Η
βυζαντινή περίοδος της Ιστορίας της Κύπρου τερματίζεται με μια ακόμη
αποσχιστική ενέργεια, το 1185, και την κατάληψη του νησιού από το
Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο το βασιλιά της Αγγλίας, το 1191.
Το 1185 έφτασε στην Κύπρο ο Ισαάκιος Κομνηνός, γόνος της ίδιας οικογένειας των Κομνηνών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Με πλαστά έγγραφα, κατέλαβε την εξουσία ως κυβερνήτης του νησιού και μετά ανακήρυξε τον εαυτό του ως ανεξάρτητο μονάρχη και ηγεμόνα της Κύπρου. Ο Ισαάκιος ήταν ανεψιός του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143-1180). Είχε διοριστεί το 1185 στρατιωτικός διοικητής της βυζαντινής πόλης Ταρσού της Κιλικίας (Μικρά Ασία, απέναντι από την Κύπρο), όπου απέτυχε σε στρατιωτική επιχείρηση κατά των Αρμενίων και πιάστηκε αιχμάλωτος. Με λύτρα που καταβλήθηκαν από τους Κυπρίους, με τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α' Κομνηνού (1183-1185), αφέθηκε ελεύθερος. Αντί τότε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπως είχε διαταχτεί, ήρθε στην Κύπρο με μικρή δύναμη μισθοφόρων που είχε στρατολογήσει και κατέλαβε την εξουσία στο νησί. Το Βυζάντιο, αντιδρώντας στη στασιαστική ενέργεια του Ισαακίου, έστειλε εναντίον του στρατιωτική δύναμη από 70 πλοία το 1186. Με βοήθεια του Νορμανδικού στόλου από τη Σικελία, ο Ισαάκιος απέκρουσε το βυζαντινό στράτευμα και σταθεροποίησε τη θέση του ως ανεξάρτητος ηγεμόνας της Κύπρου. Όχι όμως για πολύ. Κυβέρνησε το νησί τυραννικά για λίγα μόνο χρόνια, μέχρι το 1191. Ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, που βρισκόταν στη ζωή αυτή ακριβώς την περίοδο, σε ένα κείμενό του με τίτλο "Περί των κατά την χώραν Κύπρου σκαιών", αφηγείται με δραματικό τρόπο τα γεγονότα. Ο άγιος Νεόφυτος αναφέρει ότι αυτός "εκάκωσε την χώραν", "διήρπασε τους βίους των πλουσίων", τυράννησε δε τους άρχοντες, ακόμη και τους φίλους του, "ώστε πάντας εν αμηχανία διάγειν".
Το 1185 έφτασε στην Κύπρο ο Ισαάκιος Κομνηνός, γόνος της ίδιας οικογένειας των Κομνηνών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Με πλαστά έγγραφα, κατέλαβε την εξουσία ως κυβερνήτης του νησιού και μετά ανακήρυξε τον εαυτό του ως ανεξάρτητο μονάρχη και ηγεμόνα της Κύπρου. Ο Ισαάκιος ήταν ανεψιός του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143-1180). Είχε διοριστεί το 1185 στρατιωτικός διοικητής της βυζαντινής πόλης Ταρσού της Κιλικίας (Μικρά Ασία, απέναντι από την Κύπρο), όπου απέτυχε σε στρατιωτική επιχείρηση κατά των Αρμενίων και πιάστηκε αιχμάλωτος. Με λύτρα που καταβλήθηκαν από τους Κυπρίους, με τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α' Κομνηνού (1183-1185), αφέθηκε ελεύθερος. Αντί τότε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπως είχε διαταχτεί, ήρθε στην Κύπρο με μικρή δύναμη μισθοφόρων που είχε στρατολογήσει και κατέλαβε την εξουσία στο νησί. Το Βυζάντιο, αντιδρώντας στη στασιαστική ενέργεια του Ισαακίου, έστειλε εναντίον του στρατιωτική δύναμη από 70 πλοία το 1186. Με βοήθεια του Νορμανδικού στόλου από τη Σικελία, ο Ισαάκιος απέκρουσε το βυζαντινό στράτευμα και σταθεροποίησε τη θέση του ως ανεξάρτητος ηγεμόνας της Κύπρου. Όχι όμως για πολύ. Κυβέρνησε το νησί τυραννικά για λίγα μόνο χρόνια, μέχρι το 1191. Ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, που βρισκόταν στη ζωή αυτή ακριβώς την περίοδο, σε ένα κείμενό του με τίτλο "Περί των κατά την χώραν Κύπρου σκαιών", αφηγείται με δραματικό τρόπο τα γεγονότα. Ο άγιος Νεόφυτος αναφέρει ότι αυτός "εκάκωσε την χώραν", "διήρπασε τους βίους των πλουσίων", τυράννησε δε τους άρχοντες, ακόμη και τους φίλους του, "ώστε πάντας εν αμηχανία διάγειν".
Το
1191, στο πλαίσιο της τρίτης σταυροφορίας προς τους Αγίους Τόπους,
πέρασε από την Κύπρο ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο "Λεοντόκαρδος".
Αφού δεν κατόρθωσε να συνεννοηθεί με τον Ισαάκιο, ο Ριχάρδος τον
πολέμησε, τον νίκησε, τον κυνήγησε και τελικά τον συνέλαβε και
αιχμάλωτο. Έτσι η Κύπρος περιήλθε στην κατοχή του Άγγλου βασιλιά. Ο
Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος δεν επιθυμούσε να διατηρήσει μόνιμα υπό τη δική
του εξουσία την Κύπρο. Αφού το νησί λεηλατήθηκε και "απέδωσε"όσους
θησαυρούς ήταν δυνατό να αρπαγούν, ο Άγγλος βασιλιάς τέλεσε το γάμο του
με τη Βερεγγάρια στη Λεμεσό και στη συνέχεια αναχώρησε για τον τελικό
του προορισμό, τους Αγίους Τόπους. Εφόσον όμως είχε καταλάβει την Κύπρο,
θέλησε να την εκμεταλλευτεί περισσότερο για προσωπικό όφελος και άρχισε
ν' αναζητά αγοραστές. Οι αγοραστές βρέθηκαν σύντομα και ήταν οι Ναΐτες
ιππότες. Οι Ναΐτες, δηλαδή Ιππότες του Ναού, ή όπως τους αποκαλεί ο
μεσαιωνικός Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, Τεμπλιώτες,
αποτελούσαν ισχυρότατο θρησκευτικό στρατιωτικό τάγμα του Μεσαίωνα. Η
πλήρης ονομασία του τάγματος ήταν: Πτωχοί ιππότες του Χριστού και του
Ναού του Σολομώντος. Το τάγμα των Ναϊτών ιδρύθηκε το 1118 από λίγους
Γάλλους σταυροφόρους ιππότες στα Ιεροσόλυμα, που βρίσκονταν τότε υπό την
κατοχή των σταυροφόρων της Δύσης. Επικεφαλής της μικρής αυτής ομάδας
ήταν ο ιππότης Ούγος ντε Παγιέν (de Payens) και σκοπός της ήταν η
προστασία των Ιεροσολύμων αλλά και των Χριστιανών προσκυνητών. Ο τότε
βασιλιάς του βασιλείου των Ιεροσολύμων Βαλδουίνος Β' παραχώρησε στον
πρώτο αυτό πυρήνα του τάγματος ως στέγη μια πτέρυγα του παλατιού του,
που θεωρούνταν ότι ήταν κτισμένη πάνω στα ερείπια του περίφημου ναού του
Σολομώντα, από όπου προήλθε και η ονομασία Ναΐτες. Τους είχε
παραχωρηθεί ο χώρος όπου βρισκόταν το τέμενος Κουβάτ ες-Σάχρα που είχε
διαδεχτεί το ναό του Σολομώντα. Αργότερα ο αριθμός των Ναϊτών ιπποτών
άρχισε να πληθαίνει, ιδίως μετά την προπαγάνδα, του αγίου Βερνάρδου του
Κλερβό ο οποίος διατύπωσε σε τυπικό και τους κανόνες διαβίωσης των μελών
του τάγματος. Έτσι το τάγμα των Ναϊτών έγινε ένα πολύ ισχυρό
στρατιωτικό σώμα που συγκέντρωσε και τεράστιο πλούτο και απέκτησε
κτήματα και άλλες περιουσίες σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Στην απόκτηση
της τεράστιας δύναμής του συνέβαλε αποφασιστικά η παπική εύνοια. Ο
πάπας, με βούλα του, είχε καταστήσει το τάγμα ανεξάρτητο που δεν
υπαγόταν στην εξουσία κανενός παρά ήταν υπόλογο μόνο στον ίδιο. Του
παραχώρησε προνόμια, όπως το δικαίωμα να διατηρεί δικούς του
εξομολογητές. Το απάλλαξε, επίσης, από κάθε είδους φορολογία. Η οργάνωση
του τάγματος ήταν αυστηρά ιεραρχημένη και επικεφαλής ήταν ο μέγας
μάγιστρος, με βαθμό ηγεμόνα. Το 1260 η δύναμη του τάγματος έφτανε στους
20.000 ιππότες. Η έδρα του τάγματος ήταν στα Ιεροσόλυμα, αφού κύριος
σκοπός του, εκτός από το μοναχικό βίο, η δια των όπλων υπεράσπιση του
Αγίου Τάφου μπροστά στην απειλή από τους μη Χριστιανούς. Όμως μετά τον
εκτοπισμό των Χριστιανών από τη Συρία και την Παλαιστίνη και την
επικράτηση και πάλι των Μωαμεθανών, εκτοπίστηκαν από εκεί και οι Ναΐτες
που το 1291 μετέφεραν την έδρα του τάγματός τους στην Κύπρο. Αργότερα, ο
βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Δ' ο Ωραίος αποφάσισε να τους
καταστρέψει. Με υποστήριξη του πάπα Κλήμεντα Ε', το τάγμα απαγορεύτηκε
τον Μάρτη του 1308. Οι κατηγορίες περιελάμβαναν την ειδωλολατρία, τις
μυστικές ιεροτελεστίες και την ασέλγεια. Ο αρχηγός του τάγματος Ζακ ντε
Μολάν που είχε συλληφθεί στο Παρίσι, το 1307, κάηκε στην πυρά ως
αιρετικός και το τάγμα διαλύθηκε. Μέλη του εκτελέστηκαν, ενώ άλλα
διέρρευσαν σε άλλα τάγματα. Οι Ναΐτες ιππότες ήταν οι πρώτοι που
εγκαθίδρυσαν δυτικού τύπου διοίκηση στην Κύπρο, το 1191. Αφού το νησί
κατακτήθηκε από το βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο και αφού
λεηλατήθηκε άγρια, πουλήθηκε στους Ναΐτες στην τιμή των 100.000
βυζαντίων. Το τάγμα των Ναϊτών έστειλε τότε στην Κύπρο μικρή δύναμη
ιπποτών του, υπό την αρχηγία του Αρνό ντε Μπουχάρ. Η μικρή αυτή
στρατιωτική δύναμη του τάγματος είχε εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα
Λευκωσία, χρησιμοποιώντας ως έδρα της το κάστρο των βυζαντινών. Η
διοίκηση ήταν ιδιαίτερα σκληρή και καταπιεστική απέναντι στο ντόπιο
πληθυσμό. Προσπάθησαν να εξασφαλίσουν από το υστέρημα του λαού το μεγάλο
χρέος τους στο Ριχάρδο και στον οποίο είχαν προκαταβάλει 40.000
βυζάντια και χρωστούσαν τις υπόλοιπες 60.000. Η σκληρότητά τους δεν
άργησε να οδηγήσει το λαό σε εξέγερση, βασικά το λαό της Λευκωσίας που
φαίνεται ότι είχε ενισχυθεί και από άλλους από τις γύρω περιοχές. Οι
Ναΐτες κλείστηκαν στο κάστρο της Λευκωσίας όπου και πολιορκήθηκαν από το
λαό. Το Πάσχα όμως του 1192 (5 Απρίλη) και ύστερα από ολονύκτιες
ιεροτελεστείες, οι Ναΐτες έκαναν έξοδο κι έπεσαν στο πλήθος. Οι Κύπριοι
είχαν υποτιμήσει τη μικρή δύναμη των Ναϊτών και πολλοί είχαν, εξάλλου,
γλεντήσει και μεθύσει εκείνη την ημέρα του Πάσχα. Έτσι ο λαός της
Λευκωσίας αιφνιδιάστηκε και σκορπίστηκε. Οι σιδερόφρακτοι Ναΐτες έπεσαν
πάνω στους συγκεντρωμένους και σε ολόκληρη την πόλη συνέβη τρομερή
σφαγή, τόση ώστε το αίμα έρεε στον ποταμό Πεδιαίο, όπως γράφει ο Φλώριος
Βουστρώνιος. Ακολούθησε η λύπη και το κλάμαν, όπως γράφει ο Λεόντιος
Μαχαιράς. Οι ολιγάριθμοι Ναΐτες κατόρθωσαν να επιβληθούν. Ήταν όμως
φανερό ότι δε θα μπορούσαν πια με τις μικρές τους δυνάμεις να κρατήσουν
για πολύ την Κύπρο. Και γιατί το μίσος του λαού πολλαπλασιάστηκε. Ούτε
για ένα χρόνο την κράτησαν. Αμέσως ακύρωσαν τη συμφωνία τους με το
Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο και του επέστρεψαν το νησί. Έτσι, ο Άγγλος
βασιλιάς αναζήτησε άλλο αγοραστή. Ο δεύτερος που βρέθηκε ήταν ο Γάλλος
ευγενής Γκι ντε Λουζινιάν, ο οποίος και είχε συμβάλει τον προηγούμενο
χρόνο στην κατάληψη της Κύπρου. Ο Γκι ντε Λουζινιάν αγόρασε την Κύπρο
στην ίδια τιμή (100.000 χρυσά βυζάντια), πληρώνοντας ως προκαταβολή
40.000 (ποσό που επιστράφηκε στους Ναΐτες) κι αναλαμβάνοντας έναντι του
Ριχάρδου το υπόλοιπο χρέος των 60.000. Το χρέος πληρώθηκε στα επόμενα
χρόνια από τον ίδιο το Γκι και τον αδελφό του Αμορί. Ο Γκι ντε
Λουζινιάν είναι ο ιδρυτής της δυναστείας των Λουζινιανών βασιλιάδων της
Κύπρου που κυβέρνησαν το νησί για τους επόμενους τρεις περίπου αιώνες,
κατά την περίοδο δηλαδή που είναι γνωστή ως φραγκοκρατία (1192-1489).
Ωστόσο ο ίδιος ο Γκι ντε Λουζινιάν δεν έγινε βασιλιάς της Κύπρου επειδή
πέθανε δύο μόνο χρόνια αργότερα, το 1194. Ο Γκι είχε στεφτεί βασιλιάς
των Ιεροσολύμων το 1186, αλλά έχασε το βασίλειο εκείνο το 1192, οπότε
και αγόρασε την Κύπρο. Την Κύπρο οργάνωσε σε βασίλειο ο αδελφός του
Αμορί, που επίσημα αναγνωρίστηκε ως τέτοιο το 1197.Η εποχή αυτή
χαρακτηρίζεται από πλούτο και χλιδή για τους ξένους, από εξαθλίωση και
ανέχεια για τους ντόπιους, από δύναμη και πολεμικές περιπέτειες, αλλά
και από έριδες, δολοπλοκίες, πάθη, συνωμοσίες και φόνους. Η Κύπρος
οργανώθηκε σε βασίλειο δυτικοευρωπαϊκού τύπου και κλήθηκαν να έρθουν για
μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο Ευρωπαίοι ευγενείς και τυχοδιώκτες, που
τους δόθηκαν τιμάρια και δουλοπάροικοι. Έτσι, η Κύπρος διαχωρίστηκε σε
πολλά φέουδα, ενώ ένας μεγάλος αριθμός χωριών παρέμεινε ως περιουσία της
βασιλικής οικογένειας. Μαζί με τους ξένους φεουδάρχες εγκαταστάθηκε
στην Κύπρο και η Λατινική Εκκλησία, ευρισκόμενη υπό τη δικαιοδοσία του
πάπα, που απέκτησε πλούτο σε βάρος της ντόπιας Ορθόδοξης Εκκλησίας και
μεγάλη ισχύ. Στο νησί έφτασαν από την αρχή και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα
μέρη και αρκετά δυτικά εκκλησιαστικά τάγματα που εγκατέλειψαν τους
Αγίους Τόπους. Μερικά από τα τάγματα αυτά ήταν στρατιωτικά (Ναΐτες,
Ιωαννίτες). Εκτός από αυτά, και εξαιτίας των ευνοϊκών προοπτικών,
εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, όπου και απέκτησαν ισχύ υποστηριζόμενοι από
τις δυνατές μητροπόλεις τους, και πολλοί έμποροι: Βενετοί, Γενουάτες,
Καταλανοί κ.ά. Η μεγάλη ζήτηση στην Ευρώπη των εξωτικών προϊόντων της
Ανατολής, γενικότερα δε το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, διεξαγόταν
κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος του μέσω της Κύπρου. Τα ατέλειωτα καραβάνια
που έφταναν από τα βάθη της Ασίας στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου
συναντιόνταν εκεί με τους στόλους των Ευρωπαίων, που διακινούνταν μέσω
των κυπριακών λιμανιών. Ιδιαίτερα το λιμάνι της Αμμοχώστου έγινε ένα από
τα σπουδαιότερα με αποτέλεσμα να συσσωρευτεί στην πόλη αυτή αμύθητος
πλούτος. Ο Λεόντιος Μαχαιράς περιγράφει, στο Χρονικόν του, μια δεξίωση
που έδωσε ένας έμπορος της Αμμοχώστου, κατά τη διάρκεια της οποίας
προσφέρθηκαν στο βασιλιά και στους λοιπούς προσκεκλημένους σωροί από
πολύτιμα πετράδια, όσα μπορούσε ο καθένας να μεταφέρει. Κυρίαρχη ήταν η
τάξη των ευγενών, με επικεφαλής το βασιλιά, "πρώτο μεταξύ ίσων".
Ακολουθούσε η τάξη των ιπποτών και των αρχόντων, των εκκλησιαστικών και
των ανώτερων κρατικών αξιωματούχων και ερχόταν ύστερα η τάξη των αστών. Η
μεγάλη μάζα του ντόπιου πληθυσμού ήταν δουλοπάροικοι και ακτήμονες,
σκλάβοι στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, των ευγενών και των
αρχόντων. Λίγοι μόνο από αυτούς κατόρθωσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία
τους και ακόμη πιο λίγοι κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν κι ένα κομμάτι γης για
να σχηματίσουν, μαζί με αρκετούς ξένους τεχνίτες (Σύριους, Αρμένιους
κ.ά.), μια μικροαστική τάξη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, το μόνο
ίσως σώμα που θα μπορούσε να εργαστεί για κάποια, έστω, δικαιώματα του
ντόπιου πληθυσμού, βρέθηκε και αυτή υπό σκληρό διωγμό. Η Λατινική
Εκκλησία εγκατέστησε στην Κύπρο τέσσερις επισκοπές, από τις οποίες η
πρώτη (αρχιεπισκοπή) έδρευε στη Λευκωσία και οι υπόλοιπες στην
Αμμόχωστο, στη Λεμεσό και στην Πάφο. Οι δεκατέσσερις Ορθόδοξες επισκοπές
του νησιού ελαττώθηκαν και αυτές σταδιακά σε τέσσερις. Αλλά και οι
τέσσερις που απέμειναν τελικά, εκδιώχθηκαν από τις πόλεις και κατέφυγαν η
μεν αρχιεπισκοπή στη Σολιά και οι υπόλοιπες στην Καρπασία, στα Λεύκαρα
και στην Πόλη Χρυσοχούς (Αρσινόη). Πέρα από την οικονομική και άλλου
είδους καταπίεση, χαρακτηριστικό δείγμα των διωγμών που υπέστησαν οι
Ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί του νησιού είναι η καταδίκη, το μαρτύριο και ο
θάνατος στην πυρά, το 1231, των δεκατριών μοναχών της Καντάρας που
αρνήθηκαν να αποδεχτούν μερικές δοξασίες της Δυτικής Εκκλησίας. Στο
μεταξύ άρχισαν να γίνονται σε ολόκληρη την Κύπρο, ιδιαίτερα δε στην
Αμμόχωστο και στην πρωτεύουσα Λευκωσία, πολλά λαμπρά έργα. Οι πόλεις
οχυρώθηκαν και κτίστηκαν πολυτελή παλάτια τόσο βασιλικά όσο και
ιδιωτικά. Ένας μεγάλος αριθμός μοναστηριών κτίστηκαν στη Λευκωσία αλλά
και αλλού, εξαίρετο δε δείγμα γοτθικής αρχιτεκτονικής αποτελεί το
σωζόμενο αβαείο του Πέλλα Παΐς. Από τους πολλούς ναούς στη Λευκωσία,
λαμπρότερος ήταν ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας, στον οποίο γίνονταν
οι τελετές στέψης των βασιλιάδων της Κύπρου και οι γάμοι τους. Μεταξύ
δε των επίσης πολλών εκκλησιών της Αμμοχώστου, μεγαλοπρεπέστερος ήταν ο
καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου στον οποίο οι Κύπριοι βασιλιάδες
στέφονταν και βασιλιάδες των Ιεροσολύμων, αφού κληρονόμησαν και τον
τίτλο αυτό, όχι όμως και το ίδιο το βασίλειο που είχε καταληφθεί από
τους Μαμελούκους Τούρκους. Τις ισχυρότερες οχυρώσεις απέκτησαν η
Αμμόχωστος η Λευκωσία και η Κερύνεια, ενώ ενισχύθηκαν και τα τρία
βυζαντινά φρούρια του Πενταδακτύλου. Στις άλλες πόλεις κτίστηκαν επίσης
κάστρα ενώ πύργοι και οχυρωματικά έργα έγιναν και σε αρκετά άλλα μέρη
που αποτελούσαν είτε έδρες ταγμάτων (Κολόσσι) είτε φέουδα (Επισκοπή
Λεμεσού, Κούκλια Πάφου). Η ελληνική γλώσσα εξακολούθησε να βρίσκεται σε
χρήση στην Κύπρο, και ως επίσημη γλώσσα του βασιλείου, κυρίως στις
διπλωματικές και άλλες επαφές του με την Ανατολή. Υπήρχε όμως τεράστιο
ζήτημα εκπαίδευσης, εξαιτίας της άθλιας θέσης του πληθυσμού, που
σταδιακά συνέτεινε στο να νοθευτεί η ελληνική γλώσσα με πλήθος
ελληνοποιημένες γαλλικές και ιταλικές λέξεις. Όπως εξάλλου σημειώνει και
ο Λεόντιος Μαχαιράς:...και πήραν τον τόπον οι Λαζανιάδες (=Λουζινιανοί)
και από τότες αρκέψα να μαθάνουν φράνγκικα και βαρβαρίσαν τα ρωμαίκα,
ως γοιόν και σήμερον, και γράφομεν φράνγκικα και ρωμαίκα ότι εις τον
κόσμον δεν ηξεύρουν ίντα συντυχάννομεν...
Πηγή:http://www.hellenica.de/Griechenland/Zypern/Ges/GR/KyprosFrankokratia.html
Πηγή:http://www.hellenica.de/Griechenland/Zypern/Ges/GR/KyprosFrankokratia.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου