/ Διεθνή / Γιατί μειώνονται οι μισθοί στη Δύση
Επιλεκτική ευελιξία
Τέσσερις ειδικοί εξηγούν
Αθήνα
Είναι αλήθεια ότι από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά στις ΗΠΑ,
στην Ιαπωνία, στη Γερμανία και στις χώρες της Δύσης εν γένει ο ρυθμός
συσσώρευσης του πλούτου στις επιχειρήσεις ήταν υψηλότερος από τον ρυθμό
συσσώρευσής του στα νοικοκυριά.
Παρά ταύτα, η βελτίωση της αγοραστικής δύναμης και του βιοτικού
επιπέδου των εργαζομένων ήταν εμφανής. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο,
και δη μετά την πρόσφατη παγκόσμια κρίση και ύφεση του 2008, η έννοια
της «ευημερούσας Δύσης» μοιάζει να χάνει το περιεχόμενό της. Και στον
πυρήνα της αλλαγής αυτής βρίσκονται, όπως παρατηρούν οι ειδικοί, τα
εισοδήματα των εργαζομένων.
Τέσσερις ειδικοί που μετείχαν σε έρευνα του BBC διαπιστώνουν ότι, ενώ σε
γενικές γραμμές μεταπολεμικά οι μισθοί αυξάνονταν με τον διόλου
ευκαταφρόνητο ρυθμό 2% ετησίως, «από την παγκόσμια χρηματοοικονομική
κρίση του 2008 και εντεύθεν οι μισθοί υποχώρησαν αισθητά στις πιο
πλούσιες χώρες, ενώ στις φτωχές χώρες είτε πάγωσαν είτε σημείωσαν
μικρότερη πτώση». Και οι λόγοι για το φαινόμενο αυτό είναι διαρθρωτικοί,
όπως παρατηρεί ο Τζον Βαν Ρίινεν, διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών
Επιδόσεων του London School of Economics.
Mεταρρυθμίσεις
Ο Κρίστιαν Ντάστμαν, καθηγητής Οικονομικών του University College
London, εξηγεί ποιοι είναι οι «διαρθρωτικοί λόγοι» λαμβάνοντας ως
παράδειγμα τη Γερμανία.
«Στη Γερμανία το κόστος της ενοποίησης του 1990 είχε ως αποτέλεσμα το
φρενάρισμα των μισθών για ένα διάστημα τουλάχιστον δέκα χρόνων. Στη
συνέχεια η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης προς Ανατολάς πυροδότησε ένα
κύμα μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων στις νέες χώρες-μέλη, γεγονός που
πίεσε πτωτικά τους μισθούς και ανάγκασε τα συνδικάτα της Γερμανίας να
δεχθούν τις μειώσεις αυτές» δήλωσε ο βρετανός καθηγητής.
Ο τότε καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ για να αντιμετωπίσει την κάθετη
πτώση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας υιοθέτησε την
περιβόητη «Ατζέντα 2010» που μεταξύ άλλων μέτρων περιλάμβανε την
καθήλωση των μισθών.
Επιλεκτική ευελιξία
Διαρθρωτικοί είναι όμως και οι λόγοι της μισθολογικής στασιμότητας στην
Ιαπωνία. Ο καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Ερευνητικού
Ινστιτούτου για τις Γυναίκες και τις Καριέρες στο Japan Women’s
University Ματσίκο Οζάουα εκτιμά ότι οι συστημικές αλλαγές ξεκίνησαν
στην Ιαπωνία επίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ηταν τα χρόνια που η
παγκοσμιοποίηση επεκτάθηκε αισθητά και οι ιαπωνικές επιχειρήσεις
άρχισαν να επιδιώκουν τη μεγαλύτερη αύξηση κερδοφορίας τους μέσα στο
συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα.
Το αποτέλεσμα ήταν να θριαμβεύσουν και στην Ιαπωνία ο χρηματιστηριακός
καπιταλισμός και το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, να καθηλωθούν οι
μισθοί, να υιοθετηθούν ευέλικτες μορφές απασχόλησης, να κλονιστεί,
τέλος, ακόμη και ο παραδοσιακός στην Ιαπωνία θεσμός της «ισόβιας
εργασίας». Της πρόσληψης, δηλαδή, ενός νέου εργαζομένου σε μια εταιρεία
από την οποία γνώριζε ότι θα συνταξιοδοτηθεί.
«Η υιοθέτηση ευέλικτων μοντέλων απασχόλησης είναι η βασική αιτία για την
ανάσχεση της μισθολογικής εξέλιξης του μέσου εργαζομένου, όχι μόνο στην
Ιαπωνία, αλλά και σε όλες τις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες»
υπογραμμίζει ο ιάπωνας καθηγητής.
Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ και τη Βρετανία το νεοφιλελεύθερο οικονομικό
μοντέλο είχε δοκιμαστεί μια εικοσαετία νωρίτερα, όπως σημειώνουν οι
ειδικοί. Γι’ αυτό και θεωρούν ότι, ειδικά στις ΗΠΑ, αν συνυπολογίσει
κανείς και το κόστος ζωής, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι εδώ και μια
40ετία – το 1976 πήρε το Νομπέλ Οικονομίας ο Μίλτον Φρίντμαν και άρχισαν
να διαδίδονται οι αρχές της Σχολής του Σικάγου, το 1979 και το 1980
ήρθαν αντίστοιχα στην εξουσία η Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία και ο
Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ για να εφαρμόσουν τη λεγόμενη «Νέα Οικονομία».
Τεχνολογία
Στις ΗΠΑ πάντως είναι και η ρομποτική και οι άλλες τεχνολογικές
καινοτομίες που εφαρμόστηκαν, κυρίως στον δευτερογενή τομέα της
οικονομίας, και οι οποίες συνεισέφεραν στην καθήλωση των μισθών και ως
εκ τούτου στην κάμψη της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Κάτι που, παρεμπιπτόντως, και οι τέσσερις ειδικοί θεωρούν ως την
κεντρική τροχοπέδη για την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού και την
τόνωση της ανάπτυξης που εναγωνίως πασχίζουν να πετύχουν την περίοδο
αυτή οι κυβερνήσεις και οι κεντρικοί τραπεζίτες της Δύσης.
Ο Τζέισον Φάρμαν, επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων του Μπαράκ
Ομπάμα, εξηγεί ότι η ρομποτική και εν γένει η αυτοματοποίηση της
παραγωγής έχει μεν στερήσει την αγορά από πολλά εργατικά χέρια και έχει
συμβάλει τα μάλα στην καθήλωση των μισθών, έχει ωστόσο ευνοήσει
σημαντικά από μισθολογικής πλευράς τους εργαζομένους με υψηλή
επαγγελματική κατάρτιση.
Συνέβαλε επίσης, κατά τον Φάρμαν, και στην εκτίναξη των κερδών των επιχειρήσεων.
Οι τεχνολογικές εφαρμογές προκάλεσαν, δηλαδή, το γενικευμένο στις ΗΠΑ
φαινόμενο να ευημερούν οι επιχειρήσεις αλλά όχι οι εργαζόμενοι σε αυτές
– εξαιρουμένων, βέβαια, ολίγων υψηλόβαθμων στελεχών με μεγάλη
επαγγελματική εξειδίκευση και διοικητικές ευθύνες. «Σε αυτό συνέβαλε και
η πτώση της συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικαλιστικά όργανα σε
ιστορικά χαμηλά ποσοστά, περίπου στο 10%» παρατηρεί ο οικονομικός
σύμβουλος του αμερικανού προέδρου.
Αλέξανδρος Καψύλης
Αλέξανδρος Καψύλης
Newsroom ΔΟΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου