Όπως περιγράφουν οι Quentin Skinner (1981) και Giuliano Procacci (1960), το 1494 ο βασιλιάς της Γαλλίας, Κάρολος ο 8ος, εισβάλει στην Ιταλία και κατακτά την Νάπολη και την ρεπουμπλικανική Φλωρεντία. To 1512 η Φλωρεντία θα περάσει στον έλεγχο των Ισπανών οι οποίοι θα επαναφέρουν την αριστοκρατική οικογένεια των Μεδίκων στο θρόνο. Ο Φλωρεντίνος φιλόσοφος, Νικολό Μακιαβέλι, όντας τότε γραμματέας του Δεύτερου Ανώτατου Δικαστηρίου της Φλωρεντίας (γνωστός για τις ρεπουμπλικανικές του θέσεις) θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξουσία τους. Ένα χρόνο αργότερα θα συλληφθεί, θα βασανιστεί, θα εκτοπιστεί αλλά αργότερα θ’ αποφυλακιστεί. Έχοντας όμως χάσει ένα ένα όλα του τα αξιώματα, θα καταφύγει στο ιδιωτικό του κτήμα, μόλις λίγα χιλιόμετρα έξω από τη γενέτειρά του, προσπαθώντας να επανέλθει στην πολιτική σκηνή μέσω της πένας του.
Έτσι, θα συγγράψει τον Ηγεμόνα (Il Principe),
αναλύοντας με πλήρη σαφήνεια και ωμό ρεαλισμό (που πολλές φορές
προτρέπει και στην άρση κάθε ηθικού ορίου) ποιες θα πρέπει να είναι οι
κινήσεις ενός άρχοντα (μονάρχη) για να διατηρήσει την εξουσία του,
εξουδετερώνοντας εχθρούς και συνωμότες. Ολοφάνερα, ο Φλωρεντίνος
φιλόσοφος προσπαθεί κερδίσει την εμπιστοσύνη του Giuliano di Lorenzo
των Μεδίκων (προφανώς με στόχο να επανακτήσει κάποια από τα χαμένα του
αξιώματα στην πόλη) όπως αναφέρεται στην εισαγωγή της μικρής αυτής
διατριβής. Δεδομένου ότι ο Ηγεμόνας κεντρίζει το
ενδιαφέρον πολλών μελετητών, ενώ κατά διαστήματα υπήρξε βασική πηγή
έμπνευσης για αυταρχικούς πολιτικούς και δικτάτορες [1], η σκέψη του
Μακιαβέλι τείνει να θεωρείται βασικός ιδεολογικός τροφοδότης του
πολιτικού αυταρχισμού. Μια βαθύτερη ανάλυση στο έργο του Φλωρεντίνου
φιλοσόφου, ωστόσο, αρκεί ώστε να μας πείσει για το αντίθετο, ότι στην
πραγματικότητα πρόκειται για έναν βαθύτατα δημοκρατικό φιλόσοφο και
συνάμα για έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους της πολιτικής αρετής.
Αναμφισβήτητα ο Ηγεμόνας είναι το πιο γνωστό και πολυσυζητημένο (αλλά και αντιπροσωπευτικό για το ευρύ κοινό) έργο του Μακιαβέλι. Θα ήταν, ωστόσο, λάθος να θεωρήσουμε τη συγκεκριμένη διατριβή ως αφετηρία της σκέψη του, δεδομένης της ιδιαιτερότητας του γραπτού (ιδίως αν μέσα σε όλα συμπεριλάβουμε και το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας ουδέποτε εξέδωσε τον Ηγεμόνα, ο οποίος κυκλοφόρησε πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, το έτος 1532). Στο ογκώδες Discorsi sopra la prima deca di Tito Livio, ο Μακιαβέλι τεκμηριώνει απόψεις που αντικατοπτρίζουν το σύνολο των πολιτικών του πεποιθήσεων και ανοιχτά υπερασπίζεται το ρεπουμπλικανικό (δημοκρατικό) σύστημα και την ισότητα, θεωρώντας τα εγκλήματα που διαπράττουν οι πρίγκιπες και οι βασιλιάδες πολύ πιο απεχθή από αυτά που διαπράττει ο δήμος ή το πλήθος (multidudine). Πιο συγκεκριμένα, όπως σχολιάζει στα τελευταία κεφάλαια του πρώτου τόμου, «όπου υπάρχει ισότητα, είναι αδύνατο να εγκαθιδρυθεί ένα Πριγκιπάτο, και όπου δεν υπάρχει, είναι αδύνατο να αναδυθεί μια δημοκρατία» (Machiavelli 1960, 258). Η «φύση» και ο χαρακτήρας των μαζών, για τον ίδιο, δεν είναι διαφορετική από αυτή των πριγκίπων και των βασιλιάδων. Επίσης, όπως αναλύει παρακάτω, οι μάζες είναι δυνατό να πάρουν λάθος αποφάσεις. Αλλά αν πραγματικά οδηγηθούν στον λάθος δρόμο κανείς δεν μπορεί να τις εμποδίσει. Εξίσου όμως οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες μπορούν να παίρνουν λάθος αποφάσεις, εξηγεί ο Μακιαβέλι, φέρνοντας πληθώρα παραδειγμάτων από Ρωμαίους αυτοκράτορες και τυράννους των οποίων τα σφάλματα και τα εγκλήματα ξεπερνούν αυτά του δήμου και του πλήθους. Όταν, λοιπόν, ο λαός είναι στην εξουσία και είναι καλά οργανωμένος, θα είναι σταθερός, συνετός και ευγνώμων, με τον ίδιο τρόπο, ή με καλύτερο, από ό, τι είναι ένας πρίγκιπας. Και, από την άλλη, ένας πρίγκιπας που δεν σέβεται τους νόμους, θα είναι πολύ πιο αχάριστος, άστατος και αλόγιστος από ό, τι ο ίδιος λαός στην ίδια κατάσταση. Και στις εκλογές των δικαστών, ακόμα, ο λαός μπορεί να κρίνει ορθότερα από τον πρίγκιπα. Στη συνέχεια ο Μακιαβέλι, φέρνοντας στη συζήτηση διάφορα παραδείγματα από τη Ρωμαϊκή αρχαιότητα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως μια κυβέρνηση από το λαό είναι προτιμότερη από ό, τι οι μοναρχικές κυβερνήσεις. Ακόμα και αν θα πρέπει να συγκρίνουμε την πιο δίκαιη μορφή ενός πριγκιπάτου, μια μοναρχική εξουσία που ο έναςκυβερνά με βάση το νόμο (και όχι αυθαίρετα) με μια δημοκρατία όπου ο λαός, ο δήμος, ασκεί πολιτική με σύνεση και νομιμοφροσύνη, περισσότερη αρετή θα βρεθεί στην εξουσία του λαού παρά σε αυτή του πρίγκιπα. Τέλος, ένα δημοκρατικό πολίτευμα λόγω του μεγάλου αριθμού ανθρώπων που συμμετέχει στην άσκηση της πολιτικής, μπορεί πολύ πιο δύσκολα να διαφθαρεί σε σύγκριση με το πολίτευμα του ενός, τη μοναρχία.
Συνεπώς, η χρήση του όρου μακιαβελισμός στην ουσία αντικατοπτρίζει τη διαστρεβλωμένη εικόνα που ο σύγχρονος κόσμος καλλιέργησε για τούτο τον παρεξηγημένο συγγραφέα. Συνήθως ο όρος αυτός συνδέεται με τη σατανική ραδιουργία που συναντά κανείς στον Ηγεμόνα, καθώς και τη μηχανορραφία, την ωμότητα, την δολοπλοκία, τον κυνισμό, τον ωφελιμισμό και την άρση κάθε ηθικού φραγμού για την επίτευξη προσωπικών στόχων, αναφορικά πάντα με τις μεθόδους που κάποιος εξουσιαστής μπορεί να χρησιμοποιεί προκειμένου να προστατέψει τη δική του ευημερία, εξουδετερώνοντας ταυτόχρονα εσωτερικούς και εξωτερικούς «εχθρούς». Η διαστρέβλωση, ωστόσο, αυτή δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός. Διότι τον «αντι-μακιαβελλισμό» εισήγαγε πρώτος ο βασιλιάς Φρειδερίκος της Πρωσίας (και συνάμα προστάτης του Βολταίρου) με την ομώνυμη μπροσούρα του. Θορυβημένος από τα λόγια του Φλωρεντίνου φιλοσόφου, ο μονάρχης στην μπροσούρα αυτή μας λέει πως δεν είναι ανάγκη να κυβερνά κανείς με τόση ωμότητα και δολοπλοκία. Έτσι, ενώ οι σύγχρονοι πολιτικοί απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τον Μακιαβέλι στα λόγια, τον επιβεβαίωναν στην πράξη. Ως εκ τούτου, η απαξίωση του Μακιαβέλι και, κατά συνέπεια, η εκτεταμένη χρήση του όρου «μακιαβελισμός» ως συνώνυμο της χρήσης ύπουλων και καταχθόνιων μέσων και της καταπάτησης κάθε ηθικής αξίας που ορίζει ποιες ανθρώπινες πράξεις είναι αποδεκτές, αποτελεί ένδειξη της υποκρισίας του νεωτερικού κόσμου, ο οποίος προσπαθεί με κάθε μέσο να συγκαλύψει (και πολύ συχνά να ωραιοποιήσει) τη ζοφερή πραγματικότητα που ο ίδιος δημιουργεί.
Ας δούμε στο σημείο αυτό τί πραγματικά μας διδάσκει ο ωμός πραγματισμός του Ηγεμόνα. Λέει λοιπόν ο Φλωρεντίνος φιλόσοφος ότι οι ικανότητες ενός πολιτικού ηγέτη βασίζονται στην αρετή (virtu). Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική δεν προκύπτει από μόνη της στην κοινωνική ζωή. Ούτε είναι ένα φυσικό συστατικό του κοινωνικού συνόλου αλλά μια κατάσταση που απαιτεί ισχύ και ικανότητα από κάποιον για να διατηρήσει και να υπερασπιστεί την εξουσία του: πώς θα δράσει στρατηγικά, σε ποιες συμμαχίες θα πρέπει να επενδύσει και πώς θα χρησιμοποιήσει την βία όταν είναι αναγκαίο για να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που χαρίζει η τύχη (fortuna). Αυτό σηματοδοτεί τον αυτόνομο χαρακτήρα της πολιτικής, την απόδρασή της από το θεολογικό και ηθικό χαρακτήρα. Βέβαια, αν στο σημείο αυτό προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τον Μακιαβέλι δίχως προκαταλήψεις και ιδεολογικούς αναγωγισμούς, θα δούμε ότι στην πραγματικότητα ακόμα κι εδώ, στη διατριβή όπου οι δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αξίες που είχαμε δει στο Discorsi sopra la prima deca di Tito Livioανατρέπονται, η σκέψη του αρνείται κάθε εξωκοινωνική παρέμβαση στον πολιτικό βίο. Για τον ίδιο, η πολιτική αντανακλά την ανθρώπινη κοσμικότητα, και τις ικανότητες να μπορούν τα ανθρώπινα όντα να επωφελούνται κατάλληλα από τις συνθήκες που τα ίδια δημιουργούν. Πολύ πριν την εποχή του Διαφωτισμού, λοιπόν, όπου επισήμως η λογική της τεχνοεπιστήμης, «ο θάνατος του θεού» και η ντετερμινιστική «ιδέα της προόδου» εισέρχονται στην πολιτική φιλοσοφία, ο Μακιαβέλι (όπως και ο Σπινόζα), εισάγει μια «επανάσταση» στον φιλοσοφικό λόγο. Παράγει έναν πολιτικό λόγο πραγματικά κοσμικό, σε αντίθεση με τους Διαφωτιστές και τους νεωτεριστές, οι οποίοι παρότι εμφανίζονται ως οι κατεξοχήν πολέμιοι της θρησκείας, των παπάδων και των ιερατείων, την ίδια στιγμή έμμεσα προωθούν την τεχνοεπιστήμη ως τη νέα «απόλυτη αλήθεια», εισάγοντας παράλληλα την (μεταφυσική) έννοια της «παντοδυναμίας του ανθρώπου». Σε αντίθεση με όλα αυτά, ο Μακιαβέλι αποφεύγει να περιορίζει την σκέψη του σε θεωρητικοκεντρικά σχήματα, γράφοντας με ρεαλισμό και «ορθό λόγο», απαλλαγμένος από την υποκρισία των νεωτεριστών οι οποίοι αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας κάθε ανάμειξη με το «παράλογο», την ανθρώπινη ενότητα, τον ουμανισμό και την παράδοση. Ας προσπαθήσουμε, στο σημείο αυτό, να κατανοήσουμε καλύτερα τον πραγματισμό της Μακιαβελικής σκέψης μέσα από τη «σκοτεινή πλευρά» του παρεξηγημένου Ηγεμόνα.
Λέει, λοιπόν, ο Φλωρενίτνος φιλόσοφος στον Giuliano di Lorenzo (των Μεδίκων), ότι βασική έγνοια κάθε μονάρχη είναι η επικράτηση. Για κάτι τέτοιο θα πρέπει ο ίδιος να διαθέτει καλούς νόμους και καλά όπλα. Και τα δύο θα πρέπει να συνδυαστούν, λέει ο Μακιαβέλι. Εάν, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, τότε προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στο δεύτερο παρά στο πρώτο. «Ο ηγεμόνας πρέπει να ξέρει ότι υπάρχουν δύο τρόποι επιβολής: ο Νόμος και η Βία. Ο πρώτος ταιριάζει στους ανθρώπους, ο δεύτερος στα κτήνη. Πολλές φορές όμως επειδή δεν επαρκεί ο πρώτος, προσφεύγουμε στη δεύτερη. Είναι απαραίτητο στον ηγέτη να ξέρει να παίζει καλά και τον ρόλο του ανθρώπου και το ρόλο του κτήνους» (Machiavelli 1960, 72). Ο ηγεμόνας θα πρέπει, επίσης, να είναι αγαπητός προς τις μάζες αλλά και ατρόμητος (δηλαδή, οι εξουσιαζόμενοι να τον φοβούνται). Εξίσου, εάν δεν είναι εφικτό να τον σέβονται και να τον φοβούνται ταυτόχρονα, τότε πάλι το δεύτερο είναι προτιμότερο, αλλά υπό μία προϋπόθεση: σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει ο ηγεμόνας να είναι μισητός προς τα υποκείμενά του. Εάν κατορθώσει και επιβληθεί μέσω της βίας, του φόβου και της σιδερένιας πειθαρχίας αλλά, χωρίς ταυτόχρονα να καταστεί μισητός και απεχθής, τότε έχει εξασφαλίσει τον δρόμο του προς την επιτυχία (Machiavelli 1960, 72). Πώς όμως θα μπορούσε κάποιος ταυτόχρονα να δηλώσει πλήρη υποταγή σε κάποιον ανώτερό του, δίχως την ίδια στιγμή να νιώθει και αδικημένος (πράγμα που οδηγεί στην απέχθεια); Θα πρέπει, λοιπόν, ο ηγεμόνας να εξασφαλίσει την πλήρη αφοσίωση των εξουσιαζόμενων προς το πρόσωπό του, την πλήρη τους υποταγή σ’ αυτόν. Παρομοίως ο Αριστοτέλης (1992, 265), αναλύοντας το πολίτευμα της τυραννίδας στα Πολιτικά, λέει τα εξής: «Ο τύραννος είναι και φιλοπόλεμος, για δυο λόγους• κρατά τους πολίτες απασχολημένους και χρειάζονται αρχηγό». Πώς, όμως, θα κρατήσει τους πολίτες απασχολημένους; Φυσικά, μέσω της συμμετοχής του στην κοινωνική (και όχι πολιτική) ζωή αλλά και της προσφοράς θεάματος. Ταυτόχρονα, ο ηγεμόνας (κυρίως αυτός που κατακτά την εξουσία με σφετερισμό και βία) θα πρέπει να μπορεί να κερδίσει την εύνοια των υποτακτικών του προσφέροντας τους υλικά ανταλλάγματα, υπηρεσίες και υλικές φροντίδες (Machiavelli 1960, 50).
Ο άρτος και τα θεάματα θα προσφέρουν ευχαριστήσεις και μια φαινομενικά καλή ζωή γεμάτη απολαύσεις στους υποταγμένους, αδρανοποιώντας, έτσι κάθε πολιτική σκέψη και, κατά συνέπεια, κάθε κριτική στάση στην υφιστάμενη εξουσία και τάξη πραγμάτων, κρατώντας τα μακριά από κάθε πολιτικό διάλογο/αντίλογο. Αξίζει να ειπωθεί στο σημείο αυτό ότι το κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων δικτατορικών καθεστώτων δεν είναι η βία απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους και η καταστολή. Αναμφίβολα, δικτάτορες όπως ο Πινοσσέτ και ο Βιντέλα κατέφευγαν συστηματικά στη βία και την ωμή καταστολή. Αυτή η πραγματικότητα, ωστόσο, αποτελεί δευτερεύον στοιχείο σ’ ένα τέτοιο καθεστώς, καθώς αυτό που πρωταρχικά παρατηρεί κανείς στις δικτατορίες αυτές είναι ότι οι εξουσιαζόμενοι απέχουν μαζικά από την πολιτική σφαίρα, και αντ’ αυτού, η δημόσια και ατομική ζωή τους αναλώνεται στον εθιστικό ηδονισμό [2]. Ένα τέτοιο καθεστώς, σε ό,τι έχει να κάνει με το ζήτημα της απο-πολιτικοποίησης, δεν θα είχε και πολλά να ζηλέψει, από τη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία, η οποία εν μέσω διάλυσης κάθε αξίας και κατάρρευσης κάθε ηθικής νόρμας στο βωμό του «τέλους της Ιστορίας» δείχνει ανίκανη να απαλλαγεί από το δεσποτισμό του τεχνοοικονομισμού, μετουσιώνοντας το αίσθημα της επίκτητης ήττας σε μια ουσιαστική πολιτική κατάφαση. Η ιδιώτευση και η περαιτέρω περιθωριοποίηση της δημόσιας σφαίρας, που αντικαθίσταται από κακόγουστες τηλεοπτικές παραστάσεις, στην ουσία εξασφαλίζει τη διαιώνιση της υφιστάμενης ολιγαρχίας, τη στιγμή που κάθε κοινωνικός δεσμός διαβρώνεται και κάθε έννοια φιλίας μεταξύ των πολιτών οπισθοχωρεί, μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα η οποία ανάγει τα πάντα στο ζήτημα της «ατομικής συνείδησης και ευθύνης», προωθώντας ως εναλλακτικό προσανατολισμό την ιδιωτική και ναρκισσιστική ψευτοαπόλαυση. Το λεγόμενο κράτος πρόνοιας που τόσο πολύ προωθήθηκε από το μεσοπολεμικό consensus, στην ουσία έθεσε τα θεμέλια για την ανάδυση της κοινωνίας του μαζικού ηδονισμού. Την ίδια στιγμή, η παροχή δημόσιων υπηρεσιών – οι οποίες θα πρέπει να διατίθενται πάντα στην υπηρεσία του πολίτη – λειτούργησαν ως η κατεξοχήν δικλείδα ασφαλείας της υφιστάμενης οικονομικής ολιγαρχίας και του δυτικού τεχνοκαπιταλισμού.
Το μικρό αυτό βιβλίο, λοιπόν, που τόσο πολύ έχει λοιδορηθεί από τους μεταμοντέρνους υπερασπιστές της «αντιαυταρχικής» ιδεολογίας, στην ουσία δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο παρά μια αντανάκλαση του κόσμου μας. Έτσι, οι αναλύσεις του Μακιαβέλι με τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως εγχειρίδιο για την πραγμάτωση άνομων πράξεων ή για την προώθηση ατομικών συμφερόντων εις βάρος άλλων. Θα ήταν εξίσου λάθος να το προσπερνούσαμε λέγοντας πως στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια «αίτηση για δουλειά», αναζητώντας την πραγματική σκέψη του Φλωρεντίνου φιλοσόφου στα υπόλοιπα συγγράμματά του και μόνο. Διότι, όπως βλέπουμε, ο Μακιαβέλλι είναι συγγραφέας που αποτυπώνει τις σκέψεις του αβίαστα, απαλλαγμένος από την ιδεοληψία και την υποκρισία των προοδευτικών στοχαστών οι οποίοι επιχειρούν να παρουσιάσουν τον κόσμο όπως τους βολεύει και όχι να βολέψουν την σκέψη τους στον κόσμο. Μέσω του ζοφερού Μακιαβελικού ρεαλισμού ανακαλύπτουμε ότι ο κυνισμός, η μηχανορραφία, η ωμότητα, η δολοπλοκία, και η ανηθικότητα, έχουν καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του κοινωνικού και ιδιωτικού μας βίου. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο δεσποτικός τεχνοοικονομισμός και η πολιτισμική κατάθλιψη συνοδεύουν κάθε μας βήμα, όσο η κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα αφήνεται σε ολιγαρχικές δυναστείες, εν μέσω της ανευθυνότητας του «αδύναμου» να ανακτήσει τη δύναμή του. Πιο συγκεκριμένα: ο ηγεμόνας, λέει ο Μακιαβέλι (1960, 70), «πρέπει να εμπνέει φόβο με τέτοιο τρόπο ώστε, αν δεν κερδίσει την αγάπη [των υποτακτικών του], να μπορεί να αποφύγει το μίσος». Η συμβουλή που δίνει λοιπόν στον Giuliano di Lorenzo είναι πως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει ο Κυρίαρχος να καταστεί αντικείμενο μίσους από τον λαό του, αν δεν επιθυμεί να χάσει τον ίδιο του τον θρόνο του. Επιπλέον,
Ενθυμούμενοι λοιπόν α) την τραγικότητα της δημοκρατίας του Καστοριάδη (η οποία απλά μας θυμίζει πως η τρέλα και η παραφροσύνη δεν δαμάζονται από κανένα καθεστώς, όσο κατασταλτικό και αν είναι αυτό, όσο φιλελεύθερο, ορθολογικό και προοδευτικό και αν υπαινίσσεται ότι είναι), β) τις εξηγήσεις του Μακιαβέλι, που μας ενημερώνει ότι τα λάθη των βασιλιάδων και των μοναρχών είναι περισσότερα από αυτά των λαών (πράγμα που αναιρεί τον αντιδημοκρατικό φιλελεύθερο δημοφοβικό λόγο), καθώς γ) την ευθύνη του υποταγμένου για τη στάση στην οποία βρίσκεται, ας κρατήσουμε από τον Φλωρεντίνο φιλόσοφο αυτό το μήνυμα ως μια αχτίδα ελπίδας για μια διαφορετική προσέγγιση πάνω στην πολιτική, πέρα από ιδεολογίες και σχήματα. Ας προσπαθήσουμε, τουλάχιστον, να χτίσουμε έναν πολιτικό λόγο απαλλαγμένο από την υποκρισία και την ωραιοποίηση της δυστυχίας. Είναι ένα μήνυμα που μας υπενθυμίζει ότι αν πραγματικά επιθυμούμε τη δημοκρατία, το πολίτευμα αυτό κάθε άλλο παρά ένας επίγειος παράδεισος μπορεί να θεωρηθεί. Ταυτόχρονα, όμως, μπορεί να καταστεί πολύ πιο ανθρώπινο από ότι ο φιλελεύθερος τεχνοοικονομισμός.
[1] Στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου Machiavelli (1981) του Quentin Skinner εμπεριέχεται μια συνέντευξη του Henry Kissenger στο The New Republic το 1972. Ο δημοσιογράφος, αφού τον άκουσε να μιλά για τον ρόλο του ως προεδρικού συμβούλου, απαντά: «ακούγοντάς σας, μερικές φορές αναρωτιέται κανείς όχι πόσο επηρεάσατε τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά σε ποιο βαθμό έχετε επηρεαστεί εσείς από τον Νικολό Μακιαβέλι».
[2] Ο Ιταλός σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια το πρώτο βασικό στοιχείο που συναντά κανείς σε μια δικτατορία: την υλιστική ζωή, την πληθώρα των απολαύσεων και τις θεατρικές επιθεωρήσεις μας δίνουν την εντύπωση ότι οι άνθρωποι κάτω από ένα τέτοιο καθεστώς ζουν σε ένα ατέλειωτο πανηγύρι. Η κρατική βία και οι διώξεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα και συχνά δεν αγγίζουν τον απαθή όχλο ο οποίος έχει κυριολεκτικά παραλύσει, μέσα σ’ ένα βαθύ κλίμα απο-πολιτικοποίησης, απάθειας ή στείρας αναπαραγωγής κρατικής προπαγάνδας. Η απο-πολιτικοποίηση αποτελεί βασικό στοιχείο του ολοκληρωτισμού, επίσης, για την Hannah Arendt (1976).
Βιβλιογραφία
Arendt, Hannah. The Origins of Totalitarianism. (New York: A Harvest Book, 1976).
Castoriadis, C., & Curtis, D. The Castoriadis Reader. (Oxford: Blackwell Publishers, 1997)
Machiavelli, Ν., & Procacci, G. Il Principe e Discorsi (Milano: Giangiacomo Feltrinelli, 1960).
Skinner, Quentin. Machiavelli, (Oxford: Oxford University Press, 1981)
Αριστοτέλης, Πολιτικά 2, (Αθήνα: Κάκτος, 1992)
Αναμφισβήτητα ο Ηγεμόνας είναι το πιο γνωστό και πολυσυζητημένο (αλλά και αντιπροσωπευτικό για το ευρύ κοινό) έργο του Μακιαβέλι. Θα ήταν, ωστόσο, λάθος να θεωρήσουμε τη συγκεκριμένη διατριβή ως αφετηρία της σκέψη του, δεδομένης της ιδιαιτερότητας του γραπτού (ιδίως αν μέσα σε όλα συμπεριλάβουμε και το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας ουδέποτε εξέδωσε τον Ηγεμόνα, ο οποίος κυκλοφόρησε πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, το έτος 1532). Στο ογκώδες Discorsi sopra la prima deca di Tito Livio, ο Μακιαβέλι τεκμηριώνει απόψεις που αντικατοπτρίζουν το σύνολο των πολιτικών του πεποιθήσεων και ανοιχτά υπερασπίζεται το ρεπουμπλικανικό (δημοκρατικό) σύστημα και την ισότητα, θεωρώντας τα εγκλήματα που διαπράττουν οι πρίγκιπες και οι βασιλιάδες πολύ πιο απεχθή από αυτά που διαπράττει ο δήμος ή το πλήθος (multidudine). Πιο συγκεκριμένα, όπως σχολιάζει στα τελευταία κεφάλαια του πρώτου τόμου, «όπου υπάρχει ισότητα, είναι αδύνατο να εγκαθιδρυθεί ένα Πριγκιπάτο, και όπου δεν υπάρχει, είναι αδύνατο να αναδυθεί μια δημοκρατία» (Machiavelli 1960, 258). Η «φύση» και ο χαρακτήρας των μαζών, για τον ίδιο, δεν είναι διαφορετική από αυτή των πριγκίπων και των βασιλιάδων. Επίσης, όπως αναλύει παρακάτω, οι μάζες είναι δυνατό να πάρουν λάθος αποφάσεις. Αλλά αν πραγματικά οδηγηθούν στον λάθος δρόμο κανείς δεν μπορεί να τις εμποδίσει. Εξίσου όμως οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες μπορούν να παίρνουν λάθος αποφάσεις, εξηγεί ο Μακιαβέλι, φέρνοντας πληθώρα παραδειγμάτων από Ρωμαίους αυτοκράτορες και τυράννους των οποίων τα σφάλματα και τα εγκλήματα ξεπερνούν αυτά του δήμου και του πλήθους. Όταν, λοιπόν, ο λαός είναι στην εξουσία και είναι καλά οργανωμένος, θα είναι σταθερός, συνετός και ευγνώμων, με τον ίδιο τρόπο, ή με καλύτερο, από ό, τι είναι ένας πρίγκιπας. Και, από την άλλη, ένας πρίγκιπας που δεν σέβεται τους νόμους, θα είναι πολύ πιο αχάριστος, άστατος και αλόγιστος από ό, τι ο ίδιος λαός στην ίδια κατάσταση. Και στις εκλογές των δικαστών, ακόμα, ο λαός μπορεί να κρίνει ορθότερα από τον πρίγκιπα. Στη συνέχεια ο Μακιαβέλι, φέρνοντας στη συζήτηση διάφορα παραδείγματα από τη Ρωμαϊκή αρχαιότητα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως μια κυβέρνηση από το λαό είναι προτιμότερη από ό, τι οι μοναρχικές κυβερνήσεις. Ακόμα και αν θα πρέπει να συγκρίνουμε την πιο δίκαιη μορφή ενός πριγκιπάτου, μια μοναρχική εξουσία που ο έναςκυβερνά με βάση το νόμο (και όχι αυθαίρετα) με μια δημοκρατία όπου ο λαός, ο δήμος, ασκεί πολιτική με σύνεση και νομιμοφροσύνη, περισσότερη αρετή θα βρεθεί στην εξουσία του λαού παρά σε αυτή του πρίγκιπα. Τέλος, ένα δημοκρατικό πολίτευμα λόγω του μεγάλου αριθμού ανθρώπων που συμμετέχει στην άσκηση της πολιτικής, μπορεί πολύ πιο δύσκολα να διαφθαρεί σε σύγκριση με το πολίτευμα του ενός, τη μοναρχία.
Συνεπώς, η χρήση του όρου μακιαβελισμός στην ουσία αντικατοπτρίζει τη διαστρεβλωμένη εικόνα που ο σύγχρονος κόσμος καλλιέργησε για τούτο τον παρεξηγημένο συγγραφέα. Συνήθως ο όρος αυτός συνδέεται με τη σατανική ραδιουργία που συναντά κανείς στον Ηγεμόνα, καθώς και τη μηχανορραφία, την ωμότητα, την δολοπλοκία, τον κυνισμό, τον ωφελιμισμό και την άρση κάθε ηθικού φραγμού για την επίτευξη προσωπικών στόχων, αναφορικά πάντα με τις μεθόδους που κάποιος εξουσιαστής μπορεί να χρησιμοποιεί προκειμένου να προστατέψει τη δική του ευημερία, εξουδετερώνοντας ταυτόχρονα εσωτερικούς και εξωτερικούς «εχθρούς». Η διαστρέβλωση, ωστόσο, αυτή δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός. Διότι τον «αντι-μακιαβελλισμό» εισήγαγε πρώτος ο βασιλιάς Φρειδερίκος της Πρωσίας (και συνάμα προστάτης του Βολταίρου) με την ομώνυμη μπροσούρα του. Θορυβημένος από τα λόγια του Φλωρεντίνου φιλοσόφου, ο μονάρχης στην μπροσούρα αυτή μας λέει πως δεν είναι ανάγκη να κυβερνά κανείς με τόση ωμότητα και δολοπλοκία. Έτσι, ενώ οι σύγχρονοι πολιτικοί απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τον Μακιαβέλι στα λόγια, τον επιβεβαίωναν στην πράξη. Ως εκ τούτου, η απαξίωση του Μακιαβέλι και, κατά συνέπεια, η εκτεταμένη χρήση του όρου «μακιαβελισμός» ως συνώνυμο της χρήσης ύπουλων και καταχθόνιων μέσων και της καταπάτησης κάθε ηθικής αξίας που ορίζει ποιες ανθρώπινες πράξεις είναι αποδεκτές, αποτελεί ένδειξη της υποκρισίας του νεωτερικού κόσμου, ο οποίος προσπαθεί με κάθε μέσο να συγκαλύψει (και πολύ συχνά να ωραιοποιήσει) τη ζοφερή πραγματικότητα που ο ίδιος δημιουργεί.
Ας δούμε στο σημείο αυτό τί πραγματικά μας διδάσκει ο ωμός πραγματισμός του Ηγεμόνα. Λέει λοιπόν ο Φλωρεντίνος φιλόσοφος ότι οι ικανότητες ενός πολιτικού ηγέτη βασίζονται στην αρετή (virtu). Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική δεν προκύπτει από μόνη της στην κοινωνική ζωή. Ούτε είναι ένα φυσικό συστατικό του κοινωνικού συνόλου αλλά μια κατάσταση που απαιτεί ισχύ και ικανότητα από κάποιον για να διατηρήσει και να υπερασπιστεί την εξουσία του: πώς θα δράσει στρατηγικά, σε ποιες συμμαχίες θα πρέπει να επενδύσει και πώς θα χρησιμοποιήσει την βία όταν είναι αναγκαίο για να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που χαρίζει η τύχη (fortuna). Αυτό σηματοδοτεί τον αυτόνομο χαρακτήρα της πολιτικής, την απόδρασή της από το θεολογικό και ηθικό χαρακτήρα. Βέβαια, αν στο σημείο αυτό προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τον Μακιαβέλι δίχως προκαταλήψεις και ιδεολογικούς αναγωγισμούς, θα δούμε ότι στην πραγματικότητα ακόμα κι εδώ, στη διατριβή όπου οι δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αξίες που είχαμε δει στο Discorsi sopra la prima deca di Tito Livioανατρέπονται, η σκέψη του αρνείται κάθε εξωκοινωνική παρέμβαση στον πολιτικό βίο. Για τον ίδιο, η πολιτική αντανακλά την ανθρώπινη κοσμικότητα, και τις ικανότητες να μπορούν τα ανθρώπινα όντα να επωφελούνται κατάλληλα από τις συνθήκες που τα ίδια δημιουργούν. Πολύ πριν την εποχή του Διαφωτισμού, λοιπόν, όπου επισήμως η λογική της τεχνοεπιστήμης, «ο θάνατος του θεού» και η ντετερμινιστική «ιδέα της προόδου» εισέρχονται στην πολιτική φιλοσοφία, ο Μακιαβέλι (όπως και ο Σπινόζα), εισάγει μια «επανάσταση» στον φιλοσοφικό λόγο. Παράγει έναν πολιτικό λόγο πραγματικά κοσμικό, σε αντίθεση με τους Διαφωτιστές και τους νεωτεριστές, οι οποίοι παρότι εμφανίζονται ως οι κατεξοχήν πολέμιοι της θρησκείας, των παπάδων και των ιερατείων, την ίδια στιγμή έμμεσα προωθούν την τεχνοεπιστήμη ως τη νέα «απόλυτη αλήθεια», εισάγοντας παράλληλα την (μεταφυσική) έννοια της «παντοδυναμίας του ανθρώπου». Σε αντίθεση με όλα αυτά, ο Μακιαβέλι αποφεύγει να περιορίζει την σκέψη του σε θεωρητικοκεντρικά σχήματα, γράφοντας με ρεαλισμό και «ορθό λόγο», απαλλαγμένος από την υποκρισία των νεωτεριστών οι οποίοι αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας κάθε ανάμειξη με το «παράλογο», την ανθρώπινη ενότητα, τον ουμανισμό και την παράδοση. Ας προσπαθήσουμε, στο σημείο αυτό, να κατανοήσουμε καλύτερα τον πραγματισμό της Μακιαβελικής σκέψης μέσα από τη «σκοτεινή πλευρά» του παρεξηγημένου Ηγεμόνα.
Λέει, λοιπόν, ο Φλωρενίτνος φιλόσοφος στον Giuliano di Lorenzo (των Μεδίκων), ότι βασική έγνοια κάθε μονάρχη είναι η επικράτηση. Για κάτι τέτοιο θα πρέπει ο ίδιος να διαθέτει καλούς νόμους και καλά όπλα. Και τα δύο θα πρέπει να συνδυαστούν, λέει ο Μακιαβέλι. Εάν, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, τότε προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στο δεύτερο παρά στο πρώτο. «Ο ηγεμόνας πρέπει να ξέρει ότι υπάρχουν δύο τρόποι επιβολής: ο Νόμος και η Βία. Ο πρώτος ταιριάζει στους ανθρώπους, ο δεύτερος στα κτήνη. Πολλές φορές όμως επειδή δεν επαρκεί ο πρώτος, προσφεύγουμε στη δεύτερη. Είναι απαραίτητο στον ηγέτη να ξέρει να παίζει καλά και τον ρόλο του ανθρώπου και το ρόλο του κτήνους» (Machiavelli 1960, 72). Ο ηγεμόνας θα πρέπει, επίσης, να είναι αγαπητός προς τις μάζες αλλά και ατρόμητος (δηλαδή, οι εξουσιαζόμενοι να τον φοβούνται). Εξίσου, εάν δεν είναι εφικτό να τον σέβονται και να τον φοβούνται ταυτόχρονα, τότε πάλι το δεύτερο είναι προτιμότερο, αλλά υπό μία προϋπόθεση: σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει ο ηγεμόνας να είναι μισητός προς τα υποκείμενά του. Εάν κατορθώσει και επιβληθεί μέσω της βίας, του φόβου και της σιδερένιας πειθαρχίας αλλά, χωρίς ταυτόχρονα να καταστεί μισητός και απεχθής, τότε έχει εξασφαλίσει τον δρόμο του προς την επιτυχία (Machiavelli 1960, 72). Πώς όμως θα μπορούσε κάποιος ταυτόχρονα να δηλώσει πλήρη υποταγή σε κάποιον ανώτερό του, δίχως την ίδια στιγμή να νιώθει και αδικημένος (πράγμα που οδηγεί στην απέχθεια); Θα πρέπει, λοιπόν, ο ηγεμόνας να εξασφαλίσει την πλήρη αφοσίωση των εξουσιαζόμενων προς το πρόσωπό του, την πλήρη τους υποταγή σ’ αυτόν. Παρομοίως ο Αριστοτέλης (1992, 265), αναλύοντας το πολίτευμα της τυραννίδας στα Πολιτικά, λέει τα εξής: «Ο τύραννος είναι και φιλοπόλεμος, για δυο λόγους• κρατά τους πολίτες απασχολημένους και χρειάζονται αρχηγό». Πώς, όμως, θα κρατήσει τους πολίτες απασχολημένους; Φυσικά, μέσω της συμμετοχής του στην κοινωνική (και όχι πολιτική) ζωή αλλά και της προσφοράς θεάματος. Ταυτόχρονα, ο ηγεμόνας (κυρίως αυτός που κατακτά την εξουσία με σφετερισμό και βία) θα πρέπει να μπορεί να κερδίσει την εύνοια των υποτακτικών του προσφέροντας τους υλικά ανταλλάγματα, υπηρεσίες και υλικές φροντίδες (Machiavelli 1960, 50).
Ο άρτος και τα θεάματα θα προσφέρουν ευχαριστήσεις και μια φαινομενικά καλή ζωή γεμάτη απολαύσεις στους υποταγμένους, αδρανοποιώντας, έτσι κάθε πολιτική σκέψη και, κατά συνέπεια, κάθε κριτική στάση στην υφιστάμενη εξουσία και τάξη πραγμάτων, κρατώντας τα μακριά από κάθε πολιτικό διάλογο/αντίλογο. Αξίζει να ειπωθεί στο σημείο αυτό ότι το κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων δικτατορικών καθεστώτων δεν είναι η βία απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους και η καταστολή. Αναμφίβολα, δικτάτορες όπως ο Πινοσσέτ και ο Βιντέλα κατέφευγαν συστηματικά στη βία και την ωμή καταστολή. Αυτή η πραγματικότητα, ωστόσο, αποτελεί δευτερεύον στοιχείο σ’ ένα τέτοιο καθεστώς, καθώς αυτό που πρωταρχικά παρατηρεί κανείς στις δικτατορίες αυτές είναι ότι οι εξουσιαζόμενοι απέχουν μαζικά από την πολιτική σφαίρα, και αντ’ αυτού, η δημόσια και ατομική ζωή τους αναλώνεται στον εθιστικό ηδονισμό [2]. Ένα τέτοιο καθεστώς, σε ό,τι έχει να κάνει με το ζήτημα της απο-πολιτικοποίησης, δεν θα είχε και πολλά να ζηλέψει, από τη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία, η οποία εν μέσω διάλυσης κάθε αξίας και κατάρρευσης κάθε ηθικής νόρμας στο βωμό του «τέλους της Ιστορίας» δείχνει ανίκανη να απαλλαγεί από το δεσποτισμό του τεχνοοικονομισμού, μετουσιώνοντας το αίσθημα της επίκτητης ήττας σε μια ουσιαστική πολιτική κατάφαση. Η ιδιώτευση και η περαιτέρω περιθωριοποίηση της δημόσιας σφαίρας, που αντικαθίσταται από κακόγουστες τηλεοπτικές παραστάσεις, στην ουσία εξασφαλίζει τη διαιώνιση της υφιστάμενης ολιγαρχίας, τη στιγμή που κάθε κοινωνικός δεσμός διαβρώνεται και κάθε έννοια φιλίας μεταξύ των πολιτών οπισθοχωρεί, μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα η οποία ανάγει τα πάντα στο ζήτημα της «ατομικής συνείδησης και ευθύνης», προωθώντας ως εναλλακτικό προσανατολισμό την ιδιωτική και ναρκισσιστική ψευτοαπόλαυση. Το λεγόμενο κράτος πρόνοιας που τόσο πολύ προωθήθηκε από το μεσοπολεμικό consensus, στην ουσία έθεσε τα θεμέλια για την ανάδυση της κοινωνίας του μαζικού ηδονισμού. Την ίδια στιγμή, η παροχή δημόσιων υπηρεσιών – οι οποίες θα πρέπει να διατίθενται πάντα στην υπηρεσία του πολίτη – λειτούργησαν ως η κατεξοχήν δικλείδα ασφαλείας της υφιστάμενης οικονομικής ολιγαρχίας και του δυτικού τεχνοκαπιταλισμού.
Το μικρό αυτό βιβλίο, λοιπόν, που τόσο πολύ έχει λοιδορηθεί από τους μεταμοντέρνους υπερασπιστές της «αντιαυταρχικής» ιδεολογίας, στην ουσία δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο παρά μια αντανάκλαση του κόσμου μας. Έτσι, οι αναλύσεις του Μακιαβέλι με τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως εγχειρίδιο για την πραγμάτωση άνομων πράξεων ή για την προώθηση ατομικών συμφερόντων εις βάρος άλλων. Θα ήταν εξίσου λάθος να το προσπερνούσαμε λέγοντας πως στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια «αίτηση για δουλειά», αναζητώντας την πραγματική σκέψη του Φλωρεντίνου φιλοσόφου στα υπόλοιπα συγγράμματά του και μόνο. Διότι, όπως βλέπουμε, ο Μακιαβέλλι είναι συγγραφέας που αποτυπώνει τις σκέψεις του αβίαστα, απαλλαγμένος από την ιδεοληψία και την υποκρισία των προοδευτικών στοχαστών οι οποίοι επιχειρούν να παρουσιάσουν τον κόσμο όπως τους βολεύει και όχι να βολέψουν την σκέψη τους στον κόσμο. Μέσω του ζοφερού Μακιαβελικού ρεαλισμού ανακαλύπτουμε ότι ο κυνισμός, η μηχανορραφία, η ωμότητα, η δολοπλοκία, και η ανηθικότητα, έχουν καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του κοινωνικού και ιδιωτικού μας βίου. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο δεσποτικός τεχνοοικονομισμός και η πολιτισμική κατάθλιψη συνοδεύουν κάθε μας βήμα, όσο η κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα αφήνεται σε ολιγαρχικές δυναστείες, εν μέσω της ανευθυνότητας του «αδύναμου» να ανακτήσει τη δύναμή του. Πιο συγκεκριμένα: ο ηγεμόνας, λέει ο Μακιαβέλι (1960, 70), «πρέπει να εμπνέει φόβο με τέτοιο τρόπο ώστε, αν δεν κερδίσει την αγάπη [των υποτακτικών του], να μπορεί να αποφύγει το μίσος». Η συμβουλή που δίνει λοιπόν στον Giuliano di Lorenzo είναι πως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει ο Κυρίαρχος να καταστεί αντικείμενο μίσους από τον λαό του, αν δεν επιθυμεί να χάσει τον ίδιο του τον θρόνο του. Επιπλέον,
«με μεγαλύτερη ασφάλεια κυβερνάν μερικοί πρίγκιπες όταν έχουν αφοπλίσει τους υποτακτικούς τους, […] ενώ κάποιοι έχουν χτίζουν οχυρά […] Μπορούμε λοιπόν να πούμε το εξής: ο πρίγκιπας που φοβάται περισσότερο τους υποτακτικούς του παρά τους ξένους θα πρέπει να χτίσει οχυρά […] Ωστόσο συμβουλές θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη: θα χειροκροτούσα αυτόν που χτίζει φρούρια, όμως και αυτόν που δεν το επιθυμεί. Αλλά θα στραφώ κατηγορηματικά ενάντια σε αυτούς που θεωρούν πως τα οχυρά μπορούν να τους προστατέψουν από μίσος των λαών τους» (Machiavelli 1960, 89).Τί πραγματικά υπαινίσσεται εδώ ο συγγραφέας; Ποιό είναι το πραγματικό νόημα αυτών των προτάσεων; Το μίσος των υποταγμένων προς κάθε κυρίαρχη εξουσία – όποια και αν είναι αυτή (προοδευτική, συντηρητική, φιλελεύθερη ή δικτατορική, σοσιαλιστική ή θεοκρατική) – μπορεί ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει στην ανατροπή της. Κανένα οχυρό και κανένας στρατός δεν θα μπορέσει να την προστατέψει. Γι’ αυτό ο ηγεμόνας οφείλει να δρα με τέτοιον τρόπο ώστε οι υποτακτικοί του να παραμένουν πάντα πιστοί σε αυτόν. Συνεπώς, καμία εξουσία δεν είναι απόλυτη. Κι εφόσον δεν είναι απόλυτη, η ανατροπή της εξαρτάται και μόνο από τη στάση του υποκειμένου, πράγμα που, ούτε λίγο ούτε πολύ, σημαίνει ότι η μεταστροφή αποτελεί ευθύνη του εξουσιαζόμενου αποκλειστικά και μόνο. Ωστόσο, το βαθύτερο νόημα αυτής της διαπίστωσης έρχεται να αναιρέσει μια από τις βασικότερες πτυχές της αντιδημοκρατικής πολεμικής ρητορικής των φιλελεύθερων αφηγήσεων, βάσει των οποίων μια αντιπροσωπευτική κυβέρνηση αποτελεί το τελειότερο ανθρώπινο δημιούργημα, καθώς δύναται να προστατέψει ευάλωτες μειοψηφίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα από τη μανία του όχλου ή τις ρατσιστικές αποφάσεις της πλειοψηφίας. Όπως ο Καστοριάδης είχε πει, σε απάντηση του στην Chantal Mouffe, σε περίπτωση που μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στραφεί εναντίον μειονοτήτων, οι συνταγματικοί νόμοι που υπερασπίζονται τέτοιες ομάδες δεν μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα από μόνοι τους. Διότι αυτοί οι νόμοι μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναθεωρηθούν ακόμα και από ένοπλες εξεγέρσεις και αιματοχυσία, αν μια κυβέρνηση αγνοήσει την έκκληση των μαζών. «Ο λαός μπορεί να σφάλει», λέει ο Καστοριάδης (1997, 284) – σε πλήρη ευθυγράμμιση με το ρεπουμπλικανικό/δημοκρατικό πνεύμα του Μακιαβέλι – αλλά «ο ίδιος ο λαός [σε μια δημοκρατία] μπορεί να διορθώσει το σφάλμα του. Αυτό είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα αυτο-περιορισμού» (Καστοριάδης 1997, 284). Στην τελική, «κανείς δεν μπορεί να προστατεύσει την ανθρωπότητα από την τρέλα ή την αυτοκτονία» (Καστοριάδης 1997, 282). Γι’ αυτό, λοιπόν, και ο Μακιαβέλι προειδοποιεί τον Giuliano di Lorenzo πως τίποτα δεν μπορεί να τον προστατέψει στην περίπτωση που ο λαός του στραφεί εναντίον του.
Ενθυμούμενοι λοιπόν α) την τραγικότητα της δημοκρατίας του Καστοριάδη (η οποία απλά μας θυμίζει πως η τρέλα και η παραφροσύνη δεν δαμάζονται από κανένα καθεστώς, όσο κατασταλτικό και αν είναι αυτό, όσο φιλελεύθερο, ορθολογικό και προοδευτικό και αν υπαινίσσεται ότι είναι), β) τις εξηγήσεις του Μακιαβέλι, που μας ενημερώνει ότι τα λάθη των βασιλιάδων και των μοναρχών είναι περισσότερα από αυτά των λαών (πράγμα που αναιρεί τον αντιδημοκρατικό φιλελεύθερο δημοφοβικό λόγο), καθώς γ) την ευθύνη του υποταγμένου για τη στάση στην οποία βρίσκεται, ας κρατήσουμε από τον Φλωρεντίνο φιλόσοφο αυτό το μήνυμα ως μια αχτίδα ελπίδας για μια διαφορετική προσέγγιση πάνω στην πολιτική, πέρα από ιδεολογίες και σχήματα. Ας προσπαθήσουμε, τουλάχιστον, να χτίσουμε έναν πολιτικό λόγο απαλλαγμένο από την υποκρισία και την ωραιοποίηση της δυστυχίας. Είναι ένα μήνυμα που μας υπενθυμίζει ότι αν πραγματικά επιθυμούμε τη δημοκρατία, το πολίτευμα αυτό κάθε άλλο παρά ένας επίγειος παράδεισος μπορεί να θεωρηθεί. Ταυτόχρονα, όμως, μπορεί να καταστεί πολύ πιο ανθρώπινο από ότι ο φιλελεύθερος τεχνοοικονομισμός.
[1] Στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου Machiavelli (1981) του Quentin Skinner εμπεριέχεται μια συνέντευξη του Henry Kissenger στο The New Republic το 1972. Ο δημοσιογράφος, αφού τον άκουσε να μιλά για τον ρόλο του ως προεδρικού συμβούλου, απαντά: «ακούγοντάς σας, μερικές φορές αναρωτιέται κανείς όχι πόσο επηρεάσατε τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά σε ποιο βαθμό έχετε επηρεαστεί εσείς από τον Νικολό Μακιαβέλι».
[2] Ο Ιταλός σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια το πρώτο βασικό στοιχείο που συναντά κανείς σε μια δικτατορία: την υλιστική ζωή, την πληθώρα των απολαύσεων και τις θεατρικές επιθεωρήσεις μας δίνουν την εντύπωση ότι οι άνθρωποι κάτω από ένα τέτοιο καθεστώς ζουν σε ένα ατέλειωτο πανηγύρι. Η κρατική βία και οι διώξεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα και συχνά δεν αγγίζουν τον απαθή όχλο ο οποίος έχει κυριολεκτικά παραλύσει, μέσα σ’ ένα βαθύ κλίμα απο-πολιτικοποίησης, απάθειας ή στείρας αναπαραγωγής κρατικής προπαγάνδας. Η απο-πολιτικοποίηση αποτελεί βασικό στοιχείο του ολοκληρωτισμού, επίσης, για την Hannah Arendt (1976).
Βιβλιογραφία
Arendt, Hannah. The Origins of Totalitarianism. (New York: A Harvest Book, 1976).
Castoriadis, C., & Curtis, D. The Castoriadis Reader. (Oxford: Blackwell Publishers, 1997)
Machiavelli, Ν., & Procacci, G. Il Principe e Discorsi (Milano: Giangiacomo Feltrinelli, 1960).
Skinner, Quentin. Machiavelli, (Oxford: Oxford University Press, 1981)
Αριστοτέλης, Πολιτικά 2, (Αθήνα: Κάκτος, 1992)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου