Κάποτε κάποιος πολύ πιο καταρτισμένος από εμένα θα γράψει την ιστορία του γεροντισμού στην Ελλάδα του 20ου αιώνα. Με τη νεορθόδοξη παλινόρθωση ήρθε η αναμενόμενη και αναγκαία απαξίωση των χριστιανικών οργανώσεων, αυτών των σκοτεινών άντρων άδηλης εξουσίας, των εργοστασίων αυταρχισμού και σκυθρωπής χρηστομάθειας. Παράλληλα, οι διάφορες εκκλήσεις για «επιστροφή» στην ενοριακή ζωή έπεσαν στο κενό στις περισσότερες περιπτώσεις: οι ενορίες ήτανε διοικητικού χαρακτήρα οργανισμοί, ενώ οι ενοριακές εκκλησίες παρέμεναν χώροι όπου θα τράκαρες τη μισότρελη γιαγιά με το σκαμπό, την καταχθόνια κακιασμένη κακιόγκα, τον επιεικώς ανώμαλο κύριο Χ, τον ανύπαντρο κουραμπιέ και την ανύπαντρη μαραμένη κόρη. Το περιβάλλον ήτανε λοιπόν ακατάλληλο για τις νεορθόδοξες κοινοτικές φαντασιώσεις ημιδιανοούμενων νέων και κρυπτοδεξιών εστέτ παιδιών. Όλα αυτά εκεί στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’80.
Κι έτσι άρχισαν οι νεορθόδοξοι νέοι, φανατικοί για ιερά γράμματα και πνευματικότητα, για Μάξιμο Ομολογητή και Ισαάκ Σύρο, για νόημα και για ψυχοθεραπεία δια της επιθέσεως των χειρών, να συσπειρώνονται γύρω από γέροντες. Το πόσοι κληρικοί έχουν ακούσει έκτοτε την προσφώνηση «γέροντα», ο Θεός τους το ξέρει. Σύντομα η «πνευματική ζωή» από μια ηλικία και κάτω ταυτίστηκε με τη συμμετοχή στον κύκλο κάποιου γέροντα. Και τα λοιπά, και τα λοιπά. Πάντως εδώ δεν έχω σκοπό να χλευάσω την παρηγοριά κανενός, γράφω θυμωμένος με τα σκυλιά που την εκμεταλλεύονται. Άλλωστε είμαι άθεος αλλά δεν είμαι βάρβαρος, επίσης προτιμώ να μιλάω με έναν απλό άνθρωπο που προσδοκά Ανάσταση νεκρών με την ελπίδα να ξαναγκαλιάσει το παιδί που πέθανε στον ύπνο του ή χειρότερα, παρά με κάποιον ασυνεπή ιεραπόστολο του διαλεκτικού υλισμού που κρυφά γεωμετρεί αστρολογικούς χάρτες. Και, εν πάση περιπτώσει, σιχαίνομαι τον πατερναλισμό και τον ετεροκαθορισμό, όπου και αν απευθύνονται.
Σύντομα λοιπόν κάποιοι γέροντες απέκτησαν φήμη: λ.χ. ο Παΐσιος στο Άγιον Όρος και ο Πορφύριος στον Ωρωπό. Αναφέρω αυτούς τους δύο για τρεις λόγους: τους γνώρισαν άνθρωποι που ξέρω (ο θείος μου και μια κοπέλα που ήμουν ερωτευμένος αντίστοιχα), δεν είχαν καμμία πρόθεση να το παίξουνε δάσκαλοι, διδάχοι και — πολλώ δε μάλλον — θεολόγοι κι ιεροκήρυκες. Και φυσικά, υπήρξαν αντικείμενο θηριώδους και ανελέητης καπηλείας: αρχικά από αφελείς (δηλαδή από κάτι σαλούς, που πάντοτε προσελκύει η θρησκεία) και αργότερα από αδίστακτα σκυλιά, αυτούς που ο Μακριδάκης όμορφα αποκάλεσε χριστιανιστές (οι οποίοι επίσης σαπροφυτούν γύρω από θρησκείες και ιερατεία από τον καιρό της Γεωργικής Επανάστασης — θυμηθείτε και τον Άλλο με το φραγγέλιο οι πιο ευσεβείς). Γεμίσαμε λοιπόν ιστορίες με Σαολίν και μετεωρισμούς, με μικρασιατικές προφητείες βασισμένες στα μισόλογα ενός κουρασμένου Καππαδόκη, με σελίδες αγιωτικών μυθευμάτων, με θαυματολογίες και με χρηστομάθειες για διορατικά βλέμματα που κάνουν όμορφα κορίτσια να ντραπούν και να κλάψουν (λες και δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο της πατριαρχίας να ντροπιάσεις μια γυναίκα, και δη όμορφη).
Δεν έχω σκοπό να σας πω «καλοί γέροντες και κακοί γεροντοκάπηλοι» γιατί τελικά δε με απασχολεί να μπω στην ουσία του πράγματος. Δε με αφορά η αγιοποίησή του, αφού ο Παΐσιος τουλάχιστον δεν ανήκε σε φασιστικές οργανώσεις τύπου Opus Dei ή Ustaša (κι εδώ υπαινίσσομαι πονηρές αγιοποιήσεις των Καθολικών). Αν στους αντίστοιχους κύκλους ο Χ είναι φιλόσοφος, ο Ψ συγγραφέας, ο Ω ποιητής και πάει λέγοντας, ε, ας είναι και στους εκκλησιαστικούς κύκλους ο Παΐσιος άγιος. Αλλα ουαί στα φασιστόσκυλα που χρησιμοποιούν έναν καλόγερο ως όνομα κενό για να εξαπατήσουν απλούς (και συχνά βασανισμένους) ανθρώπους και για να απλώσουν τη λατρεία του μίσους, της μισαλλοδοξίας και του θανάτου με ψευδοπροφητείες και μαγιλίκια.
(Σημ απο toportal.gr: Η φωτογραφία, ερασιτεχνική και «άτεχνη» είναι τραβηγμένη στην μικρή αυλή της καλύβας του γέροντα Παϊσίου, την «Παναγούδα», στο μονοπάτι που οδηγεί απο τίς Καρυές στην Ι.Μονή Ιβήρων)
Από: http://www.toportal.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου