Όταν πρωτογνώρισα τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη, από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που είχε φτάσει ψηλά στην κομματική ιεραρχία, η υπόθεση του μικρασιατικού πολιτισμού ήταν εκτός συζήτησης στο δημόσιο χώρο. Μόνο το σμυρνέικο τραγούδι είχε επανέλθει στο προσκήνιο μέσα από την αναβίωση του ρεμπέτικου και τη μεγάλη επιτυχία που είχαν οι νεότερες εκτελέσεις μερικών υπέροχων τραγουδιών από τη Γλυκερία με τη συμβολή του αριστοτέχνη του σαντουριού Αριστείδη Μόσχου. Και η δική μας παρέα, γύρω από το περιοδικό «ντέφι», που πρόβαλε τον πολιτισμό της Ανατολής, είχε κατηγορηθεί για εθνικιστική απόκλιση!
Ο Χαραλαμπίδης τόνιζε ότι οι Έλληνες δεν γνωρίζουν την ιστορία τους, αφού η νεότερη, του μικρασιατικού, θρακικού και ποντιακού, δεν διδασκόταν στα σχολεία. Και σ’ αυτό έβρισκα ενδιαφέρουσα την προσπάθειά του να επαναφέρει στο προσκήνιο τη λησμονημένη ιστορία, σε συνδυασμό με τις απόψεις του για μια εναλλακτική παραγωγική ανασυγκρότηση. Σταδιακά, όμως, όλο αυτό το «σχέδιο» απορροφήθηκε από τη μεγάλη απήχηση που βρήκε η πτυχή της «ποντιακής γενοκτονίας» που γρήγορα αυτονομήθηκε και το θέμα της αναγνώρισής της έγινε ο αποκλειστικός στόχος όλων των εμπλεκομένων που συνεχώς αυξάνονταν. Στη δεκαετία του 1980, δημιουργήθηκαν δυνατότητες αναθεώρησης της καθεστηκυίας ιστορίας. Ήταν η εποχή που οξύνονταν οι εθνικές αντιθέσεις στα Βαλκάνια και ιδιαιτέρως στη Γιουγκοσλαβία όπου ο θάνατος του Τίτο, το 1980, ακολουθήθηκε από διαλυτικές τάσεις στο πολυεθνικό κράτος, από την ομόσπονδη Κροατία ως την ομόσπονδη Μακεδονία.
Η εποχή που, λίγο αργότερα, λόγω της κατάρρευσης και διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, άρχισαν να συρρέουν στην Ελλάδα κατά δεκάδες χιλιάδες οι Έλληνες από τη Γεωργία, το Καζαχστάν και τη νότια Ρωσία. Την εποχή του μεγάλου συλλαλητηρίου για το όνομα της Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, το 1992. Ξεκληρισμένοι, με ελάχιστα υπάρχοντα που τα πουλούσαν κομμάτι-κομμάτι στις λαϊκές αγορές, διασκορπίζονταν στη χώρα, φτωχοί και άμαθοι στον καπιταλισμό, μιλώντας μόνο ρώσικα, τούρκικα ή ποντιακά. Στην Ελλάδα δεν θεωρούνταν γνήσιοι Έλληνες, όπως ένιωθαν, αλλά Ρώσοι ή Ρωσοπόντιοι όπως αποκαλούνταν από τους γηγενείς. Σ’ αυτό το «έδαφος», η σπίθα του Χαραλαμπίδη έπιασε και φούντωσε. Η επίκληση της ρίζας τους, της μικρασιατικής καταγωγής των γονιών και των παππούδων τους, προσφερόταν για την αποκατάσταση της εθνικής τους ταυτότητας στα μάτια των Ελλαδιτών που την λοιδορούσαν. Και η αναμόχλευση των τραγωδιών, των διωγμών και κατατρεγμών, έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στην προσπάθεια ενσωμάτωσής τους σε πιο ισότιμη βάση. Η «γενοκτονία» προσφερόταν σαν ενοποιητικό στοιχείο ενός κόσμου που είχε χάσει τα πάντα και είχε βρεθεί στο χαμηλό στάτους του ξένου μετανάστη.
Ρουμ και Γκρεκ
Στη Σοβιετική Ένωση, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, αυτόχθονες, μετανάστες και πρόσφυγες, δεν χρειάστηκε ποτέ να αναμοχλεύσουν τη μικρασιατική καταστροφή, γιατί ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η εθνική τους καταγωγή. Αντιθέτως, ήταν τόσο βεβαιωμένη που τους δημιούργησε προβλήματα με το καθεστώς σε κάποιες φάσης της ιστορίας. Στη Σοβιετική Ένωση, όλοι οι Έλληνες, της Μικράς Ασίας, της Κριμαίας, της Μαριούπολης ή της Οδησσού, ήταν «γκρεκ» και έτσι καταγράφονταν στις απογραφές του πληθυσμού. Όπως ήταν «ρουμ» στην Τουρκία. Μόνο στην Ελλάδα, η ταυτότητά τους αμφισβητήθηκε. Και πάνω σ’ αυτή την αμφισβήτηση, αναπτύχθηκε σαν κοινό τους στοιχείο το ζήτημα της «γενοκτονίας», που γεφύρωνε το χάσμα με τους εντόπιους και τους διαχώριζε από τους ξένους. Είχε αλήθεια, είχε ταυτότητα, είχε μαχητικότητα, είχε προσφυγιά, είχε και συντριβή. Γύρω, όμως, από τη γενοκτονία στήθηκε μεθοδικά ένα ολόκληρο οικοδόμημα που δεν ήταν καθόλου αθώο.
Από τον ερχομό τους στην Ελλάδα, οι Έλληνες του Πόντου, όπως τους αποκαλεί ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος στις 900 σελίδες του ιστορικού του έργου «Η Εκκλησία Τραπεζούντος», έγιναν υποχρεωτικά «Πόντιοι». Από Ρωμιοί και Έλληνες, ρουμ και γκρεκ, όπως οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν επί αιώνες ανάλογα με τη γλώσσα που μιλούσαν, όπως και οι Έλληνες της Πόλης, της Βουλγαρίας, της Ουκρανίας κ.λπ., μετονομάσθηκαν από τους ντόπιους ιθύνοντες σε σκέτο «Πόντιοι». Έτσι, όχι μόνο αποκόπηκαν από το σώμα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, αλλά και από τους Έλληνες των Βαλκανίων, της ανατολικής Θράκης και της Ελλάδας. Αναγορεύτηκαν σε άλλο σώμα, γύρω από το οποίο χτίστηκε μια ξεχωριστή εθνική αφήγηση που εξυπηρετούσε τη χειραγώγηση αυτού του σημαντικού κομματιού του Ελληνισμού, το οποίο ως νιόφερτο ήταν πιο ευάλωτο.
Ιδρύθηκαν εκατοντάδες νέοι σύλλογοι που, μαζί με τους παλιότερους που είχαν ιδρυθεί μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά και τους αντίστοιχους στο εξωτερικό, δημιούργησαν ένα κίνημα μέσα από το οποίο ξεπήδησαν αμέτρητα χορευτικά και μουσικά συγκροτήματα, κυρίως από νεολαίους, που εμπλούτισαν με πλούσιο και όμορφο υλικό το καλλιτεχνικό τοπίο της χώρας και ανέδειξαν την παρουσία των Ελλήνων του Πόντου. Αλλά όλα αυτά τέθηκαν στην υπηρεσία της «γενοκτονίας».
Το ζήτημα της «γενοκτονίας» έγινε γρήγορα αποδεκτό από παλιούς και νέους, προοδευτικούς και συντηρητικούς, σοσιαλιστές και εθνικιστές, φτωχούς και επιχειρηματίες, εργάτες και πανεπιστημιακούς, πολιτικούς, απόστρατους στρατιωτικούς και παπάδες. Ένωνε και προσανατόλιζε, ενώ ταυτόχρονα αποσπούσε την προσοχή από τρέχοντα πιεστικά προβλήματα που βασάνιζαν τους ανθρώπους παραμένοντας άλυτα.
Στον κλοιό των μηχανισμών εξουσίας
Είναιχαρακτηριστικό, ότι όλη αυτή η εξέλιξη, από την αρχή μέχρι σήμερα, σε κεντρικό επίπεδο, δεν ελέγχθηκε ούτε καθοδηγήθηκε από τους ίδιους τους μετανάστες και πρόσφυγες, αλλά από τους μηχανισμούς του ελληνικού πολιτικού συστήματος και από παράγοντες διαπλεκόμενους ή μισθοδοτούμενους από το κράτος ή επιχορηγούμενους από το κράτος και από ορισμένους μεγαλοπλούσιους. Καθώς προχωρούσε η ενσωμάτωση και αποκτούσαν ελληνική ιθαγένεια οι νιόφερτοι, άρα και δικαίωμα ψήφου, εντεινόταν οανταγωνισμός για τον έλεγχο των σωματείων από τα κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με παροχές, κολακείες, αλλά και πιέσεις κάθε είδους. Συν τω χρόνω, σχηματίστηκαν αρκετές ομάδες συμφερόντων που διεκδικούσαν μερίδια της εξουσίας στον ποντιακό χώρο. Ομηρικές δολοπλοκίες και συγκρούσεις έχουν καταγραφεί μέσα στα χρόνια, ερήμην της κοινωνίας.
Ένας πολύ μικρός αριθμός ατόμων, σχεδόν όλοι εντόπιοι, Ελλαδίτες ποντιακής καταγωγής, με κρατικές και κομματικές διασυνδέσεις, ανέλαβαν να καθοδηγούν τις ομοσπονδίες των σωματείων επί δεκαετίες, συνεπικουρούμενοι από τρεις-τέσσερις ιστορικούς που στηρίζουν το στάτους κβο με υλικό, το οποίο ανακυκλώνουν με άπειρες παραλλαγές και διαδίδουν με συστηματικό τρόπο, όχι σαν επιστήμονες, αλλά σαν επαγγελματίες προπαγανδιστές. Ιστορικοί και δημοσιογράφοι αποκλειστικά της «γενοκτονίας» και, συμπληρωματικά, των «σταλινικών διώξεων», διασυνδεδεμένοι με τις ομάδες εξουσίας, υπάλληλοι κρατικών φορέων, μέλη των συμβουλίων με επικεφαλής κομματικά στελέχη ή ισόβιους μεγαλοπαράγοντες που διαπλέκονται με τις παραθρησκευτικές οργανώσεις και τους εθνικιστές της εκκλησίας (π.χ. τον Άνθιμο), της τοπικής αυτοδιοίκησης (π.χ. τον Ψωμιάδη), του κεφαλαίου (π.χ. τον Μελισσανίδη), του βαθέως κράτους (π.χ. τον Καλεντερίδη) κ.λπ. Πίσω από τις πιο σημαντικές εφημερίδες και τα σάιτ του χώρου, που επίμονα υπερθεματίζουν και προωθούν σαν το σταθερό κεντρικό τους ζήτημα τη «γενοκτονία» και τις «διώξεις», είναι γνωστοί παράγοντες, βασικά της Δεξιάς, που διαγκωνίζονται για τον έλεγχο του ποντιακού χώρου.
Οι φερόμενοι ως ειδικοί του αντιτουρκισμού, του αντιρωσισμού και του αντικομμουνισμού, δεν επιμορφώνουν, αλλά δημιουργούν εχθρότητα και μίσος. Κι αυτό το μίσος χρησιμοποιήθηκε σαν η κινητήρια δύναμη του οργανωμένου ποντιακού χώρου και σ’ αυτό επένδυσαν όλοι, ακροδεξιοί, δεξιοί, κεντρώοι, ΠΑΣΟΚτσήδες και κάποιοι μεταμεληθέντες αριστεροί. Χτίστηκαν συμμαχίες, πελατείες, επιρροές, εξουσίες, μηχανισμοί… κανείς δεν πήγε κόντρα στο ρεύμα για να μην φανεί λιγότερο πατριώτης, λιγότερο Πόντιος.
Αναπόφευκτα, η «ποντιακή γενοκτονία» και οι «σταλινικές διώξεις», από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία του νεότερου Ελληνισμού, με την επίκληση του δικαιώματος στη μνήμη, αξιοποιήθηκαν στο έπακρο από ένα πολυδιάστατο και γκρίζο μόρφωμα για τη χειραγώγηση μιας μεγάλης κοινωνικής ομάδας και για την καλλιέργεια ρατσιστικών, εθνικιστικών και αντικομμουνιστικών αντιλήψεων και συμπεριφορών που η διάδοσή τους διαχέεται πέρα από το συγκεκριμένο χώρο.Επίσης, συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας πολιτικής γραμμής που αντιστρατεύεται την προσέγγιση Ελλάδας-Ρωσίας, Ελλάδας-Τουρκίας και κατά προέκταση Ελλάδας-βαλκανικών χωρών. Μια γραμμή που κάλλιστα εξυπηρετείσυντηρητικά κόμματα, μυστικές υπηρεσίες, ολιγάρχες του πλούτου, έμπορους όπλων, εθνικιστές και λαοπλάνους, αντάμα.
Πατριωτισμός με το μέτρο
Εννοείται ότι δεν ήταν όλοι οι παράγοντες του οργανωμένου ποντιακού χώρου αντιδραστικοί, αλλά οι πιο ειλικρινείς απ’ αυτούς που γνωρίζω, τελικά περιθωριοποιήθηκαν ή αποσύρθηκαν ηττημένοι και απογοητευμένοι. Ούτε όλοι οι ποντιακοί φορείς έγιναν έρμαιο των μηχανισμών. Οι Αργοναύτες-Κομνηνοί δεν έπαψαν να προβάλλουν σφαιρικά τον πολιτισμό των Ελλήνων του Πόντου, ο Νίκος Ζουρνατζίδης δεν υποχώρησε από τη μελέτη και τη σωστή διδασκαλία των ποντιακών χορών και η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών συνέχισε σεμνά το σημαντικό ερευνητικό της έργο, όπως και άλλοι φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό που παρέμειναν σοβαροί και μη εξαρτημένοι.
Ο ίδιος ο Χαραλαμπίδης, αφού ματαιώθηκε το μεγαλόπνοο σχέδιό του για την ίδρυση της Ρωμανίας, μιας νέας πόλης των Ελλήνων του Πόντου στη Θράκη, και απέτυχε το κόμμα του (Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση) να συγκεντρώσει πάνω από 32 χιλιάδες ψήφους στις βουλευτικές εκλογές του 2000, υπερκεράστηκε από αυτούς που πήραν τη σκυτάλη και ανέλαβαν πιο οργανωμένα την καμπάνια της «γενοκτονίας». Έχοντας, όμως, ακόμα προσωπική επιρροή, συνεχίζει τη δράση του με ομιλίες και βιβλία, όπως «Το Μικρασία ενώνει – το Τουρκία εκβαρβαρίζει», σε επίπεδα κατώτερα από την αρχική του έμπνευση.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα αυτά τα σωματεία που υπάχθηκαν στον ένα ή τον άλλο μηχανισμό εξουσίας, όλοι αυτοί οι παράγοντες που για μεγάλο χρονικό διάστημα ασκούν πραγματική εξουσία, έκαναν ελάχιστα πράγματα για την αντιμετώπιση των ταλαιπωριών που υπέστησαν οι μετανάστες και πρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Εάν είχαν υψώσει υπέρ των δικαιωμάτων των ομογενών την ίδια φωνή που ύψωσαν για τη «γενοκτονία» ή τις «σταλινικές διώξεις», γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν από 100 και 70 χρόνια σε άλλες χώρες, θα είχαν αποτρέψει την ταπείνωση των αλλόγλωσσων συμπατριωτών τους, θα είχαν αποκαλύψει τα φοβερά σκάνδαλα με τα δάνεια και τις κατοικίες που προορίζονταν για τους πρόσφυγες στη Θράκη, θα είχαν εμποδίσει τις συλλήψεις και απελάσεις ομογενών χωρίς χαρτιά, θα είχαν επισπεύσει τις διαδικασίες απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας, θα είχαν πιέσει το κράτος να φροντίσει για την τύχη των περιουσιών που άφησαν πίσω τους στη Γεωργία, θα είχαν ξεσηκωθεί για τη μείωση των αποσπασμένων δασκάλων της ελληνικής γλώσσας στην παρευξείνια ζώνη, θα είχαν συμβάλλει στην αξιοποίηση των ικανοτήτων, της επαγγελματικής κατάρτισης και των γνώσεων που κόμιζαν οι Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι από γιατροί κατέληγαν οικοδόμοι και από δάσκαλοι μικροπωλητές. Και, βέβαια, θα πρωτοστατούσαν στην ανάπτυξη στενότερων σχέσεων συνεργασίας της Ελλάδας με τις χώρες προέλευσης των ομογενών. Αντιθέτως, ο ποντιακός κόσμος έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης και δεν βοηθήθηκε όσο έπρεπε ούτε αξιοποιήθηκε όσο του άξιζε, με ευθύνη των ατόμων και ομάδων που τον έθεσαν υπό τον έλεγχο τους ιδεολογικά και οργανωτικά.
Κανένας τους, όλα αυτά τα χρόνια, δεν νοιάστηκε να κάνει κάτι θετικό για την αναζωογόνηση του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, στην οποία από το απώτερο παρελθόν κατέφευγαν και δραστηριοποιούνταν πάρα πολλοί Έλληνες του Πόντου. Κανένας τους δεν ενδιαφέρθηκε για τους Έλληνες που έμειναν στην Ανατολή, για τους Έλληνες του Καυκάσου, του Κουμπάν, της Σιβηρίας ή της Κριμαίας. Ούτε λέξη ποτέ για τουςΈλληνες που ζουν στην Ανατολική Ρωμυλία, στη Φιλιππούπολη και το Στενήμαχο, στα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, Έλληνες του Πόντου κι αυτοί, στη Σωζόπολη, τη Μεσήμβρια και την Αγχίαλο, την Κωστάντζα και το Ιάσιο. Για την Ασπασία, τη Δάφνη, την Κλειώ, τον Βασίλη και χιλιάδες άλλους Έλληνες στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Μολδαβία κ.λπ. δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι καμία ουσιαστική βοήθεια δεν δόθηκε στους Μαριουπολίτες Έλληνες του Πόντου, που παρέμειναν στις εστίες τους μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, παρ’ όλο που τους ενέταξαν σε ομοσπονδίες, συμβούλια και οργανισμούς. Και είναι σκανδαλώδης και αξιοκατάκριτη η αδιαφορία τους σήμερα που ο εκεί Ελληνισμός ψυχορραγεί στο κέντρο του πολέμου, στην Ανατολική Ουκρανία, απελπιστικά μόνος. Εάν υπήρχε πραγματική έγνοια για τους Έλληνες του Πόντου, θα είχαν βγει στους δρόμους και στα κανάλια, θα ξεσήκωναν τον κόσμο και θα εξανάγκαζαν τις κυβερνήσεις να δράσουν.
Ό,τι και να συμβαίνει στους Έλληνες του Πόντου, το μόνο σίγουρο που συνεχίζεται αμείωτο είναι η προπαγανδιστική μηχανή για τις διώξεις του παρελθόντος που, αποκομμένη από την πραγματική ζωή, αποκομμένη από τη συνολική ιστορία του Ελληνισμού, συνεχίζει να χύνεται σαν αποχαυνωτικό δηλητήριο στις ψυχές των άδολων νέων της Διασποράς και μερίδας της κοινωνίας που δεν ψάχνει πολύ ό,τι της σερβίρουν οι μηχανισμοί. Η προβολή της «γενοκτονίας» που αρχικά συνέβαλε στη συσπείρωση του κατακερματισμένου και απαξιωμένου ποντιακού Ελληνισμού, μετεξελίχθηκε επιτήδεια σε εργαλείο ελέγχου και πολιτικο-ιδεολογικού του προσανατολισμού. Είναι τουλάχιστον λυπηρό, οι νέοι που σηκώνουν τα λάβαρα με το δικέφαλο αετό και διαδηλώνουν για τη «γενοκτονία» να μην γνωρίζουν καθόλου ιστορία. Κι αυτό το έχω διαπιστώσει από δεκάδες ομιλίες που έχω κάνει σε σωματεία και εκδηλώσεις. Στα παιδιά διοχετεύονται μόνο οι πληροφορίες και οι μαρτυρίες που γεννούν μίσος για τους άλλους, τους Τούρκους, τους Κούρδους, τους μουσουλμάνους γενικώς ή τους Ρώσους. Ό,τι χρειάζεται, δηλαδή, για να πάνε κατ’ ευθείαν στη Χρυσή Αυγή που ξέρει πολύ καλά να αξιοποιεί αυτόν τον επιλεκτικό «πατριωτισμό».
Αριστερή απουσία
Δυστυχώς, μεγάλες είναι οι ευθύνες της Αριστεράς που άφησε το ποντιακό στοιχείο στην τύχη του. Το μεν ΚΚΕ έμεινε απ’ έξω γιατί δεν το σήκωνε το κλίμα που οι άλλοι διαμόρφωναν και το οποίο προσπάθησε ανεπιτυχώς να αντιμετωπίσει πηγαίνοντας στο άλλο άκρο, στην άρνηση των διώξεων επί Στάλιν. Η δε άλλη Αριστερά, τόσο η λεγόμενη ανανεωτική όσο και η λεγόμενη επαναστατική, αγνόησε επιδεικτικά το θέμα θεωρώντας το ασήμαντο ή εθνικιστικό και απέφυγε, κατά συνήθεια, να εμπλακεί ενεργητικά σε ένα χώρο ζωντανό και μαζικό. Έτσι, οι μηχανισμοί του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, των οργανωμένων συμφερόντων, του κράτους και του παρακράτους, δεν βρήκαν καμία αντίσταση εξ αριστερών. Οι όποιες πρόσφατες ενέργειες μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ, με επετειακές ανακοινώσεις περί γενοκτονίας, χωρίς έμπρακτη παρέμβαση στο χώρο, είναι αποσπασματικές και δεν ξεφεύγουν από το ασφυκτικό πλαίσιο που έχουν καθορίσει οι μηχανισμοί που απρόσκοπτα διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων.Αναγνωρίζοντας τα δίκαια αιτήματα των Ελλήνων του Πόντου, η Αριστερά οφείλει να τα διαχειρίζεται με ευαισθησία εμμένοντας στη γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας με τις χώρες της γειτονιάς μας. Έργο δύσκολο που προϋποθέτει καλοδουλεμένη συνολική εξωτερική πολιτική, που οι ελληνικές κυβερνήσεις ποτέ δεν είχαν.
Εάν ο Νόρμαν Φίνκελσταϊν χρησιμοποιεί τον όρο «βιομηχανία του ολοκαυτώματος», για να περιγράψει το τεράστιο project που χτίστηκε μεθοδικά για να εκμεταλλευτεί τον πόνο και τη φρίκη των Εβραίων προς όφελος ενός ολόκληρου συστήματος εξουσίας, ρατσιστικού και εθνικιστικού, μπορούμε, τηρώντας τις αναλογίες, να μιλήσουμε κι εμείς για τη «βιοτεχνία της ποντιακής γενοκτονίας». Όχι γιατί η μία φρίκη είναι λιγότερο φρίκη από την άλλη, αλλά γιατί ο μηχανισμός εκμετάλλευσης και οι επιπτώσεις αυτής της εκμετάλλευσης είναι μεγέθη ασυγκρίτως μεγαλύτερα στην πρώτη περίπτωση, τη σιωνιστική.
Κανένα άλλο κομμάτι του Ελληνισμού δεν έδειξε τόσο μεγάλο δυναμισμό μέσα στο όχι τόσο φιλικό περιβάλλον της σύγχρονης Ελλάδας. Κανένα άλλο κομμάτι δεν προσπάθησε με μεγαλύτερο ενθουσιασμό να διασώσει και να αναδείξει στοιχεία του παραδοσιακού του πολιτισμού. Κανένα άλλο κομμάτι του Ελληνισμού δεν τόνωσε με τέτοια συμμετοχή την κοινωνική ζωή και μάλιστα, σε μια εποχή που η παρακμή ήταν προ των πυλών. Αλλά και κανένα άλλο κομμάτι δεν έγινε αντικείμενο τόσο μεγάλης εκμετάλλευσης και απαξίωσης. Στη Ρωσία Έλληνας, στην Τουρκία Ρωμιός και στην Ελλάδα ξένος, λένε ακόμα, μελαγχολικά, οι Έλληνες του Πόντου.
Στέλιος Ελληνιάδης
Ρουμ και Γκρεκ
Στη Σοβιετική Ένωση, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, αυτόχθονες, μετανάστες και πρόσφυγες, δεν χρειάστηκε ποτέ να αναμοχλεύσουν τη μικρασιατική καταστροφή, γιατί ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η εθνική τους καταγωγή. Αντιθέτως, ήταν τόσο βεβαιωμένη που τους δημιούργησε προβλήματα με το καθεστώς σε κάποιες φάσης της ιστορίας. Στη Σοβιετική Ένωση, όλοι οι Έλληνες, της Μικράς Ασίας, της Κριμαίας, της Μαριούπολης ή της Οδησσού, ήταν «γκρεκ» και έτσι καταγράφονταν στις απογραφές του πληθυσμού. Όπως ήταν «ρουμ» στην Τουρκία. Μόνο στην Ελλάδα, η ταυτότητά τους αμφισβητήθηκε. Και πάνω σ’ αυτή την αμφισβήτηση, αναπτύχθηκε σαν κοινό τους στοιχείο το ζήτημα της «γενοκτονίας», που γεφύρωνε το χάσμα με τους εντόπιους και τους διαχώριζε από τους ξένους. Είχε αλήθεια, είχε ταυτότητα, είχε μαχητικότητα, είχε προσφυγιά, είχε και συντριβή. Γύρω, όμως, από τη γενοκτονία στήθηκε μεθοδικά ένα ολόκληρο οικοδόμημα που δεν ήταν καθόλου αθώο.
Από τον ερχομό τους στην Ελλάδα, οι Έλληνες του Πόντου, όπως τους αποκαλεί ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος στις 900 σελίδες του ιστορικού του έργου «Η Εκκλησία Τραπεζούντος», έγιναν υποχρεωτικά «Πόντιοι». Από Ρωμιοί και Έλληνες, ρουμ και γκρεκ, όπως οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν επί αιώνες ανάλογα με τη γλώσσα που μιλούσαν, όπως και οι Έλληνες της Πόλης, της Βουλγαρίας, της Ουκρανίας κ.λπ., μετονομάσθηκαν από τους ντόπιους ιθύνοντες σε σκέτο «Πόντιοι». Έτσι, όχι μόνο αποκόπηκαν από το σώμα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, αλλά και από τους Έλληνες των Βαλκανίων, της ανατολικής Θράκης και της Ελλάδας. Αναγορεύτηκαν σε άλλο σώμα, γύρω από το οποίο χτίστηκε μια ξεχωριστή εθνική αφήγηση που εξυπηρετούσε τη χειραγώγηση αυτού του σημαντικού κομματιού του Ελληνισμού, το οποίο ως νιόφερτο ήταν πιο ευάλωτο.
Ιδρύθηκαν εκατοντάδες νέοι σύλλογοι που, μαζί με τους παλιότερους που είχαν ιδρυθεί μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά και τους αντίστοιχους στο εξωτερικό, δημιούργησαν ένα κίνημα μέσα από το οποίο ξεπήδησαν αμέτρητα χορευτικά και μουσικά συγκροτήματα, κυρίως από νεολαίους, που εμπλούτισαν με πλούσιο και όμορφο υλικό το καλλιτεχνικό τοπίο της χώρας και ανέδειξαν την παρουσία των Ελλήνων του Πόντου. Αλλά όλα αυτά τέθηκαν στην υπηρεσία της «γενοκτονίας».
Το ζήτημα της «γενοκτονίας» έγινε γρήγορα αποδεκτό από παλιούς και νέους, προοδευτικούς και συντηρητικούς, σοσιαλιστές και εθνικιστές, φτωχούς και επιχειρηματίες, εργάτες και πανεπιστημιακούς, πολιτικούς, απόστρατους στρατιωτικούς και παπάδες. Ένωνε και προσανατόλιζε, ενώ ταυτόχρονα αποσπούσε την προσοχή από τρέχοντα πιεστικά προβλήματα που βασάνιζαν τους ανθρώπους παραμένοντας άλυτα.
Στον κλοιό των μηχανισμών εξουσίας
Είναιχαρακτηριστικό, ότι όλη αυτή η εξέλιξη, από την αρχή μέχρι σήμερα, σε κεντρικό επίπεδο, δεν ελέγχθηκε ούτε καθοδηγήθηκε από τους ίδιους τους μετανάστες και πρόσφυγες, αλλά από τους μηχανισμούς του ελληνικού πολιτικού συστήματος και από παράγοντες διαπλεκόμενους ή μισθοδοτούμενους από το κράτος ή επιχορηγούμενους από το κράτος και από ορισμένους μεγαλοπλούσιους. Καθώς προχωρούσε η ενσωμάτωση και αποκτούσαν ελληνική ιθαγένεια οι νιόφερτοι, άρα και δικαίωμα ψήφου, εντεινόταν οανταγωνισμός για τον έλεγχο των σωματείων από τα κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με παροχές, κολακείες, αλλά και πιέσεις κάθε είδους. Συν τω χρόνω, σχηματίστηκαν αρκετές ομάδες συμφερόντων που διεκδικούσαν μερίδια της εξουσίας στον ποντιακό χώρο. Ομηρικές δολοπλοκίες και συγκρούσεις έχουν καταγραφεί μέσα στα χρόνια, ερήμην της κοινωνίας.
Ένας πολύ μικρός αριθμός ατόμων, σχεδόν όλοι εντόπιοι, Ελλαδίτες ποντιακής καταγωγής, με κρατικές και κομματικές διασυνδέσεις, ανέλαβαν να καθοδηγούν τις ομοσπονδίες των σωματείων επί δεκαετίες, συνεπικουρούμενοι από τρεις-τέσσερις ιστορικούς που στηρίζουν το στάτους κβο με υλικό, το οποίο ανακυκλώνουν με άπειρες παραλλαγές και διαδίδουν με συστηματικό τρόπο, όχι σαν επιστήμονες, αλλά σαν επαγγελματίες προπαγανδιστές. Ιστορικοί και δημοσιογράφοι αποκλειστικά της «γενοκτονίας» και, συμπληρωματικά, των «σταλινικών διώξεων», διασυνδεδεμένοι με τις ομάδες εξουσίας, υπάλληλοι κρατικών φορέων, μέλη των συμβουλίων με επικεφαλής κομματικά στελέχη ή ισόβιους μεγαλοπαράγοντες που διαπλέκονται με τις παραθρησκευτικές οργανώσεις και τους εθνικιστές της εκκλησίας (π.χ. τον Άνθιμο), της τοπικής αυτοδιοίκησης (π.χ. τον Ψωμιάδη), του κεφαλαίου (π.χ. τον Μελισσανίδη), του βαθέως κράτους (π.χ. τον Καλεντερίδη) κ.λπ. Πίσω από τις πιο σημαντικές εφημερίδες και τα σάιτ του χώρου, που επίμονα υπερθεματίζουν και προωθούν σαν το σταθερό κεντρικό τους ζήτημα τη «γενοκτονία» και τις «διώξεις», είναι γνωστοί παράγοντες, βασικά της Δεξιάς, που διαγκωνίζονται για τον έλεγχο του ποντιακού χώρου.
Οι φερόμενοι ως ειδικοί του αντιτουρκισμού, του αντιρωσισμού και του αντικομμουνισμού, δεν επιμορφώνουν, αλλά δημιουργούν εχθρότητα και μίσος. Κι αυτό το μίσος χρησιμοποιήθηκε σαν η κινητήρια δύναμη του οργανωμένου ποντιακού χώρου και σ’ αυτό επένδυσαν όλοι, ακροδεξιοί, δεξιοί, κεντρώοι, ΠΑΣΟΚτσήδες και κάποιοι μεταμεληθέντες αριστεροί. Χτίστηκαν συμμαχίες, πελατείες, επιρροές, εξουσίες, μηχανισμοί… κανείς δεν πήγε κόντρα στο ρεύμα για να μην φανεί λιγότερο πατριώτης, λιγότερο Πόντιος.
Αναπόφευκτα, η «ποντιακή γενοκτονία» και οι «σταλινικές διώξεις», από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία του νεότερου Ελληνισμού, με την επίκληση του δικαιώματος στη μνήμη, αξιοποιήθηκαν στο έπακρο από ένα πολυδιάστατο και γκρίζο μόρφωμα για τη χειραγώγηση μιας μεγάλης κοινωνικής ομάδας και για την καλλιέργεια ρατσιστικών, εθνικιστικών και αντικομμουνιστικών αντιλήψεων και συμπεριφορών που η διάδοσή τους διαχέεται πέρα από το συγκεκριμένο χώρο.Επίσης, συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας πολιτικής γραμμής που αντιστρατεύεται την προσέγγιση Ελλάδας-Ρωσίας, Ελλάδας-Τουρκίας και κατά προέκταση Ελλάδας-βαλκανικών χωρών. Μια γραμμή που κάλλιστα εξυπηρετείσυντηρητικά κόμματα, μυστικές υπηρεσίες, ολιγάρχες του πλούτου, έμπορους όπλων, εθνικιστές και λαοπλάνους, αντάμα.
Πατριωτισμός με το μέτρο
Εννοείται ότι δεν ήταν όλοι οι παράγοντες του οργανωμένου ποντιακού χώρου αντιδραστικοί, αλλά οι πιο ειλικρινείς απ’ αυτούς που γνωρίζω, τελικά περιθωριοποιήθηκαν ή αποσύρθηκαν ηττημένοι και απογοητευμένοι. Ούτε όλοι οι ποντιακοί φορείς έγιναν έρμαιο των μηχανισμών. Οι Αργοναύτες-Κομνηνοί δεν έπαψαν να προβάλλουν σφαιρικά τον πολιτισμό των Ελλήνων του Πόντου, ο Νίκος Ζουρνατζίδης δεν υποχώρησε από τη μελέτη και τη σωστή διδασκαλία των ποντιακών χορών και η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών συνέχισε σεμνά το σημαντικό ερευνητικό της έργο, όπως και άλλοι φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό που παρέμειναν σοβαροί και μη εξαρτημένοι.
Ο ίδιος ο Χαραλαμπίδης, αφού ματαιώθηκε το μεγαλόπνοο σχέδιό του για την ίδρυση της Ρωμανίας, μιας νέας πόλης των Ελλήνων του Πόντου στη Θράκη, και απέτυχε το κόμμα του (Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση) να συγκεντρώσει πάνω από 32 χιλιάδες ψήφους στις βουλευτικές εκλογές του 2000, υπερκεράστηκε από αυτούς που πήραν τη σκυτάλη και ανέλαβαν πιο οργανωμένα την καμπάνια της «γενοκτονίας». Έχοντας, όμως, ακόμα προσωπική επιρροή, συνεχίζει τη δράση του με ομιλίες και βιβλία, όπως «Το Μικρασία ενώνει – το Τουρκία εκβαρβαρίζει», σε επίπεδα κατώτερα από την αρχική του έμπνευση.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα αυτά τα σωματεία που υπάχθηκαν στον ένα ή τον άλλο μηχανισμό εξουσίας, όλοι αυτοί οι παράγοντες που για μεγάλο χρονικό διάστημα ασκούν πραγματική εξουσία, έκαναν ελάχιστα πράγματα για την αντιμετώπιση των ταλαιπωριών που υπέστησαν οι μετανάστες και πρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Εάν είχαν υψώσει υπέρ των δικαιωμάτων των ομογενών την ίδια φωνή που ύψωσαν για τη «γενοκτονία» ή τις «σταλινικές διώξεις», γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν από 100 και 70 χρόνια σε άλλες χώρες, θα είχαν αποτρέψει την ταπείνωση των αλλόγλωσσων συμπατριωτών τους, θα είχαν αποκαλύψει τα φοβερά σκάνδαλα με τα δάνεια και τις κατοικίες που προορίζονταν για τους πρόσφυγες στη Θράκη, θα είχαν εμποδίσει τις συλλήψεις και απελάσεις ομογενών χωρίς χαρτιά, θα είχαν επισπεύσει τις διαδικασίες απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας, θα είχαν πιέσει το κράτος να φροντίσει για την τύχη των περιουσιών που άφησαν πίσω τους στη Γεωργία, θα είχαν ξεσηκωθεί για τη μείωση των αποσπασμένων δασκάλων της ελληνικής γλώσσας στην παρευξείνια ζώνη, θα είχαν συμβάλλει στην αξιοποίηση των ικανοτήτων, της επαγγελματικής κατάρτισης και των γνώσεων που κόμιζαν οι Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι από γιατροί κατέληγαν οικοδόμοι και από δάσκαλοι μικροπωλητές. Και, βέβαια, θα πρωτοστατούσαν στην ανάπτυξη στενότερων σχέσεων συνεργασίας της Ελλάδας με τις χώρες προέλευσης των ομογενών. Αντιθέτως, ο ποντιακός κόσμος έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης και δεν βοηθήθηκε όσο έπρεπε ούτε αξιοποιήθηκε όσο του άξιζε, με ευθύνη των ατόμων και ομάδων που τον έθεσαν υπό τον έλεγχο τους ιδεολογικά και οργανωτικά.
Κανένας τους, όλα αυτά τα χρόνια, δεν νοιάστηκε να κάνει κάτι θετικό για την αναζωογόνηση του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, στην οποία από το απώτερο παρελθόν κατέφευγαν και δραστηριοποιούνταν πάρα πολλοί Έλληνες του Πόντου. Κανένας τους δεν ενδιαφέρθηκε για τους Έλληνες που έμειναν στην Ανατολή, για τους Έλληνες του Καυκάσου, του Κουμπάν, της Σιβηρίας ή της Κριμαίας. Ούτε λέξη ποτέ για τουςΈλληνες που ζουν στην Ανατολική Ρωμυλία, στη Φιλιππούπολη και το Στενήμαχο, στα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, Έλληνες του Πόντου κι αυτοί, στη Σωζόπολη, τη Μεσήμβρια και την Αγχίαλο, την Κωστάντζα και το Ιάσιο. Για την Ασπασία, τη Δάφνη, την Κλειώ, τον Βασίλη και χιλιάδες άλλους Έλληνες στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Μολδαβία κ.λπ. δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι καμία ουσιαστική βοήθεια δεν δόθηκε στους Μαριουπολίτες Έλληνες του Πόντου, που παρέμειναν στις εστίες τους μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, παρ’ όλο που τους ενέταξαν σε ομοσπονδίες, συμβούλια και οργανισμούς. Και είναι σκανδαλώδης και αξιοκατάκριτη η αδιαφορία τους σήμερα που ο εκεί Ελληνισμός ψυχορραγεί στο κέντρο του πολέμου, στην Ανατολική Ουκρανία, απελπιστικά μόνος. Εάν υπήρχε πραγματική έγνοια για τους Έλληνες του Πόντου, θα είχαν βγει στους δρόμους και στα κανάλια, θα ξεσήκωναν τον κόσμο και θα εξανάγκαζαν τις κυβερνήσεις να δράσουν.
Ό,τι και να συμβαίνει στους Έλληνες του Πόντου, το μόνο σίγουρο που συνεχίζεται αμείωτο είναι η προπαγανδιστική μηχανή για τις διώξεις του παρελθόντος που, αποκομμένη από την πραγματική ζωή, αποκομμένη από τη συνολική ιστορία του Ελληνισμού, συνεχίζει να χύνεται σαν αποχαυνωτικό δηλητήριο στις ψυχές των άδολων νέων της Διασποράς και μερίδας της κοινωνίας που δεν ψάχνει πολύ ό,τι της σερβίρουν οι μηχανισμοί. Η προβολή της «γενοκτονίας» που αρχικά συνέβαλε στη συσπείρωση του κατακερματισμένου και απαξιωμένου ποντιακού Ελληνισμού, μετεξελίχθηκε επιτήδεια σε εργαλείο ελέγχου και πολιτικο-ιδεολογικού του προσανατολισμού. Είναι τουλάχιστον λυπηρό, οι νέοι που σηκώνουν τα λάβαρα με το δικέφαλο αετό και διαδηλώνουν για τη «γενοκτονία» να μην γνωρίζουν καθόλου ιστορία. Κι αυτό το έχω διαπιστώσει από δεκάδες ομιλίες που έχω κάνει σε σωματεία και εκδηλώσεις. Στα παιδιά διοχετεύονται μόνο οι πληροφορίες και οι μαρτυρίες που γεννούν μίσος για τους άλλους, τους Τούρκους, τους Κούρδους, τους μουσουλμάνους γενικώς ή τους Ρώσους. Ό,τι χρειάζεται, δηλαδή, για να πάνε κατ’ ευθείαν στη Χρυσή Αυγή που ξέρει πολύ καλά να αξιοποιεί αυτόν τον επιλεκτικό «πατριωτισμό».
Αριστερή απουσία
Δυστυχώς, μεγάλες είναι οι ευθύνες της Αριστεράς που άφησε το ποντιακό στοιχείο στην τύχη του. Το μεν ΚΚΕ έμεινε απ’ έξω γιατί δεν το σήκωνε το κλίμα που οι άλλοι διαμόρφωναν και το οποίο προσπάθησε ανεπιτυχώς να αντιμετωπίσει πηγαίνοντας στο άλλο άκρο, στην άρνηση των διώξεων επί Στάλιν. Η δε άλλη Αριστερά, τόσο η λεγόμενη ανανεωτική όσο και η λεγόμενη επαναστατική, αγνόησε επιδεικτικά το θέμα θεωρώντας το ασήμαντο ή εθνικιστικό και απέφυγε, κατά συνήθεια, να εμπλακεί ενεργητικά σε ένα χώρο ζωντανό και μαζικό. Έτσι, οι μηχανισμοί του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, των οργανωμένων συμφερόντων, του κράτους και του παρακράτους, δεν βρήκαν καμία αντίσταση εξ αριστερών. Οι όποιες πρόσφατες ενέργειες μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ, με επετειακές ανακοινώσεις περί γενοκτονίας, χωρίς έμπρακτη παρέμβαση στο χώρο, είναι αποσπασματικές και δεν ξεφεύγουν από το ασφυκτικό πλαίσιο που έχουν καθορίσει οι μηχανισμοί που απρόσκοπτα διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων.Αναγνωρίζοντας τα δίκαια αιτήματα των Ελλήνων του Πόντου, η Αριστερά οφείλει να τα διαχειρίζεται με ευαισθησία εμμένοντας στη γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας με τις χώρες της γειτονιάς μας. Έργο δύσκολο που προϋποθέτει καλοδουλεμένη συνολική εξωτερική πολιτική, που οι ελληνικές κυβερνήσεις ποτέ δεν είχαν.
Εάν ο Νόρμαν Φίνκελσταϊν χρησιμοποιεί τον όρο «βιομηχανία του ολοκαυτώματος», για να περιγράψει το τεράστιο project που χτίστηκε μεθοδικά για να εκμεταλλευτεί τον πόνο και τη φρίκη των Εβραίων προς όφελος ενός ολόκληρου συστήματος εξουσίας, ρατσιστικού και εθνικιστικού, μπορούμε, τηρώντας τις αναλογίες, να μιλήσουμε κι εμείς για τη «βιοτεχνία της ποντιακής γενοκτονίας». Όχι γιατί η μία φρίκη είναι λιγότερο φρίκη από την άλλη, αλλά γιατί ο μηχανισμός εκμετάλλευσης και οι επιπτώσεις αυτής της εκμετάλλευσης είναι μεγέθη ασυγκρίτως μεγαλύτερα στην πρώτη περίπτωση, τη σιωνιστική.
Κανένα άλλο κομμάτι του Ελληνισμού δεν έδειξε τόσο μεγάλο δυναμισμό μέσα στο όχι τόσο φιλικό περιβάλλον της σύγχρονης Ελλάδας. Κανένα άλλο κομμάτι δεν προσπάθησε με μεγαλύτερο ενθουσιασμό να διασώσει και να αναδείξει στοιχεία του παραδοσιακού του πολιτισμού. Κανένα άλλο κομμάτι του Ελληνισμού δεν τόνωσε με τέτοια συμμετοχή την κοινωνική ζωή και μάλιστα, σε μια εποχή που η παρακμή ήταν προ των πυλών. Αλλά και κανένα άλλο κομμάτι δεν έγινε αντικείμενο τόσο μεγάλης εκμετάλλευσης και απαξίωσης. Στη Ρωσία Έλληνας, στην Τουρκία Ρωμιός και στην Ελλάδα ξένος, λένε ακόμα, μελαγχολικά, οι Έλληνες του Πόντου.
Στέλιος Ελληνιάδης
__________________________________
Από: http://www.e-dromos.gr/oi-ellines-tou-pontou-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου