Η Ζίμενς ιδρύθηκε ως «Ανώνυμη Εταιρεία Τηλεγραφικών Κατασκευών Ζίμενς και Χάλσκε» («Τelegraphen-Bauanstalt von Siemens & Halske AG») από τον μηχανικό και εφευρέτη Βέρνερ Ζίμενς (1816-1892) και τον μηχανικό Γιόχαν Χάλσκε (1814-1890) στις 12 Οκτωβρίου 1847 στο Βερολίνο, πρωτεύουσα του τότε Βασιλείου της Πρωσίας. Σκοπός της εταιρείας ήταν η κατασκευή τηλεγραφικών εγκαταστάσεων καθώς και ηλεκτρικού εξοπλισμού.
Γρήγορα άρχισαν να απλώνουν τηλεγραφικές γραμμές μέσα στη Γερμανία, ιδρύοντας ένα παράρτημα στην Αγία Πετρούπολη για τις ρωσικές γραμμές (1855) και ένα παράρτημα στο Λονδίνο για τις αγγλικές γραμμές (1858). Στο τελευταίο επικεφαλής ήταν ο αδελφός τού Βέρνερ, Γουίλιαμ (1823¬1883). Καθώς η εταιρεία μεγάλωνε και έκανε μαζική παραγωγή, ο Χάλσκε, που δεν συμφωνούσε με αυτήν την επέκταση, αποσύρθηκε το 1867, αφήνοντας τον έλεγχο τής εταιρείας στα αδέλφια Ζίμενς και στους απογόνους τους.
Στο μεταξύ οι δραστηριότητες τής εταιρείας μεγάλωναν με την παραγωγή γεννητριών, καλωδίων, τηλεφώνων, ηλεκτρικής ενέργειας, ειδών ηλεκτροφωτισμού και άλλων σχετικών με τις εφευρέσεις της τελευταίας περιόδου τής Βιομηχανικής Επανάστασης. Το 1903 η «Ζίμενς και Χάλσκε ΑΕ» μετέφερε την ηλεκτροπαραγωγική της δραστηριότητα σε μια νέα εταιρεία, τη «Ζίμενς - Σούκερτβερκε» (Siemens-Schuckertwerke)), απορροφώντας την εταιρεία τής Νυρεμβέργης, «Σούκερτ και Σία».
Από το 1919 οι δύο εταιρείες μοιράζονταν τον ίδιο διευθυντή, μέλος πάντα της οικογένειας Ζίμενς. Το 1932, μετά από επτά χρόνια συνεργασίας, η Ζίμενς απορρόφησε την ιρλανδική εταιρεία «Ράινιγκερ Γκέμπερτ και Σαλ» και δημιούργησε την «Ζίμενς - Ράινιγκερ- Βέρκε ΑΕ» (Siemens - Reiniger - Werke AG), που κατασκεύαζε ιατρο - διαγνωστικά και θεραπευτικά μηχανήματα.
Η Ζίμενς αναπτύχθηκε πάρα πολύ κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ. Όλα τα εργοστάσιά της δούλευαν με πλήρη απόδοση κατά τη διάρκεια τού πολέμου και διασκορπισμένα μέσα σε όλη τη χώρα, για την αποφυγή ολικής καταστροφής από βομβαρδισμούς των Συμμάχων, ιδιαίτερα την περίοδο 1943-1944. Μετά το τέλος τού πολέμου ο επικεφαλής του ομίλου Χέρμαν φον Ζίμενς φυλακίστηκε για μικρό διάστημα (1946-1948), ενώ οι επικεφαλής της εταιρείας καταδικάστηκαν, επειδή στρατολόγησαν και χρησιμοποίησαν ως σκλάβους - εργάτες στα εργοστάσια της, αιχμαλώτους διαφόρων εθνικοτήτων και επειδή συνδέονταν με την κατασκευή και λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Άουσβιτς και Μπούχενβαλτ.Τελικά, το 1984 επιδικάστηκε αποζημίωση στην κατηγορία αυτή των αιχμαλώτων την οποία κατέβαλε η Ζίμενς.
Μετά τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, το 90% των εργοστασίων και εγκαταστάσεων της στη ρωσική ζώνη καταστράφηκε. Οι Δυτικές Δυνάμεις μετακίνησαν και κατέστρεψαν κάποιες εγκαταστάσεις της, μέχρις ότου ο Ψυχρός Πόλεμος μετατόπισε τα δυτικά συμφέροντα στην οικονομία τής Δυτικής Γερμανίας, με αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση και συνεργασία με την Ζίμενς.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του πενήντα η Ζίμενς επεκτάθηκε πολύ στην ηλεκτρική αγορά τής Ευρώπης και των υπερατλαντικών χωρών, έτσι ώστε από την δεκαετία του εξήντα να είναι μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στον κόσμο. Το 1966 όλες οι βιομηχανίες που αποτελούσαν τον όμιλο Ζίμενς, συγχωνεύθηκαν στη νεοδημιουργημένη «Ζίμενς ΑΕ» («Siemens AG»).
To 2006 η Ζίμενς ενεπλάκη σ’ ένα μεγάλο σκάνδαλο πολιτικής διαφθοράς παγκόσμιου βεληνεκούς. Η εταιρεία μέσω ενός καλοστημένου δικτύου «μαύρων ταμείων» διοχέτευσε 1.6 δισεκατομμύρια ευρώ σε πολιτικούς και κρατικούς αξιωματούχους 60 χωρών για να κερδίσει δουλειές. Από τον σχετικό κατάλογο δεν θα μπορούσε να λείψει και η χώρα μας, όταν μάλιστα είχε αναλάβει την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων και διακυβεύονταν δουλειές δισεκατομμυρίων.
Στην Ελλάδα, η Ζίμενς έχει παρουσία σχεδόν εκατό ετών. Είναι αυτή που ουσιαστικά έστησε έστησε το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της χώρας το 1930 με την εταιρεία ΑΕΤΕ, την οποία διαδέχθηκε ο ΟΤΕ το 1949. Η διαδρομή της δεν υπήρξε άμεμπτη, αφού, εκτός από το πρόσφατο σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία», βρέθηκε μπλεγμένη σε ένα ανάλογο οικονομικό σκάνδαλο το 1955, που απείλησε την κυβέρνηση Παπάγου, ενώ οι ενδείξεις για μίζες στην πρώτη σύμβαση ψηφιοποίησης του ΟΤΕ επί Οικουμενικής (1989-1990) δεν μετατράπηκαν σε αποδείξεις και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου