αφού δε πήγε στο προάστειο της Νικομήδειας, κάλεσε τους επισκόπους και τους είπε τα εξής.
Ο Μ. Κωνσταντίνος παρακαλεί τους επισκόπους να τον βαπτίσουν.
«Αυτή ήταν η ώρα που από πολύ καιρό περίμενα και διψούσα και ευχόμουν για να πετύχω την εν Θεώ σωτηρία μου. Είναι καιρός να απολαύσουμε και εμείς τη σφραγίδα, που προκαλεί την αθανασία. Είναι καιρός να λάβω μέρος στο σωτήριο σφράγισμα, δηλ. το βάπτισμα, κάτι το οποίο σκεπτόμουν κάποτε να γίνει στα νερά του Ιορδάνη ποταμού, στον οποίον όπως παραδίδεται βαπτίσθηκε και ο Σωτήρας μας, προτυπώνοντας το μυστηρίο του βαπτίσματος. Ο Θεός όμως που γνωρίζει το συμφέρο μας, μας αξιώνει να γίνει αυτό εδώ.
Ας τελεσθεί λοιπόν αυτό χωρίς αναβολή. Διότι, ακόμη κι αν θέλει ο Κύριος της ζωής και του θανάτου να ζήσουμε και έχει ορίσει να παραμένω μαζί με το λαό του Θεού και να προσεύχομαι εκκλησιαζόμενος με το πλήθος, θα ρυθμίσω τη ζωή μου από τώρα και εις το εξής σύμφωνα με τους θεσμούς που αρμόζουν στο Θεό.
Και αυτός αυτά έλεγε. Οι δε Ιεράρχες τέλεσαν το ιερό μυστήριο σύμφωνα με τους θείους κανόνες και αφού έδωσαν τις κατάλληλες οδηγίες μετέδωσαν σ’ αυτόν τα άχραντα μυστήρια. Με αυτό τον τρόπο πρώτος από όλους τους αυτοκράτορες ο Κωνσταντίνος αναγεννήθηκε με τα μυστήρια του Χριστού. Και αφού αξιώθηκε να πάρει τη θεία σφραγίδα του βαπτίσματος χαιρόταν πνευματικά, ανεκαινιζόταν και γέμιζε με θείο φως, χαιρόταν ψυχικά λόγω της μεγάλης πίστεως και καταπλησσόταν από την παρουσία της θείας δυνάμεως. Όταν δε έγιναν ὀσα έπρεπε, ντύθηκε με λευκά βασιλικά ενδύματα, που έλαμπαν σαν το φως, και κοιμόταν σε άσπρο κρεβάτι, και δεν θέλησε να φορέσει ξανά τη βασιλική πορφύρα.
Πως ανύμνησε τον Θεό αφού βαπτίσθηκε.
Έπειτα, με δυνατή φωνή, ανέπεμψε ευχαριστήρια προσευχή στο Θεό, μετά την οποία πρόσθεσε.
«Τώρα γνωρίζω ότι είμαι πράγματι μακάριος, τώρα γνωρίζω ότι αξιώθηκα της αθανάτου ζωής, τώρα γνωρίζω ότι έγινα μέτοχος του θείου φωτός».
Ονόμαζε δε ταλαίπωρους και άθλιους εκείνους, που στερούνταν αυτών των αγαθών. Όταν δε οι αξιωματικοί και ηγέτες του στρατού μπήκαν στην αίθουσα και έκλαιαν παραπονούμενοι ότι τώρα θα μείνουν έρημοι και εύχονταν να του δοθεί παράταση της ζωής, αποκρίθηκε και τους είπε ότι τώρα αξιώθηκε της αληθινής ζωής και ότι μόνον αυτός γνωρίζει ποια αγαθά έχει απολαύσει. Γι’ αυτό και σπεύδει χωρίς αναβολή στην πορεία προς τον Θεό. Έπειτα έκανε τις αναγκαίες διευθετήσεις στις υποθέσεις. Και τους μεν πολίτες της βασιλίδος πόλεως δηλ. της Κωνσταντινουπόλεως, τίμησε με ετήσια δωρεά, στους υιούς του δε παρέδωσε σαν πατρική του περιουσία τη βασιλεία, και τέλος τα κανόνισε όλα σύμφωνα με την επιθυμία του.
Σωματική αδιαθεσία στην Ελενόπολη και προσευχές για το βάπτισμα.
Πρώτα αισθάνθηκε κάποια σωματική αδιαθεσία που την ακολούθησε ασθένεια. Τότε πήγε στα θερμά λουτρά της πόλεώς του. Από εκεί έφθασε στη Ελενόπολη, πόλη που την ονόμασε έτσι για να τιμήσει το όνομα της μητέρας του. Αφού πέρασε το χρόνο του στο ναό των Μαρτύρων ανέπεμψε ικεσίες και παρακλήσεις στο Θεό.
Επειδή κατάλαβε ότι πλησίαζε το τέλος της ζωής του, σκέφθηκε ότι τώρα είναι καιρός καθάρσεως των πλημμελημάτων του παρελθόντος, πιστεύοντας ότι θα καθαριζόταν η ψυχή του από όσες αμαρτίες έκανε ως άνθρωπος με τη δύναμη των μυστικών λόγων και με το λουτρό της σωτηρίας, δηλ. το βάπτισμα.
Μετά από αυτή τη σκέψη γονάτισε στο έδαφος παρακαλώντας τον Θεό. Εξομολογήθηκε μέσα στο ναό και αξιώθηκε σ’ αυτόν τις πρώτες ευχές της χειροθεσίας. Αφού δε πήγε στο προάστειο της Νικομήδειας, κάλεσε τους επισκόπους και τους είπε τα εξής.
Ο Μ. Κωνσταντίνος παρακαλεί τους επισκόπους να τον βαπτίσουν.
«Αυτή ήταν η ώρα που από πολύ καιρό περίμενα και διψούσα και ευχόμουν για να πετύχω την εν Θεώ σωτηρία μου. Είναι καιρός να απολαύσουμε και εμείς τη σφραγίδα, που προκαλεί την αθανασία. Είναι καιρός να λάβω μέρος στο σωτήριο σφράγισμα, δηλ. το βάπτισμα, κάτι το οποίο σκεπτόμουν κάποτε να γίνει στα νερά του Ιορδάνη ποταμού, στον οποίον όπως παραδίδεται βαπτίσθηκε και ο Σωτήρας μας, προτυπώνοντας το μυστηρίο του βαπτίσματος. Ο Θεός όμως που γνωρίζει το συμφέρο μας, μας αξιώνει να γίνει αυτό εδώ.
Ας τελεσθεί λοιπόν αυτό χωρίς αναβολή. Διότι, ακόμη κι αν θέλει ο Κύριος της ζωής και του θανάτου να ζήσουμε και έχει ορίσει να παραμένω μαζί με το λαό του Θεού και να προσεύχομαι εκκλησιαζόμενος με το πλήθος, θα ρυθμίσω τη ζωή μου από τώρα και εις το εξής σύμφωνα με τους θεσμούς που αρμόζουν στο Θεό.
Και αυτός αυτά έλεγε. Οι δε Ιεράρχες τέλεσαν το ιερό μυστήριο σύμφωνα με τους θείους κανόνες και αφού έδωσαν τις κατάλληλες οδηγίες μετέδωσαν σ’ αυτόν τα άχραντα μυστήρια. Με αυτό τον τρόπο πρώτος από όλους τους αυτοκράτορες ο Κωνσταντίνος αναγεννήθηκε με τα μυστήρια του Χριστού. Και αφού αξιώθηκε να πάρει τη θεία σφραγίδα του βαπτίσματος χαιρόταν πνευματικά, ανεκαινιζόταν και γέμιζε με θείο φως, χαιρόταν ψυχικά λόγω της μεγάλης πίστεως και καταπλησσόταν από την παρουσία της θείας δυνάμεως. Όταν δε έγιναν ὀσα έπρεπε, ντύθηκε με λευκά βασιλικά ενδύματα, που έλαμπαν σαν το φως, και κοιμόταν σε άσπρο κρεβάτι, και δεν θέλησε να φορέσει ξανά τη βασιλική πορφύρα.
Πως ανύμνησε τον Θεό αφού βαπτίσθηκε.
Έπειτα, με δυνατή φωνή, ανέπεμψε ευχαριστήρια προσευχή στο Θεό, μετά την οποία πρόσθεσε.
«Τώρα γνωρίζω ότι είμαι πράγματι μακάριος, τώρα γνωρίζω ότι αξιώθηκα της αθανάτου ζωής, τώρα γνωρίζω ότι έγινα μέτοχος του θείου φωτός».
Ονόμαζε δε ταλαίπωρους και άθλιους εκείνους, που στερούνταν αυτών των αγαθών. Όταν δε οι αξιωματικοί και ηγέτες του στρατού μπήκαν στην αίθουσα και έκλαιαν παραπονούμενοι ότι τώρα θα μείνουν έρημοι και εύχονταν να του δοθεί παράταση της ζωής, αποκρίθηκε και τους είπε ότι τώρα αξιώθηκε της αληθινής ζωής και ότι μόνον αυτός γνωρίζει ποια αγαθά έχει απολαύσει. Γι’ αυτό και σπεύδει χωρίς αναβολή στην πορεία προς τον Θεό. Έπειτα έκανε τις αναγκαίες διευθετήσεις στις υποθέσεις. Και τους μεν πολίτες της βασιλίδος πόλεως δηλ. της Κωνσταντινουπόλεως, τίμησε με ετήσια δωρεά, στους υιούς του δε παρέδωσε σαν πατρική του περιουσία τη βασιλεία, και τέλος τα κανόνισε όλα σύμφωνα με την επιθυμία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου