Σήμερα ορκιζεται ο Κολοκοτρώνης στην Φιλική Εταιρία 1/12/1818 από τον φιλικό οπλαρχηγο Χρήστο Αναγνωσταρα.
“Ο Κολοκοτρώνης
μέλος της Φιλικής” είναι απόσπασμα από τη μυθιστορηματική βιογραφία του
Κολοκοτρώνη με τίτλο “Ο Γέρος του Μοριά”, που εκδόθηκε το 1931. Στο
απόσπασμα αυτό, που είναι γραμμένο στην απλή δημοτική γλώσσα, ο
συγγραφέας αναφέρεται σ’ ένα σημαντικό γεγονός από τη ζωή του αγωνιστή.
Ο Κολοκοτρώνης, αφού
εκδιώχθηκε από την Πελοπόννησο, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο, όπου ανέλαβε
υπηρεσία ως αξιωματικός σε στρατιωτικό σώμα από εθελοντές `Ελληνες.
Εκεί στη Ζάκυνθο μυήθηκε στα μυστήρια της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Κολοκοτρώνης ζούσε
αρχικά στην Πελοπόννησο, όπου ανήκε στην οικογένεια των κλεφτοαρματολών
που ενοχλούσαν τους Τούρκους. Κάποια στιγμή της ζωής του εγκαταστάθηκε
με την οικογένεια του στην Ζάκυνθο. Εκεί υπηρέτησε ως αξιωματικός σε
στρατιωτικό σώμα του Αγγλικού στρατού που το αποτελούσαν `Ελληνες
εθελοντές. `Οταν διαλύθηκαν τα συντάγματα αυτά, ο Κολοκοτρώνης
ασχολήθηκε με το εμπόριο.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν
άνθρωπος αξιαγάπητος. `Ολοι τον ήξεραν και τον τιμούσαν. Στις συναλλαγές
του ήταν τίμιος και όλοι τον εμπιστεύονταν. Στη Ζάκυνθο έμεινε
δεκαπέντε χρόνια. Ζούσε με την οικογένεια του σ’ ένα σπίτι κοντά στην
εκκλησία του Αγίου Λουκά. `Εμενε με τη γυναίκα του την Κατερίνα, με τις
δύο θυγατέρες του και τους τρεις γιους. Μαζί τους έμενε και η γριά
μητέρα του, η “καπετάνισσα”. `Ηταν ευτυχισμένος γιατί περνούσε μια ήσυχη
ζωή. Τα παιδιά του τα ανάθρεφε σα να ήταν αρχοντόπουλα και τους είχε
τους καλύτερους δασκάλους. Ο μεγαλύτερος του γιος, ο Πάνος, σπούδαζε
μάλιστα στην Ακαδημία στην Κέρκυρα.
Κάθε Κυριακή ο
Κολοκοτρώνης έπαιρνε τα παιδιά του, τη γυναίκα του και τη μάνα του και
πήγαιναν στην εκκλησία. Εκεί ο Μαρτελάος, ο δάσκαλος των παιδιών του,
έβγαινε στον άμβωνα και έκανε κήρυγμα. Οι Κολοκοτρωναίοι τον άκουγαν
όλοι γεμάτοι κατάνυξη, έχοντας συνεχώς στο μυαλό τους το εθνικό τους
πρόβλημα και την εκδίωξη των Τούρκων από την Ελλάδα.
Την περίοδο αυτή ο
Αλί Πασάς προσκάλεσε τον Κολοκοτρώνη στα Γιάννινα για να πάρει θέση στην
αυλή του. Ο Κολοκοτρώνης όμως αρνήθηκε να τον υπηρετήσει. Πόθος του
ήταν να υπηρετήσει την Ελλάδα και μόνον αυτή. Ποθούσε να πολεμήσει για
την ελευθερία της Ελλάδας. Κοίταζε τα βουνά του Μοριά και στεναχωριόταν
γιατί ήταν τουρκοπατημένα. Πολλές φορές έπαιρνε και το μικρότερο του
παιδί, τον Κολίνο, και του έδειχνε από μακριά τα βουνά του Μοριά,
λέγοντας του ότι εκεί έζησαν οι πρόγονοι τους, ενώ τώρα τα μέρη εκείνα
ήταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ποτέ όμως δεν έχανε τις ελπίδες του.
Πίστευε στην απελευθέρωση.
Μια μέρα του 1818
έφθασαν στην `Υδρα άνθρωποι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία: ο
Αναγνωσταράς, ο Χρυσοσπάθης και ο Δημητρακόπουλος. Το πρώτο που
σκέφτηκαν ήταν να μυήσουν στη Φιλική τον Κολοκοτρώνη. Τη δουλειά αυτή
την ανέθεσαν στον Πάγκαλο. Αυτός πλησίασε τον Κολοκοτρώνη και
προσπαθούσε να τον κατηχήσει. Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος ανυπομονούσε ν’
ακούσει τα ευχάριστα νέα του είπε να μιλήσει ευθέως. Τότε ο Πάγκαλος του
είπε για την “πανελλήνια συνωμοσία”, για την ένωση των ελληνικών
δυνάμεων ενάντια στον τούρκο δυνάστη. Τότε ο Κολοκοτρώνης προσφέρθηκε να
υπηρετήσει την πατρίδα του και ζήτησε να ορκιστεί.
Ξεκίνησαν, λοιπόν,
αμέσως για το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου των Λατίνων που ήταν το
αγαπημένο του Κολοκοτρώνη. Εκεί θα έδινε τον όρκο του. Ο παπάς ήταν ένας
Ηπειρώτης που βρισκόταν πρόσφυγας στη Ζάκυνθο. Αυτός όρκισε και άλλους
Φιλικούς. Ο Κολοκοτρώνης γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι και έβαλε
επάνω το χέρι του για να δώσει τον όρκο. Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε
μέσα στην εκκλησία ήταν κατανυκτική. Ο Κολοκοτρώνης έδινε τον όρκο του
γεμάτος ευλάβεια και το πρόσωπο του ήταν σα να ορκίζονταν όλοι οι
ραγιάδες μαζί.
Aφού τελείωσε το
μυστήριο ο Κολοκοτρώνης γύρισε στο σπίτι του. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος.
Τη μια στιγμή ήταν χαρούμενος και την άλλη έπεφτε σε περισυλλογή. Μετά
από πολύ καιρό, άρχισε πάλι να φροντίζει τα όπλα του. Παλαιότερα
συνήθιζε να πηγαίνει ν’ ακούει τον Μαρτελάο και τον Καλύβα, όταν έκαναν
μάθημα. Τώρα όμως θεωρούσε τα μαθήματα αυτά ανούσια. Το μυαλό του ήταν
στα όπλα, στις μάχες, στις νίκες, στο θάνατο.
Μια μέρα μάλιστα ενώ
παρακολουθούσε το μάθημα του Καλύβα, σηκώθηκε πάνω θυμωμένος και αφού
άρπαξε από την έδρα ένα χοντρό βιβλίο ήθελε να το σχίσει. Θεωρούσε αυτά
που έλεγε ο δάσκαλος ανούσια: “Τι τα μαθαίνεις αυτού τα παιδιά;” Αυτό
που έπρεπε τώρα να μάθουν τα παιδιά ήταν η τέχνη του πολέμου. `Επρεπε να
μάθουν να κρατούν το ντουφέκι γιατί πλησίαζε η ώρα του ξεσηκωμού των
Ελλήνων και του απελευθερωτικού αγώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου