Σαν σήμερα δολοφόνησαν τον Τσε Γκεβάρα
netakias
ο εγκληματίας πολέμου Νίκολαους “Κλάους” Μπάρμπι (Nikolaus „Klaus“ Barbie, 1913-1991) λεγόμενος και ως “χασάπης της Λυών”
– λόγω των φρικτών εγκλημάτων που διέταξε στη γαλλική πόλη –
μια εικοσαετία και πλέον μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου
ειχε στρατολογηθεί από τη CIA στο κυνήγι του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία….
Ήταν 9 Οκτωβρίου του 1967, όταν η είδηση του θανάτου του Ερνέστο
«Τσε» Γκεβάρα έκανε το γύρο του κόσμου. Ο γιατρός από την Αργεντινή,
παραμένει ακόμη και σήμερα σύμβολο εξέγερσης και αυταπάρνησης και ακόμη
και όσοι διαφωνούσαν με τις κομμουνιστικές του ιδέες αναγνώρισαν την
ακεραιότητα και το πνεύμα αυτοθυσίας που τον διέκρινε.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα εννήθηκε στο Ροζάριο της Αργεντινής στις 14
Ιουνίου 1928. Η οικογένεια του ήταν ευκατάστατη αλλά αρκετά φιλική προς
τις προοδευτικές ιδέες. Σε μικρή ηλικία παρουσίασε έντονα συμπτώματα
άσθματος και αυτός ήταν ο λόγος που δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο
αλλά έμαθε να γράφει και να διαβάζει από τη μητέρα του.
Σύμφωνα με τον πατέρα του, «όταν έγινε δώδεκα χρονών κατείχε μία
παιδεία που αναλογούσε σε έναν νέο δεκαοκτώ ετών, ενώ η βιβλιοθήκη του
ήταν γεμάτη από κάθε είδους βιβλία περιπέτειας και ταξιδιωτικά
μυθιστορήματα».
Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος
Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να
ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτούταν προκειμένου να είναι σε
θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού.
Μετά την αποφοίτησή του από την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του
Μπουένος Άιρες, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στη Γουατεμάλα, με ενδιάμεσους
σταθμούς τη Βολιβία, το Περού, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα
και το Ελ Σαλβαδόρ. Στη διάρκεια του ταξιδιού του ήρθε σε επαφή με τις
αριστερές ιδέες και συναντήθηκε με ένα ευρύ κύκλο εξόριστων και
αριστερών διανοουμένων. Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γουατεμάλα σημάδεψαν
βαθιά τον Γκεβάρα και η εμπειρία που αποκόμισε στη χώρα χαρακτηρίζεται
ως σημείο πολιτικής καμπής για τον ίδιο.
Στις αρχές Ιουλίου του 1955 συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ
Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των «Moνκαντίστας», και είχε καταφύγει στο
Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε
από τον Μπατίστα.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών και ο Τσε
Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Granma, από τον ποταμό Τούξπαν του
Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, στην οποία έφθασαν τελικά στις 2
Δεκεμβρίου.
Όταν έφευγε από την Κούβα το 1965, παραιτούμενος από τη θέση του
υπουργού, ο Τσε Γκεβάρα έγραφε στον Φιντέλ Κάστρο : «άλλες χώρες του
κόσμου ζητάνε τη συμβολή των σεμνών μου προσπαθειών». Στους γονείς του
έγραφε ότι «ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνιστεί», ενώ
άρχιζε το γράμμα του με τη φράση «νοιώθω και πάλι κάτω από τις φτέρνες
μου το ανεβοκατέβασμα των πλευρών του Ροσινάντε», παρομοιάζοντας τον
εαυτό του με τον Δον Κιχώτη (Ροσινάντε ήταν το όνομα του αλόγου του ήρωα
του Θερβάντες). Αρχικά πήγε στην Αφρική για να πολεμήσει την
αποικιοκρατία μαζί με τους εξεγερμένους λαούς της και το 1966 μετέφερε
τον αγώνα του στα βουνά της Βολιβίας.
Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για τον Comandante. Oι αντάρτες του
δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τους φτωχούς Βολιβιανούς αγρότες και η
προσπάθειά του να φέρει την επανάσταση και στην Βολιβία κατέληξε σε
αποτυχία.
Στις 8 Οκτωβρίου, η ομάδα των ανταρτών καθοδηγούμενη από τον Τσε
Γκεβάρα, περικυκλώθηκε. Κατά τη διάρκεια της τελικής μάχης, στην περιοχή
του φαραγγιού του Τσούρο, η ομάδα αναγκάστηκε να διασκορπιστεί και ο
Γκεβάρα τραυματίστηκε στη δεξιά κνήμη, ενώ συγχρόνως το όπλο του
αχρηστεύτηκε από έναν πυροβολισμό. Τελικά συνελήφθη και αργότερα
μεταφέρθηκε στον πλησιέστερο οικισμό Λα Ιγκέρα. Την καταδίωξη του Τσε
Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον
πράκτορα Φέλιξ Ροντρίγκεζ (Félix Rodríguez), ο οποίος μετέφερε την
πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα
μετέβη ο ίδιος στη Λα Ιγκέρα.
Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος
Γκεβάρα δολοφονήθηκε, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του
βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν (Mario Terán).
«Ο Τσε έπεσε υπερασπιζόμενος την υπόθεση των φτωχών και των ταπεινών
αυτής της γης», είπε ο Φιντέλ Κάστρο στον επικήδειο που εκφώνησε στην
Πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα (18.10.1967), προσθέτοντας ότι
«ξεχώρισε ως άνθρωπος ανυπέρβλητης δράσης, αλλά ήταν και άνθρωπος
βαθυστόχαστος, με διορατική ευφυία και βαθιά μόρφωση». Όμως, ο θαυμασμός
στο πρόσωπο του Τσε δεν οφείλεται στο ότι υπήρξε μεγάλος θεωρητικός,
ότι εκπροσωπεί τη σωστή «συνταγή» για την επανάσταση. Ο Τσε ακτινοβολεί
και συνεγείρει συνειδήσεις, ως ηθικό πρότυπο ενός ασυμβίβαστου αγωνιστή
και διεθνιστή της πράξης, που ενώνει την πολιτική και την ηθική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου