«Ποτέ δεν θα πεθάνουνε όσοι πεθαίνουν σήμερα … και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα, στο ελληνικό νησί …», έγραφε εκείνη την Παρασκευή, 21 Σεπτεμβρίου 1956, από το αντάρτικο λημέρι όπου βρισκόταν ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, στο ποίημά του με τίτλο «Το τελευταίο Τρίο απαγχονισμού».Το έγραψε λίγο πριν την ώρα του απαγχονισμού τριών ακόμα αγωνιστών της Ε.Ο.Κ.Α.
Ο 24χρονος Στέλιος Μαυρομμάτης (ξάδελφος του Παλληκαρίδη), ο 22χρονος Μιχαήλ Κουτσόφτας και 23χρονος, πατέρας τριών παιδιών Ανδρέας Παναγίδης, έγραψαν με χρυσά γράμματα τα ονόματα τους στο πάνθεο των ηρωομαρτύρων της Κύπρου και στις Δέλτους της Ελληνικής Ιστορίας, προσφέροντας ότι πολυτιμότερο είχαν, τη ζωή τους, για Λευτεριά από τα αγγλικά δεσμά και ΕΝΩΣΗ με την Μητέρα Ελλάδα. Είχαν προηγηθεί οι Μιχαήλ Καραολής, Ανδρέας Δημητρίου, Ανδρέας Ζάκος, Χαρίλαος Μιχαήλ και Ιάκωβος Πατάτσος. Και τους ακολούθησε στις 14 Μαρτίου 1957 ο τελευταίος μάρτυρας της αγχόνης, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης.
Όπως όλοι οι αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. και ιδιαιτέρως όσοι γνώρισαν το θάνατο στο σχοινί της αγχόνης, αντιμετώπισαν το πέρασμα τους στην αθανασία με θάρρος υπέρμετρο, ανδρεία απροσμέτρητη, ελληνική περηφάνια και αστείρευτη ψυχραιμία. Ψυχραιμία που πήγαζε από την τεράστια πίστη που είχαν και οι τρεις στον Θεό. Ανδρεία για τα ιδανικά και τον σκοπό της Ε.Ο.Κ.Α. που υπηρετούσαν. Και Περηφάνια για τα ονόματα, που θα άφηναν αιώνια κληρονομιά στις επόμενες γενιές και στις οικογένειες τους.
Η γενναιότητα και η απαράμιλλη ψυχραιμία που επέδειξαν, δίνεται ανάγλυφα μέσα από την αναλυτική έρευνα και παρουσίασή της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» που παρακολούθησε από κοντά τις τελευταίες ώρες των μελλοθανάτων. Σύμφωνα με την εφημερίδα, οι αγωνιστές είπαν «ότι αντιμετωπίζουν με μεγάλην αταραξίαν την επικειμένην εκτέλεσίν των. Στο κάτω-κάτω, προσέθεσαν, κάθε άνθρωπος οφείλει την ψυχήν του εις τον Θεόν. Ο Παναγίδης ανεφέρθη με συγκίνησιν διά την σύζυγόν του και τα τέκνα του. Συναισθάνομαι πλήρως, είπεν, ότι είμαι οικογενειάρχης με σύζυγον και τρία ανήλικα παιδιά, τα οποία εγκαταλείπω τελείως απροστάτευτα και άνευ περιουσίας. Αλλά βαδίζω προς τον θάνατον βέβαιος ότι τόσον οι συγγενείς όσον και οι φίλοι μου και εν γένει οι συμπατριώται μου θα τα φροντίσουν ….».
Συγγενείς των μελλοθανάτων, μιλώντας στον «Φ» είπαν ότι «εύρον τους νέους εντελώς ψυχραίμους, ετοίμους να αντιμετωπίσουν τον θάνατο. Τον Μιχαήλ Κουτσόφταν εύρον οι οικείοι του ψάλλοντα θρησκευτικούς ύμνους και το “Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει”. Μόλις αντίκρισε την σύζυγόν του Ευγενίαν, της είπε: “Θέλω να σταθής ανταξία μου, δεν θέλω κλάματα και λύπες”. Προς την μητέραν του Ελένην είπεν ότι “ήλθε η ώρα διά να δείξη ότι είναι πραγματική Ελληνίς μητέρα. Πρέπει να ξέρετε ότι όταν θα βαδίζω εις την αγχόνην την νύχταν της Πέμπτης θα ψάλλω τον εθνικόν μας ύμνον …”.
Ομιλών εκ μέρους όλων ο Στέλιος Μαυρομάτης είπε τα εξής: “Αισθανόμεθα απόλυτον γαλήνην, διότι είμεθα πεπεισμένοι ότι ο Θεός μας έχει ήδη συγχωρήσει και μας συμπαρίσταται. Ενθυμούμεθα τα λεχθέντα υπό του Θεανθρώπου ότι απήλλαξε τον άνθρωπον από τον φόβον του θανάτου και ότι δεν πρέπει να φοβήται κανείς οιανδήποτε περίστασιν, εάν χάνεται το σώμα του, αφήνει όμως την ψυχήν του ανέπαφον”. Ο Μαυρομάτης είπε τα εξής: “Είμαι ευχαριστημένος διότι μου εδόθη η ευκαιρία να γνωρίζω την ημέραν του θανάτου μου και να ετοιμαστώ πλήρως διά να την αντιμετωπίσω. Η μόνη μου μελαγχολική σκέψις είναι το μέλλον της οικογενείας μου και ιδιαιτέρως των δύο ανυπάνδρων αδελφών μου, πολύ περισσότερον μάλιστα που ο πατήρ μου είναι ήδη ηλικιωμένος. Λυπούμαι όταν σκέπτωμαι ότι ούτος είναι υποχρεωμένος να εργάζεται σκληρά εις τα γηρατεία του”» («Ο Φιλελεύθερος», 20-09-1956).
Η πρώτη αντιστασιακή δράση του Ανδρέα Παναγίδη ήταν η σφοδρή αντίδραση του στην προσβολή της ελληνικής σημαίας. Σε έρευνα που έκαμε Άγγλος στρατιώτης στην τσάντα του, στον τόπο της εργασίας του, αμέσως μετά τον απαγχονισμό των Μ. Καραολή και Αν. Δημητρίου, βρήκε μια ελληνική σημαία και ζήτησε από τον Παναγίδη να του σκουπίσει με αυτή τα παπούτσια του. Τόση ήταν η προσβολή που ένιωσε ο Ανδρέας, ώστε του επιτέθηκε κτυπώντας τον αλύπητα. Όταν πήγε στο σπίτι, έστειλε τη γυναίκα του και του έφερε τα περίστροφά του που της είχε δώσει να του κρύψει. Την επομένη, όταν πήγε στη δουλειά του στο αεροδρόμιο, μαζί με το Μιχαήλ Κουτσόφτα και έναν άλλο αγωνιστή, εκτέλεσαν τον Άγγλο μισητό σμηναγό Πάτρικ Τζων Χέιλ μέσα στο γραφείο του. Συνελήφθησαν και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Απαγχονίσθηκαν και οι δυο μαζί με τον Στέλιο Μαυρομμάτη.
Ο Στέλιος Μαυρομμάτης με την έναρξη του αγώνα εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. και πήρε μέρος σε επιχείρηση δολιοφθοράς εναντίον αεροπλάνων των Άγγλων. Έδρασε ιδιαίτερα στην περιοχή των οδών Λήδρας και Ονασαγόρου, την οποία οι Άγγλοι είχαν ονομάσει «μίλι του θανάτου». Μεταξύ των συνεργατών του ήταν και ο εξάδελφός του Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Στενοί συνεργάτες του στη μεταφορά και απόκρυψη οπλισμού, καθώς και στη φιλοξενία και φυγάδευση καταζητουμένων προσώπων ήταν και οι γονείς και τα αδέλφια του. Σε μια ανεπιτυχή επίθεση του ιδίου και των δυο συναγωνιστών του εναντίον του Βρετανού σμηνία Νόρμαλ Άλφρεντ και του αεροπόρου Λώρενς Ληθ της βρετανικής βασιλικής αεροπορίας στον Άγιο Δομέτιο Λευκωσίας, ο Στέλιος Μαυρομμάτης ανακόπηκε κατά την αποχώρηση από Άγγλο κάτοικο της περιοχής και συνελήφθη από τους δυο Άγγλους αεροπόρους. Οδηγήθηκε στο δικαστήριο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Σε έρευνες που έκαμαν Άγγλοι στρατιώτες στο πατρικό του σπίτι, μετά τον απαγχονισμό του, εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός στρατιώτη πληγώνοντας την αδελφή του Μαρία στη σπονδυλική στήλη, καθηλώνοντάς την από τα 27 της χρόνια σε αναπηρική καρέκλα.
Συγκλονιστικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το θάνατο τόσο ο ίδιος ο Μαυρομάτης όσο και οι δικοί του, που τον αποχαιρέτησαν με το τραγούδι στα χείλη και με τα χέρια ψηλά σε μια θερμή εξ αποστάσεως χειραψία. «Τι τιμή στο παλικάρι όταν πρώτος στην φωτιά …» βροντοφώναξε ο πατέρας του!
Οι τρεις νέοι οδηγήθηκαν στην αγχόνη στις 00:45, την ίδια ώρα που τις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας δονούσαν τα πατριωτικά τραγούδια των εκατοντάδων φυλακισμένων ανταρτών της Ε.Ο.Κ.Α. Κι όταν οι αγωνιστές βρέθηκαν μπροστά στο ικρίωμα της Αγχόνης, όλοι μαζί έψελναν ξανά και ξανά τον Ύμνο προς την Ελευθερία του Διονυσίου Σολωμού, μέχρι που ο γδούπος της καταπακτής πάγωσε για λίγο τις φυλακές. Αλλά αμέσως μετά μέσα σε κλίμα συγκίνησης οι κρατούμενοι φώναζαν »ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ».
Δρ. Ντίνος Αυγουστή
Εκπαιδευτικός στο ΤΕΙ Λάρισας
Από το Μονάγρι Λεμεσού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου