Νεαρή εργάτρια σε εργοστάσιο ένδυσης στην Ελεύθερη Βιομηχανική Ζώνη Εξαγωγών Chittagong, Μπαγκλαντές (φωτογραφια Mohammad Moniruzzaman)
by Hester Eisenstein
Η παγκόσμια ελίτ έχει οικειοποιηθεί το λεξιλόγιο του φεμινισμού για να δικαιολογήσει την ωμή εκμετάλλευση και την νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη.
Mετά την έκδοση του βιβλίου μου, συχνά με ρωτούν τι εννοώ με τον όρο »αποπροσανατολισμός από τον φεμινισμό». Ποιός αποπροσανατολίστηκε από τον φεμινισμό και γιατί; Είναι μια πολύπλοκη ερώτηση, με πολλαπλά νοήματα. Τονίζω δύο από αυτά εδώ: τη χρήση φτηνού εργατικού δυναμικού από τις Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών και τον ισχυρισμό πως οι γυναίκες και όχι η ελεγχόμενη από το κράτος ανάπτυξη είναι το κλειδί για την εξάλειψη της φτώχειας στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Εργοδότες, κυβερνήσεις και διεθνείς οικονομικοί θεσμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν ασπαστεί μια από τις αρχές του σύγχρονου φεμινισμού – το δικαίωμα της γυναίκας στην εργασία- για να δικαιολογήσουν την εργοδότηση των γυναικών σε άθλιες και συχνά πολύ επικίνδυνες θέσεις, στις χώρες που περιλαμβάνουν Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών.
Η παγκοσμιοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής έχει οδηγήσει σε outsourcing των θέσεων εργασίας στα εργοστάσια όσον αφορά στους τομείς της ένδυσης, υπόδυσης, ηλεκτρονικών και άλλων βιομηχανιών σε χώρες με χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό του Παγκόσμιου Νότου. Μεγάλο μέρος αυτής της παραγωγής λαμβάνει χώρα στις Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών (ΕΡΖ) – ένα είδους ελεύθερης ζώνης εμπορίου που εξαιρεί τις επιχειρήσεις από την καταβολή μισθών, φόρους, κανονισμούς υγείας και ασφάλειας και φορους συναλλαγών. Αυτές οι ζώνες ευνοούν τους εργοδότες μέσω αντι-εργατικών δομών που διασφαλίζουν στους ξένους επενδυτές ένα υποταγμένο και κυρίως γένους θυληκού εργατικό δυναμικό.
Η νομιμοποίηση της εργασίας των γυναικών στις πλούσιες χώρες της Δύσης έδωσε τη δυνατότητα σε ιδιοκτήτες εργοστασίων που βρίσκονται στην Κίνα, το Βιετνάμ και την Μαλαισία να χαρακτηρίσουν την εργασία των γυναικών ως σύμφωνη με την κυρίαρχη φεμινιστική αρχή πως η εργασία οδηγεί στην ανεξαρτητοποίηση. Πράγματι, πόσο συχνα έχουμε ακούσει τον Nicholas Kristof των New York Times να υπερασπίζει αυτά τα εργοστάσια ως μέρη ευκαιριών για τις γυναίκες; Δεν είναι καλύτερα έτσι, ρωτάει τους αναγνώστες, από το να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε ή να πουλήσουν;
H χρήση φτηνού εργατικού δυναμικού στις Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών δεν είναι κάτι νέο- τελειοποιήθηκε στην Νότιο Κορέα κατά τη διάρκεια του αποκαλούμενου οικονομικού θαύματος, όταν οι γυναίκες μεταφέρθηκαν από την αγροτική στην βιομηχανική παραγωγή. Η πολιτικός οικονομολόγος Alice Amsden υποστήριξε το 1989 πως το μισθολογικό χάσμα ανδρών γυναικών ήταν ένα από τα κλειδιά στην επιτυχία της εκβιομηχάνισης της Νότιας Κορέας.
Η φυλετικά διαχωρισμένη μισθολογική διάρθρωση έχει αποφέρει απρόσμενα κέρδη σε Αμερικανικές εταιρίες όπως η Fairchild που κυριάρχισε στην ηλεκτρονική βιομηχανία της Νοτίου Κορέας και αυτό σύντομα αναπαράχθηκε και αλλού.
Στην βιομηχανία των ηλεκτρονικών, σύντομα μετα την εφεύρεση του τσιπ σιλικόνης το 1958-1959, η Fairchild άνοιξε την πρώτη offshore μονάδα παραγωγής στο Χονγκ-Κονγκ και προσχώρησε στην Νότιο Κορέα το 1966. Η General Instruments μετέφερε την παραγωγή μικρών ηλεκτρονικών συστεκών στην Ταϊβάν το 1964 και το 1965 αρκετές εταιρίες υψηλής τεχνολογίας μετέφεραν την παραγωγή τους στα σύνορα Η.Π.Α. και Μεξικού, ανοίγοντας τις πρώτες »maquiladoras» – ζώνη ελεύθερης παραγωγής. Την επόμενη δεκαετία, ακολούθησαν η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία και οι Φιλιππίνες και μέχρι το τέλος του ’70 οι χώρες της Καραϊβικής και της Νοτίου Αμερικής.
Όσο οι πολυεθνικές- δελεασμένες από κρατικές διαφημίσεις για τα »γρηγορα χέρια» των γυναικών εργατών- μετέφεραν την παραγωγή σε άλλες χώρες, ο αριθμός και το φάσμα των προϊόντων που παράγονται από χαμηλά αμειβόμενες εργάτριες αυξήθηκε δραματικά.
Τα μεγάλα κέρδη είναι πάντοτε συνυφασμένα με άθλιες εργασιακές συνθήκες στις ζώνες ελευθέρου εμπορίου. Όταν διαδόθηκαν οι πληροφορίες για τις απάνθρωπες συνθήκες που υπέστησαν οι γυναίκες σ΄ αυτά τα εργοστάσια, είχε δοθεί μεγάλη δημοσιότητα και εμφανίστηκε μεγάλο κύμα ακτιβισμού στη δεκαετία του 90 που καταδίκαζε την επιστροφή των sweatshops: των εργοστασίων που λειτουργούν με μεγάλα ωράρια εργασίας και χαμηλούς μισθούς. Η Naomi Klein έχει υποστηρίξει πως το παγκόσμιο κίνημα για δικαιοσύνη χρωστά την ύπαρξη του εν μέρει στο θυμό που προκάλεσαν οι συνθήκες που επιβλήθηκαν σε εργάτες από γνωστές φίρμες πολυεθνικών εταιριών όπως η Nike.
Yπάρχει μια μεγάλη αντίθεση απόψεων γύρω από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που προσφέρουν οι Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών. Κάποιες διανοούμενες φεμινίστριες όπως η Patricia Fernandez Kelly, έχουν καταδικάσει την ακραία εκμετάλλευση των εργατριών στον θύλακα των ζώνων αυτών. Αλλά άλλοι όπως η Linda Lim και η Naila Kabeer, υποστηρίζουν τις ελευθερες ζώνες εμπορίου ως ένα δρόμο που βοηθά τις γυναίκες να δραπετεύσουν από την πατριαρχική καταπίεση της οικογένειας, ή ως ένα μέσο για να κερδίσουν περισσότερα χρήματα από αυτά που θα έβγαζαν αν απασχολούνταν σε μικρές οικιακές μονάδες παραγωγής.
Η Aihwa Ong, στην έρευνά της για τις Ιαπωνικές εταιρίες ηλεκτρονικών στη Μαλαισία, καταδεικνύει πως τα κορίτσια από τα χωριά τυγχάνουν εκμετάλλευσης και απολύονται μόλις ξεκινήσει να μειώνεται η όρασή τους, αλλά επίσης εκμοντερνίζονται. Φορούν τζιν αντί την παραδοσιακή ενδυμασία και κερδίζουν το δικαίωμα να επιλέξουν μόνες τον σύζυγό τους.
Η Diane Wolf σημειώνει ένα παράδοξο για τις εργάτριες: » Η παγκοσμιοποίηση είναι μια διπλή διαδικασία όσον αφορά στις γυναίκες». Από τη μία, οι εργασιακές ευκαιρίες που προέρχονται από τη διαμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας παράγουν νέες μορφές καπιταλιστικού και πατριαρχικού ελέγχου που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες». Αλλά από την άλλη, οι χαμηλλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, με μισθούς που συχνά δεν επαρκούν για τη συντήρηση του ατόμου, δίνουν στη γυναίκα »τα εργαλεία με τα οποία θα αντισταθεί κατά της πατριαρχίας.. Οι γυναίκες που μου έδωσαν συνέντευξη στην Ιάβα της Ινδονησίας, προτιμούσαν την εργασία στα ‘παγκοσμιοποιημένα εργοστάσια’ παρά στα χωράφια ρυζιού».
Στο πιο ακραίο σημειο αυτού του φάσματος απόψεων, βρίσκεται, ίσως, η άποψη της Shelley Feldman, που μελέτησε τα εργοστάσια Ελευθερων Βιομηχανικών Ζώνων Εξαγωγών στην Μπαγκλαντές και είναι σκεπτικιστής όσον αφορά τον απλοποιημένο οικονομικό ντετερμινισμό. Η Feldman ασκεί κριτική κατά των φεμινιστών ερευνητών που παραγνωρίζουν την δυνατότητα των γυναικών να παίρνουν τις μόνες τους τις δικές τους αποφάσεις.
Στηρίζει πως οι γυναίκες που μελέτησε στην Μπαγκλαντες δεν επηρεάστηκαν από εξωτερικούς παράγοντες όπως προγράμματα αναδιάρθωσης, ιδιωτικοποιήσεις και ελευθεροποίηση της αγοράς αλλά από τις δικές τους επιλογές αφού αυτές » αποτελούνται και γίνονται εφικτές μέσα από τις πολύπλοκες και αντιφατικές προσωπικές ιστορίες των γυναικών».
Όμως το επιχείρημα της Feldman φαίνεται πως βασίζεται σε ένα απλοποιημένο δυϊσμό – ή οι γυναίκες υποκινούνται με βάση τις ιδιαιτερότητες της προσωπικής τους ιστορίας και αναγκών ή καταλήγουν στην επι-πληρωμή εργασία από τις πολιτικές της κυβέρνησης και των εργοστασίων υφαντουργίας. Προφανώς υπάρχει μια διάδραση, αλλά είναι μια παράλογη εισήγηση να λες πως οι αγρότισσες στοιβάζονται στις Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών χωρίς να κάνεις νύξη για τις πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής.
Ίσως αυτές οι φεμινίστριες ερευνήτριες να βλέπουν μέσα από την οπτική του φεμινισμού του 20ου αιώνα που θεωρεί πως ο δρόμος στην εργασία είναι ο δρόμος προς τη χειραφέτηση και να θεωρούν πως το νέο προλεταριάτο γυναικών εργατριών στις χώρες του Παγκόσμιου Νόοτου είναι ανάλογο των »κοριτσιών Λόουελ» του δεκάτου εννάτου αιώνα στην Μασαχουσέτη, που από τις φάρμες πήγαν στα πρώτα αμερικανικά εργοστάσια υφαντουργίας. Κάτω από ήπιες συνθήκε εργασίας εν συγκρίσει με το ανάλογο στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, οι γυναίκες Λόουελ ανέπτυξαν και εργατική και φεμινιστική συνείδηση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η εργασία σε εργοστάσια ΕΡΖ, που προσφέφουν ένα εισόδημα ανεξαρτησίας στις γυναίκες, μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία χειραφέτησης. Αυτές οι γυναίκες ακολουθούν το μονοπάτι που προδιέγραψε ο Κάρολος Μαρξ και ο Φρίντρικ Ένγκελς- αντί να κάνουν απλήρωτη δουλειά στις φάρμες υπό τον έλεγχο της πατριαρχίας και της φεουδαρχίας, ψάχνουν εργασία στα εργοστάσια, που φέρνουν οικονομική αυτονομία και συνειδητότητα των ικανοτήτων του ατόμου. Αλλά αυτό που ισχύει στη θεωρία συχνά καταρρίπτεται από την πραγματικότητα δεδομένου ότι οι εργασιακες συνθήκες υπό τις οποίες δουλεύουν οι περισσότερες γυναίκες στις Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών είναι πολύ σκληρές.
Οι συνθήκες στα εργοστάσια αυτά διαφέρουν από χώρα σε χώρα, αλλά όλα εξαιρούνται από τους εγχώριους νόμους εργοδοσίας και όπως αναφέρει μια αναφορά της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Συνδικάτων Ελεύθερης Ζώνης, οι εργοδότες είναι αδίστακτοι στην καταπάτηση προσπαθειών για συνδικαλισμό και διώκουν τους διοργανωτές εργατικών κινημάτων.
Ακόμα κι αν δεν θέλουν να δημιουργήσουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι εργάτριες στις Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών αντιμετωπίζουν τη συνεχη παρενόχληση. Στην CODEVI, μια εταιρία που βρίσκεται στη Αϊτή, οι εργαζόμενες που παράγουν παντελόνια Levi’s για τον όμιλο εταιριών Grupo M έχουν πέσει θύματα »απαγωγών, ξυλοδαρμού, αυθαίρετων απολύσεων, λεκτικής κακοποίησης, απλήρωτων υπερωριών, εκφοβισμού με τη χρήση όπλων και ανακρίσεων».
Στο Μεξικό οι εργάτες συνήθως έχουν συμβόλαια μικρής διαρκείας χωρίς εργασιακή ασφάλιση. Οι γυναίκες που κάνουν αίτηση εργασίας συνήθως υποβάλλονται σε ιατρικές εξετάσεις συμπεριλαμβανομένου και τεστ εγκυμοσύνης, που μπορεί να σημαίνει την παράλληλη εξέταση της γυναίκας ενόσω είναι γυμνή και τις πολύ αδιάκριτες προσωπικές ερωτήσεις όπως »Έχεις κάποια σχέση;» »Πόσο συχνά κάνεις σεξ;» »Έχεις παιδιά;»
Ο Jeremy Seabrook, που παρακολούθησε τη λειτουργία των εργοστασίων στο Μπαγκλαντές, συμφωνεί με την Kabeer πως οι εργάτριες στην Dhaka, περνάνε από πολλές δυσκολίες μέχρι να βρουν δουλειά στα εργοστάσια, γιατί πρέπει να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τίθονται από την πατριαρχική οικογένεια και την πατριαρχική κοινότητα. Αλλά, παραδέχεται πως οι γυναίκες δεν μπορούν να επιλέξουν ποιά βιομηχανία θα εγκατασταθεί στην Μπαγκλαντές για να τις εκμεταλλευτεί.
Οι γυναίκες δουλεύουν δεκατετράωρες βάρδιες, ο μισθός έρχεται συχνά με καθυστέρηση και υποβάλλονται σε φρικτούς επόπτες και πολύ επικίνδυνες εργασιακές συνθήκες. Ο ίδιος έγινε μάρτυρας μιας πυρκαγιάς που ξέσπασε στην Dhaka στις 27 Αυγούστου 2000, που σκότωσε δώδεκα άτομα. Πιο πρόσφατα γύρω στις 200 εργάτριες πέθαναν από πυρκαγιές. Το 2013 το εργοστάσιο Rana Plaza κατέρρευσε έξω από την Dhaka και προκάλεσε το θάνατο περισσοτέρων από χιλίων εργατριών. Όπως σημείωσε ο Seabrook »Αυτό πολύ δύσκολα μπορεί να περιγραφεί ως μοντέλο αυτοκαθορισμού.»
Ακόμα, η Ellen Rosen είπε πως το μοτίβο βιομηχανοποίησης της Αμερικής του 19ου αιώνα και η ικανότητά του για μετασχηματισμό δεν ακολουθείται σε χώρες που περιέχουν Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών:
»H σημερινή οικονομία της εξαγόμενης παραγωγής δεν μεταφυτεύει παλαιότερες μορφές βιομηχανοποίησης στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Αντίθετα με τις Δυτικές Χώρες, όπου η επένδυση στην παραγωγή ήταν πηγή οικονομικής ανάπτυξης, σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες αυτές οι βιομηχανίες που παρέχουν χαμηλούς μισθούς είναι το επίκεντρο μιας οικονομικής ανάπτυξης που αναμένεται να επέλθει. Και αντίθετα με τη Δύση, όπου οι υψηλά αμοιβόμενες βιομηχανικές δουλειές ήταν το κέντρο της οικονομικής ευημερίας των οικογενειών, στις ζώνες ελευθέρου εμπορίου οι χαμηλά αμοιβόμενες εργάτριες αποτελούν το 80% του εργατικού δυναμικού.»
Οι γυναίκες παίρνουν »μισθούς γυναικών» αλλά οι άνδρες δεν παίρνουν »μισθούς ανδρών» έτσι οι γυναίκες που εργάζονται σε Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών έχουν ελάχιστες ευκαιρίες να ξεφύγουν από τη φτώχεια.
Η χρήση του φεμινιστικού ιδεώδους στην παγκόσμια σκηνή πάει πέρα από το δικαίωμα της γυναίκας για εργασία και καταλήγει να αιτιολογεί τις συνθήκες εκμετάλλευσης. Αυτό φαίνεται και στο ότι η χειραφέτηση των γυναικών χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει νεοφιλελεύθερα μοντέλα ανάπτυξης και τις πολιτικές δομικής αναδιάρθρωσης που επιβλήθηκαν σε χώρες του Τρίτου Κόσμου στη δεκαετία του ’80 και πιο πρόσφατα σε βόρειες χώρες όπως η Ιρλανδία και η Ελλάδα.
Οι διεθνείς οικονομικοί θεσμοί- συμπεριλαμβανομένης και της Παγκόσμιας Τράπεζας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα Ηνωμένα Έθνη, και άλλους μη-κερδοσκοπικούς οργανισμούς όπως η CARE- μαζί με εταιρίες όπως η Nike, έχουν ανακοινώσει πως η λύση στα παγκόσμια προβλήματα ιδιαίτερα αυτά της φτώχειας και της ανεπαρκούς ιατρικής φροντίδας, βρίσκεται στην παιδεία και την εκπαίδευση των γυναικών και των μικρών κοριτσιών. Η ενδυνάμωση των γυναικών μέσω της χρήσης microcredit- δανείων σε πολύ φτωχούς ανθρώπους χωρίς αντίκρυσμα- και άλλες παρεμβάσεις, δεν θα βοηθήσουν μόνο τις γυναίκες αλλά και τα παιδιά τους να βγουν από τη φτώχεια και να μπουν στη μεσαία τάξη.
Σκεφτείτε για παράδειγμα τις χαρούμενες λέξεις στο site Gift Effect της Nike:
»Τα κορίτσια είναι παράγοντας αλλαγής. Παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην επίλυση των πιο δύσκολων προβλημάτων ανάπτυξης που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα. Με την επένδυση στην οικονομική τους δυνατότητα μέσω της παιδείας και με την καθυστέρηση των γάμων των παιδιών και της εφηβικής εγκυμοσύνης, ζητήματα όπως το Aids και το HIV μπορούν να λυθούν και να σπάσει ο κύκλος της φτώχειας.
Στην Ινδία, οι εφηβικές εγκυμοσύνες κοστίζουν 10 δις δολλάρια σε χαμένο εισόδημα. Στην Ουγκάντα, το 85% των κοριτσιών φεύγουν από το σχολείο νωρίς με αποτέλεσμα 10 δις δολλάρια σε χαμένο μελλοντικό εισόδημα. Με την καθυστέρηση του γάμου και της εγκυμοσύνης για ένα εκατομμύριο κορίτσια το Μπαγκλαντές θα μπορούσε να προσθέσει 69 δις στο εθνικό εισόδημα κατά τη διάρκεια της ζωής αυτών των κοριτσιών.»
Αυτή η άποψη στην ατομική δύναμη των γυναικών και των κοριτσιών ως φορείς αλλαγής είναι μια κυνική χρήση φεμινιστικής ή καλύτερα ψευδο-φεμινιστικής ιδεολογίας. Η δημιουργία εθνικού πλούτου και ενός αυξανόμενου επιπέδου ζωής, είναι ως επί το πλείστον, το αποτέλεσμα ελεγχόμενης από το κράτος ανάπτυξης και όχι το αποτέλεσμα μικρών δανείων ή εργασιακής εκπαίδευσης των γυναικών.
Η περίπτωση της Νοτίου Κορέας είναι παραδειγματική: η αξιοσημείωτη εξέλιξη της χώρας υπό στρατιωτική δικατορία που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’60 ήταν το παράγωγο μιας έντονης πολιτικής του κράτους που στόχευε στην επιβράβευση των ομίλων εταιριών που κατάφερναν να πετύχουν τους στόχους που έθετε η κυβέρνηση, ενώ επέρχονταν τιμωρίες γι αυτούς που αποτύγχαναν. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε κρατικές τράπεζες για να εκμοντερνίσει τις υποδομές, να περιορίσει τις ξένες επενδύσεις και να προστατέψει τους ντόπιους παραγωγούς από τον ξένο ανταγωνισμό με τον περιορισμο των εισαγωγών.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση λειτούργησε ως σχεδιαστής, υποκινητής, διευθυντής και ιμπρεσάριος όλου του φάσματος των τομέων, εκμοντερνίζοντας την οικονομία σε τέτοιο σημείο που μέχρι το 1980 η τεχνολογικά εξελιγμένη χώρα προσέφερε βοήθεια σε παλαιότερα βιομηχανοποιημένα κράτη.
Παρόλο που οι σύγχρονοι μέηνστριμ σχολιαστές θεωρούν πως η ελεγχόμενη από το κράτος ανάπτυξη είναι κάτι αιρετικό, η αλήθεια είναι πως οι μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις του 18ου και 19ου αιώνα – η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και οι Η.Π.Α.- χρωστούν πολλή από τη βιομηχανική τους δύναμη στις πολιτικές κρατικού ελέγχου.
Όπως ανέδειξε ο Ha-Joon Chang, από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, »οι Η.Π.Α. είχαν την πιο έντονα προστατευμένη οικονομία στον κόσμο». Ο Αβραάμ Λίνκολν ήταν ακόλουθος του Χένρυ Κλέυ, ενός υπερασπιστή του λεγόμενου Αμερικανικού Συστήματος, »που βασίζεται στην ανάπτυξη των υποδομών και τον προστατευτισμό». Κάνοντας κριτική κατά των Βρετανών που διακύρητταν την ελεύθερη αγορά στη χώρα του, ο Γιούλισες Γκραντ, στρατηγός του εμφυλίου και πρόεδρος από το 1868-1877, απάντησε με το αντεπιχείρημα πως » μέσα σε διακόσια χρόνια, όταν η Αμερική θα έχει βγει από το δίκτυ προστασίας και όλα όσα αυτό προσφέρει, τότε κι αυτή θα υιοθετησει το ελευθερο εμπόριο».
Χωρίς να λαμβάνουν υπόψη αυτή την ιστορική εμπειρία, οι διεθνείς οικονομικοί θεσμοί έχουν από το 1980, επιβάλλει στον Παγκόσμιο Νότο ένα καθεστώς νεοφιλελευθερης αγοράς που έχει κάνει αδύνατη την ελεγχόμενη από το κράτος ανάπτυξη. Οι χώρες που έχουν υποβληθεί σε πολιτικές δομικής αναπροσαρμογής, υπό τον μανδύα της ενθάρρυνσης για οικονομική ανάπτυξη, έχουν εν αντιθέσει βρεθεί ανίκανες να καθορίσουν τη δική τους οικονομία.
Το καθαρό αποτέλεσμα είναι μια αλλοιωμένη πορεία ανάπτυξης που δεν ακολουθεί την πορεία επιτυχίας που ακολούθησαν οι πρώτες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης και οι νεες βιομηχανικές χώρες της περιόδου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Ταϊβάν και Σιγκαπούρη).
Στην σημερινή παγκόσμια οικονομία, είναι ψευδαίσθηση να νομίζει κανείς πως οι φτωχιές χώρες μπορούν να εξαλείψουν τη φτώχεια και τις αρρώστειες χωρίς βιομηχανική και αγροτική εξέλιξη.
Δεν θα κρύψω το κόστος για ένα τέτοιο μοντέλο. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η Νότια Κορέα εκμοντερνίστηκε κάτω από την μπότα της ωμής στρατιωτικής δικτατορίας και ότι μέρος της οικονομικής επιτυχιας δεν οφείλεται στους γενναίους και δυνατούς συνδικαλιστές που εμφανίστηκαν μετά την επιστροφή της χώρας στη δημοκρατία.
Δεν υποστηρίζω πως η επιστροφή σε ένα μοντέλο ανάπτυξης με κρατικό έλεγχο θα αποτελέσει από μόνο του λύση για όλα τα προβλήματα, χωρίς την άμεση και δημοκρατική συμμετοχή των εργατών. Και γι΄ αυτό θα χρειαζόταν ένα άλλο δοκίμιο για να αναλύσουμε το ντιμπέιτ γύρω από την ανάπτυξη της εξόρυξης, τις κλιματικές αλλαγές, τα δικαιώματα των αυτόχθονων στη γη τους και σχετικά θέματα.
Αλλά το γεγονός παραμένει πως η ελεγχόμενη από το κράτος ανάπτυξη έχει την ικανότητα να βγάλει μεγάλους αριθμούς ανθρώπων από τη φτώχεια.
»Πετυχημένες» φεμινιστικές παρεμβάσεις χρησιμοποιήθηκαν από πλούσιες χώρες και διεθνεις οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη ως μέσο απόκρυψης αυτής της ιστορικής πραγματικότητας και κατέδειξαν τις γυναίκες ως το κλειδι για οικονομική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος του Ο.Η.Ε. Κόφι Ανάν, σε μία ομιλία για τα εξηντάχρονα της επιτροπής για το Στάτους των Γυναικών, δήλωσε: »Η μία μελέτη μετά την άλλη απέδειξε πως καμία άλλη πολιτική δεν μπορεί να συντελέσει στην αύξηση της οικομικής παραγωγικότητας ή τη μείωση βρεφικής ή μητρικής θνησιμότητας.
Ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικό για τις φεμινίστριες ακτιβίστριες όταν ο πρώην γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. αναγνώρισε την σημασία της στήριξης των γυναικών και των κοριτσιών στον κόσμο. Όμως αυτή η δήλωση είναι βαθιά αποπροσανατολιστική.
Οι διεθνείς οικονομικοί θεσμοί και οι πλούσιες χώρες έχουν δημιουργήσει ένα μύθο πως αν βοηθήσουν τις γυναίκες ατομικά, αυτό θα εξαλείψει τη φτώχεια, τις αρρώστειες και την ασιτία. Αναφερόμενοι στις γυναίκες και τα κορίτσια ως το κλειδί της ανάπτυξης είναι ένα τέχνασμα για να στρέψουν την προσοχή των πολιτικών, των ακτιβιστών και των εργαζομένων ανθρώπων μακριά από τις μοχθηρές πράξεις ομάδων όπως η τρόικα ή »θεσμοί» (η Ε.Ε., το Διεθνές Νομισματκό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) που στοχεύουν στην εξόντωση της Ελλάδας και της ελληνικής κυβέρνησης στο όνομα των οικονοιμικών συμφερόντων των τραπεζών και των πλούσιων δανειστών.
Φυσικά είναι σημαντικό για τις γυναίκες και τα κορίτσια παντού στον κόσμο να έχουν παιδεία, εκπαίδευση, δικαιώματα στην αναπαραγωγή, προσβάσιμη ιατρική περίθαλψη και έλεγχο για να μπορούν να αποφασίζουν μόνες για την εργασία, το γάμο τους και τη σεξουαλικότητά τους. Αλλά αυτές οι βασικές αρχές του φεμινισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν με το να βοηθηθούν οι γυναίκες μία προς μία, σε ένα πλαίσιο όπου ολόκληρη η κοινωνία λεηλατείται από τη λιτότητα και τον φονταμενταλισμό των αγορών και του νεοφιλελευθερισμού.
Η Hester Eisenstein είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Queen’s College και Graduate Center of The City University of New York.
Πηγή: Jacobin
Μετάφραση: BlackCat
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου