0
Το στρατιωτικό κίνημα των στρατηγών Παναγιώτη Γαργαλίδη (1870-1948) και Γεώργιου Λεοναρδόπουλου (1867-1936), που εκδηλώθηκε τα μεσάνυχτα της 21ης προς 22α Οκτωβρίου, ήταν μια συμμαχία ετερόκλητων στρατιωτικών στοιχείων: από βενιζελικούς αξιωματικούς, όπως οι επικεφαλής του, που είχαν παραγκωνισθεί από την Επαναστατική Επιτροπή του Πλαστήρα, μέχρι βασιλόφρονες αξιωματικούς («Ομάδα Ταγματαρχών»), που φοβόντουσαν ότι οι επικείμενες εκλογές θα οδηγούσαν σε αβασίλευτο καθεστώς. Την τριάδα των κινηματιών συμπλήρωνε ο βασιλόφρων συνταγματάρχης Γεώργιος Ζήρας.
Πρόθεση των δύο στρατηγών ήταν να αναγκάσουν την κυβέρνηση Γονατά σε παραίτηση, χωρίς να καταφύγουν σε ένοπλη βία και την ανάληψη της εξουσίας από μία κυβέρνηση που θα οδηγούσε τη χώρα σε τίμιες εκλογές. Στο διάγγελμά τους, που δημοσιεύτηκε σε τρεις αντιβενιζελικές εφημερίδες («Νέα Ημέρα», «Καθημερινή» και «Πολιτεία»), σημείωναν: «Ο στρατός βεβαιοί ότι δεν θα επέμβη το παράπαν, ούτε εις τον καταρτισμόν της νέας κυβερνήσεως, ούτε εις το κατόπιν έργον αυτής. Θα περιορισθή εις την τήρησιν της τάξεως και εις τα καθαρώς στρατιωτικά αυτού καθήκοντα».
Το κίνημα δεν εκδηλώθηκε στην πρωτεύουσα, όπως απαιτούσε ο μετέπειτα δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς, ούτε στη Θεσσαλονίκη, αλλά στην περιφέρεια. Το πρωί της 22ας Οκτωβρίου μόνο η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Λάρισα και τα Ιωάννινα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της κυβερνήσεως. Ωστόσο, η αντίδραση της Επαναστάσεως ήταν αστραπιαία. Στην Αθήνα την κατάσταση πήρε στα χέρια του ο στρατηγός Πάγκαλος, ως αρχηγός του Στρατού, ενώ δημοτικά συμβούλια, η Ιερά Σύνοδος και πολιτικοί καταδίκαζαν το κίνημα. Ο Πλαστήρας στο διάγγελμά του σημείωνε: «Η άτιμος και η προδοτική πράξις δύο στρατηγών και ενίων ανωτέρων αξιωματικών εις στιγμάς κατά τας οποίας η πατρίς επρόκειτο διά των εκλογών να εισέλθη εις ομαλήν κοινοβουλευτικήν περίοδον, σύμφωνα με εξαγγελθέν πρόγραμμα της Επανάστασεως, καταδικάζεται εις την συνείδησιν του ελληνικού έθνους ολοκλήρου».
Παρά την αριθμητική τους υπεροχή, οι κινηματίες έμειναν αδρανείς, χάνοντας πολύτιμο χρόνο. Αυτό έδωσε το χρόνο στην Επανάσταση να αναδιοργανωθεί και να προετοιμάσει την αντεπίθεσή της. Στη Θεσσαλονίκη ο στρατηγός Κονδύλης, που είχε ανακληθεί στην ενεργό υπηρεσία, τέθηκε επικεφαλής της καταστολής. Στις 25 Οκτωβρίου η Επανάσταση ήλεγχε και πάλι όλη τη Βόρειο Ελλάδα.
Στην Πελοπόννησο οι δυνάμεις των Γαργαλίδη και Λεοναρδόπουλου, που αριθμούσαν 4.500 άνδρες, συγκεντρώθηκαν στην Κόρινθο, με σκοπό να βαδίσουν στην Αθήνα. Ο στόλος, που ήταν πιστός στην Επανάσταση, απείλησε με βομβαρδισμό την Κόρινθο, αναγκάζοντας τον φρούραρχο της πόλης Μανιαδάκη (μετέπειτα στέλεχος της «4ης Αυγούστου») να παραδώσει την πόλη χωρίς αντίσταση. Στις 27 Οκτωβρίου, έπειτα από μία σύντομη συμπλοκή με τις κυβερνητικές δυνάμεις, ο Γαργαλίδης αποδέχεται την άνευ όρων παράδοση που του επέβαλε ο Πλαστήρας.
1284 αξιωματικοί αποτάχθηκαν ως ενεχόμενοι ή συμπαθούντες το αντεπαναστατικό κίνημα, ανάμεσά τους και ο υπασπιστής του βασιλιά Γεώργιου Β', Νικολαίδης. Οι αρχηγοί του κινήματος, Παναγιώτης Γαργαλίδης και Γεώργιος Λεοναρδόπουλος, καταδικάσθηκαν σε θάνατο, αλλά τους δόθηκε χάρις στη συνέχεια. Οι εκλογές έγιναν, τελικά, στις 16 Δεκεμβρίου και εξελίχθηκαν σε θρίαμβο των βενιζελικών κομμάτων, καθώς τα φιλομοναρχικά απείχαν.
Το αποτυχόν κίνημα των Γαργαλίδη - Λεοναρδόπουλου απέκτησε σημασία για την κατοπινή εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων, δυσανάλογη με τις περιορισμένες επιδιώξεις των εμπνευστών του. Ισχυροποίησε τα αντιμοναρχικά αισθήματα στους κόλπους των βενιζελικών κομμάτων, με αποτέλεσμα την έξωση του βασιλιά Γεώργιου Β' και την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας στις 25 Μαρτίου 1924 από την κυβέρνηση Παπαναστασίου.