Ένα από τα κορυφαία δείγματα της πιανιστικής φιλολογίας είναι η «Σονάτα για Πιάνο, αρ. 23» του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, γνωστή και ως «Απασιονάτα» (Appassionata, Παθιασμένη στα ιταλικά).
Γράφτηκε από τον μεγάλο γερμανό συνθέτη μεταξύ του 1803 και του 1806, σε μία εποχή που έχανε σταδιακά την ακοή του, και εκδόθηκε στη Βιέννη στις 18 Φεβρουαρίου 1807. Είναι αφιερωμένη στον κόμη Φραντς φον Μπρούνσβικ, στο παλάτι του οποίου στο Μαρτονβασάρ της Ουγγαρίας ολοκλήρωσε το έργο. Ο ούγγρος ευγενής ήταν αδελφός των μαθητριών του Μπετόβεν, Τερέζας (της «Αθάνατης Αγαπημένης»;) και Ιωσηφίνας (την οποία παρ’ ολίγο να παντρευτεί) και εξάδελφος της πρώτης του αγαπημένης Τζουλιέτας Γκουϊτσιάρντι.
Το έργο αποτελείται από τρία μέρη:
- Allegro assai
- Andante con moto
- Allegro ma non troppo
Ο βιογράφος του Μπετόβεν, Άντον Σίντλερ, αναφέρει πως όταν ρώτησε τον συνθέτη για το περιεχόμενο και την πηγή έμπνευσής του, αυτός του απάντησε: «Δεν έχεις παρά να διαβάσεις την “Τρικυμία” του Σέξπιρ!...». Ο γάλλος νομπελίστας συγγραφέας Ρομέν Ρολάν, αναλύοντας την επιγραμματική φράση του Μπετόβεν, υποστηρίζει ότι αυτή υπονοεί το ξέσπασμα των ανθρωπίνων παθών, που μοιάζουν με τα στοιχεία της φύσης, όταν εκδηλωθούν.
Η ονομασία «Απασιονάτα» δεν είναι του Μπετόβεν, αλλά ενός εκδότη από το Αμβούργο, ονόματι Κραντς, ο οποίος το 1838 τύπωσε μία εκδοχή του έργου για τέσσερα χέρια. Η «Απασιονάτα» δεν πρέπει να ταυτίζεται με την προγενέστερη «Σονάτα για πιάνο αρ. 8» του Μπετόβεν, γνωστή με την ταυτόσημη γαλλική ονομασία «Pathétique», που ήταν επιλογή του συνθέτη.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/744#ixzz3S56E2wzy