_____________________________________________________________
Πριν συνεχίσουμε, αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά παραπάνω σ’ αυτή την πολυσχιδή και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που λεγόταν Κυριάκος Βαρβαρέσος. Μπορώ, πάντως, να πω εκ προοιμίου ότι εκτίμησή μου είναι πως ο Βαρβαρέσος, τηρουμένων των αναλογιών και λαμβανομένου υπ’ όψη ότι επρόκειτο περί ακραιφνούς αστού, δεν άφησε άσχημο αποτύπωμα στα οικονομικά -και όχι μόνο- πράγματα της χώρας.
Είπαμε ήδη ότι ιδέα του Βαρβαρέσου ήταν η φυγάδευση του ελληνικού χρυσού πριν μπουν οι γερμανοί στην Αθήνα. Βέβαια, η κατοχική κυβέρνηση απάλλαξε από τα καθήκοντά τους τον διοικητή Βαρβαρέσο και τον υποδιοικητή Μαντζαβίνο, πλην όμως η αυτοεξόριστη νόμιμη διοίκηση της ΤτΕ, αφού περιπλανήθηκε για λίγον καιρό στην Νότια Αφρική, κατέληξε στο Λονδίνο όπου έστησε κατάστημα με έξι άτομα όλα κι όλα.
Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος (μέσον) στην διάσκεψη του Μπρέττον Γουντς (1944). |
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, ο Βαρβαρέσος έκανε σημαντικό έργο στα
χρόνια του πολέμου. Κατ’ αρχάς, πολέμησε με νύχια και με δόντια την
απαγόρευση αποστολής τροφίμων στην κατεχόμενη Ελλάδα, που είχε επιβάλει
στον Ερυθρό Σταυρό η βρεττανική κυβέρνηση. Πράγματι, ενώ ο κόσμος
λιμοκτονούσε (κατά βάση στα μεγάλα αστικά κέντρα και, κυρίως, στην
Αθήνα), οι άγγλοι πίστευαν ότι δεν πρέπει να στείλουν βοήθεια ώστε,
τελικά, οι πεινασμένοι να ξεσηκωθούν κατά των κατακτητών. Ο Βαρβαρέσος
κατάφερε να πείσει τον σουηδικό Ερυθρό Σταυρό να εναντιωθεί στην
βρεττανική απαγόρευση.
Ένα άλλο που έκανε κατά την διάρκεια του πολέμου ο Βαρβαρέσος, είναι ότι φορολόγησε τους… εφοπλιστές! Πώς έγινε αυτό; Μετά την συνθηκολόγηση της Ελλάδας, η βρεττανική κυβέρνηση εκμίσθωσε τα πλοία των ελλήνων εφοπλιστών για να καλύψει πολεμικές ανάγκες της. Άφησε, όμως, στους εφοπλιστές την δυνατότητα να χρησιμοποιούν προς όφελός τους τα επιταγμένα καράβια, κατά το μέρος τους που δεν χρησιμοποιόταν για τον πόλεμο. Δηλαδή, αν οι βρεττανοί φόρτωναν 60 τόννους όπλα σε ένα πλοίο 100 τόννων, ο εφοπλιστής μπορούσε να φορτώσει για πάρτη του 40 τόννους χαρούπια για να τα εμπορευτεί. Όμως, εκτός από διοικητης τής ΤτΕ, ο Βαρβαρέσος ήταν και υπουργός οικονομικών τής εξόριστης κυβέρνησης και, ως τέτοιος, θεώρησε ότι τα κέρδη ενός επιταγμένου πλοίου συνιστούν φορολογητέα ύλη. Επέβαλε, λοιπόν, φόρο στους έλληνες εφοπλιστές και, μάλιστα, καταβλητέον σε στερλίνες. Παρά τις αντιδράσεις, η Τράπεζα κατάφερε να μαζέψει κατ’ αυτόν τον τρόπο περίπου 1,2 εκατ. λίρες μέχρι το τέλος του πολέμου.
Μετά τον πόλεμο, κάποιοι επεχείρησαν να βάλουν φρένο στον Βαρβαρέσο, το όνομα του οποίου είχε πάρει ήδη διεθνή αίγλη (*). Έτσι, στις αρχές Οκτωβρίου του 1944 η κυβέρνηση κατάργησε την θέση του Β’ Υποδιοικητού της ΤτΕ, θεσπίζοντας θέση Συνδιοικητού, στην οποία διόρισε τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Ο Βαρβαρέσος χολώθηκε και υπέβαλε την παραίτησή του. Όπως δήλωσε, δεν είχε πρόβλημα με τον Ζολώτα αλλά θεώρησε αφ’ ενός μεν προσβλητική γι’ αυτόν και τον υποδιοικητή Μαντζαβίνο την δημιουργία θέσης Συνδιοικητή, χωρίς προηγούμενη συζήτηση ή συνεννόηση, αφ’ ετέρου δε «απρεπή και άκοσμον» την τοποθέτηση σ’ αυτήν την θέση κάποιου που δεν είχε ως τότε καμμιά πείρα σε διοίκηση οργανισμών ή τραπεζών. Μπροστά στην αδιαλλαξία του Βαρβαρέσου, η κυβέρνηση κατάργησε την θέση του Συνδιοικητή στις 7/1/1945.
Ο Βαρβαρέσος με τον Ζολώτα προσπάθησαν να βάλουν τάξη. Εξέδωσαν την νέα δραχμή, ίση προς 50 δισ. παλιών δραχμών. Χτύπησαν την χρυσοφιλία, για να εμπεδώσουν την εμπιστοσύνη στο εθνικό νόμισμα. Και, κυρίως, έβαλαν σειρά στις πιστώσεις: όποια επιχείρηση ήθελε δάνειο, έπρεπε να υποβάλει αναλυτικό σχέδιο, η υλοποίηση του οποίου ελεγχόταν από την τράπεζα και, αν διαπιστωνόταν ότι τα χρήματα του δανείου είχαν διατεθεί σε άλλους προορισμούς, επιβαλλόταν πρόστιμο ίσο με το τριπλάσιο αυτού του ποσού.
Σαν να μην έφτανε αυτός ο ασφυκτικός έλεγχος, ο Βαρβαρέσος είχε άλλη μια φαεινή ιδέα: όσες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνταν αδιάκοπα κατά την περίοδο της κατοχής, δεν θα είχαν δικαίωμα να πάρουν δάνεια, με το σκεπτικό ότι, για να αντέξουν στην κατοχή, πρέπει να διέθεταν αρκετά ίδια κεφάλαια. Παράλληλα, απαγόρευσε σε κάποιον να παίρνει δάνειο από περισσότερες της μιας τράπεζες, απαγόρευσε την χορήγηση δανείων σε εμπορικές επιχειρήσεις ειδών πολυτελείας και, βέβαια, απαγόρευσε την παροχή πιστώσεων σε όσους ασχολούνταν με αγοραπωλησία χρυσού ή συναλλάγματος.
Όλα αυτά τα μέτρα αλλά και πολλά άλλα μικρότερα, έγιναν μεν αποδεκτά από το ευρύ κοινό αλλά συνάσπισαν σε μέτωπο κατά του Βαρβαρέσου όλους όσους βρέθηκαν εκείνη την εποχή με τον πλούτο στα χέρια τους. Ο πόλεμος άρχισε και, σύντομα, οι ελλείψεις στην αγορά, ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης, πήραν διαστάσεις χιονοστοιβάδας, προκαλώντας εκτεταμένες λαϊκές αντιδράσεις. Η κυβέρνηση Βούλγαρη (στην οποία ο μεν Βαρβαρέσος ήταν αντιπρόεδρος και υπουργός εφοδιασμού, ο δε Μαντζαβίνος υπουργός οικονομικών) ανησύχησε και ζήτησε από τον Βαρβαρέσο να νερώσει λίγο το κρασί του. Αντί για απάντηση, ο Βαρβαρέσος παραιτήθηκε και αναχώρησε πρώτα για Λονδίνο και μετά για Ουάσιγκτον, όπου και πέθανε το 1957.
Υστερόγραφο: Το 1952 ο Βαρβαρέσος υπέβαλε στην κυβέρνηση Πλαστήρα, κατόπιν παραγγελίας της, την περίφημη «Έκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», ένα από τα δυο σπουδαιότερα οικονομικά συγγράμματα εκείνης της εποχής (το άλλο είναι «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα», του Δημήτρη Μπάτση). Δυστυχώς, κανένα από αυτά τα δυο σημαντικώτατα έργα δεν έκανε το αφτί τής εκάστοτε πολιτικής εξουσίας να ιδρώσει…
—————————————————-
(*) Τον Δεκέμβριο του 1943, ο Βαρβαρέσος παραιτήθηκε από υπουργός οικονομικών και ανέλαβε πρέσβυς επί οικονομικών θεμάτων. Μ’ αυτή την ιδιότητά του συμμετείχε στις διασκέψεις της Ατλάντικ Σίτυ, του Χοτ Σπρινγκς και, κυρίως, του Μπρέττον Γουντς, οι οποίες θεμελίωσαν την μεταπολεμική οικονομική αρχιτεκτονική.
Ένα άλλο που έκανε κατά την διάρκεια του πολέμου ο Βαρβαρέσος, είναι ότι φορολόγησε τους… εφοπλιστές! Πώς έγινε αυτό; Μετά την συνθηκολόγηση της Ελλάδας, η βρεττανική κυβέρνηση εκμίσθωσε τα πλοία των ελλήνων εφοπλιστών για να καλύψει πολεμικές ανάγκες της. Άφησε, όμως, στους εφοπλιστές την δυνατότητα να χρησιμοποιούν προς όφελός τους τα επιταγμένα καράβια, κατά το μέρος τους που δεν χρησιμοποιόταν για τον πόλεμο. Δηλαδή, αν οι βρεττανοί φόρτωναν 60 τόννους όπλα σε ένα πλοίο 100 τόννων, ο εφοπλιστής μπορούσε να φορτώσει για πάρτη του 40 τόννους χαρούπια για να τα εμπορευτεί. Όμως, εκτός από διοικητης τής ΤτΕ, ο Βαρβαρέσος ήταν και υπουργός οικονομικών τής εξόριστης κυβέρνησης και, ως τέτοιος, θεώρησε ότι τα κέρδη ενός επιταγμένου πλοίου συνιστούν φορολογητέα ύλη. Επέβαλε, λοιπόν, φόρο στους έλληνες εφοπλιστές και, μάλιστα, καταβλητέον σε στερλίνες. Παρά τις αντιδράσεις, η Τράπεζα κατάφερε να μαζέψει κατ’ αυτόν τον τρόπο περίπου 1,2 εκατ. λίρες μέχρι το τέλος του πολέμου.
Μετά τον πόλεμο, κάποιοι επεχείρησαν να βάλουν φρένο στον Βαρβαρέσο, το όνομα του οποίου είχε πάρει ήδη διεθνή αίγλη (*). Έτσι, στις αρχές Οκτωβρίου του 1944 η κυβέρνηση κατάργησε την θέση του Β’ Υποδιοικητού της ΤτΕ, θεσπίζοντας θέση Συνδιοικητού, στην οποία διόρισε τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Ο Βαρβαρέσος χολώθηκε και υπέβαλε την παραίτησή του. Όπως δήλωσε, δεν είχε πρόβλημα με τον Ζολώτα αλλά θεώρησε αφ’ ενός μεν προσβλητική γι’ αυτόν και τον υποδιοικητή Μαντζαβίνο την δημιουργία θέσης Συνδιοικητή, χωρίς προηγούμενη συζήτηση ή συνεννόηση, αφ’ ετέρου δε «απρεπή και άκοσμον» την τοποθέτηση σ’ αυτήν την θέση κάποιου που δεν είχε ως τότε καμμιά πείρα σε διοίκηση οργανισμών ή τραπεζών. Μπροστά στην αδιαλλαξία του Βαρβαρέσου, η κυβέρνηση κατάργησε την θέση του Συνδιοικητή στις 7/1/1945.
Ο Βαρβαρέσος με τον Ζολώτα προσπάθησαν να βάλουν τάξη. Εξέδωσαν την νέα δραχμή, ίση προς 50 δισ. παλιών δραχμών. Χτύπησαν την χρυσοφιλία, για να εμπεδώσουν την εμπιστοσύνη στο εθνικό νόμισμα. Και, κυρίως, έβαλαν σειρά στις πιστώσεις: όποια επιχείρηση ήθελε δάνειο, έπρεπε να υποβάλει αναλυτικό σχέδιο, η υλοποίηση του οποίου ελεγχόταν από την τράπεζα και, αν διαπιστωνόταν ότι τα χρήματα του δανείου είχαν διατεθεί σε άλλους προορισμούς, επιβαλλόταν πρόστιμο ίσο με το τριπλάσιο αυτού του ποσού.
Σαν να μην έφτανε αυτός ο ασφυκτικός έλεγχος, ο Βαρβαρέσος είχε άλλη μια φαεινή ιδέα: όσες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνταν αδιάκοπα κατά την περίοδο της κατοχής, δεν θα είχαν δικαίωμα να πάρουν δάνεια, με το σκεπτικό ότι, για να αντέξουν στην κατοχή, πρέπει να διέθεταν αρκετά ίδια κεφάλαια. Παράλληλα, απαγόρευσε σε κάποιον να παίρνει δάνειο από περισσότερες της μιας τράπεζες, απαγόρευσε την χορήγηση δανείων σε εμπορικές επιχειρήσεις ειδών πολυτελείας και, βέβαια, απαγόρευσε την παροχή πιστώσεων σε όσους ασχολούνταν με αγοραπωλησία χρυσού ή συναλλάγματος.
Όλα αυτά τα μέτρα αλλά και πολλά άλλα μικρότερα, έγιναν μεν αποδεκτά από το ευρύ κοινό αλλά συνάσπισαν σε μέτωπο κατά του Βαρβαρέσου όλους όσους βρέθηκαν εκείνη την εποχή με τον πλούτο στα χέρια τους. Ο πόλεμος άρχισε και, σύντομα, οι ελλείψεις στην αγορά, ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης, πήραν διαστάσεις χιονοστοιβάδας, προκαλώντας εκτεταμένες λαϊκές αντιδράσεις. Η κυβέρνηση Βούλγαρη (στην οποία ο μεν Βαρβαρέσος ήταν αντιπρόεδρος και υπουργός εφοδιασμού, ο δε Μαντζαβίνος υπουργός οικονομικών) ανησύχησε και ζήτησε από τον Βαρβαρέσο να νερώσει λίγο το κρασί του. Αντί για απάντηση, ο Βαρβαρέσος παραιτήθηκε και αναχώρησε πρώτα για Λονδίνο και μετά για Ουάσιγκτον, όπου και πέθανε το 1957.
Άλλη μια φωτογραφία του Βαρβαρέσου από το Μπρέττον Γουντς. Αριστερά, ο Ανδρέας Παπανδρέου |
—————————————————-
(*) Τον Δεκέμβριο του 1943, ο Βαρβαρέσος παραιτήθηκε από υπουργός οικονομικών και ανέλαβε πρέσβυς επί οικονομικών θεμάτων. Μ’ αυτή την ιδιότητά του συμμετείχε στις διασκέψεις της Ατλάντικ Σίτυ, του Χοτ Σπρινγκς και, κυρίως, του Μπρέττον Γουντς, οι οποίες θεμελίωσαν την μεταπολεμική οικονομική αρχιτεκτονική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου