Συνομιλία με τους Alexis Libaert και Philippe Petit.
Δημοσιεύτηκε σρτο L’ Evenement du jeudi της 21-17 Δεκεμβρίου 1995 με τον τίτλο: «Ni ”Esprit” ni Bourdieu: les intellos entre l’ archaisme et la fuite».
Μετάφραση του Ζήση Σαρίκα, από τη συλλογή Κορνήλιος Καστοριάδης, Ακυβέρνητη Κοινωνία (σ.331-334), εκδόσεις Ευρασία.
Δεν υπογράψατε κανένα από τα δύο κείμενα που κυκλοφόρησαν επ’ ευκαιρία του σχεδίου Juppe [1]. Γιατί;
Το πρώτο (εκείνο που πρότεινε το Esprit) επιδοκίμαζε το σχέδιο Juppe, πέρα από κάποιες θεωρητικές επιφυλάξεις, και ήταν απαράδεκτο για μένα. Το δεύτερο (γνωστό ως «λίστα Bourdieu») ήταν διαποτισμένο από την ξύλινη γλώσσα της παραδοσιακής Αριστεράς και επικαλούνταν τη «Δημοκρατία» – ποιά δημοκρατία; -, λες και υπάρχει μια απλώς «δημοκρατική» λύση στα τεράστια προβλήματα που τίθενται σήμερα. Ένα μείγμα αρχαϊσμού και φυγής.
Πώς κρίνετε τις θέσεις της παραδοσιακής Αριστεράς απέναντί σ’ αυτό το κοινωνικό κίνημα;
Τόσο η πολιτική Αριστερά όσο και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις επέδειξαν για μια ακόμη φορά το κενό τους. Δεν είχαν τίποτε να πουν για την ουσία των ζητημάτων. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, πιστός διαχειριστής του κατεστημένου συστήματος, ζήτησε αόριστες διαπραγματεύσεις. Οι δύο συνδικαλιστικές διευθύνσεις, η CGT και η FO, πήδηξαν στο τρένο του κινήματος μετά το ξεκίνημά του, προσπαθώντας να αποκαταστήσουν το κύρος τους. Απ’ αυτή την άποψη, τίποτα καινούργιο. Αντίθετα, αυτό που είναι καινούργιο είναι η κοινωνική αφύπνιση την οποία παρατηρούμε.
Αφύπνιση ή επιστροφή σε παλιές μορφές πάλης;
Επιφανειακά, οι διεκδικήσεις ήταν κλαδικές και το κίνημα έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται για τη γενική κατάσταση της κοινωνίας. Αν εξετάσουμε όμως τόσο τις αντιδράσεις των απεργών όσο και τη στάση του πληθυσμού στην πλειονότητά του, είναι φανερό ότι στην καρδιά της πάλης αυτής υπήρχε κάτι άλλο: μια βαθιά απόρριψη της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων γενικά. Αυτή την απόρριψη οι απεργοί δεν μπόρεσαν να την εκφράσουν με επιμέρους διεκδικήσεις. Επειδή αυτές, από τη φύση τους, δεν λαμβάνουν υπόψη τη γενική κατάσταση, καταλήγουμε αναγκαστικά σε αδιέξοδο. Από την άλλη μεριά, οι απεργοί – εκτός από τους σπουδαστές, αν και αυτό ακόμα αμφίβολο – δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μορφές αυτοοργάνωσης που να τους επιτρέπουν να ξεφύγουν από το συνδικαλιστικό καπέλωμα. Από πολύ καιρό ήδη, μιλώ για την ιδιωτικοποίηση των ατόμων, για την αποχώρησή τους στην ιδιωτική σφαίρα, για την αδιαφορία τους για τα δημόσια πράγματα. Είναι η κυρίαρχη τάση των σύγχρονων κοινωνιών. Δεν είναι η μόνη, δεν ζούμε ακόμη σε μια νεκρή κοινωνία, σε μια κοινωνία ενεργούμενων. Τα κινήματα του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου το δείχνουν. Άνδρες και γυναίκες εξακολουθούν να είναι έτοιμοι να δράσουν για να υπερασπιστούν τις συνθήκες ζωής τους. Σ’ αυτό όμως αντιτίθενται δύο τεράστια εμπόδια. Από τη μια μεριά, τα αποτελέσματα της διπλής απατηλής πτώχευσης της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής «Αριστεράς»: βαθιά απογοήτευση και βαρύς αποπροσανατολισμός, που δεν θα ξεπεραστούν σύντομα. Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι η επιβίωση ενός μεταρρυθμισμένου καπιταλισμού γίνεται ολοένα και περισσότερο απίθανη. Περίπου παντού, το σύστημα επιτίθεται στις επιμέρους μεταρρυθμίσεις στις οποίες αναγκάστηκε να συγκατατεθεί τον περασμένο αιώνα, και η εξέλιξή του (άγρια παγκοσμιοποίηση υπό το έμβλημα του «φιλελευθερισμού») καθιστά ολοένα λιγότερο δυνατή τη διατήρηση πολύ διαφορετικών εθνικών συνθηκών. Η απεραντοσύνη, η αλληλεξάρτηση και η πολυπλοκότητα των ζητημάτων που απορρέουν από αυτό κάνουν τα επιμέρους αιτήματα να φαίνονται μη ρεαλιστικά και να είναι καταδικασμένα τις περισσότερες φορές σε αποτυχία. Έτσι, η αποθάρρυνση μεγαλώνει και η ιδιωτικοποίηση ενισχύεται.
Πώς εξηγείτε το ότι οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα δεν συντάχθηκαν με εκείνους του δημόσιου τομέα;
Έδειξαν τη συμπάθειά τους, αλλά υπάρχει ο τεράστιος φόβος της ανεργίας και των απολύσεων. Η αύξηση της ανεργίας είναι στο εξής εγγεγραμμένη στη λογική της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού, και δεν πρόκειται να αλλάξουν κάτι σ’ αυτό τα γλίσχρα και γελοία μέτρα της γαλλικής κυβέρνησης. Κατά τα άλλα, η αύξηση της ανεργίας έγινε ευμενώς δεκτή από τα διευθύνοντα στρώματα, τα οποία, στην τωρινή φάση, προτιμούν να υπάρχει σημαντικό περιθώριο ανεργίας για να «πειθαρχούν» τους μισθωτούς. Το ουσιώδες όμως είναι ότι μια επιχείρηση με καλή διαχείριση δεν έχει κανένα λόγο να επενδύει στη Γαλλία, ενώ μπορεί στην Κίνα ή αλλού να πληρώνει μισθούς που αντιστοιχούν στο ένα εικοστό ή στο τεσσαρακοστό των γαλλικών και γενικά των ευρωπαϊκών μισθών. Από τη στιγμή που ελευθερώθηκαν οι κινήσεις των κεφαλαίων, χάρη, επίσης, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν υπάρχει καμιά τροχοπέδη πια σ’ αυτήν τη διαδικασία. Πλην δύο ή τριών εξαιρέσεων, υπάρχει κίνδυνος να πάμε προς μια ερημοποίηση των παλιών εκβιομηχανισμένων χωρών – παρόμοια, σε απείρως μεγαλύτερη κλίμακα, με εκείνη που έπληξε τις μεταλλευτικές και σιδηρουργικές περιοχές της δυτικής Ευρώπης από το 1960.
Δεν πιστεύετε ότι το Μάαστριχ μπορεί να είναι παράγοντας κοινωνικής προόδου;
Το ξέρετε, είμαι ανέκαθεν διεθνιστής, και ως εκ τούτου επίσης οπαδός μιας ένωσης των ευρωπαϊκών λαών. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η ένωση αυτή δεν έχει αληθινά νόημα, και θα ήταν εξάλλου δυνατή από ρεαλιστική άποψη μόνο εάν ήταν κατ’ αρχήν πολιτική. Είναι σαφές ότι, επί του παρόντος, σχεδόν κανένας δεν επιθυμεί μια πολιτική ένωση, ούτε οι λαοί ούτε οι διευθύνουσες ολιγαρχίες. Απέναντι στην πραγματικότητα αυτή, επινόησαν μια λανθασμένη καλή ιδέα, ένα δευτερεύον τεχνοκρατικό εύρημα, τη νομισματική ένωση. Πώς όμως θα μπορούσε να λειτουργήσει μια νομισματική ένωση δίχως κοινή οικονομική πολιτική; Και ποιός άλλος θα μπορούσε να επιβάλλει κοινή οικονομική πολιτική εκτός από μια πολιτική εξουσία; Πράγματι, αυτό πάει να γίνει στα κρυφά. Η γερμανική θέληση για οικονομική και πολιτική ηγεμονία μακροπρόθεσμα χαρίζει βαθμηδόν το δρόμο της. Η Ευρώπη είναι πράγματι μια ζώνη μάρκου από το 1980, και η κατάσταση αυτή παγιώνεται με τις διατάξεις του Μάαστριχτ. Ο κ. Trichet επαίρεται για την ανεξαρτησία της Banque de France – η οποία δεν τολμά ούτε να σκουπίσει τη μύτη της δίχως να κοιτάξει την Bundesbank. Κι αυτή ακολουθεί απαράβατα μια πολιτική προσανατολισμένη στη «σταθερότητα της αξίας του νομίσματος»• εν συντομία, μια αποπληθωριστική πολιτική. Για να μπορέσει όμως να προχωρήσει ο καπιταλισμός με πληθωρισμό μηδέν, θα χρειασθεί να δημιουργήσει αναγκαστικά ανεργία.
Και ποιά θα ήταν η λύση για σας;
Δεν μπορεί να υπάρξει λύση δίχως ριζικές αλλαγές στην οργάνωση της κοινωνίας. Γι’ αυτό το πράγμα, όμως, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε άλλη φορά, αν θέλετε.
[1] Σχέδιο της 15ης Νοεμβρίου 1995 για τις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση, που πήρε το όνομα του Γάλλου πρωθυπουργού της εποχής Alain Juppe.
Από: http://www.respublica.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου