Μαζί με αυτές όμως κινδυνεύει να χαθεί ένα κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας για ολόκληρες περιοχές, πόλεις και γειτονιές, για ολόκληρες χρονικές περιόδους, βιώματα, στιγμές και ιστορίες. Ιστορίες που αποδεικνύουν τη δυνατότητα υπάρξης μιας άλλης πιο μεγάλης ταυτότητας που μπορεί να χωράει πολλές ταυτότητες μέσα της, αντιμετωπίζοντας τες με σεβασμό και αλληλοκατανόηση χωρίς να τις καταπιέζει ή να προσπαθεί να τις εξαλείψει και η οποία ζει και αναπνέει μέσα από τα κοινά βιώματα του λαού πέρα από τις διαφορές του στη γλώσσα, το χρώμα ή τη θρησκεία. Τις κοινές του ανάγκες και τα προβλήματα που μετουσιώνονται τελικά στον κοινό αγώνα για το ψωμί, τη δουλειά ,την ειρήνη, την ελευθερία. Εκεί που σφυρηλατείται ένα διαφορετικό μέλλον σε έναν διαφορετικό κόσμο.
Τέτοιες ιστορίες δεν αφορούν προφανώς μόνο το παρελθόν. Αντίθετα μπορούν να παίξουν ρόλο και στο παρόν και το μέλλον ενισχύοντας ένα αντίστοιχο πνεύμα συναδέλφωσης, επικοινωνίας και συνεννόησης των διαφορετικών εθνοτήτων, γλωσσών και θρησκειών, κόντρα στην αφήγηση των διαφορετικών εθνικισμών, αυτών που (ειδικά στην περιοχή μας) αναζητούν μανιασμένα την μάταιη και ψεύτικη καθαρότητα του αίματος, της καταγωγής, της φυλής. Με τέτοιο πνεύμα και σε μία δεδηλωμένη προσπάθεια να θυμίσουμε τέτοιες «διαφορετικές» πλευρές που η κυρίαρχη αφήγηση ξεχνάει, αφιερώνουμε το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Τσιράκη, «Σελανίκ«, στη Θεσσαλονίκη που γιορτάζει σήμερα. Στη Θεσσαλονίκη τηςΦεντερασιόν, στην όμορφη πόλη των Ελλήνων (ντόπιων και προσφύγων), των Βουλγάρων, των Τούρκων και των Εβραίων. Στην πόλη που η Δύση με την Ανατολή συναντιούνται ξανά και ξανά, στην πόλη που θυμίζει τόσες πολλές φορές και με τόσο αντιφατικό τρόπο την φράση του ποιητή: Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε…
Σελανίκ
Ενός κακού μύρια έπονται, στα τέλη του Σεπτέμβρη η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην αυτοκρατορία και οι ιταλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Τριπολίδα, οι συνέπειες του πολέμου έφτασαν γρήγορα στη Σελανίκ, τον Οκτώβρη κήρυξαν στάση πληρωμών τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της πόλης, ανάμεσα τους και η ελληνική τράπεζα Μυτιλήνης, αιτία η πτώχευση του οίκου Αλλατίνι, η οικογένεια είχε κρατήσει την ιταλική υπηκοότητα και λόγω του πολέμου εξαναγκάστηκε μετά από δύο αιώνες αδιάλειπτης παρουσίας της στην πόλη να την εγκαταλείψει, παραμονή της χρεοκοπίας ο Φαμπιάν είχε αποσύρει τις καταθέσεις του από την τράπεζα Μυτιλήνης και είχε αγοράσει ξένα χρεόγραφα.Η οικονομική κρίση επιδεινώθηκε λόγω και της έλλειψης τροφίμων, για δεύτερη συνεχή χρονιά η λειψυδρία είχε μειώσει δραματικά την αγροτική παραγωγή και οι λιτανείες και τα ευχέλαια δεν εισακούονταν από τον Κύριο, αντίθετα οι απεργίες της Φεντερασιόν μετρούσαν ήδη τα πρώτα απτά αποτελέσματα, στο αντιπολεμικό συλλαλητήριο της τετάρτης του Νοέμβρη στην πλατεία Σεμιλιέ οι λόγοι εκφωνήθηκαν σε έξι διαφορετικές γλώσσες, ανάμεσα στους αγορητές ο γνωστός πια στους εργατικούς κύκλους της πόλης Κριστιάν Ρακόφσκι και ο βουλευτής του οθωμανικού κοινοβουλίου Ντιμιτάρ Βλάχωφ που εδώ και ένα χρόνο είχε προσχωρήσει στη Φεντερασιόν.
Το δώδεκα μπήκε αδιάφορα στην πόλη, σαν να μη του έδωσε σημασία κανείς, μα αυτό τούς τα είχε μαζεμένα,ο πόλεμος κηρύχτηκε στις αρχές του Οκτώβρη, παραδόξως τα βαλκανικά κράτη είχαν συμμαχήσει ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία, τον βόλευε αυτός ο πόλεμος το Φαμπιάν, οι παραγγελίες σε φαρμακευτικό υλικό διπλασιάστηκαν, μα δεξιά και αριστερά διακήρυττε τα φιλειρηνικά του αισθήματα προσδοκώντας να φτάσουν στα αυτιά τού Βαλή, ανήμερα του αϊ – Δημήτρη είχε αλλάξει γνώμη και την επόμενη ξύπνησε χαράματα για να πιάσει πρώτο στασίδι στον άγιο Μηνά, από εκεί δεν απείχε παρά λίγα μέτρα από τον Βασιλέα και τον διάδοχο, η βασιλική οικογένεια είχε καταπλεύσει άρον – άρον με το αντιτορπιλικό Αετός από την Αθήνα και παρίσταντο σύσσωμη στην πανηγυρική δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης.
Και την μεθεπόμενη αρνήθηκε με παρρησία την ομπρέλα που του προσέφεραν στην εξέδρα των επισήμων, η καταρρακτώδης βροχή δεν είχε σταθεί εμπόδιο στην παρέλαση του ελληνικού στρατού στους δρόμους της πόλης, τα παραθυρόφυλλα των μουσουλμάνων και των εβραίων διπλομανταλωμένα, των βούλγαρων μισάνοιχτα και των ελλήνων διάπλατα να ανεμίζουν κομμάτια γαλάζιου κάμποτ βαμμένα με λευκό σταυρό στα μπογιατζίδικα του Προδρόμ.
Δεν άργησε να πάρει τη θέση του στη νέα διοίκηση της πόλης, η ελληνική κυβέρνηση είχε ανάγκη από ανθρώπους σαν το Φαμπιάν, έγινε γρήγορα κολαούζος του γενικού Διοικητή των προσαρτημένων περιοχών, του Ρακτιβάν και συνεργάτης εκ των εμπίστων του νέου Νομάρχη, του Αργυρόπουλου και βέβαια από τη θέση του στη νομική υπηρεσία του Δήμου, υπερθεμάτισε την άποψη πως ο Οσμάν Σαϊτ Μπέης έπρεπε να παραμείνει στη θέση του Δημάρχου ώστε να διατηρηθούν οι ισορροπίες με το τουρκικό στοιχείο της πόλης.
Η Βικτωρία στα μέσα του Νοέμβρη κατατάχθηκε εθελόντρια νοσοκόμα και έφυγε για το μέτωπο, ο Φαμπιάν δεν της έφερε καμιά αντίρρηση, η ενέργεια της συζύγου του τού έδινε πόντους στο φιλόδοξο στόχο της αναρρίχησης στο νέο κρατικό μηχανισμό, τι κι αν η Βικτωρία το είχε αποφασίσει για λόγους διαμετρικά αντίθετους.
Μπαίνοντας το δεκατρία ο Διονύσης χειρουργούσε δυο και τρεις φορές την ημέρα, οι τραυματίες από το μέτωπο έφταναν κατά κύματα, αρχές του Φλεβάρη τον επισκέφτηκε μαζί με τον εντεκάχρονο πια γιό του, ο γείτονας του Χικμέτ εφέντης και του ζήτησε τη συνδρομή του, αυτός και άλλες πέντε οικογένειες, ανάμεσά τους και η μητέρα του Κεμάλ, δεν έβλεπαν άλλο το μέλλον τους σ’ αυτή την πόλη, ο Μουσταφά τής είχε στείλει φιρμάνι να εγκαταλείψει το γρηγορότερο τη Σελανίκ, ο Διονύσης έκανε τα απαραίτητα κι ακόμα παραπάνω, δεν είχε ξεχάσει ποτέ την επίσκεψη του Χικμέτ εφέντη στο σπιτικό τους την επόμενη της βύθισης του Γουαλντακιβίρ.
Το Μάρτη τα κίνητρα της δολοφονίας του Βασιλιά Γεώργιου μέρα μεσημέρι στη συνοικία των Εξοχών έμειναν ανεξιχνίαστα, ο δράστης, ένας περιθωριακός ονόματι Σχοινάς, είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας από το τρίτο όροφο του Διοικητηρίου, τον Απρίλη ο πόλεμος τέλειωσε με νίκη των βαλκάνιων συμμάχων, η Βικτωρία επέστρεψε από το μέτωπο αρχές του Μάη, παραμονή της γενικής απογραφής του πληθυσμού της πόλης, άφησες τους αρρώστους σου και ήρθες για να μετρηθείς, την πείραξε ο Διονύσης, η Βικτωρία του χαμογέλασε και του απάντησε πως στα χειρουργεία του μετώπου είχε αλλάξει πολλές από τις απόψεις της για τη ζωή, φαινόταν άλλωστε στην ημεράδα του πρόσωπου της και στη σιγουριά των κινήσεων της, αλλαγή που ο Φαμπιάν ως υπεύθυνος της απογραφής δεν είχε χρόνο να παρατηρήσει, η απογραφή έβγαλε εξήντα δύο χιλιάδες εβραίους, σαράντα έξι χιλιάδες τούρκους, σαράντα χιλιάδες έλληνες, έξι χιλιάδες βούλγαρους και τέσσερις χιλιάδες φραγκολεβαντίνους.
Η Βικτωρία ετοιμάστηκε να ξαναπέσει με τα μούτρα στο θέατρο, μα την πρόλαβε ο δεύτερος πόλεμος, τον Ιούνη κατατάχτηκε και πάλι εθελόντρια, αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να πάει μακριά, μέχρι το Δημοτικό νοσοκομείο, το σκηνικό του μετώπου είχε μεταφερθεί μέσα στην ίδια της την πόλη, η Ιδαδιέ είχε περικυκλωθεί από βρακοφόρους κρητικούς χωροφύλακες κι οι βούλγαροι δεν έλεγαν να παραδοθούν, όπως και στην αγιά Σοφιά και στον περίβολο της Ροτόντας όπου είχαν στρατοπεδεύσει ως νικητές κι αυτοί του προηγούμενου πολέμου, εκείνη τη μέρα ο Φαμπιάν δεν είχε χρόνο ασχοληθεί με τις μάχες που διεξάγονταν στο κέντρο της πόλης, υποδεχόταν στο λιμάνι το Στέφανο Δραγούμη, το νέο γενικό διοικητή των νέων χωρών, ευτυχώς ο δεύτερος πόλεμος τέλειωσε γρήγορα και το χαρμόσυνο γεγονός ήρθε εν ειρήνη, τον Αύγουστο λίγες μέρες πριν τα δεύτερα γενέθλια του μικρού Ανδρέα, γεννήθηκε η Αθηνά.
Η πόλη ίσα που πρόλαβε να πάρει μερικές ανάσες μέχρι το τέλος του χρόνου, το δεκατέσσερα μπήκε αγριεμένο δείχνοντας από την αρχή τις προθέσεις του, ζήτω η απεργία, ακούστηκε στα μέσα του Μάρτη στο καπνομάγαζο του βαρόνου Χέρτζοκ και η ιαχή μεταδόθηκε αμέσως στα εργοστάσια του Ακίφ, του Εμίν και το Κομέρσιαλ, έξω από το Αμέρικαν Κόμπανι τουρκάλες απεργοσπάστριες οπλισμένες με ρόπαλα επιτέθηκαν σε εβραίες απεργούς, επενέβη η χωροφυλακή, ο βούρδουλας μετά από χρόνια σηκώθηκε ξανά στην πόλη, έγιναν προσαγωγές, ανάμεσα στους συλληφθέντες και ο Ισαάκ Μεναχέμ, η Φεντερασιόν κήρυξε απεργία, την επόμενη εκατοντάδες καπνεργάτες διαδήλωσαν στο κέντρο της πόλης, κάποιο μανιφέστο δυο γερμανών φιλόσοφων κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι, την επαύριο νέες συγκρούσεις, συλλήψεις και καταδίκες απεργών, η Φεντερασιόν οργάνωνε εράνους και θεατρικές παραστάσεις για να εξαγοράσει τις ποινές τους, στους εράνους έδινε πάντα τον οβολόν του ο Διονύσης και στις παραστάσεις έπαιρνε πάντα μέρος η Βικτωρία, ένα βράδυ στο τέλος της παράστασης παράπεσε στα χέρια της το βιβλιαράκι των δυο γερμανών φιλόσοφων.
Τον Απρίλη η απεργία έληξε νικηφόρα, μα οι λογαριασμοί για κάποιους δεν είχαν κλείσει, το Μάη προφυλακίστηκε ο διευθυντής της «Αβάντι» Αλβέρτος Αρδίτι με την κατηγορία της εξύβρισης της Αυτού Μεγαλειότητος, αφορμή άρθρο της εφημερίδας της Φεντερασιόν πως η καθιέρωση υποχρεωτικής αργίας την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Βασιλιά θα στερούσε το μεροκάματο των φτωχών εργατών, αμέσως η «Νέα Αλήθεια» πήρε τη σκυτάλη εξαπολύοντας μύδρους περί πρακτόρων των βούλγαρων κομιτατζήδων, το μήνυμα είχε δοθεί, τον Ιούνη δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε εξορία στη Νάξο ο Μπεναρόγια και ο Γιονάς, μάρτυρας κατηγορίας ο Φαμπιάν, όσο η Βικτωρία ξέφευγε από τον έλεγχό του, τόσο περισσότερα διαπιστευτήρια καλής θέλησης έπρεπε να δίνει στους ανωτέρους του, τον Αύγουστο με την κήρυξη του πολέμου ανάμεσα στην Αντάντ και τις Κεντρικές δυνάμεις ο Φαμπιάν χαμογέλασε, μόλις τον Ιούλη, παράλληλα με τη συνεργασία του με τη γερμανική C.F. Boehringer & Soehne, είχε κλείσει συμφωνία και με μια μεγάλη γαλλική φαρμακευτική εταιρεία, μακάρι ο πόλεμος να βαστούσε καιρό.
Βασίλης Τσιράκης, Σελανίκ
Εκδόσεις Τόπος, 2012
Από: http://www.toperiodiko.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου