Γράφει ο Περικλής Κοσκινάς
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κέρκυρα. Έφυγα από το νησί στα 19-20 μου χρόνια με μια ανακούφιση γιατί ένιωθα πως πια δεν με χωράει. Πού να ’ξερα… 15 χρόνια μετά και αφού σχεδόν γύρισα τον κόσμο κατάλαβα ότι αυτό ήταν και το παιχνίδι της, να καταλάβω πως μόνο αυτή με χωράει και κανένας άλλος τόπος. Δεν έχω ακόμα καταφέρει να γυρίσω όπως θα ήθελα, πάω μόνο για διακοπές, μάλλον για να με τυραννάω... Δεν θα πω για τους χειμώνες και ας μου λείπουν περισσότερο, αλλά για τα καλοκαίρια στο νησί. Τη λέω νησί και δεν μου αρέσει, δεν είναι νησί, είναι ο κόσμος όλος.
Έμαθα να κάνω μπάνιο χωρίς μπρατσάκια στο Καρδάκι και να πιάνω «μελιχάνες» σε μισομπούκαλα, μετά έκανα το πρώτο μου καμάκι με ένα χαλκοσωλήνα και ένα πιρούνι. Ένιωθα ο αληθινός βασιλιάς του Μονρεπό και όχι ο άλλος, ο γιαλατζί, που είχε εκεί τη θερινή του κατοικία. Ακόμα και τώρα έτσι κατεβαίνω τα τελευταία δύο σκαλιά πριν τον «πόντε», με το ύφος του βασιλιά που γύρισε. Ξέρω το Καρδάκι καλύτερα και από το θεό που το έπλασε. Ήξερα πως ο ήλιος χάνεται από το μεσαίο πεύκο στις 19.35 ακριβώς το μήνα Αύγουστο και ότι το πλοίο «Άγιος Σπυρίδωνας» πέρναγε από τη μύτη του φρουρίου στις 14.00 το μεσημέρι, και εμείς τα μαζεύαμε για να ανέβουμε σπίτι να πλυθούμε στο λάστιχο της αυλής και να φάμε...
Όταν βρίσκομαι στην Κέρκυρα σχεδόν πάντα μπερδεύονται μέσα μου τα χρόνια. Περνώντας από τον παραλιακό, από τον Ανεμόμυλο μέχρι την Κάτω Πλατεία, δεν ξέρω αν είμαι εγώ που περπατάω ή ο πιτσιρικάς που θα σταμάταγε για καλαμπόκι μετά το «μποσκέτο» ή ο έφηβος που θα κάθονταν έξω από το Mic-Mac με τους φίλους του. Άλλες φορές με πάει ακόμα πιο πίσω ο χρόνος και νομίζω πως έχω ξανάρθει εδώ παλιά σαν πειρατής και κάπου εκεί στην Πλατεία Λεμονιάς ή στο Καμπιέλο με τα παράθυρα κλειστά και τα ρούχα απλωμένα από παράθυρο σε παράθυρο νομίζω πως με κατάλαβαν και έκλεισαν πόρτες και παράθυρα για να μην πάρω το βιος τους.
Στο παλιό φρούριο από τη μεριά του Αϊ-Γιώργη χαζεύω την κάπαρη να κρέμεται από τα γκρεμά και τα σκρουτζίκια (μεγάλες σαύρες) να λιάζονται καταμεσήμερο και όλοι οι ήχοι χάνονται στον ένα και μοναδικό ήχο που κυβερνάει το νησί το μήνα Ιούλιο. Ώρες ατέλειωτες κοιτάζω να βρω τον τζίτζικα. Σε ποιο κλαδί κάθεται, σε ποιο φύλλο. Και περνάνε οι ώρες και χάνονται στα σοκάκια και στις πλάκες των δρόμων...
Έχω και έναν ακόμα καημό, τη βόρεια Κέρκυρα γιατί με καλεί το χώμα της. Δεν τη χωράει τόση ομορφιά το μυαλό του ανθρώπου. Δεν τη σηκώνει. Θυμάμαι το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα και τη χαρά μου να πάρω το τουφέκι με τη βεντούζα και το στόχο το χάρτινο ή το πανηγύρι στον Παντοκράτορα που έτρωγες φασόλια και ψωμί στο μοναστήρι – δεν μου άρεσαν τότε τα φασόλια αλλά θυμάμαι που το έλεγα λες και περιέγραφα το καλύτερο φαγητό στον κόσμο. Κατηφορίζοντας από το βουνό προς τη θάλασσα, περνάς από μικρά χωριουδάκια, την Πετάλια, την Ερίβα, το Λαύκι, το Τριμόδι και στην τελευταία στροφή αντικρίζεις απέναντί σου το πέλαγο... Τόσο απέραντο όσο ο ουρανός. Και από κάτω σου απλώνονται ελιές, ελιές, ελιές... Μακριά από τη φασαρία της νύχτας θα ακούσεις τον γκιόνη, το τριζόνι και κανένα βατράχι να κράζει, μα αυτό που με κάνει και κλείνουν τα βλέφαρά μου είναι ο σκύλος που γαβγίζει από το διπλανό χωριό και φέρνει ο αέρας το γάβγισμά του μέχρι το πεζούλι μου στην Πέρα (Μ)πάντα, αυτό το μονότονο γάβγισμα είναι για μένα το καλοκαίρι όλο.
Κι αν η ομορφιά της στο βορρά είναι τα χωριουδάκια της, τότε στη δύση και στο νότο είναι οι παραλίες της. Άλλες με πεύκα μέχρι το κύμα, άλλες με άμμο και κέδρα, άλλες με άργιλο για να βάφεσαι σαν γκρι τέρας. Όλη η δυτική πλευρά, από το βορρά έως το νότο, δεν σε αφήνει να φύγεις από το μπάνιο σου πριν πέσει ο ήλιος. Δεν μπορείς. Από τον Λογγά και τα απόκρημνα ασβεστολιθικά βράχια μέχρι τον Αρκουδίλα τέρμα κάτω στο νότο, θα δεις τον ήλιο να χάνεται στα νερά του Ιονίου. Από την Παλαιοκαστρίτσα και κάτω ξεκινάνε τα πεύκα, πυκνά και καταπράσινα, ώσπου συναντάνε τα κέδρα του Χαλικούνα και τα κρίταμα του Μέγα Χορού.
Θα μπορούσα να γράφω και να μιλάω ώρες για την Κέρκυρα και να σας πάρω όλους έναν έναν να σας δείξω την Κέρκυρα που εγώ ξέρω, ή που φαντάζομαι. Κορδώνομαι που είμαι από εκεί και με την πρώτη ευκαιρία το τονίζω. Άσε που και να ’θελα να κάνω αλλιώς, δεν με αφήνει η τραγουδιστή φωνή μου και η τρέλα μου.
Καλό καλοκαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου