Ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Αλέξανδρος Παπάγος είχαν πολλούς αντιπάλους όσο ζούσαν.
Κάποιοι όμως συνεχίζουν να τους πολεμούν και νεκρούς όντες.
Ο Μεταξάς ήταν ο «φασίστας» δικτάτορας που δεν είπε ποτέ το Όχι, το οποίο βγήκαν στις 03.00 τα ξημερώματα και το φώναξαν 8 εκ. Έλληνες στον Γκράτσι. Ο Παπάγος ήταν ο «αμόρφωτος», «φασίστας» επίσης, αρχιστράτηγος που θα παρέδιδε αμαχητί την Ελλάδα στους Ιταλούς εισβολείς. Οι γελοιότητες αυτές δεν σταμάτησαν να λέγονται από το 1941 και εντεύθεν, πάντοτε για πολιτικούς λόγους.
Οι περισσότερες δε επικρίσεις των συγχρόνων μελετητών εκπορεύονται από την άκρως αμφιλεγόμενη έκθεση του αντιστράτηγου Δημ. Καθηνιώτη που εκπονήθηκε με εντολή της δασολογικής κυβέρνησης Τσολάκογλου.
Στο διάστημα 1922-1936 δεν είχε γίνει, σχεδόν, καμία κίνηση για την ισχυροποίηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Απλώς αναφέρουμε ότι μέχρι το 1935 η Πολεμική Αεροπορία δεν διέθετε καταδιωκτικά αεροσκάφη. Ο Μεταξάς και ο Παπάγος σίγουρα δεν έκαναν θαύματα, αλλά προσπάθησαν, όσο μπορούσαν, βάσει και της διεθνούς συγκυρίας. Προσπάθησαν να καλύψουν αδράνεια 10 ετών στον τομέα όχι μόνο του εξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και του εφοδιασμού τους.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τα σχέδια επιστράτευσης που είχαν καταρτιστεί στην περίοδο 1926-36, αν και προβλεπόταν η συγκρότηση 14-16 μεραρχιών πεζικού, δεν υπήρχαν καν άρβυλα, στολές και κουβέρτες παρά για 100.000 άνδρες, στην καλύτερη περίπτωση. Τα δε σχέδια επιστράτευσης ήταν απλά για γέλια.
Η έκθεση Καθηνιώτη, όπως αναφέρθηκε, συντάχθηκε από μια τριμελή στρατιωτική επιτροπή με πρόεδρο τον αντιστράτηγο Δημ. Καθηνιώτη. Ποιος όμως ήταν ο στρατηγός Καθηνιώτης ; Ο Δημήτριος Καθηνιώτης γεννήθηκε στη Χαλκίδα, το 1888. Το 1904, έχοντας ολοκληρώσει τη φοίτησή του στην Σχολή Ευελπίδων ονομάστηκε ανθυπολοχαγός. Ήταν μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, το 1909. Συμμετείχε επίσης στους Βαλκανικούς Πολέμους ως επιτελικός αξιωματικός και κατά τη διάρκεια του Α” Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο Γενικό Στρατηγείο, ως φανατικός βενιζελικός που ήταν.
Ο Καθηνιώτης προάχθηκε υποστράτηγος και διετέλεσε στρατιωτικός ακόλουθος στη ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι. Αργότερα τοποθετήθηκε διοικητής της ΧΙ Μεραρχίας Πεζικού, και τοποθετήθηκε Διοικητής της Σχολής Πολέμου. Έφτασε να γίνει υπαρχηγός και αργότερα Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Φυσικά υποστήριξε το βενιζελικό πραξικόπημα του 1935 και αποτάχτηκε, μετά την αποτυχία του. Από τα παραπάνω προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα, ότι ουσιαστικά ο Καθηνιώτης ελάχιστο χρόνο άσκησε διοίκηση και μάλιστα εν καιρώ πολέμου, όντας επιτελικός κατά κύριο λόγο αξιωματικός και, το σημαντικότερο, υπήρξε πάντα μέρος του πολιτικού παιχνιδιού, στηρίζοντας με κάθε τρόπο την βενιζελική παράταξη.
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου, για να κερδίσει κάποια νομιμοποίηση στα μάτια του Ελληνικού λαού ξεκίνησε διώξεις κατά των στελεχών της κυβέρνησης Μεταξά.
Δύο ήταν οι βασικοί άξονες στους οποίους οι διώξεις αυτές βασίστηκαν, η ευθύνη για την ήττα και οικονομικές ατασθαλίες. Ο Τσολάκογλου ανέθεσε στον Καθηνιώτη να συντάξει μια έκθεση στην οποία θα φαίνονταν οι ευθύνες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου για την στρατιωτική ήττα του 1941, η οποία θα δικαιολογούσε και την ενέργεια του ιδίου να συνθηκολογήσει με τους του Γερμανούς. Η επιτροπή αυτή εργάστηκε για δυο περίπου χρόνια και συνέταξε ένα κείμενο 2.000 σελίδων, το οποίο, από την αρχή ως το τέλος, κατηγορούσε τον Παπάγο για το κάθε τι.
Ο ιστορικός Αντώνιος Κοραντής, στην βιογραφία του Παπάγου που είχε συγγράψει αναφέρει : «Δέκα ημέρες μετά την είσοδο των Γερμανών εις Αθήνας, ο Παπάγος ετέθη από την κυβέρνηση των κουίσλιγκ εις περιορισμό κατ” οίκον.
Την δε 15ην Μαΐου 1941 εξεδόθη νομοθετικό διάταγμα καθ” ο τον τέως Αρχιστράτηγο και τους υφυπουργούς των τριών Πολεμικών υπουργείων βαρύνει η κατηγορία ότι δεν εμπόδισαν την κήρυξη του πολέμου κατά του Άξονος τον οποίον άλλωστε και χείριστα οργάνωσαν.
Εις αυτό το νομοθετικό διάταγμα αναφέρεται ότι εις τους ενόχους κατά την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου επιβάλλονται ποιναί, ως και του θανάτου. Δηλαδή η εκτέλεσις του Αρχιστρατήγου είχε προαποφασιστεί. Διά να εδραιωθεί η κατηγορία, η ψευτοκυβέρνηση του Τσολάκογλου ανέθεσε εις επιτροπήν Ανωτάτων Αξιωματικών υπό την προεδρία του αποστράτου Αντιστρατήγου Δημητρίου Καθηνιώτη, να εξετάσει τα σφάλματα της υπευθύνου ηγεσίας του Στρατού.
Εις την πραγματικότητα, το Συμβούλιο τούτο των τριών Αντιστρατήγων συνεκροτήθη με στόχον την παραπομπή εις δίκην- παρωδία του Αρχιστρατήγου της νίκης και των συνεργατών του – ως υπευθύνων ποίας ήττης; Το άκρως λυπηρόν είναι ότι ευρέθησαν Έλληνες αξιωματικοί, υπό το καθεστώς κουίσλιγκ και υπό την σκιάν της γερμανικής σημαίας εις την Ακρόπολιν, να δεχθούν να συμμετάσχουν εις την επιτροπή και να προετοιμάσουν τις διαδικασίες εκτελέσεως του Αρχιστρατήγου».
Ωστόσο όταν τελικά η έκθεση κατατέθηκε, ο Τσολάκογλου είχε παραιτηθεί και πρωθυπουργός της νέας δασολογικής κυβέρνησης ήταν ο Λογοθετόπουλος, που σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Ράλλη. Έτσι η έκθεση τέθηκε στο αρχείο. Μετά την απελευθέρωση ο Καθηνιώτης προσπάθησε να την επαναφέρει στο προσκήνιο, αλλά μάταια.
Κατ’ αρχή η έκθεση Καθενιώτη σχολιάζει το σχέδιο άμυνας ΙΒα, που τελικά υιοθετήθηκε και προέβλεπε άμυνα σε περίπτωση συνδυασμένης επίθεσης κατά της Ελλάδας από Ιταλία και Βουλγαρία, ταυτόχρονα. Κατά το σχέδιο ΙΒα συγκεντρώνονταν πάνω από το ήμισυ του Ελληνικού Στρατού σε δύο γραμμές άμυνας, στα σύνορα με την Αλβανία, αφήνοντας επαρκείς δυνάμεις σε Μακεδονία και Θράκη, εφόσον ούτε ο Παπάγος, ούτε ο Μεταξάς μπορούσαν να είναι βέβαιοι για τη στάση που θα τηρούσε η Βουλγαρία, πρωτίστως, αλλά και η Γιουγκοσλαβία και η πάντοτε καιροσκόπος Τουρκία, ακόμα.
Ο ισχυρισμός της έκθεσης Καθηνιώτη ότι τα ελληνοαλβανικά σύνορα αφέθηκαν ακάλυπτα σε βαθμό που στοιχειοθετούσε εθνική προδοσία (!) μάλλον καταπίπτει χωρίς άλλα επιχειρήματα. Εξάλλου η εξέλιξη των επιχειρήσεων, τις τρεις πρώτες κρίσιμες μέρες της ιταλικής εισβολής, απέδειξαν, ότι η μόνη αδυναμία του σχεδίου ήταν η ανεπαρκής κάλυψη του τομέα της Πίνδου. Στον τομέα της Ηπείρου, η ενισχυμένη VIII ΜΠ ανταπεξήλθε ευχερώς στην κύρια ιταλική προσπάθεια στο Καλπάκι, και μάλιστα υφιστάμενη ελάχιστες απώλειες. Όσον αφορά την ιταλική πίεση στον τομέα Θεσπρωτίας, ήταν μοιραίο να μην αποδώσει, αφού το ιταλικό δεξιό, ούτε επαρκείς δυνάμεις διέθετε για να αποδιοργανώσει την ελληνική τοποθεσία, η οποία ήταν σε μεγάλο βάθος κλιμακούμενη, ούτε μπορούσε να προωθηθεί, με το ιταλικό κέντρο καθηλωμένο στο Καλπάκι.
Ένα άλλο, «θανατηφόρο», επιχείρημα που προβάλει η έκθεση είναι η έλλειψη, υποτίθεται, επιθετικού πνεύματος της ανωτάτης ηγεσίας (του Παπάγου), αφού δεν υπήρχε ούτε μια επιθετική διαταγή «για δείγμα», σύμφωνα με τον Καθηνιώτη, στο σχέδιο ΙΒα. Εδώ η πλάνη είναι ακόμα πιο οικτρή. Προφανώς ένας αρχιστράτηγος που έχει να αμυνθεί, με περιορισμένες δυνάμεις ένα μέτωπο από τις ακτές του Ιονίου ως τη Θράκη, έναντι δύο τουλάχιστον αντιπάλων (Ιταλίας και Βουλγαρίας), σκεπτόμενος με σωφροσύνη, θα επιχειρούσε σε πρώτη φάση να «κρατήσει» αμυντικά τον εχθρό και μετά, ανάλογα με την πορεία των επιχειρήσεων, να σκεφτεί επιθετικά.
Άλλωστε το ότι ο Ελληνικός Στρατός μετέπεσε από την άμυνα στην επίθεση, αμέσως μόλις αντελήφθη την ιταλική αδυναμία στην δυτική Μακεδονία είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Η μετάπτωση δε αυτή σημειώθηκε άμεσα, ακριβώς χάρη στις συγκεντρωμένες εφεδρείες που το σχέδιο ΙΒα προέβλεπε να είναι συγκεντρωμένες στην περιοχή. Οι ελληνικές δυνάμεις ανάλαβαν εξαρχής την πρωτοβουλία στην Δυτική Μακεδονία και δεν την έχασαν ποτέ.
Η έκθεση Καθηνιώτη κατηγορεί επίσης τον Παπάγο ότι το μόνο που είχε υπόψη του ήταν μια αντίσταση για την τιμή των όπλων. Το επιχείρημα αυτό δεν χρήζει καν απάντησης, νομίζουμε, αφού αντίκειται στην λογική της όλης δραστηριότητας που ανέπτυξε ο Παπάγος από το 1936 και μετά.
Ο Καθηνιώτης στάθηκε ιδιαίτερα στο αρχικό σχέδιο άμυνας ΙΒ, το οποίο δεν ίσχυσε ποτέ και το οποίο προέβλεπε, ανάλογα των δυνάμεων που θα έριχναν στη μάχη οι Ιταλοί, διαδοχικές αμυντικές γραμμές μέχρι τον Αλιάκμονα., αφού «…παρεδίδετο δε εις τον εχθρόν αμαχητί ολόκληρος η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία και έτι περαιτέρω η σύμπτυξις μέχρι “Ορθρυος. Με την ανωτέρω λύσιν το Επιτελείον, αναζητούν την ευνοϊκοτέραν τοποθεσίαν αντιστάσεως, εγκαταλείπει τας υπερόχους ορεινάς γραμμάς της Ηπείρου, της Πίνδου και της Καστοριάς και σκοπεύει να καλυφθή όπισθεν των ποταμίσκων του Αράχθου και του Αλιάκμονος, ως εάν επρόκειτο να καλυφθή όπισθεν του Βόλγα…», αναφέρει. Θα μπορούσε να έχει βέβαια δίκιο, αν το σχέδιο αυτό τελικά εφαρμοζόταν. Με τα αν όμως δεν δίδονται μάχες.
Στην έκθεση αναφέρονται επίσης και άλλες κατηγορίες κατά του Μεταξά, εμμέσως και του Παπάγου άμεσα. Σε ένα σημείο ο Καθηνιώτης αναφέρει ότι ο Παπάγος δεν επιστράτευσε το σύνολο των μάχιμων ανδρών, τους οποίους υπολόγιζε – το 1940 – σε 1.500.000 άνδρες ! Η Ελλάδα, το 1940, επιστράτευσε τον μεγαλύτερο στρατό της ιστορίας της, εδώ και 10.000 χρόνια, έχοντας υπό τα όπλα περί τις 500.000 άνδρες και στους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι όμως απόλυτα δεδομένο ότι ΔΕΝ μπορούσε, επί πληθυσμού 8 εκ να επιστρατεύσει 1,5 εκ. άνδρες. Ο αριθμός είναι απολύτως εξωπραγματικός. Ούτε η μαζική στρατολογία της Γαλλικής Επανάστασης, δεν συγκέντρωσε τόσους άνδρες, με την απειλή μάλιστα της γκιλοτίνας !
Από την άλλη κατηγορεί επίσης τον Παπάγο ότι ο στρατός δεν είχε τον απαραίτητο ανεφοδιασμό, ότι ο στρατός δεν διέθετε επαρκή πυρομαχικά και ότι το Πυροβολικό δε κάλυψε τις επιχειρήσεις του Πεζικού. Όσον αφορά τον ελλειπή εφοδιασμό του στρατού, ειδικά σε είδη ιματισμού και υπόδησης, μάλλον είχε και ο ίδιος ευθύνες, ως αρχηγός ΓΕΣ, μέχρι το 1935. Από την άλλη οι ελλείψεις στις μονάδες της πρώτης γραμμής που υπήρξαν δεν είχαν σχέση με την ουσιαστική έλλειψη των ειδών αυτών, αλλά με τη δυσκολία να φτάσουν στις μονάδες πρώτης γραμμής, λόγω των καιρικών συνθηκών, την ταχύτητα της ελληνικής προέλασης και της παντελούς έλλειψης συγκοινωνιακού δικτύου στα βορειοηπειρωτικά βουνά. Εκεί καλώς ή κακώς μόνο οι ταπεινοί και ακούραστοι ημίονοι – οι μεγάλοι ήρωες του Ελληνικού Στρατού, τα μουλάρια με τους ακαταπόνητους επίσης ημιονηγούς τους έφταναν.
Όσον αφορά το Πυροβολικό όχι απλώς υποστήριξε άριστα το πεζικό, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, αλλά άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις στον εχθρό. Ο Πράσκα στο βιβλίο του «Εγώ επιτέθηκα στην Ελλάδα», αποδίδει σαφώς την αποτυχία του στα συντριπτικά πλήγματα που δέχτηκαν οι δυνάμεις του από το ελληνικό πυροβολικό, το αθέατο, που, όπως λέει, έπληττε και την παραμικρότερη συγκέντρωση των ιταλικών δυνάμεων με απίστευτη ευστοχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου