<a href=”http://www.hellasforce.com/blog/p-karika-1i-neomvriou-i-proti-elliniki-antepithesi” target=”_blank”>του Παντελή Καρύκα
Συγγραφέα – hellasforce.com</a>
Συγγραφέα – hellasforce.com</a>
<a href=”http://www.hellasforce.com/blog/tag/1940-41/” target=”_blank”>Η Πίνδος.</a> Γεμάτη με κορφές που φτάνουν στα σύννεφα, γεμάτη με δάση πυκνά, πρόμαχος της Ελλάδας από τον καιρό των Πρώτο –Ελλήνων, η οροσειρά της Πίνδου απλώνεται από τον Σμόλικα μέχρι τον Γράμμο. Βαθιές χαράδρες, φαράγγια απάτητα, γκρεμοί, αυλακώνουν το τραχύ της δέρμα. Ανάμεσα σε αυτά κυλούν ορμητικά ο Σαραντάπορος και παρακάτω ο Αώος, σύνορο φυσικό με την γη της Ηπείρου. Η δύσβατη αυτή γη, αποτελεί τον λιγότερο ιδανικό τόπο για επιχειρήσεις ιππικού.
Και όμως στα άγρια κορφοβούνια της Πίνδου έμελλε το Ελληνικό Ιππικό να γράψει τις πιο ένδοξες σελίδες του. Στις 04.00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου μια επίλεκτη ιταλική μεραρχία, η 3η Μεραρχία Αλπινιστών (ΜΑ), η «Τζούλια», που έλαβε το όνομα της από τις Ιουλιανές Άλπεις, εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος. Η «Τζούλια» ήταν μια πραγματικά επίλεκτη μονάδα. Οι άνδρες της ήταν εκπαιδευμένοι στον ορεινό αγώνα και διέθεταν και τα ανάλογα μέσα. Συγκροτημένη από 2 Συντάγματα Αλπινιστών (ΣΑ), το 8ο και το 9ο, ενισχυμένη με ένα σύνταγμα ορειβατικού πυροβολικού, με 24 πυροβόλα και με μια ίλη ιππικού, οι 11.000 σχεδόν άνδρες της, από τον διοικητή της υποστράτηγο Τζιρότι, μέχρι του τελευταίου μάγειρα, θα διακατέχονταν σίγουρα από ένα αίσθημα υπεροχής, αναλογιζόμενοι τους αντιπάλους που είχαν να αντιμετωπίσουν.
Το απέναντί τους ελληνικό Απόσπασμα Πίνδου, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δαβάκη, διέθετε επί μετώπου 35 χλμ. σε ευθεία γραμμή, μόλις 2 τάγματα πεζικού, μια πυροβολαρχία με 4 πυροβόλα και 48 ιππείς. Συνολικά 2.000 άνδρες. Οι Ιταλοί, βέβαιοι για την επιτυχία τους, σκόπευαν, μετά τη γρήγορη συντριβή του Αποσπάσματος Πίνδου, να κινηθούν νοτιοδυτικά και να πλαγιοκοπήσουν την VIII Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ) που προμαχούσε της Ηπείρου. Aν το σχέδιο τους επιτύγχανε, ο πόλεμος θα έληγε τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1940.
Έχουν γραφτεί πολλά για τον αγώνα του Δαβάκη και των ανδρών του. Πολέμησαν σκληρά, ολομόναχοι, επί 48 ώρες τους Ιταλούς επίλεκτους, προσπαθώντας μάταια να τους κρατήσουν. Οι Ιταλοί όμως, υπερέχοντας 5 : 1 σε άνδρες και 6 : 1 σε πυροβολικό, κατόρθωσαν να θραύσουν την ελληνική αντίσταση, αλλά όχι και να θραύσουν το ελληνικό μέτωπο, το οποίο συνέχισε να υφίσταται, αν και χιλιομπαλωμένο. Ωστόσο δημιουργήθηκε μια εξαιρετικά επικίνδυνη για το ελληνικό μέτωπο εισέχουσα, ένας ευρύς θύλακας. Νότια η VIII ΜΠ κατόρθωσε να καλύψει το εκτεθειμένο δεξιό πλευρό της, με το Απόσπασμα του ήρωα αντισυνταγματάρχη Μαρδοχαίου Φριζή, κρατώντας γερά την νότια όχθη του Αώου.
Με τον τρόπο αυτό εξουδετερώθηκε σε πρώτη φάση το ιταλικό σχέδιο. Οι Ιταλοί όμως δεν απογοητεύτηκαν. Συνέχισαν την προς τα εμπρός κίνησή τους με σκοπό να κόψουν στα δύο, εγκάρσια, το ελληνικό μέτωπο, να φτάσουν στο Μέτσοβο, παρακάμπτοντας την πλαγιοφυλακή της VIII ΜΠ. Όπως ήταν φυσικό η ελληνική διοίκηση, θορυβημένη από την ιταλική επιτυχία, απέστειλε, με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό, ενισχύσεις στον απειλούμενο τομέα. Καταρχήν, στις 30 Οκτωβρίου, έφτασε στην περιοχή και ανέλαβε τη διοίκηση ο διοικητής της Ι ΜΠ, ο υποστράτηγος Βραχνός. Ο Βραχνός δεν ήταν ένας τυχαίος αξιωματικός. Ανήκε στην ειδική αυτή κατηγορία των υπέροχα «τρελών» που γεννά τούτος ο τόπος. Γενναίος και εξαιρετικά ψύχραιμος, σχεδίασε άμεσα τα αναγκαία μέτρα για να κλείσει την πληγή που άνοιξε η «Τζούλια».
Ωστόσο ο Βραχνός δεν είχε στρατεύματα. Η μεραρχία του δεν είχε επιστρατευθεί. Έτσι αναγκάστηκε να ρίξει στον αγώνα ότι είχε στη διάθεση του, όχι όμως για να αμυνθεί, αλλά για να επιτεθεί. Την ίδια ώρα το Β’ Σώμα Στρατού, διέταξε την Μεραρχία Ιππικού (ΜΙ), υπό τον υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά και την Ταξιαρχία Ιππικού (ΤΙ), υπό τον συνταγματάρχη Σωκράτη Δημάρατο, να σπεύσουν προς την Πίνδο.
Μια μικρή υπομονάδα ιππικού ωστόσο, βρισκόταν ήδη σε δράση. Ήταν η 1η Ίλη της Β’ Ομάδας Αναγνώρισης, υπό τον ίλαρχο Γεωργιάδη. Η ίλη ήταν πλήρης και καλά οπλισμένη. Διέθετε 4 ουλαμούς, με 48 άνδρες ο καθένας, 12 οπλοπολυβόλα, 2 πολυβόλα και 2 όλμους των 81 χλστ. Συνολικά διέθετε λίγο λιγότερους από 300 άνδρες. Την ίδια ώρα η Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού είχαν ήδη αρχίσει την κίνησή τους προς την Πίνδο, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν ακόμα επιστρατευτεί όλες τους οι μονάδες.
Η ΤΙ διέθετε στις 31 Οκτωβρίου το 1ο Σύνταγμα Ιππικού (ΣΙ), μια μηχανοκίνητη ίλη, μια πυροβολαρχία των 75 χλστ., την Β’ Ομάδα Αναγνώρισης και ένα τάγμα του 7ου Συντάγματος Πεζικού (ΣΠ).
Η δε ΜΙ, διέθετε, θεωρητικά, το 3ο ΣΙ, το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού (μείον ίλη), μια μοίρα πυροβολικού (μείον πυροβολαρχία), μια ίλη μηχανικού, μια ίλη διαβιβάσεων και 2 τάγματα πεζικού του 4ου ΣΠ. Η έφιππη μοίρα πολυβόλων της ΜΙ επιστρατεύονταν στην Λάρισα. Έτσι την 31η Οκτωβρίου, ουσιαστικά στην Πίνδο είχαν φτάσει οι διοικήσεις των δύο σχηματισμών του ιππικού, η μεν της ΜΙ στο Μέτσοβο, η δε ΤΙ στο Δούτσικο Γρεβενών.
Τα ξημερώματα της 1η Νοεμβρίου ο Βραχνός, έχοντας πραγματοποιήσει ήδη την προηγούμενη αναγνώριση της περιοχής, διέταξε όσα τμήματα είχε στη διάθεσή του να επιτεθούν. Οι μικρές ελληνικές δυνάμεις είχαν χωριστεί σε τρία τακτικά συγκροτήματα.
Το βόρειο διέθετε 2 λόχους πεζικού, υπό τον αντισυνταγματάρχη Μισύρη, την 1η Ίλη, υπό τον Γεωργιάδη, και 2 πυροβόλα. Το συγκρότημα αυτό όφειλε να επιτεθεί στην περιοχή της Κάτω Αρένας, με αντικειμενικό σκοπό το χωριό Λυκοράχη. Το κεντρικό συγκρότημα, υπό τον συνταγματάρχη Δαβάκη – 2 λόχοι πεζικού, 4 πολυβόλα, 2 πυροβόλα – θα επιτίθονταν προς το χωριό Φούρκα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του υψώματος Προφήτης Ηλίας.
Το νότιο, τέλος, συγκρότημα – 2 λόχοι πεζικού, 8 πολυβόλα, 4 πυροβόλα, ουλαμός ιππικού – υπό τον ταγματάρχη Καραβία, θα επιτίθονταν βόρεια της Φούρκας, με σκοπό να υποβοηθήσει την ενέργεια του κεντρικού συγκροτήματος. Συνολικά, σε όλο το μήκος του μετώπου ο Βραχνός θα επιτίθονταν κατά της «Τζούλια» με 6 λόχους πεζικού και 12 πυροβόλα. Οι Ιταλοί πίεζαν με το 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών τα ελληνικά τμήματα στη διάβαση Ρωμιού, με σκοπό να καταλάβουν τη Σαμαρίνα και κατόπιν το Μέτσοβο.
Ο Βραχνός λοιπόν, μη διαθέτων τις απαραίτητες δυνάμεις να σταματήσει τους Ιταλούς στον Ρωμιό, αποφάσισε να επιτεθεί στις πλαγιοφυλακές τους.
Αν τις διασπούσε ολόκληρο το 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών θα κινδύνευε να περικυκλωθεί.
Πολύ νωρίς το πρωί τα τμήματα κίνησαν. Στο βόρειο συγκρότημα ως εμπροσθοφυλακή τέθηκε η ίλη του ιππικού. Το ιππικό, παρά τις εδαφικές δυσχέρειες κινήθηκε ταχύτατα. Γύρω στις 07.30 οι ανιχνευτές ανέφεραν στον ίλαρχο Γεωργιάδη ότι εντόπισαν εχθρικό τμήμα, 300 περίπου ανδρών, με τα μεταγωγικά τους, να κινούνται ανατολικά της Λυκοράχης.
Αμέσως ο Γεωργιάδης ανέπτυξε την ίλη. Οι Έλληνες ιππείς, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, σχεδόν κύκλωσαν το ιταλικό τμήμα. Με τον ουλαμό των όλμων από τη μια και των πολυβόλων από την άλλη, οι ουλαμοί των ιππέων όρμησαν επί των Ιταλών. Την ίδια στιγμή τα 2 ελληνικά πολυβόλα και οι 2 όλμοι άνοιξαν πυρ. Οι Ιταλοί δεχόμενοι πυρά από τρεις κατευθύνσεις αιφνιδιάστηκαν τελείως. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν την ελληνική πίεση, υποχώρησαν στο χωριό Λυκοράχη.
Εκεί βρισκόταν και άλλο ιταλικό τμήμα. Όλοι μαζί οι Ιταλοί οχυρώθηκαν στα σπίτια του χωριού και άρχισαν καταιγιστικά πυρά. Οι ιππείς απάντησαν στα πυρά και η μάχη φούντωσε στο χωριό. Οι ιππείς, αν και οι Ιταλοί ήταν διπλάσιοι, συνέχισαν μόνοι τον αγώνα εναντίον τους. Πολέμησαν έτσι πάνω από 3 ώρες. Στο μεταξύ έφτασε, γύρω στις 11.00 στο χωριό και η διλοχία του Μισύρη και επιτέθηκε με τη σειρά της.
Οι Ιταλοί αντιστάθηκαν γενναία και παραδόθηκαν μόλις στις 17.00 το απόγευμα. Η νίκη όμως, η πρώτη των Ελλήνων στην Πίνδο, ήταν πλέον γεγονός, παρά τον ηρωισμό των Ιταλών. Μόνο οι Ιταλοί αιχμάλωτοι έφτασαν του 210. Οι νεκροί ήταν επίσης πολλοί. Αιχμαλωτίστηκαν και 120 μουλάρια, φορτωμένα με εφόδια, δώρο πολύτιμο για τα ελληνικά τμήματα.
Η μάχη στοίχισε στην ίλη έναν νεκρό και έναν τραυματία. Το δε πεζικό είχε 30 νεκρούς και τραυματίες. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και αντισυνταγματάρχης Μισύρης, ο οποίος παρέμεινε, τραυματισμένος, επί 6 ώρες στο πεδίο της μάχης, εμψυχώνοντας τους άνδρες του και μόνο μετά την παράδοση των Ιταλών δέχτηκε να μεταφερθεί πίσω για να περιποιηθούν τα τραύματά του.
Νοτιότερα το συγκρότημα Δαβάκη επέτυχε επίσης να καταλάβει μέρος των εχθρικών θέσεων, χάρις στον ηρωισμό του 2ου Λόχου του 2/51 ΣΠ. Ο διοικητής του, ανθυπολοχαγός Σπυρόπουλος, οδήγησε προσωπικά τους άνδρες του και με τη λόγχη και τις χειροβομβίδες ανέτρεψαν τους επίλεκτους Ιταλούς.
Ο ίδιος ο Σπυρόπουλος εξουδετέρωσε μόνος τα ιταλικά πολυβόλα που είχαν καθηλώσει τους άνδρες του. Ο μεγάλος ήρωας της ημέρας όμως ήταν ο έφεδρος ανθυπασπιστής Κουμπουρλής. Και αυτός τέθηκε επικεφαλής της διμοιρίας του, εξουδετέρωσε τα εχθρικά πολυβολεία με χειροβομβίδες, αλλά τραυματίστηκε. Παρόλα αυτά αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους άνδρες του και συνέχισε μέχρι που τραυματίστηκε για δεύτερη φορά. Και πάλι όμως δεν εγκατέλειψε, αν και δεν μπορούσε πλέον να κινηθεί. Παρέμεινε στη θέση και με φωνές και ιαχές παρότρυνε τους άνδρες του να συνεχίσουν την επίθεση.
Το μεγαλύτερο όμως δράμα εκτυλίχθηκε λίγο νοτιότερα, στο ύψωμα της Τσούκας. Το ύψωμα το κρατούσαν οι Ιταλοί με ισχυρές δυνάμεις. Εναντίον του κίνησε ο 2ος Λόχος του 1/4 Τάγματος Πεζικού, με επικεφαλής έναν υπολοχαγό, από τη σκλαβωμένη τότε Χάλκη των Δωδεκανήσων, τον Αλέξανδρο Διάκο. Ο λόχος, με τον Διάκο, κυριολεκτικά επικεφαλής, όρμησε καταπάνω των Ιταλών. Η ιαχή «Αέρα» ακούστηκε στα παγωμένα βουνά.
Οι Ιταλοί όμως αντέταξαν λυσσαλέα αντίσταση. Ωστόσο η ελληνική λόγχη έκανε θαύματα και η Τσούκα καταλήφθηκε. Ο εχθρός όμως δεν παραιτείται. Αντεπιτίθεται και πετά τους Έλληνες πίσω.
Τότε ο Διάκος αντεπιτίθεται με τη σειρά του, αλλά αποκρούεται. Επαναλαμβάνει την προσπάθεια, αλλά ένα ιταλικό πολυβόλο των θερίζει. Δίπλα του πέφτει και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ντάσκας και 4 στρατιώτες. Ήταν οι πρώτοι νεκροί Έλληνες αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού που σκοτώθηκαν στην Αλβανία. Την θλιβερή, μα και τόσο ένδοξη «πρωτιά», είχε προλάβει να τους την κλέψει η Πολεμική Αεροπορία, μια μέρα πριν, με τον Ανθυποσμηναγό Ευάγγελο Γιάνναρη.
Η αντεπίθεση του Βραχνού μόνο στο βόρειο σκέλος της είχε επιτύχει πλήρως. Παρόλα αυτά σηματοδότησε την μεγάλη αλλαγή. Όπως έγραψε ο αείμνηστος Τερζάκης, «Ο βράχος είχε σταματήσει να κυλά. Τώρα έπρεπε να τον γυρίσουν πίσω»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου