του Παντελή Καρύκα
Συγγραφέα – hellasforce
Συγγραφέα – hellasforce
Στις 2 Μαΐου 1919, ύστερα από συμμαχική εντολή, τμήματα της Ι Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ) αποβιβάστηκαν στην πρωτεύουσα της Ιωνίας Σμύρνη. Άρχιζε έτσι ένας επικός αγώνας που έμελλε να διαρκέσει τρία χρόνια και να στοιχίσει, ελέω Συμμάχων και ελληνικής διχόνοιας, ποταμούς ελληνικού αίματος. Από την πρώτη κιόλας στιγμή τα ελληνικά τμήματα αντιμετώπισαν ένοπλη αντίσταση.
Το 2ο Τάγμα του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων δέχτηκε πυρά καθώς παρήλαυνε στους δρόμους της Σμύρνης υπό τις επευφημίες των Χριστιανών κατοίκων της. Από τα πυρά έπεσαν νεκροί οι Εύζωνες Βασίλειος Δάλαρης και Γεώργιος Παπακώστας. Ήταν οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες που έπεσαν στη γη της Ιωνίας.
Λόγω της αυξανόμενης έντασης, ως τον Φεβρουάριο του 1920, οι ελληνικές δυνάμεις στη Μικρά Ασία είχαν αυξηθεί σε έξι μεραρχίες. Τα δύο σώματα στρατού, το Α΄ (Ι και ΙΙ Μεραρχίες) και το Σμύρνης (ΧΙΙΙ Μεραρχία, Μεραρχία Σμύρνης, Μεραρχία Κυδωνιών και Μεραρχία Αρχιπελάγους) συγκρότησαν τη Στρατιά Κατοχής Μικράς Ασίας. Το καλοκαίρι του 1920, υπό τις ευλογίες των Συμμάχων, ο Ελληνικός Στρατός επέκτεινε τη ζώνη κατοχής προς τα βόρεια καταλαμβάνοντας την Πάνορμο, τα Μουδανιά, και την Προύσα. Στο κέντρο είχε καταληφθεί το Αξάριο, η Φιλαδέλφεια, και το Σαλιχλή.
Από την αρχή ωστόσο παρουσιάστηκαν πρακτικές δυσκολίες. Η πρώτη αφορούσε τον ανεφοδιασμό του στρατού σε συνδυασμό με την πανσπερμία του υλικού. Υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικοί τύποι τυφεκίων, τρεις διαφορετικοί τύποι πολυβόλων και πολλοί περισσότεροι πυροβόλων, αναμεμιγμένοι στις μεραρχίες.
Η δεύτερη δυσκολία αφορούσε το μήκος του μετώπου το οποίο ήταν πολύ εκτεταμένο για να κρατείται επαρκώς και η τρίτη είχε να κάνει με την ελαττωματική επικοινωνία του αρχηγείου της Στρατιάς στη Σμύρνη με τις απομακρυσμένες μονάδες της.
Ωστόσο, ως το Νοέμβριο του 1920 και παρά το φλερτ των Γάλλων και Ιταλών Συμμάχων με τον Κεμάλ, η κατάσταση εξελισσόταν σχετικά ευνοϊκά για τα ελληνικά συμφέροντα. Η εκλογική ήττα όμως του Ελευθερίου Βενιζέλου – 1η Νοεμβρίου 1920 – ήταν το έναυσμα για το ξέσπασμα της θύελλας, η οποία εντάθηκε μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Πολλοί φιλοβενιζελικοί αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας, Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, αποχώρησαν από το στράτευμα. Οι πλέον φανατικοί κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη όπου επανίδρυσαν την οργάνωση της Εθνικής Αμύνης με σκοπό την ανατροπή του βασιλιά.
Ο ίδιος ο στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ, γνωστών φιλοβενιζελικών φρονημάτων δήλωνε: «Τα αποτελέσματα των εκλογών εκείνων εδημιούργησαν ανώμαλον δια τον Στρατόν κατάστασιν.
Αξιωματικοί τινές του Μετώπου και προ πάντων ανώτατοι και ανώτεροι, σκεφθέντες ότι δεν ηδύναντο να χαίρωσι της εμπιστοσύνης της νέας κυβέρνησης εζήτησαν να τεθώσιν σε διαθεσιμότητα, αλλά παρέμειναν πιστοί στις θέσεις των. Μικρός αριθμός φανατικών αξιωματικών εγκατέλειψε την θέση του, ως μη όφειλε, και προσέφυγεν εις Κωνσταντινούπολιν».
Σύμφωνα με τον μετέπειτα υπαρχηγό του επιτελείου της Στρατιάς, Ξενοφώντα Στρατηγό, προκηρύξεις της Εθνικής Αμύνης ρίπτονταν από τουρκικά αεροπλάνα στις ελληνικές γραμμές. Φυσικά η συγκεκριμένη πληροφορία ελέγχεται καθώς ο Ξ. Στρατηγός ήταν φανατικός βασιλόφρων. Εξάλλου και οι φιλοβασιλικοί αμέσως μετά την άνοδό τους στην εξουσία επανέφεραν στο στράτευμα όλους τους αποτάκτους αξιωματικούς της περιόδου 1916-17. Αλλά και οι Σύμμαχοι μετέβαλαν την πολιτική τους και από καιροσκοπικά φιλική την μετέτρεψαν σε συγκεκαλυμμένα αρχικά και ανοιχτά αργότερα, εχθρική.
Ο κεμαλικός στρατός εξοπλίστηκε με γερμανικό, γαλλικό, και ρωσικό οπλισμό. Η νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση απετέλεσε μεγάλο προμηθευτή των κεμαλικών σε κάθε είδος υλικού. Ο ίδιος ο Φρούνζε, ο μετέπειτα πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιετικού Πολεμικού Συμβουλίου, παρακολουθούσε από κοντά τις προετοιμασίες της τελικής τουρκικής επίθεσης τον Αύγουστο του 1922.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου