Ο Σλόμο Βενέτσια γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1923 στη Θεσσαλονίκη. Τον Μάρτιο του 1943 συνελήφθη από τους Ναζί μαζί με την οικογένειά του και στάλθηκε σιδηροδρομικώς στο κολαστήριο του Άουσβιτς - Μπιρκενάου, όπου έφθασε στις 11 Απριλίου 1944.
Λόγω της γερής του κράσης επιλέχθηκε για τις ειδικές μονάδες (Sonderkommando), που τις αποτελούσαν Εβραίοι και επί ποινή εκτέλεσης αποτελούσαν το βοηθητικό προσωπικό των κρεματορίων. «Ήμουν ένας εργάτης του θανάτου» είχε γράψει σ' ένα άρθρο του. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Πρίμο Λέβι, που υπήρξε κρατούμενος στο Άουσβιτς - Μπιρκενάου, «η σύλληψη και η υλοποίηση της ιδέας αυτών των λεγόμενων "ειδικών σωμάτων" υπήρξε το πιο δαιμονικό και σκοτεινό έγκλημα του εθνικοσοσιαλισμού. Μέσω αυτού του μηχανισμού, το βάρος του κρίματος πέρασε στους άλλους, και κυρίως στα ίδια τα θύματα».
Ο Βαλέντσια «δούλεψε» για έξι μήνες στο Ζοντερκομάντο και υπήρξε ένας από τους λίγους διασωθέντες του στρατοπέδου Άουσβιτς - Μπίρκεναου. Η μητέρα του και οι δύο αδελφές του θανατώθηκαν στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς. Ο Βαλέντσια απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό, στις 27 Ιανουαρίου 1945.
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου δούλεψε ως ξενοδοχοϋπάλληλος. Παράλληλα, με διαλέξεις και με παρεμβάσεις στα μέσα ενημέρωσης κρατούσε άσβεστη τη μνήμη του Ολοκαυτώματος. Ο Βαλέντσια υπήρξε σύμβουλος του Ρομπέρτο Μπενίνι στην πολυβραβευμένη του ταινία Η Ζωή είναι ωραία, παραγωγής 1999.
Το 2007 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Sonderkommando Auschwitz, που αποτελεί μία από τις διεξοδικότερες και αυθεντικότερες μαρτυρίες για το Ολοκαύτωμα. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο Sonderkommando: Μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίων.
Ο Σλόμο Βενέτσια πέθανε την 1η Οκτωβρίου 2012 στη Ρώμη, σε ηλικία 88 ετών. Παντρεμένος με τη Μαρίκα, είχε τρία παιδιά και έξι εγγόνια.
ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΜΠΗΚΑ ΣΤΟ ΖΟΝΤΕΡΚΟΜΜΑΝΤΟ ΤΟΥ ΑΟΥΣΒΙΤΣ
0
Μόλις φτάσαμε με χώρισαν από τη μητέρα μου και τις αδερφές μου και ύστερα μ’ έβαλαν σε καραντίνα, εκεί που τα Ες Ες απομόνωναν τους ανθρώπους για να αποφύγουν την εξάπλωση των μεταδιδόμενων ασθενειών στο στρατόπεδο. Όταν ρώτησα έναν κρατούμενο πού ήταν οι δικοί μου, μου έδειξε τον καπνό από το παράθυρο. Και ύστερα, είπε: «Όλοι αυτοί που δεν ήρθαν μαζί σας είναι ήδη στο δρόμο για τη λύτρωση». Δεν κατάλαβα.
Είχαν ήδη περάσει τρεις εβδομάδες όταν εμφανίστηκε ένας Γερμανός αξιωματικός. Δεν τους βλέπαμε συχνά σ’ αυτό το στρατόπεδο – εδώ ήταν συνήθως οι Κάπο – επιλεγμένοι ανάμεσα στους κρατούμενους για να μας επιβλέπουν – εκείνοι που φρόντιζαν για τη διατήρηση της τάξης. Μας έβαλε σε σειρά και διέταξε τον καθένα μας να πει το επάγγελμά του. Ήξερα ότι δεν έπρεπε να πω την αλήθεια. Είπα ότι ήμουν κομμωτής. Ένας φίλος είπε ότι ήταν οδοντίατρος ενώ στην πραγματικότητα δούλευε σε τράπεζα. Ήλπιζε ότι έτσι ίσως κατάφερνε να του αναθέσουν το καθάρισμα κάποιου οδοντιατρείου. Εκεί, τουλάχιστον, θα ήταν ζεστά. Τίποτε όμως δεν έγινε όπως το είχαμε φανταστεί. Ο αξιωματικός διάλεξε 80 άτομα, εκ των οποίων τους αδερφούς μου, τους ξαδέρφους μου κι εμένα.
Την επομένη το πρωί, μας έστειλαν στην παράγκα του Ζοντερκομμάντο, του «ειδικού κομμάντο». Η παράγκα εκείνη ήταν απομωνομένη από τα υπόλοιπα κτήρια, περιφραγμένη με αγκαθωτό συρματόπλεγμα και πίσω από τοίχους από τούβλα. Μόλις φτάσαμε, μας περίμενε ένας αξιωματικός. Με ρώτησε αν πεινούσα. Προφανώς! Ήταν πια ένας μήνας που έσφιγγα τη ζώνη μου τόσο που δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Μου είχε πλέον γίνει εμμονή, αρρώστια. Επέστρεψε με ένα μεγάλο κομμάτι άσπρο ψωμί και μαρμελάδα, αρκετά για να τα μοιραστώ με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια μου. Μας φάνηκε σαν χαβιάρι. Μου είπε εμπιστευτικά ότι από εδώ και στο εξής θα υπήρχε πάντα αρκετό φαγητό. Τον ρώτησα γιατί. «Γιατί πρέπει να δουλέψετε στο κρεματόριο...εκεί όπου οι άνθρωποι καίγονται». Ποτέ δεν διευκρίνησε ότι οι άνθρωποι «για κάψιμο» έφταναν ακόμα ζωντανοί στο κρεματόριο.
Την πρώτη μέρα στο Ζοντερκομμάντο μας έστειλαν προς το κρεματόριο. Μείναμε όμως στην αυλή. Δεν μπήκαμε στο κτήριο. Αντί να μας βάλει μέσα, ο Κάπο μας διέταξε να ξεχορταριάσουμε και να καθαρίσουμε τον γύρω χώρο. Από περιέργεια και παρά την επίσημη απαγόρευση, πλησίασα το κτήριο και κοίταξα από το παράθυρο τι γινόταν μέσα. Τα πόδια μου παρέλυσαν. Είδα σώματα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Ανθρώπους ακόμη νέους. Έτρεξα αμέσως στους άλλους να τους πω αυτό που μόλις είχα δει. Ο ένας πίσω από τον άλλο, και με προσοχή για να μην τους καταλάβει ο Κάπο, πήγαν κι εκείνοι με τη σειρά τους να δουν τι γινόταν. Ύστερα, με πρόσωπο κομμένο, χλωμό συνέχισαν να δουλεύουν.
Στις 2 η ώρα, ο Κάπο μας διέταξε να κατεβούμε στην αίθουσα που γδύνονταν. Εκεί μας έβαλε να φτιάξουμε σε πακέτα τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Τρεις ώρες μετά μας μάζεψε. Νόμιζα ότι κόντευε πια το τέλος της μέρας, όμως, αντί να γυρίσουμε στις παράγκες, πήραμε ένα μονοπάτι μέσα από ένα δάσος με σημύδες. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μόνο ο άνεμος που σφύριζε μέσα από τα κίτρινα φύλλα. Ξαφνικά έφτασε στ’ αυτιά μας ένα μακρινό βουητό. Μπροστά σε μία μικρή φάρμα με αχυρένια σκεπή, το «λευκό σπίτι», όπως έμαθα αργότερα ότι το έλεγαν, το βουητό έγινε πιο έντονο: ήταν ανθρώπινες φωνές. Πάντοτε περίεργος εγώ, πλησίασα πιο κοντά. Ολόκληρες οικογένειες περίμεναν στη σειρά, 200 ή 300 άτομα. Τα παιδιά έκλαιγαν, η αγωνία κι ο φόβος ήταν ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Τους έβαζαν να γδυθούν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού και ύστερα να μπουν μέσα. Μόλις έκλεισε η πόρτα, έφτασε ένα φορτηγό με το σύμβολο του Ερυθρού Σταυρού. Από μέσα βγήκε ένας Γερμανός, πλησίασε με μία σκάλα και χωρίς αντιασφυξιογόνο μάσκα άδειασε μέσα από ένα μικρό άνοιγμα που βρισκόταν ψηλά στον τοίχο ένα κουτί. Οι κραυγές και τα κλάματα διπλασιάστηκαν. Αυτό κράτησε δέκα με δώδεκα λεπτά. Ύστερα, δεν ακουγόταν πια ο παραμικρός ήχος.
Οι Γερμανοί μας έστειλαν κοντά στους λάκκους και μας διέταξαν να βγάλουμε τα σώματα από τους θαλάμους αερίων και να τα τοποθετήσουμε μπροστά στους λάκκους για να τα κάψουμε. Το άκρον άωτον του τρόμου, ανθρώπινο λίπος κυλούσε μέχρι μια γωνία, εκεί, ένα είδος δοχείου το συνέλεγε. Ήταν αυτό το λίπος που έπρεπε στη συνέχεια εμείς να μαζέψουμε για να τροφοδοτήσουμε τη φωτιά. Έπρεπε να βγάζω τα σώματα από τον θάλαμο αερίων και να τα μεταφέρω στους φούρνους των κρεματορίων. Όταν προσπαθούσαμε να τραβήξουμε τα πτώματα από τα χέρια, εκείνα μας γλιστρούσαν μέσα σε λίγα λεπτά. Ο πιο απλός τρόπος για να αποφύγουμε την άμεση επαφή μ’ αυτόν τον αποτρόπαιο θάνατο, ήταν να πιάσουμε τους νεκρούς από τον αυχένα με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, κάτι που δεν μας έλειπε δυστυχώς ποτέ, καθώς ήταν κάθε μέρα πολλοί οι ηλικιωμένοι ανάμεσα στα θύματα των αερίων.
Το βράδυ, παρά την πείνα που με βασάνιζε, μου ήταν αδύνατον να αγγίξω το ψωμί που μας είχαν δώσει κι έπειτα από τότε δεν είχα ποτέ ξανά μια κανονική ζωή. Δεν μπόρεσα ποτέ πια να προσποιηθώ, όπως όλοι, ότι όλα είναι καλά, ούτε να χορέψω ή να διασκεδάσω ξέγνοιαστος. Ό,τι κι αν έκανα, το μυαλό μου γύριζε συνέχεια στο στρατόπεδο. Λες και η «δουλειά» που μ’ έβαλαν εκεί να κάνω δεν μπορούσε να βγει ποτέ από το μυαλό μου. Στην πραγματικότητα, δεν βγαίνει ποτέ κανείς από το κρεματόριο.
Περιοδικό "Χρονικά", Ιούλιος - Αύγουστος 2007
Δημοσιεύτηκε στο "Paris Match", 5 Απριλίου 2007
Μετάφραση στα ελληνικά: Γαρυφαλλιά Μίχα