Ετικέτες

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Βαρδινογιάννηδες (3) Ο ενοχλητικός κοινοτάρχης & (4) Από την τρομοκρατία στις προσφορές…

 

_______________

3) O ενοχλητικός κοινοτάρχης

Πίσω στην Κρήτη, όλα πάνε πρίμα για τους Βαρδινογιάννηδες. Η μετάβαση από την χούντα στην δημοκρατία έγινε με απόλυτα ομαλό τρόπο και τίποτε δεν διετάρασσε την γαλήνη τους. Βέβαια, στους Καλούς Λιμένες υπήρχαν ακόμη κάποιοι ανυπότακτοι κάτοικοι αλλά αργά ή γρήγορα θα παραδίνονταν κι αυτοί. Δυστυχώς, οι δημοτικές και κοινοτικές εκλογές τού 1978 έκρυβαν μια δυσάρεστη έκπληξη για την οικογένεια. Μια έκπληξη που θα τους αναστάτωνε.
Λίγο ψηλότερα, στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων, υπάρχει μια κοινότητα στην οποία ανήκει διοικητικά και ο οικισμός των Καλών Λιμένων, τα Πηγαϊδάκια. Το 1978, λοιπόν, οι πηγαϊδακιώτες είχαν την έμπνευση να εκλέξουν ως κοινοτάρχη έναν νεαρό σοσιαλιστή, τον Γιάννη Κουτσάκη. Στα 26 χρόνια του ο Κουτσάκης εμφορείται από τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής (μη ξεχνάμε ότι το ΠαΣοΚ του Ανδρέα βρίσκεται σε άνοδο και τα συνθήματά του χαρακτηρίζονται από πολλούς συντηρητικούς ως εξτρεμιστικά) και δεν καταλαβαίνει και πολλά. Με την χαρακτηριστική σε νέους ανθρώπους άγνοια κινδύνου, δεν διστάζει να τα βάλει με τους Βαρδινογιάννηδες.

Πρώτη δουλειά τού νέου κοινοτάρχη είναι να ανοίξει επί τέλους ο δρόμος για τους Καλούς Λιμένες, ο οποίος, όπως είδαμε στο πρώτο σημείωμα αυτής της σειράς, είχε χαραχτεί από το 1962 και οι απαλλοτριώσεις είχαν καταβληθεί μέχρι το 1966 αλλά ποτέ δεν ξεκίνησε η κατασκευή του. Το έργο αρχίζει αλλά σύντομα σταματάει, αφού οι μπουλντόζες πέφτουν πάνω σε συρματοπλέγματα ή σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα της ΣΕΚΑ.

Το 1981, με την νίκη του ΠαΣοΚ στις εκλογές, ο Κουτσάκης και οι συγχωριανοί του αναθαρρεύουν. Ο δρόμος προχωράει και μαζί ξεκινούν και άλλα έργα στην περιοχή, όπως η κατασκευή δικτύων ύδρευσης και ηλεκτρισμού. Όμως, η κατάσταση είναι ψυχοφθόρα. Στην διάρκεια της ημέρας, τα συνεργεία δίνουν μάχες με τους ανθρώπους τής ΣΕΚΑ, οι οποίοι κάνουν ό,τι μπορούν για να δημιουργήσουν προβλήματα. Στην διάρκεια της νύχτας, «άγνωστοι» προκαλούν φθορές σε ό,τι φτιάχτηκε το πρωί. Τελικά, το πείσμα τού Κουτσάκη και των χωρικών νικάει. Ο δρόμος (έστω και με χίλια βάσανα) φτιάχνεται και στους Καλούς Λιμένες φτάνει ρεύμα και νερό.
Αυτές οι στοιχειώδεις υποδομές αρκούν για να ξαναζωντανέψει ο ερημωμένος οικισμός. Αρχίζει η επιστροφή των κατοίκων στον τόπο τους, κάνοντας τα αφεντικά της ΣΕΚΑ να ανησυχούν σοβαρά. Κι η ανησυχία τους δεν αργεί να μετατραπεί σε πανικό όταν, το 1985, οι κάτοικοι (με μπροστάρη τον Κουτσάκη) βάζουν μπρος να ξαναφτιάξουν τον οικισμό τους, χτίζοντας τα πρώτα -μετά από πολλά χρόνια- καινούργια σπίτια.
«Παλιά μου τέχνη, κόσκινο», λέει ο λαός και η ΣΕΚΑ ξαναφωνάζει την πολεοδομία, η οποία πλακώνει τους κατοίκους με απανωτές μηνύσεις και πρόστιμα. Ο Κουτσάκης μπαίνει μπροστά και καλύπτει πλήρως τους συγχωριανούς του. Η ΣΕΚΑ καταφεύγει στον τότε νομάρχη Ηρακλείου Μανώλη Λουκάκη και τον πιέζει να στείλει μπουλντόζες για να κατεδαφιστούν τα αυθαίρετα. Ο Κουτσάκης δεν καταλαβαίνει από τέτοια και δεν διστάζει να δηλώσει: «Ο κύριος νομάρχης να ξεκινήσει το γκρέμισμα των αυθαιρέτων από το Ηράκλειο. Κι όσον αφορά τους Καλούς Λιμένες, να γκρεμίσουν πρώτα όλα τα αυθαίρετα της ΣΕΚΑ και την βίλλα των Βαρδινογιάννηδων κι ύστερα τα σπίτια των κατοίκων, αλλοιώς…»
Μόλις μπαίνει ο χειμώνας του 1985, η ΣΕΚΑ αποφασίζει να κάνει ένα βήμα συνεννόησης και οργανώνει μια σύσκεψη, στην οποία καλείται και ο κοινοτάρχης. Ο Κουτσάκης πηγαίνει αλλά η μεν σύσκεψη καταλήγει σε φιάσκο ο δε κοινοτάρχης στο νοσοκομείο, ξυλοκοπημένος από ανθρώπους τής εταιρείας. Λίγες μέρες αργότερα, μια BMW, στην οποία επιβαίνουν τέσσερις άγνωστοι, κλείνει τον δρόμο στο αυτοκίνητο του Κουτσάκη και το ρίχνει στον γκρεμό αλλά ο κοινοτάρχης γλιτώνει και ξεφεύγει.
Όλα αυτά, αντί να αποθαρρύνουν τον Κουτσάκη, τον ατσαλώνουν. Αποφασίζει να χτυπήσει την ΣΕΚΑ στην καρδιά, προσβάλλοντας την ισχύ των συμβολαίων με την οποία ο Νίκος Βαρδινογιάννης είχε αγοράσει την έκταση από τους γιδοβοσκούς. Ξέρει ότι ο κτηματικός κώδικας της μονής έχει κλαπεί αλλά το μυαλό του κάνει μια πολύ έξυπνη σκέψη: εφ’ όσον εκκλησιαστικά η Κρήτη υπάγεται στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, εκεί υπάγονται διοικητικά και τα μοναστήρια του νησιού, άρα το πατριαρχείο πρέπει να διαθέτει αντίγραφα των κτηματικών κωδίκων όλων των μοναστηριών τού νησιού.
Ο Κουτσάκης το ψάχνει και αποδεικνύεται ότι έχει δίκιο. Χαμογελάει ικανοποιημένος και κανονίζει να επισκεφθεί ό ίδιος το πατριαρχείο και να αναζητήσει τον κώδικα της Οδηγήτριας, ο οποίος θα αποδείκνυε ότι τα συμβόλαια του 1961 ήσαν παράνομα. Κανονίζει το ταξίδι του για μετά το Πάσχα του 1986. Το κακό είναι ότι πάνω στον ενθουσιασμό του ο νεαρός κοινοτάρχης δεν κρατάει την πληροφορία αποκλειστικά για τον εαυτό του…
Μεγάλη Δευτέρα, 28 Απριλίου 1986. Ο Κουτσάκης με την οικογένειά του επισκέπτονται το διπλανό χωριό, την Πόμπια. Στην επιστροφή, ο κοινοτάρχης βρίσκει τον δρόμο κλειστό από πέτρες και ξύλα που κάποιοι έχουν ρίξει. Σταματάει το αυτοκίνητό του και κατεβαίνει να δει τι συμβαίνει. Πριν βγει καλά-καλά από την πόρτα, δέχεται έναν πυροβολισμό. Καταλαβαίνει τι συμβαίνει και προσπαθεί να φτάσει στο πορτ μπαγκάζ, όπου βρίσκεται η κυνηγετική του καραμπίνα. Τραυματισμένος όπως είναι, δεν προλαβαίνει. Ο δολοφόνος πλησιάζει και τον αποτελειώνει.
Αν και η αστυνομία κάνει ώρες για να εξαπολύσει κυνηγητό προς ανακάλυψη των δραστών, το νέο ταξιδεύει ταχύτατα σε όλη την Κρήτη. Οι εμβρόντητοι κάτοικοι υποψιάζονται ποιοι βρίσκονται πίσω από την στυγερή δολοφονία. Το ίδιο φαίνεται πως υποψιάζεται και η αστυνομία, η οποία στέλνει αμέσως ισχυρή δύναμη για να φρουρήσει τις εγκαταστάσεις της ΣΕΚΑ, φοβούμενη ότι εκεί θα ξεσπάσει η λαϊκή οργή. Μια βδομάδα μετά την δολοφονία, η ΣΕΚΑ επικηρύσσει τους δράστες για δέκα εκατομμύρια αλλά, φυσικά, χωρίς αποτέλεσμα. Το κλίμα παραμένει για πολύ καιρό τόσο τεταμένο ώστε το καλοκαίρι οι Βαρδινογιάννηδες δεν τολμούν να κατεβούν στους Καλούς Λιμένες.
Στις αρχές Ιουνίου, η ΣΕΚΑ επιχειρεί να ξαναρχίσει τα έργα στην παραλία. Οι κάτοικοι εξοργίζονται. Στις 12 Ιουνίου 1986, μαζεύονται στους Καλούς Λιμένες 250 άτομα, τα οποία σταματούν τα έργα, καταλαμβάνουν μια αποθήκη της εταιρείας και πετάνε όλο της το περιεχόμενο στην θάλασσα. Η κατάληψη κρατάει τρεις μέρες, ώσπου καταφθάνει ισχυρή δύναμη σταλμένη κατ’ ευθείαν από την Ανώτατη Αστυνομική Διοίκηση Κρήτης προκειμένου να αναλάβει την διερεύνηση της δολοφονίας. Δυστυχώς, οι ανακρίσεις δεν έχουν αποτέλεσμα.
Στις 30 Ιουλίου 1986, ο ανθυπαστυνόμος της ασφάλειας Ηρακλείου Νίκος Χαριτάκης στέλνει στις εφημερίδες «Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρωθυπουργό», όπου καταγγέλλει άνωθεν παρεμβάσεις στο έργο του: «Πρόσφατο παράδειγμα η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Προέδρου των Πηγαϊδακίων, η εξιχνίαση του οποίου είναι ζήτημα ωρών. Η περιοχή βοά, λύστε τα χέρια της Αστυνομίας και κλείστε τα στόματα που παραπλανούν σκόπιμα δια του Τύπου και δια των ψιθύρων την κοινή γνώμη» (εφημερίδα Μεσόγειος, 30 Ιουλίου 1986). Οι συγγενείς τού Κουτσάκη προτείνουν τον Χαριτάκη για μάρτυρα. Αντί για απάντηση, η διοίκηση της αστυνομίας μεταθέτει τον Χαριτάκη.
Στις επόμενες εκλογές, οι κάτοικοι εκλέγουν ως κοινοτάρχη τον πατέρα τού δολοφονημένου Γιάννη Κουτσάκη. Λίγο μετά την εκλογή του, ο Μανώλης Κουτσάκης παίρνει με το ταχυδρομείο έναν φάκελλο. Ο φάκελλος έχει σταλεί από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και περιέχει τρεις φωτογραφίες από το σημείο τής δολοφονίας, όπου φαίνεται και η μαρμάρινη πλάκα που τοποθετήθηκε εκεί. Η έρευνα που έγινε για αποτυπώματα δεν απέδωσε καρπούς. Σύντομα, όμως, ο Μανώλης Κουτσάκης άρχισε να δέχεται ανώνυμα σημειώματα: «κάθαρμα, θα πεθάνεις κι εσύ».
Θα κλείσουμε για σήμερα με μια πικάντικη λεπτομέρεια. Στην δίκη της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη», καθώς καταθέτει ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, αναφερόμενος στην απόπειρα της οργάνωσης εις βάρος του, διαμείβεται ο παρακάτω διάλογος με τον Δημήτρη Κουφοντίνα:
- Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Δηλώσατε και εδώ, δηλώσατε και στην πρώτη δίκη, ότι «εγώ δύο χρόνια την ερεύνησα την υπόθεση με δικά μου μέσα. Έφερα ξένους εδώ αλλά δεν είχα κανένα αποτέλεσμα. Έψαχνα να τους βρω, δεν τους βρήκα. Ήμουν άτυχος εγώ για να τους βρω και τυχεροί αυτοί που δεν τους βρήκα». Θα ήθελα να μου πείτε πρώτα πρώτα, τι είναι αυτοί οι ξένοι ειδικοί που φέρατε. Ανήκαν σε κανένα ευαγές ίδρυμα, σε κανένα συνδικάτο; Τι ήταν αυτοί οι ειδικοί τέλος πάντων;
- Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν απαντώ σε τέτοιες ερωτήσεις εγώ.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Μάλιστα. Λέτε μετά ότι «ήταν τυχεροί που δεν τους βρήκα». Τι τύχη θα είχαν δηλαδή αυτοί; Μήπως θα είχαν την τύχη του νεαρού σοσιαλιστή κοινοτάρχη Γιάννη Κουτσάκη που δολοφονήθηκε γκαγκστερικά; Αυτή την τύχη θα είχαμε;
- Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν ξέρω τι σχέση έχει το ένα με το άλλο.
(….)
- Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν είχες το θάρρος να ‘ρθεις μόνος σαν άντρας. Το κάνατε σαν τις πουτάνες.
– Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Τα λες αυτά όταν έρχεσαι με τους μπράβους σου. Αυτούς έστειλες για να δολοφονήσεις τον κοινοτάρχη των Καλών Λιμένων Γιάννη Κουτσάκη που σου αντιστάθηκε;
Έχει ενδιαφέρον να δούμε την στάση που κράτησε η ΣΕΚΑ μετά από αυτή την δολοφονία. Κατά πόσο, δηλαδή, αναδιπλώθηκε ή συνέχισε απτόητη το έργο της.
___________________________________

4) Από την τρομοκρατία στις… προσφορές
__________________________________
Η δολοφονία τού κοινοτάρχη Γιάννη Κουτσάκη δεν καπρίτσωσε μόνο τους κατοίκους της περιοχής. Καπρίτσωσε και τα αφεντικά τής ΣΕΚΑ, τα οποία, μη έχοντας πια τον ενοχλητικό κοινοτάρχη να μπερδεύεται στα πόδια τους, έδειξαν και πάλι τα δόντια τους. Παρά το ότι η ντόπια κοινωνία βούιζε, φαίνεται ότι ελάχιστα πράγματα έφταναν στους δέκτες των μεγάλων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Όμως, δέκα χρόνια μετά την δολοφονία, ο ανταποκριτής της εφημερίδας Ριζοσπάστης Χρίστος Παπαδάκης αποφάσισε να σκαλίσει το πρόβλημα, οι κάτοικοι τόλμησαν να μιλήσουν και η εφημερίδα δημοσίευσε το σχετικό ρεπορτάζ στις 24 Νοεμβρίου 1996, με τίτλο «Ο νόμος του ισχυρού και του χρήματος«. Από τις επώνυμες μαρτυρίες εκείνου του ρεπορτάζ, σταχυολογώ:
– Μενέλαος Νικήτας: Κάθε καλοκαίρι που έρχονται από την Αθήνα οι «μεγάλοι» της οικογένειας, οι κάτοικοι και οι επισκέπτες παρεμποδίζονται και δεν τους επιτρέπεται να κάνουν μπάνιο στη μαγευτική παραλία των Καλών Λιμένων. Δεν ξέρω για ποιο λόγο γίνεται αυτό. Αυτοί επικαλούνται ζητήματα ασφαλείας, όμως αυτό που λέμε εμείς είναι ότι αυτή η τρομοκρατία πρέπει να τελειώσει γιατί έχει παρατραβήξει το κακό. Δεν μπορούν σήμερα αυτοί, μετά από τόσα χρόνια, να διώξουν εμάς. Δεν τους εμποδίζουμε, ας μας αφήσουν ήσυχους.- Μανώλης Λαμπάκης: Το 1972 κατέβηκα εδώ με την οικογένειά μου, για να ξεκουραστούμε και να κάνουμε τα μπάνια μας. Στους Καλούς Λιμένες είχε τότε σπίτι ο γαμπρός μου, αλλά επειδή ήταν μικρό έστησα μια σκηνή για να παίζει μέσα το παιδί μου. Οταν κάποια στιγμή πέρασα έξω από τη ΣΕΚΑ με βλέπει ο Σήφης Βαρδινογιάννης και μου λέει: «Να πας να βγάλεις τη σκηνή από εκεί γιατί εμποδίζει». Του είπα, «καλά», όμως δεν την έβγαλα. Το βράδυ έρχεται και με το πόδι του δίνει μια στη σκηνή και τη χαλάει, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει το παιδί που ήταν μέσα. Ανταλλάξαμε στη συνέχεια πολλές άσχημες κουβέντες. Του είπα, πως «έχω δει γουρούνια στη Γερμανία, αλλά σαν κι εσένα όχι». Άλλο βράδυ έγινε κάποιο περιστατικό με τον Γιάννη Πεδιαδιτάκη, ταξιτζή, που έκανε ένα αγώι κι έπρεπε να περάσει από την περιοχή για να μεταφέρει πελάτες από το Ηράκλειο στην εκκλησία του Αγίου Παύλου. Οι άνθρωποι της εταιρίας είχανε κλείσει το δρόμο και δεν άφηναν το ταξί να περάσει. Επειτα από λογομαχία που είχε με τους μπράβους, ο ταξιτζής κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Καθώς πήγε να βγάλει τα κλειδιά, ο Σήφης Βαρδινογιάννης νόμισε ότι θα τραβούσε πιστόλι. Τρέχει γρήγορα, ανοίγει το αυτοκίνητό του, παίρνει την καραμπίνα και σημαδεύει τον Πεδιαδιτάκη. «Αμα είσαι άντρας ρίξε», του λέει ο ταξιτζής. Εγινε μεγάλη φασαρία κείνο το βράδυ.
– Γιώργος Πιταράκης: Το 1984, τη χρονιά που είχα απολυθεί από το στρατό, σύχναζα και δούλευα στους Καλούς Λιμένες ως ψαράς. Υπάρχει εκεί μια παραλία, που λέγεται «Μακριά Αμμος» ή «Αρμυρίκια». Δίπλα ακριβώς στη βίλα της εταιρίας υπάρχει κάποιο μονοπάτι που συντομεύει το δρόμο για να μπορείς να πας στην παραλία αυτή. Πήγα να κατέβω από κει αλλά έπεσα πάνω σε μαντρόσκυλα που είχαν δεμένα εκεί, τα οποία μπορούσαν να με φτάσουν και να με πειράξουν. Είδα, εν τω μεταξύ εκεί την κόρη του Σήφη, τη Χρυσή, η οποία μου λέει να προσέξω μη με δαγκάσουν τα σκυλιά. Την ίδια στιγμή φτάνει στο σημείο εκείνο ο αδελφός της, που μου λέει επί λέξει: «Γιατί μ… πειράζεις την αδελφή μου;»… «Δεν πείραξα κανέναν», του απαντώ και γω και του ανταποδίδω τη βρισιά, λέγοντάς του: «Μ… να πεις τον πατέρα σου». Το είπα αυτό χωρίς να ξέρω ποιος είναι ο πατέρας του, αλλά και να το ήξερα πάλι το ίδιο θα ‘λεγα, αφού με είχε προσβάλει. Δεν προλαβαίνω να τελειώσω και φτάνει ο Βαρδινογιάννης, με πιάνει από τον ώμο και μου βάζει το πιστόλι στον κρόταφο. Τα υπόλοιπα εσείς θα τα κρίνετε.
– Γιάννης Ανδρουλιδάκης: Ό,τι κι αν κάνουμε εδώ, βρίσκουμε τον μπελά μας. Δεν τους πειράζουμε, αυτοί συνέχεια μας ενοχλούν. Φτιάξαμε εκεί κάποια σπιτάκια για να παραθερίζουμε το καλοκαίρι με τα παιδιά μας. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι χτίσαμε σε κοινοτικό χώρο, όπου μπορεί να είμαστε παράνομοι, αλλά το ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς. Όλα τα κτίσματα που έχουν εκεί είναι χωρίς άδειες και έχουν ενταχθεί στα κατεδαφιστέα. Δε μας αφήνουνε νερό, μας κάνουν ζημιές κατά καιρούς, πότε βάζοντας σε κάποιο σπίτι φωτιά, πότε σπάζοντας κάποιο άλλο. Πάντα ισχυρίζονται, βέβαια, ότι δεν τα κάνουν αυτοί αλλά κάποιοι άγνωστοι. Ο κόσμος έχει αγανακτήσει και δεν ξέρουμε κάποια στιγμή πού θα φτάσουμε.
Στην Σιθωνία, για την οποία μιλήσαμε προχτές, η εταιρεία ακολούθησε άλλη τακτική. Ο εκφοβισμός κι ο τσαμπουκάς μπορεί να δούλευαν με τους λιγοστούς κατοίκους των Καλών Λιμένων αλλά δεν ήσαν κατάλληλοι για μια πολυάριθμη κοινωνία. Έτσι, οι Βαρδινογιάννηδες αποφάσισαν να φερθούν στην Σιθωνία ως…δωρητές!
Στις αρχές τού 2000, ο Όμιλος Βαρδινογιάννη στέλνει στην «Κτηματολόγιο Α.Ε.» μια επιστολή, με την οποία μεγαλόψυχα αποδέχεται να… χαρίσει 20.000 στρέμματα στους αγρότες της περιοχής. Συγκεκριμένα, ο Όμιλος δηλώνει την επιθυμία του «να δοθούν τίτλοι ιδιοκτησίας στους κατοίκους της περιοχής, που οι οικογένειες των πατέρων τους και οι ίδιοι καλλιεργούσαν τις εκτάσεις που έχουν καταπατήσει«, εξηγεί ότι «κατ’ αυτόν τον τρόπο της προσφοράς μας, η πολιτεία, μέσω της ΄΄Κτηματολόγιο ΑΕ΄΄ και της δικής μας καλής πίστης, θα προβεί σε ολοκλήρωση του έργου της και επίλυση ίσως ενός κοινωνικού προβλήματος« και συμπληρώνει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα επενδυθούν κεφάλαια στον τόπο και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. (σ.σ.: οι υπογραμμίσεις δικές μου)
Δηλαδή, για τους Βαρδινογιάννηδες: (α) οι αγρότες τής Σιθωνίας είναι καταπατητές, (β) η περιοχή ανήκει σ’ αυτούς, οπότε έχουν δικαίωμα να προσφέρουν ένα τμήμα της όπου θέλουν και (γ) το άρπαγμα της γης από εκείνους που την είχαν και την καλλιεργούσαν επί μισή χιλιετία ίσως και να δημιουργεί κοινωνικό πρόβλημα.
Γιατί, όμως, η ΣΕΚΑ αποφάσισε να δείξει τέτοια γαλαντομία; Στις 30 Σεπτεμβρίου 1999, το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Σιθωνίας αποφάσισε να κλείσει τα κτηματολογικά γραφεία της Νικήτης και του Αγίου Νικολάου, ώσπου η πολιτεία να αποφασίσει ότι οι διαφιλονικούμενες εκτάσεις πρέπει να αποδοθούν στους νόμιμους κατόχους τους. Με την απόφασή του αυτή, το δημοτικό συμβούλιο ερχόταν να σταθεί αρωγός στους κατοίκους οι οποίοι αρνούνταν να υποβάλουν κτηματογραφικές δηλώσεις για να μη μπλέξουν σε δικαστικές διαμάχες με τους Βαρδινογιάννηδες. Αντίθετα, η ΣΕΚΑ βιαζόταν να ολοκληρωθεί η κτηματογράφηση της περιοχής, ώστε να της δοθούν κάποια επίσημα δημόσια έγγραφα που θα αναγνώριζαν την ιδιοκτησία της. Έτσι, αποφάσε να «χαρίσει» το ένα τρίτο τής έκτασης που είχε «αγοράσει» από την μονή Ξενοφώντος(*), προκειμένου να ξεμπλοκάρουν οι διαδικασίες που θα «καθάριζαν» το υπόλοιπο κομμάτι και θα της επέτρεπαν να προχωρήσει στην εκμετάλλευσή του.
Δυστυχώς για τους Βαρδινογιάννηδες, η «προσφορά» τους δεν έγινε δεκτή. Όπως αναφέραμε προχτές, η υπόθεση Σιθωνία βρίσκεται ακόμη στα δικαστήρια.
Κάπου εδώ ολοκληρώνουμε με το real estate των Βαρδινογιάννηδων. Για επιδόρπιο άφησα μια σπαρταριστή λεπτομέρεια, ώστε να γελάσει το χειλάκι κάθε πικραμένου. Μετά την αγοραπωλησία τού 1973, μπήκε στο «παιχνίδι» με την διαφιλονικούμενη έκταση της Σιθωνίας άλλο ένα αθωνίτικο μοναστήρι, η Σίμωνος Πέτρα. Η εν λόγω μονή ισχυρίζεται ότι έχει άλλα χρυσόβουλα και σιγγίλια, με βάση τα οποία τα 30.000 στρέμματα (δηλαδή, η μισή έκταση περίπου) ανήκουν σ’ αυτήν. Μέχρι τώρα ήξερα ότι η θεία πίστη μπορεί να πολλαπλασιάσει ψωμί και ψάρια. Χάρη στους Βαρδινογιάννηδες, ήρθε η ώρα να μάθω ότι μπορεί να πολλαπλασιάσει και αυτοκρατορικά σιγγίλια…
(*) Σε προηγούμενο σημείωμα ανέφερα ότι η μονή Ξενοφώντος, προκειμένου να τεκμηριώσει την ιδιοκτησία τής «πωληθείσης» εκτάσεως, επικαλείται κάποια αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και σιγγίλια. Θα έπρεπε να είχα προσθέσει μια σημαντική λεπτομέρεια: αυτοί οι αυτοκρατορικής προελεύσεως «τίτλοι ιδιοκτησίας» δεν εμφανίστηκαν ποτέ και πουθενά διότι… κάηκαν σε κάποια πυρκαγιά, προ αμνημονεύτων ετών! Αυτούς τους «καμμένους» τίτλους αποδέχτηκε η χούντα και αναγνώρισε την ιδιοκτησία τής μονής. Από τον κλεμμένο κώδικα της Οδηγήτριας, φτάσαμε στους καμμένους τίτλους τής Ξενοφώντος κι από την τρομοκρατία της Κρήτης στις «προσφορές» της Σιθωνίας. Αν μη τι άλλο, υπάρχει μια ποικιλία επιλογών για το πώς μπορεί κάποιος να αποκτήσει ξαφνικά περιουσία. Το μοναστήρι νά ‘ν’ καλά…
 _______________________________________________________
Από:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου