Η ενδεκάτη Σεπτεμβρίου έχει μείνει στην μνήμη του σημερινού ανθρώπου με την αναφορά στα «τρομοκρατικά» γεγονότα του 2001. Αλλά η σημερινή ανάρτηση θα μας πάει πίσω σε άλλα γεγονότα που δεν έχουν σχέση. 826 χρόνια πίσω, στις ένδεκα Σεμπτεμβρίου του έτους 1185 μ. Χ., όταν ο λαός της Κωνσταντινούπολης αγανακτισμένος και οργισμένος πολύ κατά του Κομνηνού Ανδρόνικου δείχνει το άσχημο πρόσωπό του αλλά και επιβεβαιώνει το γεγονός ότι πάνω και από το πρόσωπο του αυτοκράτορα βρίσκεται μονάχα αυτός και ότι η λαϊκή έγκριση είναι αυτή που τον νομιμοποιεί…
Αφήνω τον Ζ. Αϊναλή να μας αφηγηθεί και να σχολιάσει τα γεγονότα, δανειζόμενος τα λόγια του από το περιοδικό Ποιείν :
11 Σεπτεμβρίου 1185. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, αγανακτισμένος από την πολιτική του Ανδρόνικου Κομνηνού, αρχίζει να συγκεντρώνεται με απειλητικές διαθέσεις έξω απ’ το παλάτι των Βλαχερνών. Ο Ανδρόνικος αντιλαμβάνεται ότι οι ώρες του είναι μετρημένες. Φυγαδεύεται από το παλάτι με τη βοήθεια μερικών πιστών του υπηρετών και τη συνοδεία των δύο γυναικών του, της συζύγου του και της ερωμένης του, κι αποπειράται να διαφύγει στα κρυφά στην Κριμαία με το πλοίο. Δεν έχει προλάβει εντούτοις να σαλπάρει το πλοίο όταν η θάλασσα, θαρρείς αγανακτώντας κι εκείνη εναντίον του, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χωνιάτης, αρχίζει να οργίζεται. Αμέσως σηκώνεται μια τρικυμία τρομερή που ξεβράζει το πλοίο στην ακτή. Εκεί συνελήφθη ο Κομνηνός. Ναυαγισμένος, με τις δυο γυναίκες του, στις ξέρες.
Του δέσανε τα χέρια, του δέσανε τα πόδια, του πήραν και το ξίφος. Και πιάνοντας παλιά του τέχνη κόσκινο άρχισε να θρηνεί ο Κομνηνός και να οδύρεται και να παρακαλεί σαν επιδέξιος θεατρίνος τους δεσμώτες του ποιος ναν τον σπλαχνιστεί. Αλλά εις μάτην. Όσα κι αν μηχανεύοταν το πολύτροπο μυαλό του τ’ ανόσια του έργα χώρο δεν άφηναν στους δεσμώτες του για οίκτο• ήτανε τα αυτιά τους θαρρείς και βουλωμένα με κερί να μην ακούν τον ήχο των Σειρήνων. Με διπλή τον δέσανε λοιπόν παχιά αλυσίδα, του την περάσανε στον τράχηλο σφιχτά και τον εσύρανε μπροστά στον δήμο δέσμιο. Ο Άγγελος, που μιαν ημέρα πριν είχε ο λαός κηρύξει αυτοκράτορα μες στην Αγιά Σοφιά, του έκοψε με πέλεκυ, απ’ την αγκώνα, το χέρι το δεξί και τον πέταξε βορρά μες στο λαό της Βασιλεύουσας. Τότε του βγάλανε τα μάτια του, του ξεριζώσανε τα δόντια του, τις τρίχες απ’ το μούσι του και του ξυρίσαν το κεφάλι. Κι έτσι μαγαρισμένο και γυμνό τον κάθισαν σε κάμηλο ψωριάρα και τον περιέφεραν στην αγορά, ανάμεσα στο πλήθος, και τον διαπόμπευαν για μέρες. Κι όσους μέχρι τη μέρα εκείνη ο Κομνηνός καταδυνάστευε, χασάπηδες και βυρσοδέψες και μικροπωλητές και ταβερνιάρηδες και φουρναραίοι και βουργησέοι, ολάκερος ο λαός της Πόλης, παίρνανε την εκδίκηση τους, ένας-ένας γινόταν από θύμα θύτης. Απ’ όπου κι αν περνούσε κάποια καινούργια τιμωρία το πλήθος μηχανεύοταν: τον βρίζαν και τον φτύνανε τον Κομνηνό, εκσφενδονίζαν αντικείμενα στο μέχρι πρότινος περήφανο κεφάλι του. Τον λέγαν σκύλο και τον λιθοβολούσαν. Πουτάνας γιο και του πετάγανε στο πρόσωπο ακαθαρσίες ανθρώπινες και κοπριές βοδιών. Κι έκαψαν νερό και του το πέταξαν στη μούρη. Κι όταν απόκαμε ο Κομνηνός κι έπεσε απ’ την καμήλα, άρπαξε κάποιος μάχαιρα διπλή ακονισμένη και του ‘κοψε ως τη ρίζα το πέος και τ’ αρχίδια και τα κράδαινε σαν τρόπαιο ψηλά μπροστά στο αλαλάζων πλήθος. Και κάποιος άλλος πήρε το σπαθί και το ‘χωσε βαθιά μες στο λαιμό του αλικοβάφοντας το φάρυγγα. Αυτό ήταν το τέλος του Ανδρόνικου Κομνηνού, του τελευταίου των Κομνηνών.Στο ‘σκοταδιστικό’ Βυζάντιο ο λαός πήρε πολλές φορές την κατάσταση στα χέρια του για να ορίσει τη μοίρα του κι οι εξεγέρσεις κάθε άλλο παρά σπάνιες ήταν, ιδίως στην Βασιλεύουσα. Σε αντίθεση με τη Δύση, όπου βασιλεύαν, από καταβολής δυτικών κοινωνιών, 2-3 φαμίλιες, στο Βυζάντιο, με τις ρωμαϊκές πολιτικές παραδόσεις του και το ελληνορωμαϊκό πολιτικό φαντασιακό του, ο αυτοκράτωρ υπήρξε πάντοτε άρχων αιρετός. Κοιτάς στην ιστορία της Γαλλίας και βλέπεις ότι από το 987 μέχρι και το 1789 κυβερνά κατ’ ουσίαν μία και μόνο οικογένεια. Κι ο τελευταίος απόγονος του Ούγου Καπέτου δεν θα πεθάνει στην γκιλοτίνα καρατομημένος στις 21 Γενάρη του 1793, αλλά μισόν αιώνα αργότερα στο κρεβάτι του, ένα αυγουστιάτικο πρωινό του 1850, παραιτημένος και αυτοεξόριστος μετά από μιαν άλλη εξέγερση, εκείνη του 1848. Χίλια χρόνια, χίλια χρόνια και δυο επαναστάσεις χρειάστηκαν οι Γάλλοι για να ξεφορτωθούνε τους Καπετο-Βουρβόνους! Έτσι, αν κι όσα προφέρει εμπρός στην Εθνοσυνέλευση ο Saint-Just στις 13 Νοεμβρίου 1792 (Discours sur le jugement de Louis XVI) μπορεί να φαντάζουν για την πολιτική συνείδηση του μέσου ευρωπαίου ριζοσπαστικά, ιδωμένα από μια βυζαντινή οπτική είναι απολύτως κοινότυπα –αν όχι και συντηρητικά, καθόσον είχαν ήδη καθαγιαστεί από την πολιτική πρακτική εκατονταετηρίδων. Στο Βυζάντιο είναι ιερός ο θεσμός της βασιλείας και όχι το πρόσωπο του μονάρχη. Αυτό έχει μία διπλή συνέπεια: πρώτον, στο Βυζάντιο, και σε πλήρη αντίθεση με τη Δύση, ο μονάρχης εκείνος που θα βεβήλωνε, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, τον θεσμό της βασιλείας κινδύνευε να έρθει άμεσα αντιμέτωπος με το λαό, ως υπόλογος εσχάτης προδοσίας. Και δεύτερον στο Βυζάντιο, και σε πλήρη αντίθεση με τη Δύση ακόμα μια φορά, οποιοσδήποτε μπορούσε να κυβερνήσει: απλοί στρατιωτικοί, σαν τον Φωκά, άσημοι πρωτοπαλαιστές απ’ την Μακεδονία, σαν τον Βασίλειο, Σύριοι καραβανάδες, σαν τον Λέοντα τον Ίσαυρο, Αρμένηδες, σαν τον Φιλιππικό Βαρδάνη, γραφειοκράτες, σαν τους δυο Αναστάσιους, γυναίκες, σαν την Ειρήνη. Γι αυτό και στο Βυζάντιο η διαδοχή δεν εξασφαλίζεται ποτέ αυτόματα και μηχανικά. Ένας «πορφυρογέννητος» αυτοκράτορας είναι τόσο σπάνιος που η Ιστορία αισθάνθηκε την ανάγκη να του προσάψει ακριβώς το προσωνύμι αυτό, Πορφυρογέννητος, όπως σε άλλους προσήπτε τα Σοφός και Δίκαιος ή και Κοπρώνυμος και Ρινότμητος. Στο ‘σκοταδιστικό’ Βυζάντιο η λαϊκή έγκριση είναι, θεωρητικά τουλάχιστον, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάληψη και, κυρίως, την διατήρηση της εξουσίας. Κι ένας μονάρχης που χάνει τη λαϊκή έγκριση γνωρίζει ότι δεν του μένει παρά να παραιτηθεί και να αποσυρθεί, εάν δεν θέλει να έρθει αντιμέτωπος με τα χειρότερα. Γι αυτό και ο Ιουστινιανός, όταν ο λαός της Βασιλεύουσας κατά τη Στάση του Νίκα ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Υπάτιο δεν σκέφτεται παρά το πώς θα δραπετεύσει από την Βασιλεύουσα. Η πρώτη του σκέψη, σε πλήρη συμφωνία με την πολιτική λογική της εποχής, δεν είναι το πώς θα καταπνίξει την εξέγερση ή το πώς θα διατηρήσει την εξουσία. Η πρώτη του σκέψη είναι το πώς θα φύγει σώος και αβλαβής, καθόσον δεν νοείται καν να παραμείνει στην εξουσία έχοντας απωλέσει την λαϊκή υποστήριξη. Τότε είναι που τον συγκρατεί η Θεοδώρα λέγοντας του το παροιμιακό –και επονείδιστο μέσα στον καιροσκοπισμό του- «ὡς καλὸν ἐντάφιον ἡ βασιλεία ἐστί». Όμως τη φράση τούτη δεν την διατυπώνει για πρώτη φορά μέσα στην Ιστορία η Θεοδώρα, η πόρνη που ‘γινε αυτοκράτειρα• τούτη τη φράση την απευθύνει για πρώτη φορά ένας στενός φίλος του στον Διονύσιο, τον τύραννο των Συρακουσών το 403 π.Χ. Με μια μικρή διαφορά εντούτοις: όπως μας πληροφορεί ο Ισοκράτης (Αρχίδαμος, 45) η αρχική φράση αναφέρεται στην τυραννίδα και ουδόλως στην βασιλεία: «ὡς καλόν ἐστιν ἐντάφιον ἡ τυραννίς». Φράση που στο εξής θα καταστεί παροιμιακή και θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία μεταξύ των συγγραφέων της ελληνιστικής περιόδου, όπου την συναντάμε, για παράδειγμα, μεταξύ άλλων στον Διόδωρο το Σικελιώτη (Βιβλιοθήκη Ιστορική, Βιβλίο ΙΔ.VIII.5) και κυρίως τον Πλούταρχο. Στον Πλούταρχο όμως η φράση είναι αντεστραμμένη και πλέον εκφέρεται ήδη με ένα σαφές αρνητικό πρόσημο• έτσι στον Μάρκο Κάτωνα (24.11.8) γράφει: «ἀλλ’ ὥσπερ Διονύσιόν τις ἔπεισε κάλλιστον ἐντάφιον ἡγεῖσθαι τὴν τυραννίδα» (και το επαναλαμβάνει στο Εἰ πρεσβυτέρῳ πολιτευτέον). Εκείνο το απαξιωτικό «τις ἔπεισε» κι εκείνο το «ἡγεῖσθαι» είναι που δίνουν εδώ ξεκάθαρα τον τόνο. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μια σαφέστερη καταδίκη της τυραννίδας από τον Πλούταρχο, έστω και μέσω αυτής της έμμεσης διατύπωση της. Έτσι, ο Προκόπιος, μέσα από ένα περίτεχνο πλέγμα διακειμενικών αναφορών υποκαθιστά το «τυραννίς» της αρχικής -επαναλαμβάνω παροιμιακής- φράσης με το «βασιλεία». Παρόλα αυτά, έστω κι αν προσπάθησε μ’ αυτή την υποκατάσταση να κρατήσει τα προσχήματα, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και το υπονοούμενο ηχεί τόσο ευδιάκριτα ωσάν να είχε ευθαρσώς διατυπωθεί: Ιουστινιανέ είσαι τύραννος! Συγκρίνοντας εμμέσως τον έκπτωτο πλέον Ιουστινιανό (έκπτωτο καθόσον έχει εκπέσει ήδη στη συνείδηση του λαού) με τον τύραννο των Συρακουσών, Διονύσιο, υπονοεί σχετικά ξεκάθαρα ότι πλέον η εξουσία του Ιουστινιανού, που δεν έχει κανένα λαϊκό έρεισμα, έχει πάψει να είναι «βασιλεία» και έχει γίνει «τυραννίς», κι ότι ο ίδιος ο Ιουστινιανός δεν είναι παρά ένας κοινός τύραννος, δηλαδή σύμφωνα με τη βυζαντινή πολιτική ορολογία ένας κοινός «σφετεριστής». Και προειδοποιεί, έμμεσα μα σθεναρά, πως όσοι τύραννοι επιλέξουν να γαντζωθούν από την εξουσία πνίγοντας το λαό στο αίμα, όπως συνέβη κατά την εξέγερση του Νίκα, αργά ή γρήγορα θα κριθούν. Είτε άμεσα από τον ίδιο το λαό, είτε έμμεσα από την Ιστορία.
Και μπορεί οι συγγραφείς της περιόδου, πιστοί στις ταξικές καταβολές τους, να πάσχουν να μας πείσουν, παρακινημένοι από την καθημερινή αμοιβή και τα συμφέροντα της τάξης τους, για τον ανεγκέφαλο και στασιαστή όχλο, μπορεί να εξεμούνε καθημερινά τη χολή τους, την περιφρόνηση και τη σιχασιά τους για τους βρωμιάρηδες κι άπλυτους «βυρσοδέψες και αλλαντοπώλες» που τολμούν ν’ απλώνουν τις ελεεινές χερούκλες τους πάνω σ’ αριστοκράτες, γόνους αυτοκρατόρων, αλλά πίσω απ’ τις γραμμές μπορούμε εμείς ακόμα σήμερα να διαβάζουμε την δίκαιη οργή όλων των βυρσοδεψών και όλων των χασάπηδων, όλων των φουρναραίων και των μπακάληδων που με τα βρώμια, χοντροκομμένα χέρια τους δράττονται της ζωής τους και της μοίρας τους και τιμωρούν φρικτά τους τύραννους των…
Το κείμενο του Χωνιάτη μπορεί κανείς να το διαβάσει εδώ
Σίγουρα η κάθε βίαια πράξη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και ιδιαίτερα τέτοιες (ίσως ιστορημένες καθ υπερβολήν) θηριωδίες που δείχνουν μια αρκετά ζοφερή εικόνα της εποχής, απόπου και αν προέρχεται, είτε από ανοργάνωτες είτε από οργανωμένς κοινωνίες, ή και συντεταγμένες πολιτείες, όπως βέβαια και η κάθε κατάχρηση της εξουσίας.
Πάντως αν και είναι κοινή αντίληψη ότι ο κάθε αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (όπως λεγόταν το Βυζάντιο πριν την πλαστογράφηση του Hieronymus Wolf, ενός ελάσσονος Γερμανού ιστορικού του 16 αι. μάλλον με κάποιες επιδιόξεις) είχε την απόλυτη εξουσία πάνω σε πολίτες-ιδιώτες της αυτοκρατορίας, υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία που δείχνουν το αντίθετο.
Μπορεί ο θεσμός του αυτοκράτορα να χαρακτηριζόταν από συγκεντρωτισμό αλλά ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοικήσεως όπως είχε καθιερωθεί από τους «πάλαι νόμους» που επέτρεπαν την λειτουργία «βουλευτῶν καὶ βουλευτηρίων», σχεδόν πάντα αποτελούσε ένα πολιτικό-κοινωνικό αντίβαρο. Έτσι σύμφωνα με τον Ν. Πανταζόπουλο (καθηγητή του Ρωμαικού Δικαίου) αν και μπορεί να έγιναν νόμοι (Νεαρές) για τον περιορισμό τους, πάντα υπήρχαν ομαδώσεις όπως οι κωμητουρίες, οι μητροκωμίες, οι ομάδες χωρίων και τα ελευθερικά χωριά, που είχαν ασφαλώς κοινοτική συγκρότηση ακόμη και με αιρετούς εκπροσώπους που συμμετείχαν και στην απονομή της δικαιοσύνης. Αργότερα μάλιστα η κοινοτική ζωή στην ύπαιθρο είναι τόσο συγκροτημένη που πετυχαίνουν ακόμη και την αναγνώριση σημαντικών ατομικών ελευθεριών που αντετίθεντο στην πιθανή αυθαιρεσία των φεουδαρχών και των μεγαλογαιοκτημόνων. Έτσι αν και μπορεί πλεον να μην υπήρχαν οι πόλεις κράτη της αρχαιότητας, οι πολίτες της αυτοκρατορίας μπορούσαν ακόμη να οργανώνονται «κατὰ τὴν ἀρχαίαν αὐτῶν συνήθειαν», να πολιτεύονται και να διαμορφώνουν συλλογικά όσο γινόταν το περιβάλλον και τον βίον τους. Κάτι που εξακολούθησαν να κάνουν οι Έλληνες, οι Ρωμιοί και κατά την Τουρκοκρατία διατηρώντας και αναπτύσσοντας «ένα δοκιμασμένο από μακραίωνη συλλογική εμπειρία σύστημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν πρότυπο στην προσπάθεια συγκροτήσεως και οργανώσεως του Νεοελληνικού Κράτους» κατά τα λόγια του Πανταζόπουλου και που έκανε τον Οδ. Ελύτη να αναρωτιέται:
Τί σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ενα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με κείνο τών αρίστων.
Πως έγινε ένας λαός που ποτέ του δεν παρέδιδε τον εαυτό του έρμαιο «τυρράνων» να λωφάζει σε ένα σαθρό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον χωρίς αρχές, αξίες και όραμα υποταγμένο στην λογική του ιδιωτείας; Πως έγινε ένας λαός να παραβλέπει τις ζωτικές του ανάγκες ;
Σίγουρα αυτό είναι ένα θέμα μεγάλο και σίγουρα θα επανέλθουμε. Αλλά μέχρι τότε μια πρώτη ίσως απάντηση μπορεί να εντοπιστεί στον Μετραπρατισμό της κοινωνίας μας που έχει τις ρίζες του στο νεοσύστατο ελλαδικό κράτος, περισσότερα :
α.α.
http://anaghrapho.blogspot.com/2011/09/11-91185.html
Πηγές:
Βυζαντινό Στασιωτικό”, Προλογικό Σημείωμα – Ερανισμός: Ζ. Δ. Αϊναλής:
http://www.poiein.gr/archives/14357/index.html
http://www.poiein.gr/archives/14359/index.html
Ν. Πανταζόπουλος, Ο Ελληνικός Κοινοτισμός και η Νεοελληνική Κοινοτική Παράδοση, εκδ Παρουσία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου