Υπό τον τίτλο οι φάλαγγες της μαύρης τάξης [*] απ’ αυτό το τεύχος του Sarajevo, και για όσα τεύχη χρειαστούν, θα δημοσιευτεί σε συνέχειες μια ερευνητική δουλειά για τις φασιστικές οργανώσεις στην ελλάδα, απ’ την μεταπολίτευση ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Από πολλές απόψεις πρόκειται για μια γενεαλογία των τωρινών οργανώσεων, αλλά όχι μόνον αυτό. Υπάρχει ένας γενικά αποδεκτός (διακομματικά) μύθος ότι η πτώση της χούντας το ‘74 και η φυλάκιση ορισμένων απ’ τους “πρωταίτιους” στη συνέχεια, διαμόρφωσε στην ελλάδα μια δημοκρατία “καθαρή”, ένα κράτος επίσης “καθαρό” απ’ την ιστορία όχι μόνο των 7 χρόνων (της χούντας), αλλά δεκαετιών [1
]. Αν και κανείς δεν θα αρνούνταν ότι υπήρξαν ενεργοί φασίστες και στη συνέχεια της δεκαετίας του ‘70 ή την δεκαετία του ‘80, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να αναγνωριστούν σ’ αυτήν την “ύπαρξη” δομικά χαρακτηριστικά του μεταπολιτευτικού ελληνικού κράτους. Ειπωμένο αλλιώς: να αναγνωριστούν οι λειτουργικές μεταμορφώσεις του ιστορικού ελληνικού παρακράτους.
Η έρευνα και η εξιστόρηση αυτή, λοιπόν, έχει ένα ιστορικό/πολιτικό νόημα που δεν περιορίζεται σ’ αυτήν καθ’ αυτήν την ύπαρξη και την δράση φασιστικών οργανώσεων στην ελλάδα. Αφορά, επίσης, σε μεγάλο βαθμό την συγκρότηση του μεταπολιτευτικού κράτους, απ’ την οπτική γωνία κάποιων κρυμένων μυστικών του.
Ας πούμε: είναι μια συμβολή στην ιστορική διαύγαση του σήμερα.
μερικές κουβέντες για τη μεθοδολογία
Αφορμή για την έρευνα αυτή στάθηκαν κάποια από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού αντι [2]
και συγκεκριμένα μια σειρά δημοσιογραφικών ρεπορτάζ που αφορούσαν στα
επεισόδια που εκτυλίχθηκαν κατά την κηδεία του εκτελεσθέντα από την 17
Νοέμβρη αρχιβασανιστή της χούντας Ευάγγελου Μάλλιου. Σε κάποιες
φωτογραφίες που πέσανε στα χέρια μας απ’ την κηδεία αυτή, που έγινε στις
16 Δεκεμβρίου 1976 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, εμφανίζονται διάφοροι
περισσότερο ή λιγότερο γνωστοί φασίστες, ένας εκ των οποίων την
τελευταία πενταετία βρίσκεται στον αφρό της πολιτικής επικαιρότητας: ο
Νίκος Μιχαλολιάκος.
Αναζητώντας το ιστορικό πλαίσιο πάνω στο οποίο η έρευνα θα ήταν όσο το δυνατό περιεκτικότερη, σκοντάψαμε πάνω σε ποικιλόμορφα εμπόδια. Η κύρια ανησυχία μας ήταν να μην καταλήξει αυτή η έρευνα σε μια ουδέτερη και άνευρη παράθεση των “κατορθωμάτων” κάποιων ακροδεξιών οργανώσεων και ατόμων της μεταπολίτευσης. Ευτυχώς γνωρίζαμε ότι δεν είχαμε έρθει από το πουθενά· κανείς δεν έχει έρθει από το πουθενά. Να τι έγραφαν το 1997 οι αρθρογράφοι του ιού για το ίδιο ζήτημα:
Οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους θα τυλίξουμε το νήμα της δικής μας έρευνας είναι οι εξής:
Α. Η οργανική σχέση των μελών ακροδεξιών οργανώσεων με τα σώματα ασφαλείας, τις μυστικές υπηρεσίες και με αυτό που ονομάζουμε “παρακράτος”, εννοούμενο ως εκείνον τον ιστορικό μηχανισμό που σχεδιάζει και πράττει για την αντιμετώπιση του “εσωτερικού εχθρού” και τη στρατηγική τοποθέτησης της χώρας στο γεωπολιτικό ταμπλό.
Β. Η συνεργασία που διατηρούσαν οι ανά την ευρώπη νεοφασιστικές οργανώσεις.
Γ. Οι ατομικές πορείες σημαινόντων στελεχών της άκρας δεξιάς σε συνάρτηση με τις διάφορες ανακατατάξεις (πολιτικές, ιδεολογικές, οργανωτικές) στο εσωτερικό της.
Δ. Τα ελληνικά ακροδεξιά κόμματα που εμφανίστηκαν στο εκλογικό προσκήνιο την περίοδο 1974-1990 και η τροφοδότησή τους από το ευρωπαϊκό αίτημα ανανέωσης της δεξιάς ρητορικής, κυρίως έτσι όπως εκφράστηκε από τον γάλλο θεωρητικό Alain de Benoist και το ακροδεξιό κόμμα front national, του Ζαν Μαρί Λεπέν.
Ε. Οι κατά καιρούς ηγεμονικές ιδεολογίες στο εσωτερικού του ακροδεξιού χώρου (αντικομμουνισμός, αντικοινοβουλευτισμός, αντισημιτισμός, αντιμουσουλμανισμός κ.ά.) και η διαλεκτική σχέση μεταξύ τους.
Ισχύει, πάντως, στο ακέραιο ότι η μεταπολίτευση επηρρέασε σημαντικά τις ισορροπίες στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι τελευταίες εμποτίστηκαν με ελευθεριακές ή κομμουνιστικές ιδέες. Ενώ το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου εξέφρασε την μέχρι τότε δεδομένη συνθήκη, ότι δηλαδή ο στρατός αποτελεί τον σε διαρκή λειτουργία μηχανισμό του ελληνικού βαθέως κράτους που μεταπολεμικά επέτρεπε στον θρόνο να ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση προσανατολίστηκε εξαρχής στην ακύρωση της εμφανούς στρατιωτικής παρεμβατικότητας στην πολιτική ζωή. Από τις 20 Ιουλίου 1974 μέχρι τις 24-25 Φεβρουαρίου 1975, οπότε εμποδίστηκε η εκδήλωση του λεγόμενου “κινήματος της πυτζάμας”, της τελευταίας επίσημης κίνησης εν ενεργεία χουντικών αξιωματικών, μεσολάβησαν πολλά και διαφορετικά στάδια προς την κατεύθυνση συγκρότησης μιας δημοκρατίας καταρχήν θωρακισμένης απέναντι σε στρατιωτικές παρεμβάσεις [5].
Αυτό, όμως, είναι η μισή αλήθεια. Η ολόκληρη είναι ότι η σταδιακή “εκκαθάριση” των ένοπλων δυνάμεων από τα χουντικά “σταγονίδια” και η συνακόλουθη ενασχόληση του δημόσιου λόγου με το θέμα αυτό διήρκεσε πολλά χρόνια και, κατά τη γνώμη μας, δεν πρόκειται καν για ένα έργο που κάποια στιγμή ήρθε τελικά εις πέρας. Η σταδιακή αποστελέχωση του διοικητικού μηχανισμού από ανθρώπους της χούντας έγινε καταρχήν υπό το βάρος των εξελίξεων στα “εθνικά θέματα”: ένας ενδεχόμενος πόλεμος με την τουρκία και μια γενική επιστράτευση που κηρύχθηκε στις 20 Ιουλίου του 1974. Μετά από αυτά τα γεγονότα – και ιδιαίτερα μετά από την απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στη βόρεια κύπρο – φάνηκε καθαρά ότι οι σχεδιασμοί της χούντας έπνεαν τα λοίσθια, ενώ κάποιες αποκεντρωμένες κινήσεις στο εσωτερικό του στρατού, όπως η “επαναστατική διακήρυξη” της 20-22 Ιουλίου 1974 των 250 αξιωματικών του γ’ σώματος στρατού, άνοιγαν συμβολικά τον δρόμο για τη μετάβαση στην αστική πολιτική διακυβέρνηση. Η εξέγερση του Νοεμβρίου 1973 και η καταστολή της έπαιξαν επίσης το ρόλο τους.
Το πρόσωπο κλειδί για τη μεταπολιτευτική αναδιάρθρωση στο στρατό ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Η αστική και δεξιά καταγωγή του, η σχέση στενής εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον Καραμανλή ήδη από τα χρόνια της ε(θνικής) ρ(ιζοσπαστικής) έ(νωσης), ο σεβασμός που ο ίδιος έδειχνε στο στράτευμα ως ακέραιο εθνικό θεσμό, όλα αυτά του έδωσαν τον ρόλο του γενικού πολιτικού ρυθμιστή του στρατού μέσω του υπουργείου εθνικής άμυνας, θέση που διατήρησε μέχρι τον Οκτώβριο του 1981. Η “κάθαρση” την οποία κλήθηκε να διεκπεραιώσει τηρώντας τις εκατέρωθεν ισορροπίες της δεξιάς παράταξης αφενός με τα στρατόπεδα, αφετέρου με τμήματα του κοινωνικού σώματος που της εμπιστεύτηκαν το έργο της πρώτης μεταπολιτευτικής διακυβέρνησης, είχε, πρακτικά, μεγάλες τρύπες. Μία απ’ αυτές ήταν η τελικά ματαιωθείσα το 1976 αποστράτευση περίπου 3.000 αξιωματικών που μετείχαν άμεσα ή έμμεσα στο χουντικό καθεστώς, ενέργεια που υποτίθεται κρίθηκε ασύμφορη για πολιτικούς και επιχειρησιακούς λόγους…
Τοποθετούμε, λοιπόν, την 23η Ιουλίου 1974 σαν αφετηρία στην εξιστόρηση που ακολουθεί. Δύο επιπλέον λόγοι υποδεικνύουν αυτή την επιλογή. Εντοπίζουμε τον πρώτο στις διάφορες θεσμικές μεταρρυθμίσεις που ανέλαβε να κάνει η πρώτη μεταπολιτευτική διακυβέρνηση (Ιούλιος 1974- Νοέμβριος 1977). Έχουμε κατά νου ένα σύνολο διοικητικών-πολιτειακών μεταρρυθμίσεων, που έκαναν εφικτή τη λεγόμενη “επάνοδο” του δημοκρατικού πολιτεύματος, π.χ. την κατάργηση του συντάγματος και των προεδρικών διαταγμάτων των συνταγματαρχών και την επαναφορά σε ισχύ του συντάγματος του 1952, το πολιτειακό δημοψήφισμα, την αμνηστία σε πολιτικούς κρατούμενους, την κατάργηση του διαβόητου εμφυλιοπολεμικού ΑΝ 509/1947 και την νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων με το π.δ. 519/1974 [6], την υπόσχεση για την κάθαρση του στρατού και πολλές ακόμα εξαιρετικά σημαντικές θεσμικές (και όχι μόνο) αλλαγές, τις οποίες αναφέρουμε ενδεικτικά μιας και δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω.
Ο δεύτερος λόγος αφορά μια, περισσότερο ιδεολογική, όψη αυτών των αλλαγών, μια όψη που επικυρώθηκε συν τω χρόνω, και την οποία ελλείψει καλύτερου ορισμού θα την ονομάσουμεμεταπολιτευτισμό. Ουσιαστικά μιλάμε για το εγχείρημα της “εθνικής συμφιλίωσης”, με ό,τι το προετοίμασε και ό,τι το συνόδευσε. Μιλάμε για τον ανασχηματισμό των δημοκρατικών εννοήσεων, ο οποίος αναπτύχθηκε στη σφαίρα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση Καραμανλή, μέσω του πολιτειακού δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου 1974, πέταξε στην εξέδρα τη μπάλα της βασιλευόμενης δημοκρατίας (όχι και τόσο απρόοπτα, καθώς η κυριαρχία της είχε αμφισβητηθεί ευθέως από την αντιστεμματική δικτατορία) και σήμανε την αρχή του δευτέρου ημιχρόνου: τον εκσυγχρονισμό στη δημόσια διοίκηση, τη δομική αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού, την αλλαγή πλεύσης στο γεωπολιτικό ταμπλό, τη “φιλευθεροποίηση” του δημόσιου βίου. Αυτό που συνιστούσε τυπικά και ουσιαστικά αν όχι τον αστικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους – καπιταλισμού, σίγουρα την (καθυστερημένη κατά πολλές δεκαετίες) αφετηρία του.
Στα επόμενα χρόνια, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του ’80, τρεις ήταν οι άξονες γύρω από τους οποίους ξετυλίχθηκε το νήμα της φασιστικής ατζέντας: ανωτερότητα της ελληνικής (και ενίοτε, αλλά σπανιότερα, λευκής) φυλής, πόλεμος στον μπολσεβικισμό, άρνηση συνθηκολόγησης με τη Δημοκρατία. Ενώ η ευρωπαϊκή ακροδεξιά ανανέωνε τον λόγο και την ατζέντα της, οι έλληνες φασίστες στην πλειοψηφία τους κινούνταν ακόμα στους ρυθμούς ενός συντηρητικού, παλαιομοδίτικου αντικομμουνισμού. Σε αυτή την περίοδο θα συναντήσουμε φασιστικές οργανώσεις που αναπαράγουν τον μεταξικό λόγο κάνοντας αναφορές ακόμα και στη “μεγάλη ελλάδα”, θα δούμε πολιτικές συμμαχίες με τους φυλακισμένους και μη πραξικοπηματίες, θα δούμε φασίστες να επιτίθενται με μένος κατά αριστερών και αναρχικών, επιδεικνύοντας μια “αγωνιστική έξαρση ενάντια στη συνθηκολόγηση με τους εθνικούς μειοδότες”. Αλλά δε θα δούμε πουθενά φασίστες να επικεντρώνουν στον αντιμουσουλμανισμό, στον “κίνδυνο των ισλαμιστών”, στην “αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας” ή στους “λαθρομετανάστες”. “Μήπως επειδή όλα αυτά δεν υπήρχαν;” είναι το ερώτημα. “Επειδή δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα η χρησιμότητά τους” θα απαντήσουμε εμείς.
Ηποιοτική στροφή στο περιεχόμενο της φασιστικής ατζέντας συντελέστηκε με την “είσοδο” στην ελληνική “αγορά εργασίας” χιλιάδων μεταναστών/τριών απ’ την αλβανία (κατά κύριο λόγο) και άλλα κράτη της ανατολικής ευρώπης, από το 1990 και μετά. Ήταν τότε που ο ρατσισμός εδραιώθηκε ως η κατεξοχήν ιδεολογία που διέτρεχε οριζόντια και κάθετα την ελληνική κοινωνία, ήταν τότε που οι έλληνες ανακάλυψαν τα υλικά του οφέλη και ο ελληνικός καπιταλισμός πήρε μια χρησιμότατη παράταση ζωής. Ο ρατσισμός είναι βασική διάσταση της τρίτης περιόδου που παρατηρήσαμε ότι εμφανίζεται στην ιστορία του ελληνικού ακροδεξιού χώρου, μια περίοδος που θεμελιώνεται με τα “μακεδονικά συλλαλητήρια” και επαληθεύεται με την ίδρυση του εθνικού μετώπου και αργότερα του λα.ο.σ. Ονομάζουμε αυτή την περίοδο “τρίτο ρεύμα” της ελληνικής ακροδεξιάς.
Η ρητορική των ελληνικών ακροδεξιών οργανώσεων από τότε και μετά θα εγκαταλείψει τις αναφορές στο “αίμα” και στη “φυλή” και οι παλαιομοδίτικοι αναχρονισμοί μεθοδικά θα δώσουν την θέση τους στην ευρωπαϊκά δοκιμασμένη κινδυνολογία του διαφορικού ρατσισμού [8]. Κάποιοι θεωρητικοί της νέας δεξιάς παγκοσμίας εμβέλειας, όπως ο γάλλος Alain de Benoist, θα ξεκινήσουν τότε να διακηρύσσουν την “αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας”. Μέσα στη δεκαετία του ’90 οι έλληνες φασίστες θα ξεκινήσουν δειλά να ανανεώνουν και οι ίδιοι τη φρασεολογία τους [9, 10
]. Κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια, θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Έχουμε πάντως την εντύπωση πως ό,τι έχει μείνει απ’ τον “φυλετικό προσδιορισμό” στην ακροδεξιά φιλολογία (ενδεχομένως έως και τις μέρες μας), επιτελεί περισσότερο την καθόλα χρήσιμη πολιτικά λειτουργία της ιδεολογικής γεφύρωσης με το φασιστικό παρελθόν παρά αποτελεί κάποια καίρια αιχμή της σύγχρονης ακροδεξιάς προπαγάνδας.
Αυτά για αρχή. Στο επόμενο τεύχος θα επιχειρήσουμε να ξετυλίξουμε το νήμα μιας κομβικής κατά την γνώμη μας ιστορικής συμπάθειας, αυτής μεταξύ ελληνικού και ιταλικού παρακράτους-ακροδεξιάς.
[ επιστροφή ]
1 – Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης υπήρξε ένα ρεύμα, εν μέρει υπόγειο, “κτυπημάτων” απέναντι σε διάφορους φασίστες / χουντικούς, σε διάφορα μέρη της ελλάδας. Με τον καιρό όμως επικράτησε η λήθη, και ένα μάλλον δηλητηριώδες πνεύμα “εθνικής συμφιλίωσης”, που εν μέρει οφειλόταν στο γεγονός ότι απ’ το 1981 και μετά, τα πρώτα χρόνια του πα.σο.κ., αποκαταστάθηκαν οι επί δεκαετίες αποκλεισμένοι αριστεροί, στο όνομα της αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής.
Η αποκατάσταση αυτή είχε μεγάλη σημασία για όλους αυτούς τους ανθρώπους, έγινε όμως μέσα σε ένα πνεύμα αναδρομικού ιστορικού συμβιβασμού. Οι ταγματασφαλίτες και οι χίτες, οι κάθε είδους συνεργάτες των ναζί, και κυρίως τα πλούτη που απέκτησαν τότε, δεν ένοιωσαν κάποια απειλή απ’ την “αναγνώριση της εθνικής αντίστασης”.
Αυτό το πνεύμα “εθνικής συμφιλίωσης” δεν διαπνέεται πάντως από κάποια έγνοια αληθινής δικαιοσύνης. Υπάρχουν μάλιστα και χειρότερες εκδοχές απ’ την ελληνική, που δείχνουν όμως ποιος είναι ο πραγματικός χαρακτήρας και η πραγματική σκοπιμότητα τέτοιων “συμφιλιώσεων”: για παράδειγμα η ισπανική.
Σε ότι μας αφορά πάντως δεν μπορούμε και δεν πρόκειται να αποδεχθούμε τη λήθη. Ακόμα κι αν η προλεταριακή μνήμη θεωρείται ντεμοντέ (ή φιλολογική…)
[ επιστροφή ]
2 – Το περιοδικό αντι κυκλοφόρησε από το 1974 μέχρι το 2008, υπό την ευθύνη των Αντώνη Καρκαγιάννη και Χρήστου Παπουτσάκη.
[ επιστροφή ]
3 – Εφημ. ελευθεροτυπία, 2-11-1997.
[ επιστροφή ]
4 – Ίων Φιλίππου, Χρυσή Αυγή: Πολιτικός οδοδείκτης, Ήλεκτρον, Αθήνα, 2013, σελ. 19.
[ επιστροφή ]
5 – Για περισσότερα βλ. το Τάσος Σακελλαρόπουλος, Η Μεταπολίτευση στον Στρατό, περ. Αρχειοτάξιο, τχ. 15, Σεπτέμβριος 2013.
[ επιστροφή ]
6 – Ολόκληρο το κείμενο του π.δ. “περί χορηγήσεως αμνηστίας” παρατίθεται στο Παντελή, Κουτσουμπίνα, Γεροζήση (επιμ.), Κείμενα Συνταγματικής Ιστορίας (Δεύτερος Τόμος, 1924-1974), Αθήνα-Κομοτηνή, 1993, σελ. 1104-1105.
[ επιστροφή ]
7 – Αυτή η περίοδος είναι κομβική εφόσον διάφορες τάσεις και προσωπικότητες της αριστεράς παιρνούν στην άκρα δεξιά, για λογαριασμού ενός νέου, αναιδούς και κυρίως “αποενοχοποιημένου” εθνικισμού. Όμως αυτή η περίοδος είναι αντικείμενο χωριστής έρευνας.
[ επιστροφή ]
8 – Η μετατόπιση των σύγχρονων ρατσιστικών θεωριών από την περιοχή “ανωτερότητα της φυλής” στην περιοχή “ασυμβατότητα των πολιτισμών” περιγράφηκε εξαιρετικά από τον I. Wallerstein στο Ετιέν Μπαλιμπάρ-Ιμμανουέλ Βαλλερστάιν, Φυλή Έθνος Τάξη, Ο Πολίτης, Αθήνα 1991. Χρήσιμο για εμάς στάθηκε και το άρθρο του ιού Αλέν ντε Μπενουά: Το θινκ τανκ του σύγχρονου ρατσισμού, εφημ. ελευθεροτυπία, 5/3/2000.
[ επιστροφή ]
9 – Πρώτος ο Μάκης Βορίδης, ως επικεφαλής του δημοτικού σχηματισμού “Αθήνα: καθαρή πόλη”, θα διεκδικήσει (χωρίς επιτυχία) τη δημαρχία το 1998 βάζοντας με λαϊκιστικούς όρους στο επίκεντρο το θέμα “λαθρομετανάστες”. Είχε προηγηθεί η εκλογική καμπάνια του εθνικού μετώπου με το σλόγκαν “κόκκινη κάρτα στους λαθρομετανάστες”.
[ επιστροφή ]
10 – Εκ των υστέρων έχει τη σημασία του το γεγονός πως όταν γίνεται (εξ αριστερών) κριτική στη συγκεκριμένη πολιτική περσόνα για το ακροδεξιό παρελθόν της, αυτή η κριτική εστιάζει στο νεανικό εξτρεμισμό του Βορίδη (η φωτογραφία με το τσεκούρι), όχι όμως και στον ώριμο ρατσισμό του “εθνικού μετώπου” και στην προσπάθεια του να γίνει ένας έλληνας Λεπέν ή Χάιντερ. Ο λόγος είναι απλός: ο ρατσισμός είναι ο.κ., δεν προσφέρεται για να κατηγορήσει κανείς κάποιον, και σε κάθε περίπτωση δεν είναι σωστό να τα βάζει κανείς με τον λαό (ελληνικό ή οτιδήποτε) και τους ακροδεξιούς εκφραστές του, εάν αυτοί δεν έχουν σκοτώσει.
Όμως υπάρχουν πια τόσοι τρόποι για να σκοτώσεις τους “ξένους”…
[ επιστροφή ]
Αναζητώντας το ιστορικό πλαίσιο πάνω στο οποίο η έρευνα θα ήταν όσο το δυνατό περιεκτικότερη, σκοντάψαμε πάνω σε ποικιλόμορφα εμπόδια. Η κύρια ανησυχία μας ήταν να μην καταλήξει αυτή η έρευνα σε μια ουδέτερη και άνευρη παράθεση των “κατορθωμάτων” κάποιων ακροδεξιών οργανώσεων και ατόμων της μεταπολίτευσης. Ευτυχώς γνωρίζαμε ότι δεν είχαμε έρθει από το πουθενά· κανείς δεν έχει έρθει από το πουθενά. Να τι έγραφαν το 1997 οι αρθρογράφοι του ιού για το ίδιο ζήτημα:
Η χαρτογράφηση του ακροδεξιού χώρου, όπως αυτός
υφίσταται σήμερα στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατό να αποδοθεί με μια
μονοσήμαντη χρονολογική αναφορά στο «γενεαλογικό δέντρο» οργανώσεων,
ρευμάτων και γκρουπούσκουλων. Περισσότερο νόημα έχει να εντοπίσει
κανείς, στο μέτρο πάντοτε του δυνατού, το δίκτυο των διασυνδέσεων
ανάμεσα σε εκδοτικούς οίκους, πολιτικές κινήσεις, «επώνυμους» φασίστες,
παραμεθόριους παρακρατικούς, περιθωριακά έντυπα αλλά και τις cult
εκπομπές τηλεοπτικών καναλιών ευρύτερης εμβέλειας. Ενδιαφέρουσα είναι
επίσης η καταγραφή των σημείων επαφής ανάμεσα στον ανοιχτό χουντοφασισμό
και τους εκφραστές της «κοινοβουλευτικής ακροδεξιάς», που αποτελεί έναν
από τους προνομιακούς χώρους άντλησης οπαδών για τους επίδοξους
εγχώριους φίρερ [3].
Η δημοσιογραφική ομάδα του ιού εντόπισε έγκαιρα τη σημασία της
οριζόντιας επικοινωνίας των ακροδεξιών οργανώσεων και πολύ σωστά κατά
καιρούς τόνισε τέτοιου είδους, φανερές και κρυφές, διασυνδέσεις. Έργο
δύσκολο, και με τα ντοκουμέντα να σπανίζουν (όταν δεν απουσιάζουν), η
συγκέντρωση των πραγματικών δεδομένων που ήταν ικανά να συνθέσουν μια
πρώτου επιπέδου τεκμηριωμένη εξιστόρηση πήρε σ’ εμάς αρκετό χρόνο.
Μάλιστα, δεν τα καταφέραμε στον βαθμό που θέλαμε – και γι’ αυτό
εξηγούμαστε: Στην έρευνα αυτή θα μπορεί να ανατρέξει κάποιος / κάποια
μάλλον για μια συγκεντρωτική αφήγηση στους ανθρώπους, τα γεγονότα και
τις διαδρομές που συνέθεσαν τη μεταπολιτευτική ακροδεξιά παρά για μια
σφαιρική ανάλυση του ακροδεξιού φαινομένου εν γένει. Ορίστε, όμως, μια
σπουδαία υπόθεση για το μέλλον!Οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους θα τυλίξουμε το νήμα της δικής μας έρευνας είναι οι εξής:
Α. Η οργανική σχέση των μελών ακροδεξιών οργανώσεων με τα σώματα ασφαλείας, τις μυστικές υπηρεσίες και με αυτό που ονομάζουμε “παρακράτος”, εννοούμενο ως εκείνον τον ιστορικό μηχανισμό που σχεδιάζει και πράττει για την αντιμετώπιση του “εσωτερικού εχθρού” και τη στρατηγική τοποθέτησης της χώρας στο γεωπολιτικό ταμπλό.
Β. Η συνεργασία που διατηρούσαν οι ανά την ευρώπη νεοφασιστικές οργανώσεις.
Γ. Οι ατομικές πορείες σημαινόντων στελεχών της άκρας δεξιάς σε συνάρτηση με τις διάφορες ανακατατάξεις (πολιτικές, ιδεολογικές, οργανωτικές) στο εσωτερικό της.
Δ. Τα ελληνικά ακροδεξιά κόμματα που εμφανίστηκαν στο εκλογικό προσκήνιο την περίοδο 1974-1990 και η τροφοδότησή τους από το ευρωπαϊκό αίτημα ανανέωσης της δεξιάς ρητορικής, κυρίως έτσι όπως εκφράστηκε από τον γάλλο θεωρητικό Alain de Benoist και το ακροδεξιό κόμμα front national, του Ζαν Μαρί Λεπέν.
Ε. Οι κατά καιρούς ηγεμονικές ιδεολογίες στο εσωτερικού του ακροδεξιού χώρου (αντικομμουνισμός, αντικοινοβουλευτισμός, αντισημιτισμός, αντιμουσουλμανισμός κ.ά.) και η διαλεκτική σχέση μεταξύ τους.
Προπύλαια,
25 Μαρτίου 1975. Κατά την διάρκεια της παρέλασης, οργανωμένοι φασίστες
πραγματοποιούν “παρέμβαση” που συνοδεύεται από μικρο- (ή ψευτό-)
συμπλοκή με χωροφύλακες. Μεταξύ πολλών διακρίνεται ο Νίκος Μιχαλολιάκος,
ο σμηνίτης Ιωάννης Μάγγος και ο Άντζελο Άντζελι, παρακρατικός φασίστας
και τακτικός επισκέπτης στην ελλάδα, πράκτορας των ιταλικών μυστικών
υπηρεσιών και κατηγορούμενος για τον βιασμό της Φράνκα Ράμε, συζύγου του
Ντάριο Φο. Η φωτογραφία προέρχεται από το περιοδικό αντι, τευχ.
Απρίλιος 1975.
γιατί από το 1974
Στις 24 Ιουλίου 1974, εν μέσω του νυχτερινού
ορυμαγδού, τρεις νεαροί εθνικιστές, με το πένθος στην καρδιά για την
σφαγή, αντίμαχα στο ρεύμα των ξέφρενων δημοκρατικών πανηγυρισμών,
αποφασίζουν να κάψουν την αγγλική πρεσβεία, ως ελάχιστο ίχνος αντίστασης
της πατρίδας στην προδωσία των Άγγλων που καθοδηγούν τα τουρκικά
μαχητικά από τις αγγλικές βάσεις, εναντίον του μαχόμενου κυπριακού
ελληνισμού. Είναι ο Αριστοτέλης Καλέντζης, ετών 22, ο υποφαινόμενος ετών
20 και ο Νίκος Μιχαλολιάκος, ετών 17 [4].
Οσελιδοδείκτης της 23ης Ιουλίου
1974 είναι δανεικός. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή του
πρεσβύτερου από το Παρίσι και η ανάληψη των καθηκόντων μιας μεταβατικής
κατ’ ουσίαν διακυβέρνησης σηματοδότησαν την αφετηρία μιας γκάμας
ποικιλόμορφων αλλαγών στη διευθέτηση των υποθέσεων του ελληνικού κράτους
και της ελληνικής κοινωνίας, τμήματα της οποίας ασφυκτιούσαν υπό το
βάρος του επταετούς στρατιωτικού καθεστώτος. Θα πρέπει να έχει υπόψη του
κανείς τον ακριβή ιστορικό ρόλο που κλήθηκε να παίξει (και όντως
έπαιξε) η μεταπολίτευση, μέσα στις θυελλώδεις κοινωνικές και ιδεολογικές
διεργασίες που την ακολούθησαν, για να κατανοήσει κατά το δυνατόν
επαρκέστερα τη σπουδαιότητα των γεγονότων: ο πόλεμος στην κύπρο τον
Ιούλιο του 1974 και η πρόσκαιρη αποχώρηση της χώρας από το νατο
εγκαινιάζουν την πιο πρόσφατη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, ενώ την
ίδια στιγμή επαναφέρουν δυναμικά στο προσκήνιο επεκτατικές βλέψεις και
μεγαλοϊδεατισμούς που για κάποια χρόνια είχαν πέσει σε λήθαργο.Ισχύει, πάντως, στο ακέραιο ότι η μεταπολίτευση επηρρέασε σημαντικά τις ισορροπίες στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι τελευταίες εμποτίστηκαν με ελευθεριακές ή κομμουνιστικές ιδέες. Ενώ το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου εξέφρασε την μέχρι τότε δεδομένη συνθήκη, ότι δηλαδή ο στρατός αποτελεί τον σε διαρκή λειτουργία μηχανισμό του ελληνικού βαθέως κράτους που μεταπολεμικά επέτρεπε στον θρόνο να ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση προσανατολίστηκε εξαρχής στην ακύρωση της εμφανούς στρατιωτικής παρεμβατικότητας στην πολιτική ζωή. Από τις 20 Ιουλίου 1974 μέχρι τις 24-25 Φεβρουαρίου 1975, οπότε εμποδίστηκε η εκδήλωση του λεγόμενου “κινήματος της πυτζάμας”, της τελευταίας επίσημης κίνησης εν ενεργεία χουντικών αξιωματικών, μεσολάβησαν πολλά και διαφορετικά στάδια προς την κατεύθυνση συγκρότησης μιας δημοκρατίας καταρχήν θωρακισμένης απέναντι σε στρατιωτικές παρεμβάσεις [5].
Αυτό, όμως, είναι η μισή αλήθεια. Η ολόκληρη είναι ότι η σταδιακή “εκκαθάριση” των ένοπλων δυνάμεων από τα χουντικά “σταγονίδια” και η συνακόλουθη ενασχόληση του δημόσιου λόγου με το θέμα αυτό διήρκεσε πολλά χρόνια και, κατά τη γνώμη μας, δεν πρόκειται καν για ένα έργο που κάποια στιγμή ήρθε τελικά εις πέρας. Η σταδιακή αποστελέχωση του διοικητικού μηχανισμού από ανθρώπους της χούντας έγινε καταρχήν υπό το βάρος των εξελίξεων στα “εθνικά θέματα”: ένας ενδεχόμενος πόλεμος με την τουρκία και μια γενική επιστράτευση που κηρύχθηκε στις 20 Ιουλίου του 1974. Μετά από αυτά τα γεγονότα – και ιδιαίτερα μετά από την απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στη βόρεια κύπρο – φάνηκε καθαρά ότι οι σχεδιασμοί της χούντας έπνεαν τα λοίσθια, ενώ κάποιες αποκεντρωμένες κινήσεις στο εσωτερικό του στρατού, όπως η “επαναστατική διακήρυξη” της 20-22 Ιουλίου 1974 των 250 αξιωματικών του γ’ σώματος στρατού, άνοιγαν συμβολικά τον δρόμο για τη μετάβαση στην αστική πολιτική διακυβέρνηση. Η εξέγερση του Νοεμβρίου 1973 και η καταστολή της έπαιξαν επίσης το ρόλο τους.
Το πρόσωπο κλειδί για τη μεταπολιτευτική αναδιάρθρωση στο στρατό ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Η αστική και δεξιά καταγωγή του, η σχέση στενής εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον Καραμανλή ήδη από τα χρόνια της ε(θνικής) ρ(ιζοσπαστικής) έ(νωσης), ο σεβασμός που ο ίδιος έδειχνε στο στράτευμα ως ακέραιο εθνικό θεσμό, όλα αυτά του έδωσαν τον ρόλο του γενικού πολιτικού ρυθμιστή του στρατού μέσω του υπουργείου εθνικής άμυνας, θέση που διατήρησε μέχρι τον Οκτώβριο του 1981. Η “κάθαρση” την οποία κλήθηκε να διεκπεραιώσει τηρώντας τις εκατέρωθεν ισορροπίες της δεξιάς παράταξης αφενός με τα στρατόπεδα, αφετέρου με τμήματα του κοινωνικού σώματος που της εμπιστεύτηκαν το έργο της πρώτης μεταπολιτευτικής διακυβέρνησης, είχε, πρακτικά, μεγάλες τρύπες. Μία απ’ αυτές ήταν η τελικά ματαιωθείσα το 1976 αποστράτευση περίπου 3.000 αξιωματικών που μετείχαν άμεσα ή έμμεσα στο χουντικό καθεστώς, ενέργεια που υποτίθεται κρίθηκε ασύμφορη για πολιτικούς και επιχειρησιακούς λόγους…
Τοποθετούμε, λοιπόν, την 23η Ιουλίου 1974 σαν αφετηρία στην εξιστόρηση που ακολουθεί. Δύο επιπλέον λόγοι υποδεικνύουν αυτή την επιλογή. Εντοπίζουμε τον πρώτο στις διάφορες θεσμικές μεταρρυθμίσεις που ανέλαβε να κάνει η πρώτη μεταπολιτευτική διακυβέρνηση (Ιούλιος 1974- Νοέμβριος 1977). Έχουμε κατά νου ένα σύνολο διοικητικών-πολιτειακών μεταρρυθμίσεων, που έκαναν εφικτή τη λεγόμενη “επάνοδο” του δημοκρατικού πολιτεύματος, π.χ. την κατάργηση του συντάγματος και των προεδρικών διαταγμάτων των συνταγματαρχών και την επαναφορά σε ισχύ του συντάγματος του 1952, το πολιτειακό δημοψήφισμα, την αμνηστία σε πολιτικούς κρατούμενους, την κατάργηση του διαβόητου εμφυλιοπολεμικού ΑΝ 509/1947 και την νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων με το π.δ. 519/1974 [6], την υπόσχεση για την κάθαρση του στρατού και πολλές ακόμα εξαιρετικά σημαντικές θεσμικές (και όχι μόνο) αλλαγές, τις οποίες αναφέρουμε ενδεικτικά μιας και δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω.
Ο δεύτερος λόγος αφορά μια, περισσότερο ιδεολογική, όψη αυτών των αλλαγών, μια όψη που επικυρώθηκε συν τω χρόνω, και την οποία ελλείψει καλύτερου ορισμού θα την ονομάσουμεμεταπολιτευτισμό. Ουσιαστικά μιλάμε για το εγχείρημα της “εθνικής συμφιλίωσης”, με ό,τι το προετοίμασε και ό,τι το συνόδευσε. Μιλάμε για τον ανασχηματισμό των δημοκρατικών εννοήσεων, ο οποίος αναπτύχθηκε στη σφαίρα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση Καραμανλή, μέσω του πολιτειακού δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου 1974, πέταξε στην εξέδρα τη μπάλα της βασιλευόμενης δημοκρατίας (όχι και τόσο απρόοπτα, καθώς η κυριαρχία της είχε αμφισβητηθεί ευθέως από την αντιστεμματική δικτατορία) και σήμανε την αρχή του δευτέρου ημιχρόνου: τον εκσυγχρονισμό στη δημόσια διοίκηση, τη δομική αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού, την αλλαγή πλεύσης στο γεωπολιτικό ταμπλό, τη “φιλευθεροποίηση” του δημόσιου βίου. Αυτό που συνιστούσε τυπικά και ουσιαστικά αν όχι τον αστικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους – καπιταλισμού, σίγουρα την (καθυστερημένη κατά πολλές δεκαετίες) αφετηρία του.
Μια
κεντρική φιγούρα του φασιστικού παρακράτους στην ελλάδα είναι και αυτός
που ποζάρει όρθιος στα αριστερά, ο Ιωάννης Γιαννόπουλος, γνωστός επίσης
με το παρατσούκλι “Κοψαυτάκιας”. Μέχρι να ενταχθεί στα μέσα της
δεκαετίας του ’80 στη γνωστή (και κοινοβουλευτική) συμμορία, όπου
ανέλαβε τον “τομέα πολιτικής δράσης”, ο Γιαννόπουλος είχε ήδη φτιάξει
ένα βαρύ βιογραφικό στα υπόγεια του ελληνικού και διεθνούς παρακράτους.
Με καταγωγή από τη Χίο και με συμμετοχή ως μισθοφόρος στις
“ειρηνευτικές” αποστολές του νατο στη νιγηρία, ο Γιαννόπουλος θα γίνει
“μούρη” στο “χώρο” των φασιστών όταν θα υπηρετήσει στη “λεγεώνα των
ξένων”, τον περιβόητο γαλλικό μισθοφορικό ιμπεριαλιστικό στρατό. Ως
μισθοφόρος της λεγεώνας βρέθηκε στα αποικιακά σκλαβοπάζαρα της νοτίου
αφρικής, όπου σχετίστηκε στενά με τον Γιουτζίν Τερεμπλάνς, αρχηγό του
λευκού ρατσιστικού κόμματος AWB, στέλεχος του απαρτχάϊντ, που φαίνεται
καθιστός δεξιά.
Απ’ ό,τι φάνηκε, όμως, ακόμα κι ένα τόσο πλούσιο βιογραφικό στον παρακρατικό στίβο δεν στάθηκε εμπόδιο στο Μιχαλολιάκο να διώξει τον Γιαννόπουλο από το μαγαζί του, όταν ο τελευταίος προσπάθησε να αυτονομηθεί, συγκροτώντας έναν κλειστό ιδεολογικό κύκλο στο εσωτερικό του. Διαγράφηκε το 1997 με συνοπτικές διαδικασίες. Συνεχίζει την καριέρα του μέχρι σήμερα αφοσιωμένος στις θεωρίες συνομωσίας και την φανταστική λογοτεχνία, κατεξοχήν πεδίο έκφρασης παντός είδους φασιστών.
Απ’ ό,τι φάνηκε, όμως, ακόμα κι ένα τόσο πλούσιο βιογραφικό στον παρακρατικό στίβο δεν στάθηκε εμπόδιο στο Μιχαλολιάκο να διώξει τον Γιαννόπουλο από το μαγαζί του, όταν ο τελευταίος προσπάθησε να αυτονομηθεί, συγκροτώντας έναν κλειστό ιδεολογικό κύκλο στο εσωτερικό του. Διαγράφηκε το 1997 με συνοπτικές διαδικασίες. Συνεχίζει την καριέρα του μέχρι σήμερα αφοσιωμένος στις θεωρίες συνομωσίας και την φανταστική λογοτεχνία, κατεξοχήν πεδίο έκφρασης παντός είδους φασιστών.
το ελληνικό παράδειγμα
Στην ελληνική ακροδεξιά γεωγραφία από την μεταπολίτευση ως τώρα, έτσι όπως την έχουμε κατά νου, υπάρχουν τέσσερεις περίοδοι, ποιοτικά διαφορετικές μεταξύ τους. Η πρώτη περίοδος αφορά στην πενταετία 1974-1979, η δεύτερη περίοδος αφορά στη δεκαετία του ’80, η τρίτη αφορά ολόκληρη στη δεκαετία του ’90, αρχής γενομένης με τα “συλαλλητήρια για τη μακεδονία” το 1992 [7], και η τέταρτη αφορά την πιο πρόσφατη μεθόδευση της νέας “αυτοτελούς” κοινοβουλευτικοποίησης των φασιστών. Στην πρώτη πενταετία της μεταπολίτευσης (1974-1979), όπως θα δείξουμε αναλυτικά παρακάτω, υπάρχει μια καταφανής έξαρση στις διεργασίες του ακροδεξιού χώρου με πλήθος νεοφασιστικών, αντικομμουνιστικών, φιλοχουντικών και φιλοβασιλικών οργανώσεων να εμφανίζονται η μία μετά την άλλη. Παράλληλα, η περίοδος χαρακτηρίζεται από μια χωρίς προηγούμενο όξυνση της ένοπλης ακροδεξιάς δράσης κατά τα ιταλικά φασιστικά πρότυπα . Αυτή η δράση πήρε τη μορφή ενός (περιορισμένου) αντάρτικου πόλης, εμπλουτίζοντας το ακροδεξιό ρεπερτόριο με πλήθος στοχευμένων αλλά και “τυφλών” δολοφονικών χτυπημάτων. Η διαρκώς κλιμακούμενη εξτρεμιστική δράση των φασιστών σταμάτησε σχεδόν οριστικά το 1979, χρονιά κατά την οποία οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους φαίνεται ότι ασχολήθηκαν σοβαρά (;) με το φαινόμενο της “ακροδεξιάς τρομοκρατίας”. Και περίοδο κατά την οποία οι έλληνες φασίστες φαίνεται ότι ξεκίνησαν να ανανέωση των σχέσεών τους με τον αναδιαρθρούμενο κρατικό μηχανισμό.Στα επόμενα χρόνια, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του ’80, τρεις ήταν οι άξονες γύρω από τους οποίους ξετυλίχθηκε το νήμα της φασιστικής ατζέντας: ανωτερότητα της ελληνικής (και ενίοτε, αλλά σπανιότερα, λευκής) φυλής, πόλεμος στον μπολσεβικισμό, άρνηση συνθηκολόγησης με τη Δημοκρατία. Ενώ η ευρωπαϊκή ακροδεξιά ανανέωνε τον λόγο και την ατζέντα της, οι έλληνες φασίστες στην πλειοψηφία τους κινούνταν ακόμα στους ρυθμούς ενός συντηρητικού, παλαιομοδίτικου αντικομμουνισμού. Σε αυτή την περίοδο θα συναντήσουμε φασιστικές οργανώσεις που αναπαράγουν τον μεταξικό λόγο κάνοντας αναφορές ακόμα και στη “μεγάλη ελλάδα”, θα δούμε πολιτικές συμμαχίες με τους φυλακισμένους και μη πραξικοπηματίες, θα δούμε φασίστες να επιτίθενται με μένος κατά αριστερών και αναρχικών, επιδεικνύοντας μια “αγωνιστική έξαρση ενάντια στη συνθηκολόγηση με τους εθνικούς μειοδότες”. Αλλά δε θα δούμε πουθενά φασίστες να επικεντρώνουν στον αντιμουσουλμανισμό, στον “κίνδυνο των ισλαμιστών”, στην “αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας” ή στους “λαθρομετανάστες”. “Μήπως επειδή όλα αυτά δεν υπήρχαν;” είναι το ερώτημα. “Επειδή δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα η χρησιμότητά τους” θα απαντήσουμε εμείς.
Ηποιοτική στροφή στο περιεχόμενο της φασιστικής ατζέντας συντελέστηκε με την “είσοδο” στην ελληνική “αγορά εργασίας” χιλιάδων μεταναστών/τριών απ’ την αλβανία (κατά κύριο λόγο) και άλλα κράτη της ανατολικής ευρώπης, από το 1990 και μετά. Ήταν τότε που ο ρατσισμός εδραιώθηκε ως η κατεξοχήν ιδεολογία που διέτρεχε οριζόντια και κάθετα την ελληνική κοινωνία, ήταν τότε που οι έλληνες ανακάλυψαν τα υλικά του οφέλη και ο ελληνικός καπιταλισμός πήρε μια χρησιμότατη παράταση ζωής. Ο ρατσισμός είναι βασική διάσταση της τρίτης περιόδου που παρατηρήσαμε ότι εμφανίζεται στην ιστορία του ελληνικού ακροδεξιού χώρου, μια περίοδος που θεμελιώνεται με τα “μακεδονικά συλλαλητήρια” και επαληθεύεται με την ίδρυση του εθνικού μετώπου και αργότερα του λα.ο.σ. Ονομάζουμε αυτή την περίοδο “τρίτο ρεύμα” της ελληνικής ακροδεξιάς.
Η ρητορική των ελληνικών ακροδεξιών οργανώσεων από τότε και μετά θα εγκαταλείψει τις αναφορές στο “αίμα” και στη “φυλή” και οι παλαιομοδίτικοι αναχρονισμοί μεθοδικά θα δώσουν την θέση τους στην ευρωπαϊκά δοκιμασμένη κινδυνολογία του διαφορικού ρατσισμού [8]. Κάποιοι θεωρητικοί της νέας δεξιάς παγκοσμίας εμβέλειας, όπως ο γάλλος Alain de Benoist, θα ξεκινήσουν τότε να διακηρύσσουν την “αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας”. Μέσα στη δεκαετία του ’90 οι έλληνες φασίστες θα ξεκινήσουν δειλά να ανανεώνουν και οι ίδιοι τη φρασεολογία τους [9, 10
]. Κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια, θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Έχουμε πάντως την εντύπωση πως ό,τι έχει μείνει απ’ τον “φυλετικό προσδιορισμό” στην ακροδεξιά φιλολογία (ενδεχομένως έως και τις μέρες μας), επιτελεί περισσότερο την καθόλα χρήσιμη πολιτικά λειτουργία της ιδεολογικής γεφύρωσης με το φασιστικό παρελθόν παρά αποτελεί κάποια καίρια αιχμή της σύγχρονης ακροδεξιάς προπαγάνδας.
Αυτά για αρχή. Στο επόμενο τεύχος θα επιχειρήσουμε να ξετυλίξουμε το νήμα μιας κομβικής κατά την γνώμη μας ιστορικής συμπάθειας, αυτής μεταξύ ελληνικού και ιταλικού παρακράτους-ακροδεξιάς.
rupax
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* – Ο τίτλος είναι δανεικός απ’ το ομώνυνο άλμπουμ των Enki Bilal – Pierre Christin, του 1979. Όπου το βρείτε αρπάξτε το![ επιστροφή ]
1 – Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης υπήρξε ένα ρεύμα, εν μέρει υπόγειο, “κτυπημάτων” απέναντι σε διάφορους φασίστες / χουντικούς, σε διάφορα μέρη της ελλάδας. Με τον καιρό όμως επικράτησε η λήθη, και ένα μάλλον δηλητηριώδες πνεύμα “εθνικής συμφιλίωσης”, που εν μέρει οφειλόταν στο γεγονός ότι απ’ το 1981 και μετά, τα πρώτα χρόνια του πα.σο.κ., αποκαταστάθηκαν οι επί δεκαετίες αποκλεισμένοι αριστεροί, στο όνομα της αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής.
Η αποκατάσταση αυτή είχε μεγάλη σημασία για όλους αυτούς τους ανθρώπους, έγινε όμως μέσα σε ένα πνεύμα αναδρομικού ιστορικού συμβιβασμού. Οι ταγματασφαλίτες και οι χίτες, οι κάθε είδους συνεργάτες των ναζί, και κυρίως τα πλούτη που απέκτησαν τότε, δεν ένοιωσαν κάποια απειλή απ’ την “αναγνώριση της εθνικής αντίστασης”.
Αυτό το πνεύμα “εθνικής συμφιλίωσης” δεν διαπνέεται πάντως από κάποια έγνοια αληθινής δικαιοσύνης. Υπάρχουν μάλιστα και χειρότερες εκδοχές απ’ την ελληνική, που δείχνουν όμως ποιος είναι ο πραγματικός χαρακτήρας και η πραγματική σκοπιμότητα τέτοιων “συμφιλιώσεων”: για παράδειγμα η ισπανική.
Σε ότι μας αφορά πάντως δεν μπορούμε και δεν πρόκειται να αποδεχθούμε τη λήθη. Ακόμα κι αν η προλεταριακή μνήμη θεωρείται ντεμοντέ (ή φιλολογική…)
[ επιστροφή ]
2 – Το περιοδικό αντι κυκλοφόρησε από το 1974 μέχρι το 2008, υπό την ευθύνη των Αντώνη Καρκαγιάννη και Χρήστου Παπουτσάκη.
[ επιστροφή ]
3 – Εφημ. ελευθεροτυπία, 2-11-1997.
[ επιστροφή ]
4 – Ίων Φιλίππου, Χρυσή Αυγή: Πολιτικός οδοδείκτης, Ήλεκτρον, Αθήνα, 2013, σελ. 19.
[ επιστροφή ]
5 – Για περισσότερα βλ. το Τάσος Σακελλαρόπουλος, Η Μεταπολίτευση στον Στρατό, περ. Αρχειοτάξιο, τχ. 15, Σεπτέμβριος 2013.
[ επιστροφή ]
6 – Ολόκληρο το κείμενο του π.δ. “περί χορηγήσεως αμνηστίας” παρατίθεται στο Παντελή, Κουτσουμπίνα, Γεροζήση (επιμ.), Κείμενα Συνταγματικής Ιστορίας (Δεύτερος Τόμος, 1924-1974), Αθήνα-Κομοτηνή, 1993, σελ. 1104-1105.
[ επιστροφή ]
7 – Αυτή η περίοδος είναι κομβική εφόσον διάφορες τάσεις και προσωπικότητες της αριστεράς παιρνούν στην άκρα δεξιά, για λογαριασμού ενός νέου, αναιδούς και κυρίως “αποενοχοποιημένου” εθνικισμού. Όμως αυτή η περίοδος είναι αντικείμενο χωριστής έρευνας.
[ επιστροφή ]
8 – Η μετατόπιση των σύγχρονων ρατσιστικών θεωριών από την περιοχή “ανωτερότητα της φυλής” στην περιοχή “ασυμβατότητα των πολιτισμών” περιγράφηκε εξαιρετικά από τον I. Wallerstein στο Ετιέν Μπαλιμπάρ-Ιμμανουέλ Βαλλερστάιν, Φυλή Έθνος Τάξη, Ο Πολίτης, Αθήνα 1991. Χρήσιμο για εμάς στάθηκε και το άρθρο του ιού Αλέν ντε Μπενουά: Το θινκ τανκ του σύγχρονου ρατσισμού, εφημ. ελευθεροτυπία, 5/3/2000.
[ επιστροφή ]
9 – Πρώτος ο Μάκης Βορίδης, ως επικεφαλής του δημοτικού σχηματισμού “Αθήνα: καθαρή πόλη”, θα διεκδικήσει (χωρίς επιτυχία) τη δημαρχία το 1998 βάζοντας με λαϊκιστικούς όρους στο επίκεντρο το θέμα “λαθρομετανάστες”. Είχε προηγηθεί η εκλογική καμπάνια του εθνικού μετώπου με το σλόγκαν “κόκκινη κάρτα στους λαθρομετανάστες”.
[ επιστροφή ]
10 – Εκ των υστέρων έχει τη σημασία του το γεγονός πως όταν γίνεται (εξ αριστερών) κριτική στη συγκεκριμένη πολιτική περσόνα για το ακροδεξιό παρελθόν της, αυτή η κριτική εστιάζει στο νεανικό εξτρεμισμό του Βορίδη (η φωτογραφία με το τσεκούρι), όχι όμως και στον ώριμο ρατσισμό του “εθνικού μετώπου” και στην προσπάθεια του να γίνει ένας έλληνας Λεπέν ή Χάιντερ. Ο λόγος είναι απλός: ο ρατσισμός είναι ο.κ., δεν προσφέρεται για να κατηγορήσει κανείς κάποιον, και σε κάθε περίπτωση δεν είναι σωστό να τα βάζει κανείς με τον λαό (ελληνικό ή οτιδήποτε) και τους ακροδεξιούς εκφραστές του, εάν αυτοί δεν έχουν σκοτώσει.
Όμως υπάρχουν πια τόσοι τρόποι για να σκοτώσεις τους “ξένους”…
[ επιστροφή ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου