Η αφρόκρεμα των ιστορικών της βρετανικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας αναμετρήθηκαν με την ιστορία που έγραψε ο Έρικ Χόμπσμπωμ
Αθηνά ΣυριάτουΣτο πρόσφατο συνέδριο για την Ιστορία μετά τον Hobsbawm, που έγινε στο Λονδίνο από τις 29 Απριλίου έως την 1η Μαΐου, οι διοργανωτές έθεσαν τον φιλόδοξο στόχο να κάνουν ένα συνέδριο όπου ο ίδιος ο Hobsbawm θα ήθελε να συμμετέχει. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο απέφυγαν να στήσουν μια αγιογραφία του και κάλεσαν μερικούς από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς της βρετανικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας όχι μόνο να αναμετρηθούν με την ιστορία που έγραψε ο Hobsbawm αλλά να αναδείξουν τις κυριότερες συζητήσεις, τα επιχειρήματα και τον αναλυτικό λόγο της σύγχρονης ιστοριογραφίας στη Βρετανία και τον αγγλοσαξονικό, κυρίως, κόσμο γενικότερα.
Ωστόσο οι περισσότεροι ομιλητές επιδίωξαν στην αρχή τουλάχιστον της ομιλίας τους να αναφερθούν στην προσωπική σχέση τους με τον Hobsbawm, είτε με τον ίδιο είτε με τα κείμενά του, ενώ η συντριπτική πλειονότητα στη συνέχεια διάλεξε να αντιπαρατεθεί μαζί του, παρουσιάζοντας τη δική τους έρευνα. Η κριτική αυτή εστιαζόταν σε πτυχές όλων των γνωστών του έργων, από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα, άλλοτε εκτιμώντας το γεγονός ότι ο Hobsbawm μαζί με τους μαρξιστές ιστορικούς υπήρξαν πρωτοπόροι στη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας και άλλοτε απορρίπτοντας συνολικά το έργο του, προβάλλοντας τις νέες εξελίξεις στις ιστορικές μεθόδους ως τις μόνες ηθικές επιλογές για την ερμηνεία του σύγχρονου κόσμου. Με λίγα λόγια, δίκαια ή άδικα, ακολούθησαν τη ρήση του Hobsbawm σε ένα γνωστό του άρθρο1 όπου παρότρυνε τους ιστορικούς να ονειρευτούν το μέλλον, πιο συγκεκριμένα το μέλλον της ιστορίας, πέρα από τα δεσμά του παρελθόντος, όσο πολύτιμα κι αν ήταν αυτά.
Η μαρξιστική καταγωγή
Στην εναρκτήρια ομιλία του, τη μόνη που εστιάστηκε αποκλειστικά στην πορεία του Hobsbawm ως ιστορικού, ο Mark Mazower ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο ο Hobsbawm βρέθηκε για περισσότερα από πενήντα χρόνια στο επίκεντρο πολλών ιστορικών συζητήσεων, εισάγοντας στην αυτάρεσκη, και περίκλειστη ακαδημαϊκά, Βρετανία της δεκαετίας του 1950 πολλά καινά δαιμόνια. Έδωσε έμφαση στους δεσμούς του με τη Γαλλία, με τη Σχολή των Annales, τονίζοντας ότι η προσφορά του Hobsbawm έγκειται στο γεγονός ότι δημιούργησε ένα δίκτυο ιστορικών με κοινές πεποιθήσεις αλλά και «διάσημες» αντιπαραθέσεις. Ο Hobsbawm, είπε ο Mazower, κατάφερε να γίνει κατά κάποιον τρόπο ένας «πράκτορας της διανόησης» για την ιστορία τον 20ό αιώνα.
Ο μαρξισμός και η επίδρασή του σήμερα στην ιστοριογραφία υπήρξε ένα από τα μεγάλα θέματα του συνεδρίου, εφόσον ο ίδιος ο Hobsbawm υπήρξε σε όλη του τη ζωή μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βρετανίας και δήλωνε αμετανόητος μαρξιστής ιστορικός. ΟGareth Stedman Jones, στην άλλη κεντρική ομιλία του συνεδρίου, αφού αποφάνθηκε ότι ο μαρξισμός δεν παράγει καλούς ιστορικούς, αναρωτήθηκε αν ο Hobsbawm υπήρξε τελικά τόσο καλός ιστορικός παρά τις μαρξιστικές του πεποιθήσεις ή, αντιθέτως, εξαιτίαςτους. Οι θεωρίες του Μαρξ, ισχυρίστηκε ο Jones, δεν υπήρξαν ούτε αυθεντικές ούτε πρωτότυπες αλλά ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ευρύτερη ευρωπαϊκή παράδοση ερμηνείας του κόσμου και της ιστορίας μέσω του ορθού λόγου, όπως οι θεωρίες του David Hume και του Adam Smith, οι οποίοι ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα διατύπωσαν μια κριτική της πολιτικής οικονομίας. Η αφοσίωση του Hobsbawm στον μαρξισμό ήταν, κατά τον Jones, μια πολιτική παιδαγωγική για ακτιβιστές, μια εργαλειακή μάλλον παρά φιλοσοφική μέθοδος για να κατανοεί κανείς τις ιστορικές δυνάμεις και το πώς διαμορφώνουν την ανθρώπινη ευημερία, την ανισότητα, τις οικονομικές και κοινωνικές δομές. Ο Jones κατέληξε πως ο μαρξισμός δεν είναι παρά μια «επινοημένη παράδοση», της οποίας η χρησιμότητα, αν υπήρξε ποτέ, έχει από καιρό πάψει να υφίσταται, προκαλώντας πολύ έντονη συζήτηση για το αν ο μαρξισμός σήμερα θα μπορούσε να επανερμηνευτεί απαλλαγμένος από τα βαρίδια της μορφής που είχε μέχρι τώρα.
Ληστές και επαναστάτες: μια επαναθεώρηση
Πέρα από τις κεντρικές ομιλίες, μεγάλο ενδιαφέρον είχαν τα επιμέρους πάνελ, τα οποία είχαν οργανωθεί γύρω από τα βασικά θέματα με τα οποία ασχολήθηκε ο Hobsbawm στο πολυσχιδές έργο του. Στη συζήτηση με θέμα «Διαμαρτυρία και εξεγερμένοι στη σύγχρονη εποχή», οι ιστορικοί Lucy Riall και Ilaria Favretto χρησιμοποίησαν τα έργα του Hobsbawm Bandits και Machine Breakers για να προτείνουν νέες αναγνώσεις αλλά και διαφοροποιήσεις από αυτά.
Η Lucy Riall ανέδειξε τις χρήσεις της πολύ βίαιης αγροτικής εξέγερσης του 1868 στο Μπρόντε, μια μικρή πόλη της Σικελίας, από διανοούμενους του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένου και του Hobsbawm. Η φήμη αυτής της εξέγερσης πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις τη δεκαετία του 1950, στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι κομμουνιστές της Κατάνιας τη χρησιμοποίησαν ως σύμβολο της αφερεγγυότητας των «ξένων» προστατών για την υποστήριξη των λαϊκών αιτημάτων αλλά και για την επανερμηνεία του Risorgimento ως αποτυχημένης απόπειρας για την αναδιανομή της γης και την αποφεουδοποίηση του νότου.
Η Lucy Riall, ενώ εκτιμά το γεγονός ότι ο Hobsbawm έδωσε φωνή στους επαναστατημένους αγρότες της Νότιας Ιταλίας, συμπεριλαμβάνοντάς τους στο έργο του Bandits, διαφωνεί με την άποψή του που αντιμετωπίζει τις εξεγέρσεις αυτές ως εκφράσεις μιας προνεωτερικής, θεοφοβούμενης, οπισθοδρομικής κοινότητας. Αντιθέτως, λέει η Riall, υπήρξε δείγμα εκμοντερνισμού και διαφωτισμού των αγροτικών μαζών από μια μορφωμένη ελίτ, που με την εξέγερσή τους απαίτησαν τη γη που τους είχαν υποσχεθεί ως πολιτικό δικαίωμα. Παρότι όμως υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του Hobsbawm είναι ξεπερασμένη, εκτιμά το γεγονός ότι η «επινόηση της παράδοσης της αγροτικής εξέγερσης» που εισήγαγε ο Hobsbawm, μιας τάξης που υπήρξε «κρυμμένη» για τους ιστορικούς τη δεκαετία του 1950 και του 1960 σε σχέση με τους εργάτες, και βλέπει την ανάγκη να επανεκτιμήσουμε την πολιτικά στρατευμένη ιστορία, ιδιαίτερα τώρα, σε μια εποχή όπου οι λεγόμενοι αναθεωρητές της Άκρας Δεξιάς, ή «αντι-ιστορικοί» όπως αποκαλούν τον εαυτό τους, επανεφευρίσκουν στην ιστορία της εξέγερσης του Μπρόντε, για να μιλήσουν για την αθλιότητα και την αγριότητα των αγροτών ως παράδειγμα του νέου αστικού κράτους του Πιεμόντε.
Στη συνέχεια η Ilaria Favretto υποστήριξε ότι ο Hobsbawm, στα έργα τουCaptain Swing και Primitive Rebels, υπήρξε πρωτοπόρος στην ερμηνεία των κινήτρων των επαναστατών, αλλά διαφώνησε με το συμπέρασμα πως κάθε πρωτόγονη διαμαρτυρία θα τη διαδεχτεί μια οργανωμένη μορφή διαμαρτυρίας, έτσι που η πρώτη θα εξαφανιστεί, ως αποτέλεσμα της αστικοποίησης και του εκμοντερνισμού. Η Favretto, με τη μελέτη της που αφορά τις εργατικές κινητοποιήσεις κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του 1960 στα εργοστάσια της Ιταλίας, ανιχνεύει τη συνέχεια της συμβολικής βίας που περιέγραφε ο Hobsbawm στις καταλήψεις εργοστασίων, στη συμβολική διαπόμπευση των αφεντικών με την καύση των ομοιωμάτων τους ή τις εικονικές δίκες και εκτελέσεις, όπου συμβολικά αναστρέφεται η εξουσία. Η Favretto αναφέρθηκε στον εναγκαλισμό τέτοιου είδους διαμαρτυριών από την οργάνωση Lotta Continua, η οποία με ενθουσιασμό υιοθέτησε τις μη συμβατικής μορφής διαμαρτυρίες φοιτητών και εργατών, αλλά και την αναβίωση των πρακτικών τιμωρίας που αυθόρμητα αναπτύχθηκαν ενάντια στους συνεργάτες των Γερμανών και των φασιστών κατά την ιταλική αντίσταση. Επίσης ανέδειξε τη λειτουργικότητα αυτών των διαμαρτυριών που έχουν, όπως είπε, λιγότερο ρίσκο, εφόσον καταφεύγουν στη συμβολική και όχι στη φυσική βία και έτσι γίνονται πιο εύκολα αποδεκτές από περισσότερους εργάτες, ενώ είναι εξίσου αποτελεσματικές. Ωστόσο τα όρια μεταξύ της συμβολικής και πραγματικής βίας είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευτούν, όπως της υποδείχθηκε από το ακροατήριο, ενώ πολύ συχνά οι δύο μορφές απλώς συμβιώνουν.
Η Βρετανία, η αυτοκρατορία και η Ευρώπη
Στη συζήτηση σχετικά με τη «Βρετανία, την Αυτοκρατορία και την Ευρώπη», η Αμερικανίδα καθηγήτρια της ιστορίας της αυτοκρατορίας Antoinette Burton, στάθηκε ίσως με τον πιο επικριτικό, και κάπως άτοπο για την περίσταση, τόνο στο έργο του Hobsbawm, εστιάζοντας στην Εποχή των Αυτοκρατοριών. Η Burton κατέταξε τον Hobsbawm στους ιστορικούς που δεν ενδιαφέρονται για τα ιστορικά υποκείμενα τα οποία δεν ανήκουν στην Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική, αγνοούν τις γυναίκες αλλά και την τοπικότητα της ιστορίας, ταυτίζοντάς τον με τους συντηρητικούς «αντιπάλους» του που αγνόησαν το έργο του Said Οριενταλισμός, το οποίο είχε εκδοθεί πολύ πριν το έργο του Hobsbawm για την αυτοκρατορία.
Σε πιο ήπιο τόνο, η Maya Jasanoff μιλώντας για τη σχέση Βρετανίας, Ευρώπης και Αυτοκρατορίας, όχι μόνο στο έργο του Hobsbawm αλλά και στη δική της δουλειά, πρότεινε τη συνεξέταση της ιστορίας της Βρετανίας, της Ευρώπης και της Αυτοκρατορίας, επισημαίνοντας ότι η στιγμή διαμόρφωσης των εθνών-κρατών στην Ευρώπη ήταν συγχρόνως και η μεγάλη στιγμή της εξάπλωσης των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών.
Η αφρόκρεμα των ιστορικών της βρετανικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας αναμετρήθηκαν με την ιστορία που έγραψε ο Έρικ Χόμπσμπωμ
Αθηνά ΣυριάτουΣτο πρόσφατο συνέδριο για την Ιστορία μετά τον Hobsbawm, που έγινε στο Λονδίνο από τις 29 Απριλίου έως την 1η Μαΐου, οι διοργανωτές έθεσαν τον φιλόδοξο στόχο να κάνουν ένα συνέδριο όπου ο ίδιος ο Hobsbawm θα ήθελε να συμμετέχει. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο απέφυγαν να στήσουν μια αγιογραφία του και κάλεσαν μερικούς από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς της βρετανικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας όχι μόνο να αναμετρηθούν με την ιστορία που έγραψε ο Hobsbawm αλλά να αναδείξουν τις κυριότερες συζητήσεις, τα επιχειρήματα και τον αναλυτικό λόγο της σύγχρονης ιστοριογραφίας στη Βρετανία και τον αγγλοσαξονικό, κυρίως, κόσμο γενικότερα. Ωστόσο οι περισσότεροι ομιλητές επιδίωξαν στην αρχή τουλάχιστον της ομιλίας τους να αναφερθούν στην προσωπική σχέση τους με τον Hobsbawm, είτε με τον ίδιο είτε με τα κείμενά του, ενώ η συντριπτική πλειονότητα στη συνέχεια διάλεξε να αντιπαρατεθεί μαζί του, παρουσιάζοντας τη δική τους έρευνα. Η κριτική αυτή εστιαζόταν σε πτυχές όλων των γνωστών του έργων, από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα, άλλοτε εκτιμώντας το γεγονός ότι ο Hobsbawm μαζί με τους μαρξιστές ιστορικούς υπήρξαν πρωτοπόροι στη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας και άλλοτε απορρίπτοντας συνολικά το έργο του, προβάλλοντας τις νέες εξελίξεις στις ιστορικές μεθόδους ως τις μόνες ηθικές επιλογές για την ερμηνεία του σύγχρονου κόσμου. Με λίγα λόγια, δίκαια ή άδικα, ακολούθησαν τη ρήση του Hobsbawm σε ένα γνωστό του άρθρο1όπου παρότρυνε τους ιστορικούς να ονειρευτούν το μέλλον, πιο συγκεκριμένα το μέλλον της ιστορίας, πέρα από τα δεσμά του παρελθόντος, όσο πολύτιμα κι αν ήταν αυτά.
Η μαρξιστική καταγωγή
Στην εναρκτήρια ομιλία του, τη μόνη που εστιάστηκε αποκλειστικά στην πορεία του Hobsbawm ως ιστορικού, ο Mark Mazower ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο ο Hobsbawm βρέθηκε για περισσότερα από πενήντα χρόνια στο επίκεντρο πολλών ιστορικών συζητήσεων, εισάγοντας στην αυτάρεσκη, και περίκλειστη ακαδημαϊκά, Βρετανία της δεκαετίας του 1950 πολλά καινά δαιμόνια. Έδωσε έμφαση στους δεσμούς του με τη Γαλλία, με τη Σχολή των Annales, τονίζοντας ότι η προσφορά του Hobsbawm έγκειται στο γεγονός ότι δημιούργησε ένα δίκτυο ιστορικών με κοινές πεποιθήσεις αλλά και «διάσημες» αντιπαραθέσεις. Ο Hobsbawm, είπε ο Mazower, κατάφερε να γίνει κατά κάποιον τρόπο ένας «πράκτορας της διανόησης» για την ιστορία τον 20ό αιώνα.
Ο μαρξισμός και η επίδρασή του σήμερα στην ιστοριογραφία υπήρξε ένα από τα μεγάλα θέματα του συνεδρίου, εφόσον ο ίδιος ο Hobsbawm υπήρξε σε όλη του τη ζωή μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βρετανίας και δήλωνε αμετανόητος μαρξιστής ιστορικός. ΟGareth Stedman Jones, στην άλλη κεντρική ομιλία του συνεδρίου, αφού αποφάνθηκε ότι ο μαρξισμός δεν παράγει καλούς ιστορικούς, αναρωτήθηκε αν ο Hobsbawm υπήρξε τελικά τόσο καλός ιστορικός παρά τις μαρξιστικές του πεποιθήσεις ή, αντιθέτως, εξαιτίαςτους. Οι θεωρίες του Μαρξ, ισχυρίστηκε ο Jones, δεν υπήρξαν ούτε αυθεντικές ούτε πρωτότυπες αλλά ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ευρύτερη ευρωπαϊκή παράδοση ερμηνείας του κόσμου και της ιστορίας μέσω του ορθού λόγου, όπως οι θεωρίες του David Hume και του Adam Smith, οι οποίοι ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα διατύπωσαν μια κριτική της πολιτικής οικονομίας. Η αφοσίωση του Hobsbawm στον μαρξισμό ήταν, κατά τον Jones, μια πολιτική παιδαγωγική για ακτιβιστές, μια εργαλειακή μάλλον παρά φιλοσοφική μέθοδος για να κατανοεί κανείς τις ιστορικές δυνάμεις και το πώς διαμορφώνουν την ανθρώπινη ευημερία, την ανισότητα, τις οικονομικές και κοινωνικές δομές. Ο Jones κατέληξε πως ο μαρξισμός δεν είναι παρά μια «επινοημένη παράδοση», της οποίας η χρησιμότητα, αν υπήρξε ποτέ, έχει από καιρό πάψει να υφίσταται, προκαλώντας πολύ έντονη συζήτηση για το αν ο μαρξισμός σήμερα θα μπορούσε να επανερμηνευτεί απαλλαγμένος από τα βαρίδια της μορφής που είχε μέχρι τώρα.
Ληστές και επαναστάτες: μια επαναθεώρηση
Πέρα από τις κεντρικές ομιλίες, μεγάλο ενδιαφέρον είχαν τα επιμέρους πάνελ, τα οποία είχαν οργανωθεί γύρω από τα βασικά θέματα με τα οποία ασχολήθηκε ο Hobsbawm στο πολυσχιδές έργο του. Στη συζήτηση με θέμα «Διαμαρτυρία και εξεγερμένοι στη σύγχρονη εποχή», οι ιστορικοί Lucy Riall και Ilaria Favretto χρησιμοποίησαν τα έργα του Hobsbawm Bandits και Machine Breakers για να προτείνουν νέες αναγνώσεις αλλά και διαφοροποιήσεις από αυτά.
Η Lucy Riall ανέδειξε τις χρήσεις της πολύ βίαιης αγροτικής εξέγερσης του 1868 στο Μπρόντε, μια μικρή πόλη της Σικελίας, από διανοούμενους του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένου και του Hobsbawm. Η φήμη αυτής της εξέγερσης πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις τη δεκαετία του 1950, στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι κομμουνιστές της Κατάνιας τη χρησιμοποίησαν ως σύμβολο της αφερεγγυότητας των «ξένων» προστατών για την υποστήριξη των λαϊκών αιτημάτων αλλά και για την επανερμηνεία του Risorgimento ως αποτυχημένης απόπειρας για την αναδιανομή της γης και την αποφεουδοποίηση του νότου.
Η Lucy Riall, ενώ εκτιμά το γεγονός ότι ο Hobsbawm έδωσε φωνή στους επαναστατημένους αγρότες της Νότιας Ιταλίας, συμπεριλαμβάνοντάς τους στο έργο του Bandits, διαφωνεί με την άποψή του που αντιμετωπίζει τις εξεγέρσεις αυτές ως εκφράσεις μιας προνεωτερικής, θεοφοβούμενης, οπισθοδρομικής κοινότητας. Αντιθέτως, λέει η Riall, υπήρξε δείγμα εκμοντερνισμού και διαφωτισμού των αγροτικών μαζών από μια μορφωμένη ελίτ, που με την εξέγερσή τους απαίτησαν τη γη που τους είχαν υποσχεθεί ως πολιτικό δικαίωμα. Παρότι όμως υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του Hobsbawm είναι ξεπερασμένη, εκτιμά το γεγονός ότι η «επινόηση της παράδοσης της αγροτικής εξέγερσης» που εισήγαγε ο Hobsbawm, μιας τάξης που υπήρξε «κρυμμένη» για τους ιστορικούς τη δεκαετία του 1950 και του 1960 σε σχέση με τους εργάτες, και βλέπει την ανάγκη να επανεκτιμήσουμε την πολιτικά στρατευμένη ιστορία, ιδιαίτερα τώρα, σε μια εποχή όπου οι λεγόμενοι αναθεωρητές της Άκρας Δεξιάς, ή «αντι-ιστορικοί» όπως αποκαλούν τον εαυτό τους, επανεφευρίσκουν στην ιστορία της εξέγερσης του Μπρόντε, για να μιλήσουν για την αθλιότητα και την αγριότητα των αγροτών ως παράδειγμα του νέου αστικού κράτους του Πιεμόντε.
Στη συνέχεια η Ilaria Favretto υποστήριξε ότι ο Hobsbawm, στα έργα τουCaptain Swing και Primitive Rebels, υπήρξε πρωτοπόρος στην ερμηνεία των κινήτρων των επαναστατών, αλλά διαφώνησε με το συμπέρασμα πως κάθε πρωτόγονη διαμαρτυρία θα τη διαδεχτεί μια οργανωμένη μορφή διαμαρτυρίας, έτσι που η πρώτη θα εξαφανιστεί, ως αποτέλεσμα της αστικοποίησης και του εκμοντερνισμού. Η Favretto, με τη μελέτη της που αφορά τις εργατικές κινητοποιήσεις κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του 1960 στα εργοστάσια της Ιταλίας, ανιχνεύει τη συνέχεια της συμβολικής βίας που περιέγραφε ο Hobsbawm στις καταλήψεις εργοστασίων, στη συμβολική διαπόμπευση των αφεντικών με την καύση των ομοιωμάτων τους ή τις εικονικές δίκες και εκτελέσεις, όπου συμβολικά αναστρέφεται η εξουσία. Η Favretto αναφέρθηκε στον εναγκαλισμό τέτοιου είδους διαμαρτυριών από την οργάνωση Lotta Continua, η οποία με ενθουσιασμό υιοθέτησε τις μη συμβατικής μορφής διαμαρτυρίες φοιτητών και εργατών, αλλά και την αναβίωση των πρακτικών τιμωρίας που αυθόρμητα αναπτύχθηκαν ενάντια στους συνεργάτες των Γερμανών και των φασιστών κατά την ιταλική αντίσταση. Επίσης ανέδειξε τη λειτουργικότητα αυτών των διαμαρτυριών που έχουν, όπως είπε, λιγότερο ρίσκο, εφόσον καταφεύγουν στη συμβολική και όχι στη φυσική βία και έτσι γίνονται πιο εύκολα αποδεκτές από περισσότερους εργάτες, ενώ είναι εξίσου αποτελεσματικές. Ωστόσο τα όρια μεταξύ της συμβολικής και πραγματικής βίας είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευτούν, όπως της υποδείχθηκε από το ακροατήριο, ενώ πολύ συχνά οι δύο μορφές απλώς συμβιώνουν.
Η Βρετανία, η αυτοκρατορία και η Ευρώπη
Στη συζήτηση σχετικά με τη «Βρετανία, την Αυτοκρατορία και την Ευρώπη», η Αμερικανίδα καθηγήτρια της ιστορίας της αυτοκρατορίας Antoinette Burton, στάθηκε ίσως με τον πιο επικριτικό, και κάπως άτοπο για την περίσταση, τόνο στο έργο του Hobsbawm, εστιάζοντας στην Εποχή των Αυτοκρατοριών. Η Burton κατέταξε τον Hobsbawm στους ιστορικούς που δεν ενδιαφέρονται για τα ιστορικά υποκείμενα τα οποία δεν ανήκουν στην Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική, αγνοούν τις γυναίκες αλλά και την τοπικότητα της ιστορίας, ταυτίζοντάς τον με τους συντηρητικούς «αντιπάλους» του που αγνόησαν το έργο του Said Οριενταλισμός, το οποίο είχε εκδοθεί πολύ πριν το έργο του Hobsbawm για την αυτοκρατορία.
Σε πιο ήπιο τόνο, η Maya Jasanoff μιλώντας για τη σχέση Βρετανίας, Ευρώπης και Αυτοκρατορίας, όχι μόνο στο έργο του Hobsbawm αλλά και στη δική της δουλειά, πρότεινε τη συνεξέταση της ιστορίας της Βρετανίας, της Ευρώπης και της Αυτοκρατορίας, επισημαίνοντας ότι η στιγμή διαμόρφωσης των εθνών-κρατών στην Ευρώπη ήταν συγχρόνως και η μεγάλη στιγμή της εξάπλωσης των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών.
Ακριβώς γι’ αυτό θα ήταν χρήσιμο να ξεφύγουμε από το δίπολο αυτοκρατορία-έθνος και να δούμε τις μεταξύ τους διασυνδέσεις, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πώς λειτούργησε η εξουσία σε διαφορετικούς σε έκταση χώρους και με άνισο κοινωνικό αντίκτυπο. Στη δική της έρευνα η Jasanoff εξετάζει την ευρωπαϊκή και παγκόσμια επίδραση του βρετανικού ιμπεριαλισμού, εντρυφώντας στη ζωή και το έργο του Joseph Conrad, ενός Ευρωπαίου συγγραφέα που είχε πολλές εκλεκτικές συγγένειες με τον Hobsbawm: και οι δύο βρήκαν στη Βρετανία το «σπίτι» τους, αλλά σε όλο τους το έργο σχολίασαν τις σχέσεις μεταξύ Βρετανίας, Ευρώπης και Αυτοκρατορίας, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Ο μεν Conrad, τον οποίο η Jasanoff θεωρεί τον πρώτο συγγραφέα της παγκοσμιοποίησης όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, πρόβαλλε τις υποκειμενικές ηθικές εμπειρίες του κόσμου αυτού, ενώ ο Hobsbawm τις συνθετικές και δομικές ερμηνείες.
Κοινωνική τάξη: θεωρητικό πλαίσιο ή αναλυτική κατηγορία;
Το θέμα των κοινωνικών τάξεων δεν θα μπορούσε να λείπει από ένα συνέδριο για τον Hobsbawm. Το κεντρικό ερώτημα ήταν αν και κατά πόσο η κοινωνική τάξη έχει επιβιώσει στη θεματολογία των ιστορικών ή αν έχει αναδιαμορφωθεί και ενταχθεί σε άλλους τόπους ιστορικής γραφής, ένα ζήτημα που έτσι κι αλλιώς απασχόλησε και άλλες θεματικές ενότητες, σχετικά με τον μαρξισμό και τη μαρξιστική οικονομία.
Ο πρώτος ομιλητής, ο Sean Brady, αναρωτήθηκε αν η εργατική ιστορία βρίσκεται σε υποχώρηση ακριβώς επειδή η κοινωνική τάξη μελετάται πια μέσα σε ένα πλαίσιο όπου το ιστορικό υποκείμενο της εργατικής τάξης βρίσκεται στο επίκεντρο της ανάλυσης, σε αντίθεση με την εποχή που η μελέτη επικεντρωνόταν στην περιγραφή του πλαισίου μέσα στο οποίο κινούνταν η εργατική τάξη ως ομογενοποιημένη ομάδα. Στο ερώτημα ανέλαβε να απαντήσει, με τη δική της εισήγηση, η Sonya Rose, ιστορικός του φύλου και της εργατικής τάξης, μεταξύ άλλων. Η Rose, αντίθετα με τον Brady, πιστεύει ότι τη δεκαετία του 1990 το θέμα του φύλου και της κοινωνικής τάξης άνθησε στη Βρετανία, παρά την πεποίθηση κάποιων ότι οι ιστορικοί της κοινωνικής ιστορίας εγκατέλειψαν τη μελέτη της κοινωνικής τάξης για χάρη της μελέτης των διασταυρώσεων των πεδίων καταπίεσης του φύλου, της φυλής κ.ά.
Ο συνδυασμός της μελέτης του φύλου, της σεξουαλικότητας, της φυλής με τη μελέτη της κοινωνικής τάξης έχει συμβάλει σε μια περισσότερο εμπλουτισμένη ιστορία της εργασίας υποστήριξε. Οι εργασίες που δημοσιεύτηκαν από τη δεκαετία του 1990, αποκαλύπτουν νέους τρόπους σύγκρουσης εργοδοτών και εργαζομένων, εργασίας και κεφαλαίου, έννοιες οι οποίες θεωρεί ότι μπορούν να αποτελέσουν κινητήρα της ιστορικής αλλαγής και δεν θα μπορούσαν να είχαν μελετηθεί αν είχαμε περιοριστεί σε μια εργατική ιστορία των θεσμών της εργατικής τάξης ή των μέσων παραγωγής, της εκβιομηχάνισης, του συνδικαλισμού, χωρίς τη μελέτη αυτών των παραμέτρων.
[nbsp
Το δουλεμπόριο και η επιτυχία του βρετανικού καπιταλισμού
Η Catherine Hall στην κεντρική της ομιλία, όπου παρουσίασε την τρέχουσα έρευνα σχετικά με το δουλεμπόριο που οργανώθηκε από το U.C.L., μίλησε για το μεγάλο κενό στη βρετανική ιστορία σχετικά με το θέμα. Η μελέτη της συμβολής του δουλεμπορίου στην ανάπτυξη του «ένδοξου» βρετανικού καπιταλισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα του φύλου και της φυλής, πρέπει να ενσωματωθεί στη βρετανική ιστορία, τόνισε.
Μέχρι τώρα, έχουν εκπονηθεί πολλές μελέτες σχετικά με τον αγώνα για την κατάργηση του δουλεμπορίου, όπου, ως γνωστόν, πρωταγωνίστησαν πολλές Βρετανίδες αστές, ωστόσο δεν υπάρχουν μελέτες για τη γένεση και τον ρόλο που είχε το δουλεμπόριο στην ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας, η οποία αποδιδόταν στον χαρισματικό επιχειρηματικό χαρακτήρα του έθνους. Πιστή στη μελέτη της οικογενειακής ιστορίας, η Hall αποκαλύπτει μέσα από τα συγγενικά δίκτυα και τη μεταβίβαση της κληρονομιάς, καθώς και τις συγγενικές συμμαχίες και συγκρούσεις, την ενδυνάμωση του κεφαλαίου, της λευκής φυλής, του πλούτου και της εξουσίας των λευκών πάνω στα σώματα και τις ψυχές των σκλάβων μέσω του τρόμου και της βίας. Η Hall τόνισε ότι το τραύμα της δουλείας δεν έχει επουλωθεί, όπως δείχνει η επίμονη κυριαρχία των λευκών και η επίσης επίμονη φτώχεια της Καραϊβικής. Αντί για τις κλασικές αναγνώσεις περί βιομηχανικού καπιταλισμού, όπου κυριαρχούσε η παρουσία των εργοστασίων και των χειραφετημένων σωμάτων των βιομηχανικών εργατών, επέμεινε ότι πρέπει να ξαναδούμε τον τρόπο με τον οποίο η φυλή και το φύλο δομούσαν την οργάνωση της ιδιοκτησίας και της εξουσίας. Η λήθη σχετικά με αυτό το ζήτημα χρειάστηκε δουλειά για να οργανωθεί, το ίδιο χρειάζεται και η μνήμη, κατέληξε η Hall.
Η ηθική δέσμευση του 1945 και η διάσπαση των γενεών
Ίσως η πιο σημαντική ομιλία, που συνόψισε κατά κάποιον τρόπο το πνεύμα όλου του συνεδρίου, αλλά και ανέλυσε με ουσιαστικό τρόπο την πνευματική πορεία του Hobsbawm, την προσφορά και τις ελλείψεις του, ήταν η καταληκτική ομιλία τουGeoff Eley. Ο τίτλος της, που ήταν «Ιστορία και πολιτική», προϊδέαζε ότι επρόκειτο να μιλήσει για την πολιτική στάση του ιστορικού Hobsbawm, στα έργα και στη ζωή του γενικότερα. Όμως ήταν πολύ περισσότερα από αυτό.
Έχοντας ως στόχο να απαντήσει στο ερώτημα για ποιο λόγο, ενώ ο Hobsbawm υπήρξε σε όλη του τη ζωή πολιτικά στρατευμένος, αφοσιωμένος στο αντιφασιστικό πνεύμα που θριάμβευσε στον άμεσο μεταπολεμικό κόσμο, και ενώ προσέβλεπε σε ένα μέλλον κοινωνικής ασφάλειας και πραγμάτωσης της ιδιότητας του πολίτη, δεν μπόρεσε να συστρατευτεί με τα κινήματα που προέκυψαν μετά το 1968; Για τον Hobsbawm ήταν πολύ σημαντικό να μένει πιστός σε έναν σκοπό, αλλά και να προσπαθεί να κατανοεί τους μηχανισμούς αλλαγής των πολιτισμικών εννοιών ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, καθώς και τις ανακολουθίες και τις παραφωνίες που δημιουργούνται όπως αλλάζουν οι ιστορικές συνθήκες. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Hobsbawm πίστευε πως κανένα μονοθεματικό κίνημα, όπως εκείνα που προέκυψαν από το 1968 (κινήσεις καταναλωτών, οικολογικές εκστρατείες, ακροαριστερές ριζοσπαστικές κινήσεις), που επικεντρώνονταν σε «πολιτικές ταυτότητας», δεν θα μπορούσε να πλησιάσει στην αποτελεσματικότητα που είχαν οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων ήταν, σύμφωνα με τον Eley, το μεγαλύτερό του λάθος. Η στρατηγική μιας ευρείας δημοκρατικής συμμαχίας θα ήταν ίσως η καλύτερη απάντηση στη Thatcher αν τα μηνύματα το ’68 είχαν ληφθεί υπόψη, όχι με τον αυτοαναφορικό διασπασμένο τρόπο που περιφρονούσε, αλλά στη βάση μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης ενότητας, με την γκραμσιανή έννοια που ενστερνιζόταν.
Περιφρονώντας όμως τις «πολιτικές ταυτότητας» και συγκρίνοντάς τες με την επιτυχημένη ιστορία του αντιφασισμού μετά το 1945, περιφρονούσε και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζονταν ζητήματα πολιτικής υποκειμενικότητας. Πιο τρανταχτό παράδειγμα η συνάφεια της κοινωνικής τάξης με την πολιτική τοποθέτηση, η οποία αμφισβητήθηκε ριζικά τη δεκαετία του 1990. Μετά την αποβιομηχάνιση και την αναδόμηση του καπιταλισμού η κοινωνική τάξη έγινε μία μόνο από τις πολλές σχέσεις, πρακτικές και νοηματοδοτήσεις που τοποθετούν το άτομο μέσα στον κόσμο. Οι προηγούμενες υλιστικές θεωρήσεις αυτής της διαδικασίας δεν μπορούσαν να καταλάβουν την κατακερματισμένη βάση από την οποία οι άνθρωποι διαπραγματεύονται με κάποια λειτουργική συνάφεια την κοινωνική και πολιτισμική τους ζωή. Από τότε λοιπόν που η κοινωνική τάξη έπαψε να είναι το μόνο θέμα που απασχολεί τους κοινωνικούς ιστορικούς και μετατράπηκε σε ένα από τα πολλά ερωτήματα που αναζητούν για να φωτίσουν διαφορετικές πτυχές της ζωής των απλών ανθρώπων, στις οποίες οι ίδιοι θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους, το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι πώς κάποιες ταυτότητες αρχίζουν να χαρακτηρίζουν έναν συλλογικό εαυτό, ενώ άλλες παραμένουν μη ενσωματωμένες, μέσα από ποιες συνθήκες, ειδικούς τόπους και χρόνους οι άνθρωποι αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι ανήκουν σε μια πολιτική ή άλλη συλλογικότητα; Η ερώτηση που θα απηύθυνα στον Hobsbawm, είπε ο Eley, θα ήταν πώς μια τόσο ευρεία πλειονότητα του βρετανικού λαού ταυτίστηκε με το αντιφασιστικό μήνυμα του 1945 και πώς αυτές οι κοινές αντιλήψεις αποδομήθηκαν και αντικαταστάθηκαν το 1987 έτσι που έγινε αδύνατο για τους Βρετανούς να μην αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως «έστω και λίγο ως θατσερικό»;
Η πολιτική, ισχυρίστηκε, αποπειράται να ενσωματώσει το άπειρο των ταυτοτήτων και να τις σταθεροποιήσει προς έναν κεντρικό πραγματιστικό σκοπό με τον οποίο μπορούν να ταυτιστούν ακόμα και ανταγωνιστικές συσσωματώσεις κοινωνικών σχέσεων και κοινωνικών χώρων που ονομάζουμε κοινωνία, έθνος, λαό. Αυτό είναι απαραίτητο πριν τα άτομα και οι ομάδες μπορέσουν να οργανώσουν τις πολλαπλές και πολύπλοκες σχέσεις τους με τον κόσμο σε αγώνες με πολιτικά επικεντρωμένες ταυτότητες, ικανές να παρακινήσουν σε δράση. Ο Hobsbawm αρνήθηκε την πρόκληση να δει πώς θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια κοινή πολιτική γλώσσα ώστε να κρατηθεί ένα κίνημα ενωμένο για πολύ χρόνο. Αντίθετα, έβλεπε τα πολιτικά αιτήματα του ’68 και τη μετέπειτα εξέλιξη των κινημάτων ταυτότητας ως έναν περισπασμό από την πραγματική πολιτική. Αν ο Hobsbawm μπορούσε να φανταστεί την αναγέννηση ενός νέου «λαϊκού μετώπου», θα έπρεπε να είχε στραφεί στα νέα συλλογικά κινήματα μετά το ’68, το ειρηνιστικό, το οικολογικό, το φεμινιστικό, το ομοφυλοφιλικό, το αντιρατσιστικό κ.λπ. Έτσι έπρεπε να είχε επιχειρηθεί η μεταβίβαση αξιών μεταξύ των γενεών.
Ωστόσο κανείς, τόνισε ο Eley, δεν έχει γράψει καλύτερα από τον Hobsbawm για τη σχέση των τοπικά επεξεργασμένων πολιτικών ταυτοτήτων, από τη μια, και την απήχηση των εθνικά οργανωμένων κινημάτων, από την άλλη. Όλο του το έργο κινήθηκε με εκπληκτική οξυδέρκεια μεταξύ προσεκτικά επινοημένων γενικεύσεων και της αποκαλυπτικής στιγμής, ώστε να αναπαρίσταται ζωντανά η συναισθηματική εμπλοκή των υποστηρικτών των κινημάτων που περιέγραφε. Αυτό όμως δεν το έκανε για τα κινήματα του ’68. Η πολιτική εμμονή του Hobsbawm, όμως, όπως ο ίδιος την περιγράφει στην αυτοβιογραφία του, με «το όνειρο της Οκτωβριανής Επανάστασης που υπάρχει ακόμα μέσα μου και περιμένει να ανακαλυφθεί στον σκληρό δίσκο», τον διαμόρφωσε ως πολιτικά στρατευμένο διανοούμενο με μια ηθική δέσμευση που μπορεί να εμπνεύσει. Η τελευταία πρόταση στην αυτοβιογραφία του (Interesting Times), και με αυτά τα λόγια του Hobsbawm διάλεξε να κλείσει ο Eley την ομιλία του, είναι χαρακτηριστική: «Ας μην αφοπλιζόμαστε. Πρέπει να αποκηρύξουμε και να πολεμήσουμε την κοινωνική αδικία. Ο κόσμος δεν θα γίνει καλύτερος από μόνος του. Μη θρηνείτε! Οργανωθείτε!».
Πηγή: http://www.chronosmag.eu/index.php/s-ll-s-hobsbawm.html
Ακριβώς γι’ αυτό θα ήταν χρήσιμο να ξεφύγουμε από το δίπολο αυτοκρατορία-έθνος και να δούμε τις μεταξύ τους διασυνδέσεις, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πώς λειτούργησε η εξουσία σε διαφορετικούς σε έκταση χώρους και με άνισο κοινωνικό αντίκτυπο. Στη δική της έρευνα η Jasanoff εξετάζει την ευρωπαϊκή και παγκόσμια επίδραση του βρετανικού ιμπεριαλισμού, εντρυφώντας στη ζωή και το έργο του Joseph Conrad, ενός Ευρωπαίου συγγραφέα που είχε πολλές εκλεκτικές συγγένειες με τον Hobsbawm: και οι δύο βρήκαν στη Βρετανία το «σπίτι» τους, αλλά σε όλο τους το έργο σχολίασαν τις σχέσεις μεταξύ Βρετανίας, Ευρώπης και Αυτοκρατορίας, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Ο μεν Conrad, τον οποίο η Jasanoff θεωρεί τον πρώτο συγγραφέα της παγκοσμιοποίησης όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, πρόβαλλε τις υποκειμενικές ηθικές εμπειρίες του κόσμου αυτού, ενώ ο Hobsbawm τις συνθετικές και δομικές ερμηνείες.
Κοινωνική τάξη: θεωρητικό πλαίσιο ή αναλυτική κατηγορία;
Το θέμα των κοινωνικών τάξεων δεν θα μπορούσε να λείπει από ένα συνέδριο για τον Hobsbawm. Το κεντρικό ερώτημα ήταν αν και κατά πόσο η κοινωνική τάξη έχει επιβιώσει στη θεματολογία των ιστορικών ή αν έχει αναδιαμορφωθεί και ενταχθεί σε άλλους τόπους ιστορικής γραφής, ένα ζήτημα που έτσι κι αλλιώς απασχόλησε και άλλες θεματικές ενότητες, σχετικά με τον μαρξισμό και τη μαρξιστική οικονομία.
Ο πρώτος ομιλητής, ο Sean Brady, αναρωτήθηκε αν η εργατική ιστορία βρίσκεται σε υποχώρηση ακριβώς επειδή η κοινωνική τάξη μελετάται πια μέσα σε ένα πλαίσιο όπου το ιστορικό υποκείμενο της εργατικής τάξης βρίσκεται στο επίκεντρο της ανάλυσης, σε αντίθεση με την εποχή που η μελέτη επικεντρωνόταν στην περιγραφή του πλαισίου μέσα στο οποίο κινούνταν η εργατική τάξη ως ομογενοποιημένη ομάδα. Στο ερώτημα ανέλαβε να απαντήσει, με τη δική της εισήγηση, η Sonya Rose, ιστορικός του φύλου και της εργατικής τάξης, μεταξύ άλλων. Η Rose, αντίθετα με τον Brady, πιστεύει ότι τη δεκαετία του 1990 το θέμα του φύλου και της κοινωνικής τάξης άνθησε στη Βρετανία, παρά την πεποίθηση κάποιων ότι οι ιστορικοί της κοινωνικής ιστορίας εγκατέλειψαν τη μελέτη της κοινωνικής τάξης για χάρη της μελέτης των διασταυρώσεων των πεδίων καταπίεσης του φύλου, της φυλής κ.ά.
Ο συνδυασμός της μελέτης του φύλου, της σεξουαλικότητας, της φυλής με τη μελέτη της κοινωνικής τάξης έχει συμβάλει σε μια περισσότερο εμπλουτισμένη ιστορία της εργασίας υποστήριξε. Οι εργασίες που δημοσιεύτηκαν από τη δεκαετία του 1990, αποκαλύπτουν νέους τρόπους σύγκρουσης εργοδοτών και εργαζομένων, εργασίας και κεφαλαίου, έννοιες οι οποίες θεωρεί ότι μπορούν να αποτελέσουν κινητήρα της ιστορικής αλλαγής και δεν θα μπορούσαν να είχαν μελετηθεί αν είχαμε περιοριστεί σε μια εργατική ιστορία των θεσμών της εργατικής τάξης ή των μέσων παραγωγής, της εκβιομηχάνισης, του συνδικαλισμού, χωρίς τη μελέτη αυτών των παραμέτρων.
Το δουλεμπόριο και η επιτυχία του βρετανικού καπιταλισμού
Η Catherine Hall στην κεντρική της ομιλία, όπου παρουσίασε την τρέχουσα έρευνα σχετικά με το δουλεμπόριο που οργανώθηκε από το U.C.L., μίλησε για το μεγάλο κενό στη βρετανική ιστορία σχετικά με το θέμα. Η μελέτη της συμβολής του δουλεμπορίου στην ανάπτυξη του «ένδοξου» βρετανικού καπιταλισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα του φύλου και της φυλής, πρέπει να ενσωματωθεί στη βρετανική ιστορία, τόνισε.
Μέχρι τώρα, έχουν εκπονηθεί πολλές μελέτες σχετικά με τον αγώνα για την κατάργηση του δουλεμπορίου, όπου, ως γνωστόν, πρωταγωνίστησαν πολλές Βρετανίδες αστές, ωστόσο δεν υπάρχουν μελέτες για τη γένεση και τον ρόλο που είχε το δουλεμπόριο στην ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας, η οποία αποδιδόταν στον χαρισματικό επιχειρηματικό χαρακτήρα του έθνους. Πιστή στη μελέτη της οικογενειακής ιστορίας, η Hall αποκαλύπτει μέσα από τα συγγενικά δίκτυα και τη μεταβίβαση της κληρονομιάς, καθώς και τις συγγενικές συμμαχίες και συγκρούσεις, την ενδυνάμωση του κεφαλαίου, της λευκής φυλής, του πλούτου και της εξουσίας των λευκών πάνω στα σώματα και τις ψυχές των σκλάβων μέσω του τρόμου και της βίας. Η Hall τόνισε ότι το τραύμα της δουλείας δεν έχει επουλωθεί, όπως δείχνει η επίμονη κυριαρχία των λευκών και η επίσης επίμονη φτώχεια της Καραϊβικής. Αντί για τις κλασικές αναγνώσεις περί βιομηχανικού καπιταλισμού, όπου κυριαρχούσε η παρουσία των εργοστασίων και των χειραφετημένων σωμάτων των βιομηχανικών εργατών, επέμεινε ότι πρέπει να ξαναδούμε τον τρόπο με τον οποίο η φυλή και το φύλο δομούσαν την οργάνωση της ιδιοκτησίας και της εξουσίας. Η λήθη σχετικά με αυτό το ζήτημα χρειάστηκε δουλειά για να οργανωθεί, το ίδιο χρειάζεται και η μνήμη, κατέληξε η Hall.
Η ηθική δέσμευση του 1945 και η διάσπαση των γενεών
Ίσως η πιο σημαντική ομιλία, που συνόψισε κατά κάποιον τρόπο το πνεύμα όλου του συνεδρίου, αλλά και ανέλυσε με ουσιαστικό τρόπο την πνευματική πορεία του Hobsbawm, την προσφορά και τις ελλείψεις του, ήταν η καταληκτική ομιλία τουGeoff Eley. Ο τίτλος της, που ήταν «Ιστορία και πολιτική», προϊδέαζε ότι επρόκειτο να μιλήσει για την πολιτική στάση του ιστορικού Hobsbawm, στα έργα και στη ζωή του γενικότερα. Όμως ήταν πολύ περισσότερα από αυτό.
Έχοντας ως στόχο να απαντήσει στο ερώτημα για ποιο λόγο, ενώ ο Hobsbawm υπήρξε σε όλη του τη ζωή πολιτικά στρατευμένος, αφοσιωμένος στο αντιφασιστικό πνεύμα που θριάμβευσε στον άμεσο μεταπολεμικό κόσμο, και ενώ προσέβλεπε σε ένα μέλλον κοινωνικής ασφάλειας και πραγμάτωσης της ιδιότητας του πολίτη, δεν μπόρεσε να συστρατευτεί με τα κινήματα που προέκυψαν μετά το 1968; Για τον Hobsbawm ήταν πολύ σημαντικό να μένει πιστός σε έναν σκοπό, αλλά και να προσπαθεί να κατανοεί τους μηχανισμούς αλλαγής των πολιτισμικών εννοιών ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, καθώς και τις ανακολουθίες και τις παραφωνίες που δημιουργούνται όπως αλλάζουν οι ιστορικές συνθήκες. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Hobsbawm πίστευε πως κανένα μονοθεματικό κίνημα, όπως εκείνα που προέκυψαν από το 1968 (κινήσεις καταναλωτών, οικολογικές εκστρατείες, ακροαριστερές ριζοσπαστικές κινήσεις), που επικεντρώνονταν σε «πολιτικές ταυτότητας», δεν θα μπορούσε να πλησιάσει στην αποτελεσματικότητα που είχαν οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων ήταν, σύμφωνα με τον Eley, το μεγαλύτερό του λάθος. Η στρατηγική μιας ευρείας δημοκρατικής συμμαχίας θα ήταν ίσως η καλύτερη απάντηση στη Thatcher αν τα μηνύματα το ’68 είχαν ληφθεί υπόψη, όχι με τον αυτοαναφορικό διασπασμένο τρόπο που περιφρονούσε, αλλά στη βάση μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης ενότητας, με την γκραμσιανή έννοια που ενστερνιζόταν.
Περιφρονώντας όμως τις «πολιτικές ταυτότητας» και συγκρίνοντάς τες με την επιτυχημένη ιστορία του αντιφασισμού μετά το 1945, περιφρονούσε και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζονταν ζητήματα πολιτικής υποκειμενικότητας. Πιο τρανταχτό παράδειγμα η συνάφεια της κοινωνικής τάξης με την πολιτική τοποθέτηση, η οποία αμφισβητήθηκε ριζικά τη δεκαετία του 1990. Μετά την αποβιομηχάνιση και την αναδόμηση του καπιταλισμού η κοινωνική τάξη έγινε μία μόνο από τις πολλές σχέσεις, πρακτικές και νοηματοδοτήσεις που τοποθετούν το άτομο μέσα στον κόσμο. Οι προηγούμενες υλιστικές θεωρήσεις αυτής της διαδικασίας δεν μπορούσαν να καταλάβουν την κατακερματισμένη βάση από την οποία οι άνθρωποι διαπραγματεύονται με κάποια λειτουργική συνάφεια την κοινωνική και πολιτισμική τους ζωή. Από τότε λοιπόν που η κοινωνική τάξη έπαψε να είναι το μόνο θέμα που απασχολεί τους κοινωνικούς ιστορικούς και μετατράπηκε σε ένα από τα πολλά ερωτήματα που αναζητούν για να φωτίσουν διαφορετικές πτυχές της ζωής των απλών ανθρώπων, στις οποίες οι ίδιοι θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους, το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι πώς κάποιες ταυτότητες αρχίζουν να χαρακτηρίζουν έναν συλλογικό εαυτό, ενώ άλλες παραμένουν μη ενσωματωμένες, μέσα από ποιες συνθήκες, ειδικούς τόπους και χρόνους οι άνθρωποι αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι ανήκουν σε μια πολιτική ή άλλη συλλογικότητα; Η ερώτηση που θα απηύθυνα στον Hobsbawm, είπε ο Eley, θα ήταν πώς μια τόσο ευρεία πλειονότητα του βρετανικού λαού ταυτίστηκε με το αντιφασιστικό μήνυμα του 1945 και πώς αυτές οι κοινές αντιλήψεις αποδομήθηκαν και αντικαταστάθηκαν το 1987 έτσι που έγινε αδύνατο για τους Βρετανούς να μην αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως «έστω και λίγο ως θατσερικό»;
Η πολιτική, ισχυρίστηκε, αποπειράται να ενσωματώσει το άπειρο των ταυτοτήτων και να τις σταθεροποιήσει προς έναν κεντρικό πραγματιστικό σκοπό με τον οποίο μπορούν να ταυτιστούν ακόμα και ανταγωνιστικές συσσωματώσεις κοινωνικών σχέσεων και κοινωνικών χώρων που ονομάζουμε κοινωνία, έθνος, λαό. Αυτό είναι απαραίτητο πριν τα άτομα και οι ομάδες μπορέσουν να οργανώσουν τις πολλαπλές και πολύπλοκες σχέσεις τους με τον κόσμο σε αγώνες με πολιτικά επικεντρωμένες ταυτότητες, ικανές να παρακινήσουν σε δράση. Ο Hobsbawm αρνήθηκε την πρόκληση να δει πώς θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια κοινή πολιτική γλώσσα ώστε να κρατηθεί ένα κίνημα ενωμένο για πολύ χρόνο. Αντίθετα, έβλεπε τα πολιτικά αιτήματα του ’68 και τη μετέπειτα εξέλιξη των κινημάτων ταυτότητας ως έναν περισπασμό από την πραγματική πολιτική. Αν ο Hobsbawm μπορούσε να φανταστεί την αναγέννηση ενός νέου «λαϊκού μετώπου», θα έπρεπε να είχε στραφεί στα νέα συλλογικά κινήματα μετά το ’68, το ειρηνιστικό, το οικολογικό, το φεμινιστικό, το ομοφυλοφιλικό, το αντιρατσιστικό κ.λπ. Έτσι έπρεπε να είχε επιχειρηθεί η μεταβίβαση αξιών μεταξύ των γενεών.
Ωστόσο κανείς, τόνισε ο Eley, δεν έχει γράψει καλύτερα από τον Hobsbawm για τη σχέση των τοπικά επεξεργασμένων πολιτικών ταυτοτήτων, από τη μια, και την απήχηση των εθνικά οργανωμένων κινημάτων, από την άλλη. Όλο του το έργο κινήθηκε με εκπληκτική οξυδέρκεια μεταξύ προσεκτικά επινοημένων γενικεύσεων και της αποκαλυπτικής στιγμής, ώστε να αναπαρίσταται ζωντανά η συναισθηματική εμπλοκή των υποστηρικτών των κινημάτων που περιέγραφε. Αυτό όμως δεν το έκανε για τα κινήματα του ’68. Η πολιτική εμμονή του Hobsbawm, όμως, όπως ο ίδιος την περιγράφει στην αυτοβιογραφία του, με «το όνειρο της Οκτωβριανής Επανάστασης που υπάρχει ακόμα μέσα μου και περιμένει να ανακαλυφθεί στον σκληρό δίσκο», τον διαμόρφωσε ως πολιτικά στρατευμένο διανοούμενο με μια ηθική δέσμευση που μπορεί να εμπνεύσει. Η τελευταία πρόταση στην αυτοβιογραφία του (Interesting Times), και με αυτά τα λόγια του Hobsbawm διάλεξε να κλείσει ο Eley την ομιλία του, είναι χαρακτηριστική: «Ας μην αφοπλιζόμαστε. Πρέπει να αποκηρύξουμε και να πολεμήσουμε την κοινωνική αδικία. Ο κόσμος δεν θα γίνει καλύτερος από μόνος του. Μη θρηνείτε! Οργανωθείτε!».
Πηγή: http://www.chronosmag.eu/index.php/s-ll-s-hobsbawm.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου