Ιταλός μουσουργός, από τους κορυφαίους συνθέτες στον χώρο της όπερας, την οποία ανέδειξε σε κύριο είδος δημοσίου θεάματος στην Ιταλία του 19ου αιώνα. Μερικά από τα πλέον δημοφιλή κομμάτια του, όπως η άρια La donna è mobile (Ριγολέτος), το χορωδιακό Va, pensiero (Ναμπούκο), το ντουέτο Libiamo ne' lieti calici (Λα Τραβιάτα) και το εμβατήριο Marcia Trionfale (Aida), από καιρό έχουν ξεφύγει από τον στενό χώρο της όπερας και συγκινούν ευρύτερα ακροατήρια.
Ο Τζουζέπε Φορτουνίνο Φραντσέσκο Βέρντι (Giuseppe Fortunino Francesco Verdi), γεννήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1813 στο Ρόνκολε (σήμερα Ρόνκολε Βέρντι), ένα χωριό κοντά στο Μπουσέτο, στο Δουκάτο της Πάρμας, που τότε ανήκε στην Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία. Ο πατέρας του, Κάρλο Τζουζέπε Βέρντι, ήταν ιδιοκτήτης πανδοχείου, αγράμματος, αλλά και πολύ φτωχός για να δώσει στον γιο του πλήρη μόρφωση. Η μητέρα του, Λουίτζα Ουτίνι, ήταν επίσης αγράμματη και προτού παντρευτεί τον Κάρλο ασχολούταν με το γνέσιμο μαλλιού. Το αγόρι, όμως, έδειξε από νωρίς το μουσικό τάλαντο του και τράβηξε την προσοχή του Αντόνιο Μπαρέτσι, ενός πλούσιου εμπόρου από το Μπουσέτο και ερασιτέχνη μουσικού, που τον ενθάρρυνε και τον βοήθησε στις σπουδές του. Ο Βέρντι αντέγραφε και αντικαθιστούσε τον οργανίστα, ενώ παράλληλα άρχισε να συνθέτει κομμάτια για την τοπική φιλαρμονική και την εκκλησία.
Στα 18 του ο Μπαρέτσι τον έστειλε με έξοδά του στο Μιλάνο για σπουδές στο Ωδείο, αλλά δεν έγινε δεκτός, επειδή είχε υπερβεί το όριο ηλικίας. Παρέμεινε στο Μιλάνο για τρία χρόνια και σπούδασε κοντά στον Βιτσέντζο Λαβίνια, ένα μουσικό της Σκάλας της Μιλάνου. Το 1834 επέστρεψε στο Μπουσέτο για να διεκδικήσει με την υποστήριξη του Μπαρέτσι τη χηρεύουσα θέση του οργανίστα και διευθυντή της χορωδίας της εκκλησίας του Μπουσέτο. Απέτυχε να την καταλάβει, επειδή οι θρησκευτικοί κύκλοι της πόλης προώθησαν ένα δικό τους υποψήφιο, ονόματι Φεράρι. Η δυσάρεστη αυτή εμπειρία έθρεψε τον αντικληρικαλισμό του Βέρντι και την αντιπάθειά του για το Μπουσέτο. Παρόλα αυτά, δύο χρόνια αργότερα, ο Βέρντι διορίσθηκε αρχιμουσικός της εκκλησίας του Μπουσέτο, όταν ο Φεράρι παραιτήθηκε κάτω από τη διογκούμενη πίεση των μουσικών κύκλων της πόλης. Στις 4 Μαΐου 1836 ο Βέρντι νυμφεύθηκε την κόρη του πάτρωνα του Μαργαρίτα Μπαρέτσι.
Ο διευθυντής της Σκάλας του Μιλάνου τον απάλλαξε από το συμβόλαιό του, αλλά όταν έκρινε ότι έκλεισαν οι πληγές, του έδωσε ένα λιμπρέτο βασισμένο στην ιστορία του Ναβουχοδονόσορα Β'. Ο Βέρντι το διάβασε με κρύα καρδιά, ώσπου έφθασε στα λόγια των Εβραίων σκλάβων (Va Pensiero) και ανακάλυψε ότι είχε απαλλαγεί από τις αναστολές του. Το ανέβασμα του Ναμπούκο το 1842 είχε τεράστια επιτυχία και εδραίωσε τη φήμη του Βέρντι στην Ιταλία. Στην πρεμιέρα του έργου, τον ρόλο της κακιάς “Αμπιγκαίλε” ερμήνευσε η δημοφιλής εκείνη την εποχή σοπράνο Τζουζεπίνα Στρεπόνι (1815-1897), η οποία θα γινόταν η δεύτερη σύζυγός του το 1859. Ο Βέρντι είχε γεννηθεί σε μία διαμελισμένη Ιταλία. Γεννημένος Γάλλος πολίτης, ζούσε τώρα ως αλλοδαπός στο κατεχόμενο από τους Αυστριακούς Μιλάνο. Το κοινό του Ναμπούκο διέκρινε μέσα από την προσευχή των αιχμαλωτισμένων Εβραίων για απελευθέρωση τις δικές του ελπίδες να απαλλαγεί από τον ζυγό της αυστριακής αυτοκρατορίας.
Η δημοτικότητα του Βέρντι στην Ιταλία έγινε αφορμή να τον προσέξουν και στο εξωτερικό. Το 1846 πήγε στο Παρίσι για μία παράσταση του Ερνάνη και τον επόμενο χρόνο στο Λονδίνο, όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η όπερα Οι Ληστές, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Σίλερ. Την τριετία 1851-1853 ο Βέρντι συνέθεσε τρεις ακόμη όπερες, τον Ριγολέτο, την Τραβιάτα και τον Τροβατόρε, που μεγάλωσαν τη δημοτικότητά του. Ο Ριγολέτος, που βασίζεται στο έμμετρο δράμα του Βίκτωρος Ουγκώ Ο Βασιλιάς διασκεδάζει, είχε προβλήματα με τη λογοκρισία, επειδή στο έργο του Ουγκό υπάρχει δολοφονική απόπειρα εναντίον ενός βασιλιά, πολιτικό ταμπού για την εποχή. Έτσι, ο Βέρντι αναγκάστηκε να παρουσιάσει τον ήρωά του ως δούκα για να μπορέσει να παρουσιάσει το έργο. Ανάλογα προβλήματα είχε και η Τραβιάτα, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά Η Κυρία με τις καμέλιες και είχε προκαλέσει σκάνδαλο στο Παρίσι.
Μεταξύ 1855 και 1870 ακολούθησαν μία σειρά από σπουδαίες όπερες του Βέρντι, όπως ο Χορός Μεταμφιεσμένων (1859), Η Δύναμη του Πεπρωμένου (1861) και ο Μάκβεθ (1862). Άλλες όπερες αυτής της περιόδου, που παίζονται λιγότερο συχνά, είναι οι Σικελικός Εσπερινός, Σίμων Μποκανέγκρα και Δον Κάρλος. Ο Χορός Μετεμφιεσμένων, με θέμα τη δολοφονία του βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύου Γ', ήταν η τελευταία του σύγκρουση με την αυστριακή λογοκρισία. Το 1861 η Ιταλία ενοποιήθηκε κι έγινε ανεξάρτητο κράτος. Ο Βέρντι εξελέγη βουλευτής έως το 1865, οπότε παραιτήθηκε. Το 1874 ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β' τον διόρισε γερουσιαστή.
Το 1871 παρουσίασε ένα από τα διασημότερα έργα του, την Αΐντα, παραγγελία του Χεβίδη της Αιγύπτου Ισμαήλ Πασά (γιου του γνωστού μας Ιμπραήμ Πασά, που παρ' ολίγο να καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο) για το άνοιγμα του Καναλιού του Σουέζ. Η όπερα με θέμα Αιγυπτιακό εκτυλίσσεται στην εποχή των Φαραώ και αφηγείται τον τραγικό έρωτα της πριγκίπισσας Αΐντα και του αξιωματικού Ρανταμές. Το 1873 περιμένοντας το ανέβασμα της Αΐντα στη Νάπολη έγραψε ένα κουαρτέτο εγχόρδων, το μοναδικό ορχηστρικό έργο της ωριμότητάς του.
Με την Αΐντα ο Βέρντι είχε φθάσει στον κολοφώνα της δόξας του. Τα επόμενα χρόνια θα συνθέσει μόνο δύο όπερες με σεξπιρικό περιεχόμενο (Ο Σέξπιρ ήταν ο αγαπημένος του συγγραφέας), τον Οθέλλο (1887) και τον Φάλσταφ (1893), καθώς και μία σειρά από χορωδιακά έργα. Τον περισσότερο χρόνο ζούσε αποτραβηγμένος στο κτήμα του κοντά στο Μπουσέτο, όταν δεν επέβλεπε το ανέβασμα των έργων του.
Στις 21 Ιανουαρίου 1901 κι ενώ παρεπιδημούσε στο Μιλάνο υπέστη βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο οργανισμός του άρχισε να εξασθενεί και στις 27 Ιανουαρίου ο μεγάλος συνθέτης παρέδωσε το πνεύμα, βυθίζοντας σε θλίψη τους Ιταλούς, που στο πρόσωπό του αναγνώρισαν έναν από τους πρωτεργάτες του «ριζορτζιμέντο». Περισσότερα από 300.000 άτομα τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία δύο μέρες αργότερα, σιγοτραγουδώντας το Va Pensiero, μία μελωδία που έγινε ο ύμνος της ιταλικής ενότητας.
O Τζουζέπε Βέρντι άρχισε την καριέρα του μετά τον θάνατο του Βιτσέντζο Μπελίνι, την αποχώρηση του Τζοακίνο Ροσίνι και την εποχή που ο Γκαετάνο Ντονιτσέτι πλησίαζε στο τέλος της δημιουργικής του ζωής. Μετά τα πρώτα δειλά βήματα εξελίχθηκε βαθμηδόν σε πρώτης γραμμής καλλιτέχνη και έφθασε να κάνει την όπερα αληθινό “μουσικό δράμα”, όπως έκανε ο σύγχρονός του Ρίχαρντ Βάγκνερ στη Γερμανία.
Στις μέρες μας, η μουσική του έχει προ πολλού ξεφύγει από τις αίθουσες συναυλιών. Οι «τιφόζι» στα γήπεδα της Ιταλίας ενθαρρύνουν τις ομάδες τους, τραγουδώντας το Θριαμβευτικό Εμβατήριο από την Αΐντα, το χορωδιακό των σιδηρουργών από τον Τροβατόρε ακούγεται σε τηλεοπτικά σποτς, ενώ το La donna è mobile (Φτερό στον άνεμο γυναίκας μοιάζει) συγκινεί ακόμα και αυτούς που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους στην όπερα.
Για τον Ιταλό αρχιμουσικό Ρικάρντο Μούτι, ο Βέρντι είναι ο μουσικός της Ζωής:
Είναι ένας συνθέτης απολύτως ικανός να απογυμνώσει και να μιλήσει για τα πάθη και τον πόνο μας, για τις ευχές και τα ελαττώματά μας κι αυτός είναι ένας από τους λόγους της παγκοσμιότητάς του: θα είναι για πάντα επίκαιρος. Όσο ο άνθρωπος έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και δεν μοιάζει με φιγούρα του "Σταρ Τρεκ", κάθε γενιά θα ανακαλύπτει στη μουσική του Βέρντι μία κουβέντα παρηγοριάς.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/591#ixzz3Q1X9o7Rb