Ετικέτες

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Είναι οι Δημοκρατίες Αναγκαία Ειρηνόφιλες; …




Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης*
Δυτικοί πολιτικοί (π.χ. η M. Thatcher και ο B. Clinton) διαδήλωσαν συχνά στα τελευταία χρόνια την πεποίθηση τους ότι οι δημοκρατίες δεν διεξάγουν πόλεμο η μια εναντίον της άλλης. Κατά βάση επανέλαβαν απλώς τον παλαιό κοινό τόπο του φιλελευθερισμού ότι το εμπόριο θα διαδεχθεί τον πόλεμο κι ότι αφού οι δημοκρατίες δίνουν το απόλυτο προβάδισμα στην ευημερία του λαού κι επομένως στην οικονομία, είναι από τη φύση τους ειρηνικές· αν γίνονται ακόμα πόλεμοι, αυτοί θα έπρεπε να αποδοθούν στην επίδραση αντιφιλελεύθερων ή προφιλελεύθερων δυνάμεων ή αταβισμών. Οι φιλόσοφοι, οι οποίοι συχνά νομίζουν ότι μεταρσιώνουν τις κοινοτοπίες όταν τις εμφανίζουν ως κλασσικές ρήσεις, έσπευσαν κι αυτοί να παραθέσουν τον Kant. Ο Kant επαίνεσε βέβαια, το ίδιο, όπως και πολλοί άλλοι πρωτύτερα, την ευεργετική επιρροή του «εμπορικού πνεύματος», όμως πουθενά δεν έγραφε ότι οι δημοκρατίες δεν διεξάγουν πολέμους εν γένει ή μεταξύ τους. Απλώς πιθανολόγησε ότι σε σύγκριση με την ευκολία, με την οποία κήρυσσαν οι τοτινοί μονάρχες τους πολέμούς τους, οι δημοκρατίες «θα το σκεφθούν πολύ ν’ αρχίσουν τέτοια άσχημα παιγνίδια». Και τούτο πάλι θα το κάμουν μονάχα αν οι δημοκρατίες είναι «ευσύντακτες πολιτείες», αν δηλαδή σέβονται τον χωρισμό των εξουσιών· ως γνωστόν, στην ορολογία του Καντ ο όρος «δημοκρατία» σημαίνει καθ’ αυτόν πολεμοχαρή οχλοκρατία και «δεσποτεία», όπως κατά τη γνώμη του αποδεικνύουν τα παραδείγματα της αρχαιότητας.


Και πράγματι: οι αρχαίες δημοκρατίες ποτέ δεν καυχήθηκαν για την ειρηνοφιλία τους προκειμένου να την παρουσιάσουν ως το διακριτικό τους γνώρισμα απέναντι στις ολιγαρχίες και στις τυραννίες. Μάλιστα ο Θουκυδίδης πίστευε ότι οι χειρότερες βιαιότητες του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλονταν στα ακαταλόγιστα πάθη της δημοκρατικής μάζας των Αθηνών. Η λατρεία της αρχαιότητας στην εποχή της γαλλικής Επανάστασης δεν αναφερόταν επίσης στις ειρηνόφιλες, παρά μάλλον στις πατριωτικές και αξιόμαχες δημοκρατίες, που τιμούσαν τις πολεμικές αρετές και δεν ορρωδούσαν μπροστά σε «δίκαιους» επιθετικούς πολέμους. Ώστε η προγραμματική σύνδεση δημοκρατίας και ειρηνοφιλίας είναι σχετικά καινούργια και ειδικά φιλελεύθερη-οικονομιστική αντίληψη.
Από την άποψη αυτή έχουν δίκιο οι σύγχρονοι μελετητές όταν, στην προσπάθειά τους να φωτίσουν το πρόβλημα με στατιστικές μεθόδους, συγκεντρώνουν την προσοχή τους στους τελευταίους δύο-τρείς αιώνες. Μερικοί απ’ αυτούς τεκμαίρουν τον ειρηνόφιλο χαρακτήρα των δημοκρατιών από τη διαπίστωση ότι συνολικά κήρυξαν ή έκαναν πόλεμο πολύ λιγότερες δημοκρατίες παρά διαφορετικά καθεστώτα. Άλλοι όμως σχετικοποιούν την αξία τούτης της διαπίστωσης υπογραμμίζοντας ότι η έννοια του δημοκρατικού καθεστώτος είναι ασαφής και ότι σ’ έναν κόσμο, όπου οι δημοκρατίες αποτελούσαν τη μειοψηφία οι περισσότεροι πόλεμοι αναγκαστικά διεξάγονταν από μη δημοκρατικά καθεστώτα· άρα, λένε, το πρόβλημα μπορεί να λυθεί οριστικά μονάχα μέσα σ’ έναν κόσμο εξ ολοκλήρου δημοκρατικό.
Και πράγματι: οι αρχαίες δημοκρατίες ποτέ δεν καυχήθηκαν για την ειρηνοφιλία τους προκειμένου να την παρουσιάσουν ως το διακριτικό τους γνώρισμα απέναντι στις ολιγαρχίες και στις τυραννίες.
Και πράγματι: οι αρχαίες δημοκρατίες ποτέ δεν καυχήθηκαν για την ειρηνοφιλία τους προκειμένου να την παρουσιάσουν ως το διακριτικό τους γνώρισμα απέναντι στις ολιγαρχίες και στις τυραννίες.
___________________________________________________________
Ωστόσο μάταια θα περιμένει κανείς τόσο πολύ. Θα ήταν λοιπόν προτιμότερο ν’ αναζητήσουμε πειθαναγκαστικές ενδείξεις στην ίσαμε τώρα πολεμική πρακτική κρατών, τα οποία κατά την κρατούσα αντίληψη ήσαν ή είναι δημοκρατικά (ήτοι εφάρμοζαν ή εφαρμόζουν τον κοινοβουλευτισμό, τον χωρισμό των εξουσιών, την ελεύθερη δημοσιότητα κ.τ.λ.). Μια ένδειξη του ειρηνόφιλου χαρακτήρα των δημοκρατιών θα ήταν λ.χ. η διαπίστωση ότι οι δημοκρατίες έτσι κι αλλιώς δεν στάθηκαν ποτέ ικανές να διεξαγάγουν πόλεμο με την ίδια συγκέντρωση δυνάμεων και την ίδιαν εμμονή όπως οι δικτατορίες, άρα ήδη η δομική τους ακαταλληλότητα προς διεξαγωγή πολέμου θα έπρεπε να τις προδιαθέσει ειρηνόφιλα, αφού κάθε πολεμική δραστηριότητα θα συνεπαγόταν γι’ αυτές μια δυσάρεστη εσωτερική μεταβολή. Όμως κάτι τέτοιο δεν μαρτυρείται ιστορικά. Η Μεγάλη Βρεταννία π.χ. πέρασε από δύο παγκοσμίους πολέμους χωρίς ν’ αλλάξει στο παραμικρό το πολίτευμα της, και μάλιστα στον δεύτερο, όταν ακριβώς κορυφωνόταν κι από τις δύο πλευρές η πολεμική προσπάθεια, κατάφερε να πετύχει με την οικονομία της υψηλότερο βαθμό πολεμικής κινητοποίησης από την ναζιστική Γερμανία· κάτι ανάλογο μπορεί να λεχθεί για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1914 απέδειξε επί πλέον ότι οι δημοκρατίες μπορούν να παρασυρθούν από τον πολεμικό ενθουσιασμό όχι λιγότερο από τις αυταρχίες (αν δεχθούμε ότι η Γερμανία της εποχής δεν αποτελούσε συνταγματικό κράτος με τη δυτική έννοια). Αντίστροφα, κανείς δεν μπορεί να αποδώσει την πολεμική απροθυμία των Γάλλων το 1940 στο δημοκρατικό πολίτευμα καθ’ εαυτό, όπως έκαμε τότε η ναζιστική προπαγάνδα. Συμπέρασμα: οι δημοκρατίες, ως δημοκρατίες, είναι σε θέση να διεξαγάγουν πόλεμο με καθολική επιστράτευση των δυνάμεων τους.
Μια δεύτερη ένδειξη για τον ειρηνόφιλο χαρακτήρα των δημοκρατιών, επειδή είναι δημοκρατίες, θα ήταν η διαπίστωση ότι στους πολέμους τους συμμαχούσαν πάντοτε με άλλες δημοκρατίες, επειδή αυτές ήσαν δημοκρατίες, και πολεμούσαν πάντοτε εναντίον δεσποτειών, επειδή αυτές ήσαν δεσποτείες. Αλλά μια τέτοια ερμηνεία είναι δυνατή μόνον αν πάρει κανείς στην ονομαστική της αξία την προπαγανδιστική ρητορική περί των αντικειμενικών σκοπών του εκάστοτε πολέμου. Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί στα σοβαρά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτέθηκαν εναντίον του Μεξικού (με την προσάρτηση του Τέξας) και κατόπιν εναντίον της Ισπανίας μόνο και μόνο επειδή οι χώρες αυτές ήσαν «δεσποτικές»; Συμμάχησαν η Αγγλία και η Γαλλία το 1914 με τη Ρωσσία επειδή αυτή ήταν τότε δημοκρατικότερη από τη Γερμανία -ή μήπως είχαν περισσότερο δίκιο οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι εκλογίκευσαν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο επικαλούμενοι τον αγώνα κατά της ρωσσικής «δεσποτείας»; Η ανανέωση της συμμαχίας των Δυτικών Δημοκρατιών με τη Ρωσσία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οφειλόταν άραγε στο γεγονός ότι εν έτει 1941 τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Στάλιν ήσαν άνθρωπινότερα από εκείνα του Χίτλερ; Και ποιά μορφή θα έπαιρναν οι συμμαχίες, αν ο Στάλιν είχε π.χ. επικρατήσει στην Ισπανία και αν στη Δύση είχαν επικρατήσει οι κύκλοι που συνιστούσαν μιαν αντικομμουνιστική συμμαχία με τον Χίτλερ; Συμπέρασμα: τα γεωστρατηγικά και οικονομικά κριτήρια παραμένουν αποφασιστικά και όταν οι δημοκρατίες διεξάγουν πόλεμο.
Αν ευσταθεί το διπλό μας συμπέρασμα, τότε ο πόλεμος δεν αποκλείεται εκ των προτέρων σ’ έναν κόσμο αποτελούμενο από κυρίαρχες δημοκρατίες, αν κάποια ανάμεσα τους ασκεί πολιτική που μιά άλλη θα την αισθανόταν ως υπαρξιακή απειλή· ως προς το γεγονός μιας τέτοιας απειλής (όπως και για την έννοια του ζωτικού συμφέροντος) θα μπορούσε άλλωστε θαυμάσια να υπάρξει δημοκρατικότατη συναίνεση. Τέτοια συναίνεση υφίσταται π.χ. μέσα στις σύμμαχες (εντός του ΝΑΤΟ) και συνάμα εχθρικές δημοκρατίες Ελλάδα και Τουρκία. Η αλιευτική διένεξη μεταξύ των επίσης συμμάχων δημοκρατιών Ισπανίας και Καναδά, όπου οι δύο πλευρές θυμήθηκαν πάραυτα τη χρησιμότητα των πολεμικών πλοίων, περιέχει σαφή διδάγματα για το μέλλον, εφόσον αυτό θα είχε να αντιμετωπίσει στενότητα πόρων. Η άποψη, πως κατ’ εξαίρεση οι δημοκρατίες δεν θα περιέλθουν ποτέ σε τέτοιες καταστάσεις, είναι απλούστατα παράλογη, προ παντός αν αναλογισθούμε τη συνάφεια ανάμεσα σε σύγχρονη δημοκρατία και υψηλή κατανάλωση. Και η άποψη, ότι σε τέτοια περίπτωση οι δημοκρατίες θα αντιδράσουν στο εξωτερικό όπως και όταν ρυθμίζουν συναινετικά τις εσωτερικές υποθέσεις τους, προϋποθέτει το λεγόμενο «πρωτείο της εσωτερικής πολιτικής». Όμως αυτό δεν υφίσταται, όπως δεν υφίσταται και κάποιο πρωτείο της εξωτερικής πολιτικής. Υφίστανται μόνον καταστάσεις, στις οποίες θεωρούνται ως αποφασιστικοί τούτοι ή εκείνοι οι παράγοντες ανάλογα με την εκάστοτε δεσμευτική τους ερμηνεία.
Αν τέλος κάποιος αντιπαρατηρούσε ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες θα τείνουν από μόνες τους προς την παγκόσμια δημοκρατία, ήτοι προς την εξάλειψη των ορίων μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού πολιτικού χώρου και τη διεθνοποίηση των εσωπολιτικών κανόνων – τότε θα μπορούσαμε να θυμηθούμε και πάλι το κείμενο του Kant για την αιώνια ειρήνη. Εννοώ βέβαια εδώ μια περικοπή που για ευνόητους λόγους ελάχιστα αναφέρεται σήμερα. Όπως πίστευε ο φιλόσοφος, ακριβώς η «ανάμιξη» και η «συγχώνευση» των λαών θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη. Αλλά ακόμα και αν οι δημοκρατικοί λαοί παραμείνουν χώρια, σαν καλοί γείτονες, όπως προτιμούσε ο Kant, και πάλι τα πολεμοχαρή επιχειρήματα δεν θα τους λείψουν, αν τυχόν τα χρειαστούν. Κανείς δεν θα αρνείται την αρχή ότι «οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους» – μόνο που θα προσθέτει ότι ο αντίπαλος δεν είναι «γνήσιος δημοκράτης».
*Πηγή: Από τον 20o στον 21ο αιώνα.Τ ομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000. Εκδ. Θεμέλιο. http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/2014/10/i-ii-iii.html
____________________________________________________________
Από:
http://eranistis.net/wordpress/2016/02/26/%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B7%CE%BD%CF%8C/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου