Ενώ η Ευρωζώνη συνταγματοποιεί τον «χρυσού κανόνα» των μηδενικών ελλειμματων, ο Ομπάμα αύξησε τις δημόσιες δαπάνες κατά 40% – η μεγαλύτερη αύξηση δαπανών στην αμερικανική ιστορία. Το δημόσιο έλλειμμα, από 300 δις επί του προκατόχου του Μπούς, εκτινάχθηκε μετά το 2009 σε 1400 δις ή 12,3% του ΑΕΠ, αύξηση επίσης η μεγαλύτερη από το 1945
του Κώστα Βεργόπουλου*
του Κώστα Βεργόπουλου*
Διερωτώνται στην Ευρώπη εάν η Ελλάδα είναι σε θέση να πυροδοτήσει ευρύτερη ευρωπαϊκή κρίση, όπως στο πρόσφατο παρελθόν. Ωστόσο, το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Δεν αποσταθεροποιεί η Ελλάδα την Ευρώπη, αλλά οι ευρωπαϊκές επιλογές καταποντίζουν την χώρα μας, όπως και το σύνολο της Ευρωζώνης.
Ψυχραιμότερο, το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Μπλούμπεργκ, επισημαίνει οτιη Ελλάδα αποτελεί το πιο εκτεθειμένο και πιο ευάλωτο μέρος της γενικότερης ευρωπαϊκής κρίσης, την κορυφή του ευρωπαϊκού παγόβουνου και ότι στην χώρα μας δοκιμάζεται ακόμη μια φορά το σύνολο της Ευρωζώνης και η ικανότητα της να διαχειρίζεται την σημερινή κρίση, που πλήττει όχι μόνον μια μικρή χώρα, αλλά το σύνολο της νομισματικής περιοχής του ευρώ, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης.
Ενόσω η Ελλάδα αποτυγχάνει, αποτυγχάνει επίσης και κυρίως η λανθασμένη και αντιπαραγωγική ευρωπαϊκή συνταγή που επιβάλλεται σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Στη διάρκεια της πρόσφατης 6ετίας, η Αμερική επέτυχε να απεμπλακεί από την κρίση, που αρχικά η ίδια είχε πυροδοτήσει, ενώ η Ευρώπη συνεχίζει να βυθίζεται σε αυτήν, μέχρι σημείου αποπληθωρισμού (déflation) – την εφιαλτικότερη προοπτική για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, που εκτίθεται έτσι σε κίνδυνο άμεσης αποσύνθεσης του. Γιατί άραγε η αμερικανική ανάπτυξη ανέρχεται σήμερα σε +5%, ενώ η αντίστοιχη ευρωπαϊκή επίδοση σύρεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, σε μηδενικά επίπεδα; Γιατί άραγε στο διάστημα της επίμαχης 6ετίας, η αμερικανική ανεργία συρρικνώθηκε σε 5,8%, ενώ παράλληλα η ευρωπαϊκή εκτινάχθηκε σε 12%; Γιατί άραγε οι επενδύσεις, ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου και οι θέσεις εργασίας, στο αυτό διάστημα, εκτινάχθηκαν κατά 25% στην Αμερική, ενώ εγκλωβίζονται σε μηδενικούς ρυθμούς αύξησης στην Ευρωζώνη; Οι απαντήσεις στα τρία ερωτήματα δεν έχουν σχέση με το μέγεθος της κρίσης, αλλά με την αναποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής διαχείρισης, που διατηρείται στους αντίποδες της αμερικανικής.
Εξ αρχής, η Αμερική αντιμετώπισε την κρίση ως «χρηματοπιστωτική φούσκα» και έλαβε προς τούτο μέτρα ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας, επιβάλλοντας παράλληλα αυστηρή επιτήρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η Ευρώπη επέλεξε την ακριβώς αντίθετη διαχείριση: αντιμετώπισε την κρίση όχι ως χρηματοπιστωτική φούσκα, αλλά ως διαρθρωτικό πρόβλημα, και αντί να αυστηροποιήσει τους όρους λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν έπαψε να αποδυναμώνει την πραγματική οικονομία αφαιρώντας πόρους από αυτήν προς στήριξη των κλυδωνιζόμενων τραπεζών. Δεν παύει να ανταμοίβει τους υπαίτιους της χρηματοπιστωτικής φούσκας με χρήματα των θυμάτων τους και παρόλο που το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν ανταποδίδει το ρευστό προς την πραγματική οικονομία, αλλα το κατακρατεί για δικές του υποχρεώσεις.
Στην Αμερική, ο πρόεδρος Ομπάμα εκήρυξε πόλεμο εναντίον της διαφθοράς, επιβάλλοντας βαρύτατα πρόστιμα δισεκατομμυρίων σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες. Ο ίδιος δεν εδίστασε να φορολογήσει με 90% τα μπόνους που είχε διανείμει στα στελέχη της η γνωστή AIG. Παράλληλα, ο πρόεδρος, ενώ παραχώρησε 250 δις προς στήριξη των τραπεζών, με την επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης σε 50 εκατομμύρια ανασφάλιστους, αποδέχθηκε πρόσθετες δημόσιες δαπάνες 634 δισεκατομμυρίων. Στην Ευρώπη κρατεί ακόμη η αντίληψη ότι τα πρόστιμα και η τιμωρητική πολιτική έναντι της διαφθοράς και φοροδιαφυγής αποβαίνουν εις βάρος των χωρών που τις εφαρμόζουν, καθόσον δήθεν αποθαρρύνονται έτσι οι επενδύσεις και αποσύρονται οι εταιρείες. Ακόμη και τα σκάνδαλα της γερμανικής Ζήμενς, από την Αμερική ήλθαν στο φως και από εκεί επιβλήθηκαν τα πρόστιμα, όχι απο την Ευρώπη ούτε απο την Γερμανία.
Η αμερικανική πολιτική αποδίδει προτεραιότητα στην ενίσχυση της κατανάλωσης και εσωτερικής ζήτησης, ώστε να παρακινούνται έτσι νέες επενδύσεις: εάν η ιδιωτική ζήτηση εξοντώνεται με την επέκταση της φορολογίας στα νοικοκυριά και την περικοπή δημοσίων δαπανών, τότε πώς είναι δυνατόν να ανακάμπτουν οι επενδύσεις; Η Ευρώπη ακολούθησε την ακριβώς αντίθετη προσέγγιση: επικαλούμενη την θλιβερή «πολιτική της προσφοράς», παραμένει εμμονικά προσηλωμένη στις περικοπές ιδιωτικών και δημοσίων δαπανών και στην συρρίκνωση του δημοσίου ελλείμματος, επισπεύδοντας έτσι την ύφεση και συρρίκνωση της οικονομίας.
Ενώ η Ευρωζώνη συνταγματοποιεί τον «χρυσού κανόνα» των μηδενικών ελλειμματων, ο Ομπάμα αύξησε τις δημόσιες δαπάνες κατά 40% – η μεγαλύτερη αύξηση δαπανών στην αμερικανική ιστορία. Το δημόσιο έλλειμμα, από 300 δις επί του προκατόχου του Μπούς, εκτινάχθηκε μετά το 2009 σε 1400 δις ή 12,3% του ΑΕΠ, αύξηση επίσης η μεγαλύτερη από το 1945. Ο Αμερικανός πρόεδρος έφθασε στο σημείο να επιβαρύνει το δημόσιο χρέος κατά 33 σεντς για κάθε δολλάριο πρόσθετης δημόσιας δαπάνης. Στην Ευρώπη, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Μέρκελ και Σόϊμπλε δεν παύουν να επαναλαμβάνουν τελετουργικά και ad nauseam ότι «ανάπτυξη με δανεικά δεν γίνεται», ενώ όλοι γνωρίζουν το ακριβώς αντίθετο: ανάπτυξη χωρίς δανεικά δεν γίνεται και ούτε έχει γίνει ποτέ στην ιστορία.
Στο διάστημα της 6ετίας, η αμερικανική εσωτερική κατανάλωση αυξήθηκε σωρευτικά κατά 12%, συμπαρασύροντας επέκταση επενδύσεων κατά 25%, ενώ αντίθετα στην Ευρώπη η εσωτερική κατανάλωση σύρεται σε μηδενικά και αρνητικά επίπεδα, με συνέπεια την επίσης αρνητική εξέλιξη των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Εάν υπάρχει σήμερα μια οικονομία που ανακάμπτει με δυναμικούς ρυθμούς, αυτή είναι η αμερικανική και εάν υπάρχει μια άλλη που καταποντίζεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς, αυτή είναι η ευρωπαϊκή. Στο διάστημα της 6ετίας, οι παγκόσμιες επενδύσεις στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά σχεδόν 60%, ενώ οι ΗΠΑ συνεχίζουν να προσελκύουν ξένες επενδύσεις από τον υπόλοιπο κόσμο. Η Ευρώπη, με δογματική προτεραιότητα στην περιστολή της εσωτερικής αγοράς και υποθετική αιτιολογία την ανάκτηση ανταγωνιστικότητας, συνεχίζει να «παγώνει» τις επενδύσεις και να αποθαρρύνει τις προερχόμενες από τον υπόλοιπο κόσμο.
Χαρακτηριστικό δείγμα διαφοράς αντιλήψεων είναι η αντιμετώπιση της μαζικής ανεργίας: ενώ στην Αμερική, η ανεργία θεωρείται ανησυχητικός δείκτης υπολειτουργίας της οικονομίας, στην Ευρώπη θεωρείται θετικός δείκτης του βαθμού «εξυγίανσης» της. Κι ακόμη, ενώ τόσο η Αμερική όσο και η Ευρώπη δεν εξάγουν στον υπόλοιπο κόσμο παρά μόνον 11% της εθνικής παραγωγής τους, ουδέποτε η πρώτη διανοήθηκε να θυσιάσει την εσωτερική της αγορά, που απορροφά 89% της εθνικής παραγωγής υπό την προσχηματική αναζήτηση νέων αγορών στο εξωτερικό. Αντιθέτως η Ευρώπη δεν διστάζει να αποδυναμώνει τις εσωτερικές της αγορές με την υποθετική προσδοκία ότι έτσι θα αποβεί ανταγωνιστικότερη στο εξωτερικό, επιλογή ιδιαίτερα αποσταθεροποιητική στην σημερινή συγκυρία στην οποία όλες οι διεθνείς αγορές δεν παύουν να συρρικνώνονται.
Ακόμη, με την πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης» (quantitative easing) από την κεντρική τράπεζα FED, η ρευστότητα στην αμερικανική οικονομία αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 25% και υπερδιπλασιάσθηκε στην 6ετια, ώστε να κινηθεί η οικονομία, ενώ στην Ευρώπη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μειώσει τον ετήσιο ρυθμό προσφοράς χρήματος από 12% προ του 2008 σε 2,5% κατά την αυτή περίοδο, με συνέπεια ο μαρασμός των ευρωπαϊκών αγορών να αποτρέπει κάθε νέα επένδυση.
Η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στις δυο πλευρές του Ατλαντικού είναι ότι στην εκείθεν η στήριξη της ζήτησης και της κατανάλωσης θεωρείται προϋπόθεση για την ανάκαμψη των επενδύσεων, της οικονομίας και της απασχόλησης, ενώ στην εντεύθεν πλευρά προτάσσεται το ακριβώς αντίθετο δόγμα: ότι η επένδυση προηγείται της ζήτησης.
Φυσικά, ακόμη και οι πιο ανίδεοι αντιλαμβάνονται τον ευρωπαϊκό παραλογισμό: εάν δεν προϋπάρχει εξασφαλισμένη και επαρκής ζήτηση, ουδεμία σοβαρή επιχείρηση διακινδυνεύει να επενδύσει. Ο σημερινός απολογισμός επιβεβαιώνει την επιτυχία των αμερικανικών, αλλά και των ευρωπαϊκών επιλογων: απεμπλοκή απο την κρίση αφ’ενός, καταβύθιση σε αυτήν αφ’ετερου. Εάν σήμερα η Ευρώπη βυθίζεται, πρώτος υπεύθυνος για αυτό δεν είναι η κρίση, αλλά οι επιλογές της που οδηγούν σε θλιβερό και μη-βιώσιμο αποτέλεσμα. Και αφού το «πείραμα» στη χώρα μας δεν είναι μόνον ελληνικό, αλλά κυρίως ευρωπαϊκό, τα εξ αυτού συμπεράσματα δεν θα αφορούν μόνον στο μικρό 2,5% της Ευρωζώνης, αλλά επίσης και κυρίως στο σύνολο της.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII
_______________________________________________________-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου