Ετικέτες

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ηγέτες και νέες ελίτ στη μετασοβιετική Ρωσία


Ηγέτες και νέες ελίτ στη μετασοβιετική Ρωσία

Καθώς πλησιάζει ο Μάρτιος του 2012, οπότε και θα διεξαχθούν οι ρωσικές εκλογές, στο Κρεμλίνο έχουν αρχίσει οι μεγάλοι πολιτικοί ελιγμοί. Τα τελευταία δέκα χρόνια, η Ρωσία, που ήταν ετοιμοθάνατη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχει επιτύχει μια θεαματική οικονομική και διπλωματική ανάκαμψη, η οποία όμως συνοδεύεται από αυταρχισμό και διαφθορά. Την ώρα του απολογισμού αυτής της περιόδου, συγκρούονται δύο προσεγγίσεις για τη μετάβαση στη μετασοβιετική εποχή.
Στο δίδυμο Μεντβέντεφ-Πούτιν ο δεύτερος είναι αυτός που έχει δημιουργήσει τη νέα τάξη πραγμάτων στη Ρωσία και έχει καθορίσει τους κανόνες. Σύμφωνα μάλιστα με τη Λίλια Σεβτσόβα «η νέα γενιά των γραφειοκρατών κάνει την παλιά ολιγαρχία του Γέλτσιν να μοιάζει με συμμαχία αρχαρίων». Το δρόμο άνοιξε πάντως ο Γκορμπατσόφ (κάτω αριστερά με τον Γέλτσικ).
Στο δίδυμο Μεντβέντεφ-Πούτιν ο δεύτερος είναι αυτός που έχει δημιουργήσει τη νέα τάξη πραγμάτων στη Ρωσία και έχει καθορίσει τους κανόνες. Σύμφωνα μάλιστα με τη Λίλια Σεβτσόβα «η νέα γενιά των γραφειοκρατών κάνει την παλιά ολιγαρχία του Γέλτσιν να μοιάζει με συμμαχία αρχαρίων». Το δρόμο άνοιξε πάντως ο Γκορμπατσόφ 


. Η εικοστή επέτειος της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου συνοδεύθηκε από μια πραγματική πλημμυρίδα έργων αφιερωμένων στην κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ(1). Ωστόσο, λίγοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με όσα βίωσε η Ρωσία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Το δοκίμιο του Ντάνιελ Τρέισμαν «The Return» προσπαθεί να καλύψει το κενό περιγράφοντας «τη διαδρομή της Ρωσίας από τον Γκορμπατσόφ ώς τον Μεντβέντεφ(2)». Ο Τρέισμαν, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, είναι γνωστός κυρίως ως ένας από τους συγγραφείς του άρθρου με τίτλο «Μια κανονική χώρα»(3), που προκάλεσε αίσθηση το 2004.

Το κείμενο κατέρριπτε την κοινά παραδεκτή άποψη ότι η μετασοβιετική Ρωσία υποφέρει από μια μοναδική στον κόσμο βαριά ιστορική κληρονομιά (αυταρχισμός, γραφειοκρατία κ.λπ.). Κατά τη γνώμη του, στην πραγματικότητα αντιμετώπιζε τα ίδια αναπτυξιακά προβλήματα που ταλάνιζαν πολλές άλλες χώρες με μεσαία εισοδήματα: διαφθορά, αδυναμία των θεσμών, ευάλωτη οικονομία. Συνεπώς, η μετάβαση που επιχειρήθηκε μετά το τέλος του κομμουνισμού δεν ήταν τίποτε άλλο από μια διαδικασία προσαρμογής στο κυρίαρχο αυτή τη στιγμή μοντέλο, παρόμοια με εκείνη που έχει δρομολογηθεί και στις υπόλοιπες χώρες που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία.

Δεν είναι διόλου δύσκολο να μαντέψει κανείς το ιδεολογικό υπονοούμενο που διαποτίζει την ανάλυση: Οφείλουμε να χειροκροτήσουμε τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στη Μόσχα τη δεκαετία του 1990 και να τις θεωρήσουμε επιτυχημένες, καθώς επέτρεψαν στη Ρωσία να κατακτήσει τη θέση που της ανήκει στη διεθνή οικονομική ιεραρχία. Ωστόσο, η ανάλυση του Τρέισμαν παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι εξετάζει το αντικείμενό της διαθέτοντας κάποια αποστασιοποίηση, μακριά από τα ψυχροπολεμικά στερεότυπα και τις τουριστικές κοινοτοπίες περί «ρώσικης ψυχής». Στο «The Return» παραμένει πιστός στην προσέγγισή του αυτή προσπαθώντας να δείξει τη Ρωσία όπως είναι και όχι όπως την παρουσιάζουν οι δυτικοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο θέσεις, εκ των προτέρων ελάχιστα συμβατές μεταξύ τους: στην άποψη των νεοφιλελεύθερων ιδεολόγων, οι οποίοι εξηγούν τις δυσκολίες της Ρωσίας με την έλλειψη ενθουσιασμού και τη διστακτικότητα με την οποία υιοθετούνται οι νόμοι της αγοράς, και σε εκείνη η οποία, αντίθετα, αποδίδει όλα τα δεινά της χώρας στον εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων αυτών(4). Αν και εμφανίζεται ως αμερόληπτος παρατηρητής (οι μεν υποστηρίζουν την τάδε θέση, οι δε υποστηρίζουν την αντίθετη, η αλήθεια βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα), η άποψη που προκύπτει από την αναποφασιστικότητά του επιβεβαιώνει την ορθότητα της ανάλυσης του δυτικού στρατοπέδου.

Το πρώτο ήμισυ του βιβλίου προβαίνει σε μια ανασκόπηση της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της Ρωσίας, επικεντρωμένη στο προφίλ και στη διαδρομή των προέδρων που άσκησαν την εξουσία κατά τη διάρκεια είκοσι ετών: Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ χαρακτηρίζεται ως «το πιο πετυχημένο λάθος στην ιστορία»· ο Μπόρις Γέλτσιν θεωρείται ήρωας με ατέλειες, ο οποίος κατάφερε, με μοναδικό εφόδιο τη διαίσθησή του, να κυβερνήσει το σκάφος αποφεύγοντας τους σκοπέλους της πολιτικής και της οικονομίας· ο Βλαντίμιρ Πούτιν περιγράφεται ως ύποπτο αλλά τυχερό άτομο, το οποίο κατόρθωσε να επωφεληθεί από μια ευνοϊκή οικονομική συγκυρία· τέλος, στον Μεντβέντεφ κολλάει την ετικέτα «προσωρινός αντικαταστάτης του προκατόχου του», ενώ θεωρεί ότι, τρία χρόνια μετά την άνοδό του στην εξουσία, το πρόγραμμά του και οι προθέσεις του παραμένουν μυστήριο.

Το δεύτερο ήμισυ του βιβλίου καλύπτει την ίδια περίοδο, αυτή τη φορά όμως υπό μορφή σύνθεσης των μεγάλων θεμάτων που σημάδεψαν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη Ρωσία: των αιτίων της κατάρρευσης του σοβιετικού συστήματος, των βαθύτατων οικονομικών αλλαγών της δεκαετίας του 1990, των πολέμων στην Τσετσενία και των σχέσεων της Μόσχας με τους δυτικούς εταίρους της.

Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΡΕΪΣΜΑΝ
Αν και τα συμπεράσματα του Τρέισμαν δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη πρωτοτυπία -για παράδειγμα, ένα ολόκληρο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην τεκμηρίωση του γεγονότος ότι η δημοφιλία ενός προέδρου είναι στενά συνδεδεμένη με τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου- μας προσφέρουν εντούτοις και μερικές ευχάριστες εκπλήξεις, όπως στο σημείο όπου ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με κατανόηση την ενόχληση της Μόσχας για την επέκταση του ΝΑΤΟ στην περιοχή της ή για την υποκρισία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Για τον Τρέισμαν, η διάλυση της ΕΣΣΔ δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ιστορικής νομοτέλειας. Καθώς η χώρα είχε φθάσει στο χείλος του γκρεμού εξαιτίας της παρακινδυνευμένης εφαρμογής των οικονομικών μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του 1980 και της ανικανότητας των σοβιετικών ιθυνόντων να ανακόψουν την παρακμή της βιομηχανίας, αρκούσαν μερικά «ατυχήματα» και οι «αποτυχημένες απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτά» για να επιταχυνθεί η πτώση του καθεστώτος. Ο Τρέισμαν απορρίπτει την ιδέα ότι η Σοβιετική Ενωση θα είχε διαλυθεί εξαιτίας των εσωτερικών πιέσεων που ασκούσαν οι εθνικιστικές τάσεις που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της. Κατά τη γνώμη του, το γεγονός ότι πολλοί πολίτες αναζήτησαν κάποια διέξοδο από τα προβλήματά τους στον εθνικισμό οφείλεται στο γεγονός ότι το καθεστώς ήταν ήδη ετοιμοθάνατο.

Κατά περίεργο τρόπο, η προσοχή με την οποία εξετάζονται όλα τα ενδεχόμενα εξαφανίζεται μόλις το βιβλίο αρχίζει να καταπιάνεται με το ζήτημα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο Γέλτσιν, κληρονόμος «μιας καταστροφής χειρότερης απ' όσο φαντάζονταν οι περισσότεροι άνθρωποι», έσωσε τη χώρα του αυτοσχεδιάζοντας μια πολιτική η οποία ήταν ξεκάθαρα ευνοϊκή προς τις αγορές. Απ' ό,τι φαίνεται, ο Τρέισμαν πιστεύει ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί μονόδρομο. Προσπαθεί δε με ιδιαίτερο ζήλο να μειώσει τη σημασία του κοινά αποδεκτού απολογισμού των επιλογών που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο.

Κατά τη γνώμη του, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, το οποίο τότε μειωνόταν ραγδαία, αποτελεί έναν εξαιρετικά αμφιλεγόμενο οικονομικό δείκτη. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι η ποιότητα ζωής του πληθυσμού βελτιώθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο για τη μέτρησή της τις πωλήσεις τηλεοράσεων και άλλων οικιακών συσκευών. Επιπλέον, δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στη διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών στον κλάδο της υγείας και της παιδείας, στην έκρηξη της ανεργίας και στην πλήρη εξασθένιση όλων των μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης(5).

Σε τελική ανάλυση, ο Τρέισμαν υμνεί τις μεταρρυθμίσεις του Γέλτσιν και τον παρουσιάζει ως έναν ηρωικό οραματιστή, ο οποίος, ως σύγχρονος Σίσυφος που σπρώχνει τον βράχο του, έδωσε ώθηση στη φιλελεύθερη δημοκρατία στις παγωμένες πλαγιές της ρωσικής πραγματικότητας. Οπως και πολλοί σχολιαστές της πορείας της Ρωσίας μετά το 1991, ο Τρέισμαν θεωρεί δεδομένο ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία προόδευσε την εποχή του Γέλτσιν, έστω και με δειλά βήματα, ενώ, αντίθετα, την περίοδο Πούτιν γνώρισε οπισθοδρόμηση και ξανακύλησε προς τον αυταρχισμό του παρελθόντος.

Η μονοδιάστατη αυτή οπτική δεν λαμβάνει υπόψη την ιδεολογική εξέλιξη στην οποία στηρίζονταν οι μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1990, οι οποίες δεν εδραίωσαν τη δημοκρατία αλλά τον καπιταλισμό. Οι «μεταρρυθμιστές» έδειχναν τον μεγαλύτερο δυνατό ζήλο στην εφαρμογή της «θεραπείας σοκ» και στην υποστήριξη των επιθέσεων του Κρεμλίνου ενάντια στο Σύνταγμα -ιδίως όταν ο Γέλτσιν βομβάρδισε το Κοινοβούλιο, το 1993- αν και δεν διέθεταν καμία εντολή από το εκλογικό σώμα για όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, κάθε φορά που το καθεστώς αισθανόταν να απειλείται από κάποια αμφισβήτηση της αρχής της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, η δημοκρατία στη Ρωσία οπισθοδρομούσε.

Θα μπορούσε κανείς να κατανοήσει καλύτερα τις μεταμορφώσεις της μετακομμουνιστικής Ρωσίας, εάν εξέταζε τον βαθμό στον οποίο αυτές οφείλονται στα καπιταλιστικά συμφέροντα και τον τρόπο με τον οποίο οι νέες ελίτ κυριάρχησαν ολοκληρωτικά στη χώρα μέσα από έναν ταξικό αγώνα. Ομως, παρόμοια εργασία θα προϋπέθετε την ανάλυση της φύσης και της σύνθεσης αυτών των ελίτ.

Ποιος κατέχει τη Ρωσία; Στη δίνη του 1990, ανήκε στα πρώην μέλη της νομενκλατούρας του Κομμουνιστικού Κόμματος και στις αναδυόμενες δυνάμεις της επιχειρηματικότητας. Για περίπου δέκα χρόνια, οι περιουσίες που συσσωρεύθηκαν στα χέρια αυτής της ομάδας προέρχονταν κατά κύριο λόγο από εξαγωγές υψηλής προστιθέμενης αξίας (μέταλλα, μεταλλεύματα), από εξαιρετικά ύποπτες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες ή από τη λεηλασία της σοβιετικής βιομηχανικής κληρονομιάς.

ΝΕΑ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΛΙΤ
Το 1998, η κρίση του ρουβλίου επέφερε αλλαγές στη δομή της ελίτ, καθώς ο τραπεζικός και ο χρηματοοικονομικός τομέας εξασθένησαν, αφήνοντας την πρωτοκαθεδρία στην «πραγματική οικονομία», που ήταν στραμμένη στις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς. Ομως, η μεγαλύτερη ανατροπή -τόσο για την ιθύνουσα τάξη όσο και για ολόκληρη τη χώρα- προήλθε από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου μετά το 2000. Από τον πακτωλό των εσόδων του ενεργειακού τομέα δεν επωφελήθηκαν μονάχα οι κρατικοί όμιλοι, όπως η Gazprom και η Rosneft, αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η Sourgoutneftegaz και η Ioukos (μέχρι τη διάλυσή της, το 2003).


Η αφθονία χρήματος δημιούργησε μια νέα ελίτ, πολύ πλουσιότερη από εκείνη της δεκαετίας του 1990. Σύμφωνα με την πολιτική επιστήμονα Λίλια Σέβτσοβα, η οποία ζει στην Ουάσιγκτον, «αν συγκριθεί με τη νέα γενιά των γραφειοκρατών ολιγαρχών, η παλιά ολιγαρχία του Γέλτσιν μοιάζει με μια συμμορία αρχάριων(6)». Η αναφορά στη γραφειοκρατία είναι ιδιαίτερα εύστοχη, δεδομένου ότι πρόκειται για μια ελίτ η οποία κυριαρχεί τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα και κινεί τα νήματα και στον κόσμο των επιχειρήσεων και στην κυβέρνηση. Ωστόσο, η καλύτερη περιγραφή της νέας κυρίαρχης τάξης της Ρωσίας έχει δοθεί από την κοινωνιολόγο Ολγα Κριστανόφσκαγια, η οποία εξέτασε τη σύνθεση της ελίτ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (7). Το έργο της αναδεικνύει τον αυξανόμενο ρόλο που διαδραματίζει η βιομηχανία από τις αρχές του παρόντος αιώνα, καθώς επίσης και την ολοένα μεγαλύτερη αλληλοδιείσδυση του επιχειρηματικού και του πολιτικού κόσμου.

Ο δυτικός τύπος σπεύδει να καταγγείλει τις πιεστικές παρεμβάσεις του ρωσικού κράτους στην οικονομία, θεωρώντας τες σύμπτωμα μιας συγκαλυμμένης επανεθνικοποίησης ή ως διείσδυση στην οικονομία των μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες είναι πανταχού παρούσες στην κυβέρνηση Πούτιν. \

Ωστόσο, όσον αφορά τη σημερινή ρωσική ελίτ, το πλέον εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της δεν είναι η κυριαρχία του κράτους πάνω στο κεφάλαιο, αλλά η ώσμωση μεταξύ τους. Η τάξη των διευθυντικών στελεχών του δημόσιου τομέα τροφοδοτεί με στελέχη τις επιχειρήσεις και αντίστροφα. Η διοικητική εξουσία κατέχει τα βασικά κλειδιά που εξασφαλίζουν πρόσβαση στις πιο κερδοφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες, ενώ το κριτήριο των επιχειρηματικών συμφερόντων υπαγορεύει τους διορισμούς στις ανώτατες κρατικές θέσεις και την κατανομή των κρατικών δαπανών. Αυτή η τάση ισχύει σε όλα τα επίπεδα και ιδιαίτερα στις περιφέρειες, όπου οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι (είτε ιδιωτικοί, είτε δημόσιοι) ασκούν εξαιρετική επιρροή πάνω στην οικονομία. Επιπλέον, αν και πολλές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κυριότερους κλάδους της οικονομίας ανήκουν στο κράτος, η διοίκησή τους γίνεται με μοναδικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας τους. Μάλιστα, τα κέρδη δεν προορίζονται για την αναδιανομή του εθνικού πλούτου, αλλά για τον πλουτισμό κάποιων από τα μέλη αυτής της ελίτ.

Δεδομένων των βουλευτικών εκλογών που θα διεξαχθούν τον ερχόμενο Δεκέμβριο, αλλά και του ακανθώδους ζητήματος της αλλαγής φρουράς στο Κρεμλίνο το 2012, οι οικονομικοί πόροι της χώρας θα αποτελέσουν, χωρίς αμφιβολία, αντικείμενο έντονου ανταγωνισμού ανάμεσα στα μέλη της «αμφίβιας» ελίτ. Οσο για τον πληθυσμό, το μοναδικό δικαίωμα που έχει είναι να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η λεηλασία του πλούτου του. Εκτός κι αν η Ρωσία γνωρίσει μια λαϊκή εξέγερση ανάλογη με εκείνη που συνταράζει τον αραβικό κόσμο. Για την ώρα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η χώρα θα ακολουθήσει παρόμοιο δρόμο. Ομως, η μοίρα του σοβιετικού, του τυνησιακού ή του αιγυπτιακού καθεστώτος μας διδάσκει ότι δεν πρέπει να τυφλωνόμαστε από την αυταπάτη της μονιμότητας μιας κατάστασης.

(1) Για παράδειγμα, Robert Service, «Comrades! Α History of World Communism», Harvard University Press, Κέμπριτζ, 2007. Archie Brown, «The Rise and Fall of Communism», Ecco, Νέα Υόρκη, 2009. Stephen Kotkin, «Uncivil Society. 1989 and the Implosion of Communist Establishment», Modern Library, Νέα Υόρκη, 2009. Victor Sebestyen, «Revolution 1989. The Fall of the Soviet Empire», Pantheon Books, Νέα Υόρκη, 2009.
(2) Daniel Treisman, «The Return: Russia's Journey From Gorbachev to Medvedev», The Free Press, Νέα Υόρκη, 2011.
(3) Το έγραψε από κοινού με τον Andrei Schleifer και δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Foreign Affairs», Νέα Υόρκη, Μάρτιος-Απρίλιος 2004.
(4) Το ρεύμα των νεοφιλελεύθερων βρήκε τη βίβλο του στο «How Capitalism Was Built. The Transformation of Central and Eastern Europe, Russia and Central Asia» (Cambridge University Press, 2007), του σουηδού οικονομολόγου Anders Aslund, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρξε σύμβουλος της Μόσχας για ζητήματα ιδιωτικοποιήσεων. Από την πλευρά τους, οι αντίπαλοί τους ενστερνίζονται τις απόψεις που διατυπώνουν οι Peter Reddaway και Dimitri Glinski στο βιβλίο τους «The Tragedy of Russia's Reforms. Market Bolshevism Against Democracy», United States Institute of Peace, Ουάσιγκτον, 2001.
(5) Βλέπε «Un siecle russe», Maniere de voir, no 100, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2008.
(6) Lilia Shevtsova, «Russia: Lost in Transition. The Yeltsin and Putin Legacies», Carnegie Endowment for International Peace, Ουάσιγκτον, 2007.
(7) Olga Kryshtanovskaia, «Anatomiia Rossiiski Elity», («Ανατομία της ρωσικής ελίτ»), Zakharov, Μόσχα, 2004.
* Αναπληρωτής αρχισυντάκτης του «New Left Review» (Λονδίνο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου