“Γράφει o Ηρακλής Οικονόμου”
Πώς στο καλό γίνεται το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο να πλημμυρίζει τα «καλά» πανεπιστήμια του εξωτερικού με άριστους μεταπτυχιακούς φοιτητές;Μίλησέ μου ειλικρινά αγαπητή μου αναγνώστρια και αγαπητέ αναγνώστη. Διαβάζοντας τον τίτλο τούτου του κειμένου, ποια ακριβώς περιμένεις να είναι η συνέχεια; Μάλλον μια μακρά λίστα βορειο-ευρωπαϊκών και αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων, σωστά; Και στο τέλος του κειμένου, περιμένεις σίγουρα να διαβάσεις σχόλια για το πόσο χάλια είναι τα ελληνικά πανεπιστήμια, για το δράμα της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, για την εθνική ντροπή που τα πανεπιστήμιά μας είναι στην 300η ή στη 500η ή στην 1000η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Πάντα μου προξενούσε ενδιαφέρον όλη αυτή η φιλολογία για τα «κακά» ελληνικά πανεπιστήμια. Καταρχήν, ελάχιστα πράγματα χαίρουν πανεθνικής αποδοχής, όπως αυτή η άποψη. Τα «κακά» ελληνικά πανεπιστήμια, να μια ιδέα που αγκαλιάζεται απ’ όλη την οικογένεια, τον μπαμπά, τη μαμά, τα παιδιά, ενίοτε και τον παππού και τη γιαγιά που ξεπαραδιάζονται «για να πάει έξω το παιδί». Εθνική συναίνεση, όχι αστεία! Εκτός όμως από το πόσο δημοφιλής είναι αυτή η άποψη, έβρισκα πάντα ενδιαφέρον και το πόσο άκριτα υιοθετείται.
Ας πούμε, θα περίμενε κάποιος όλοι αυτοί που έχουν τόσο πολύ εσωτερικεύσει το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο να θέσουν στον εαυτό τους το απλό ερώτημα: Πώς στο καλό γίνεται το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο να πλημμυρίζει τα «καλά» πανεπιστήμια του εξωτερικού με άριστους μεταπτυχιακούς φοιτητές;Ομολογώ ότι αυτή η απορία με απασχόλησε πολύ, και οι απαντήσεις που έχω λάβει κατά καιρούς σε συζητήσεις είναι, το λιγότερο, αστείες: «διαβάζουμε από μικροί», «το έχουμε στο DNA μας», «αν δεν ήταν τα κακά πανεπιστήμια της Ελλάδας οι απόφοιτοι θα ήταν ακόμη καλύτεροι», κ.ο.κ. Το προφανές όμως δεν το έχω ακούσει ποτέ. Περίεργο ε; Περίεργο που δεν σκεφτόμαστε ότιοι Έλληνες απόφοιτοι είναι καλοί επειδή τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι καλά. Τόσο απλά.
Ας ξαναδούμε πάλι το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν ένα κακό πανεπιστήμιο να βγάζει αποφοίτους που γίνονται κατά κύματα αποδεκτοί για μεταπτυχιακές σπουδές από ένα καλό πανεπιστήμιο; Τρία τινά μπορούν να συμβαίνουν. Ή το εδώ «κακό» πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο κακό, ή το εκεί «καλό» πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο καλό αλλά μάλλον σούπερ-μάρκετ, ή και τα δύο. Αν το «κακό» πανεπιστήμιο δεν είναι κακό, τότε σταματήστε να συκοφαντείτε το ελληνικό πανεπιστήμιο. Αν το «καλό» πανεπιστήμιο δεν είναι και τόσο καλό, τότε σταματήστε να θεοποιείτε τα ξένα. Αν ισχύουν και τα δύο, τότε απλά τελειώνει η συζήτηση (με αυτούς τους όρους που ξεκίνησε τουλάχιστον)!
Η πραγματικότητά του δικού μου μικρόκοσμου, πάντως, του γεμάτου από μαθητές, συγγενείς και φίλους, είναι σαφής: η Μαρίνα στην AA του Λονδίνου κι από εκεί στο Cambridge, ο Αργύρης στο LSE, η Ιόλη στo Central School κι από εκεί στο Saint-Martins, ο Θανάσης στο Konstanz, ο Γιώργος στη Σορβόννη, ο Κώστας στο Kent και μετά στο Aberystwyth, ο Δημήτρης στο City, η Χρύσα στο Imperial, ο Θοδωρής στο St. Gallen, ο Δημήτρης στο Leuven, η Κωνσταντίνα στο MIT, η Δήμητρα και ο Παναγιώτης στο Rotterdam, ο Σωκράτης στο ETH, ο Στάθης στο Bristol. Όλοι στα κορυφαία πανεπιστήμια του τομέα τους, και όλοι προερχόμενοι από ελληνικά πανεπιστήμια. Σταματάω εδώ, κι εσείς προσθέστε τα δικά σας ονόματα και τα δικά τους πανεπιστήμια. Πώς ξεφύτρωσαν και συνεχίζουν να ξεφυτρώνουν όλοι αυτοί;
Η πλύση εγκεφάλου που γίνεται στη νεολαία ως προς το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο έχει σβήσει έως και τα αυτονόητα. Πήγα να κάνω μάστερ στο εξωτερικό, έχοντας ολοκληρώσει 58 μαθήματα με πτυχίο τετραετούς φοίτησης από το Πάντειο Πανεπιστήμιο – ναι, Πάντειο, και να μην σας πιάνει σύγκρυο. Κι εκεί στα βόρεια οι συμφοιτητές μου είχαν ολοκληρώσει 30 μαθήματα με πτυχίο τριετούς φοίτησης. Και να θέλει, δεν μπορεί το ξένο πανεπιστήμιο να μην σε πάρει όταν έχεις κάνει σε προπτυχιακό επίπεδο ό,τι αυτό πάει να διδάξει σε μεταπτυχιακό. Κι όμως, ο μεγάλος αριθμός μαθημάτων που ολοκληρώνουν οι Έλληνες φοιτητές και το εντυπωσιακό εύρος των σπουδών τους δεν παίζει κανέναν ρόλο στην εικόνα που οι ίδιοι έχουν για τον εαυτό τους. Έτσι, συναντώ αποφοίτους Πολυτεχνικών Σχολών με πέντε (5) χρόνια προπτυχιακής φοίτησης στην πλάτη τους, οι οποίοι νοιώθουν να υπολείπονται συναδέλφων τους από το εξωτερικό, οι οποίοι ολοκληρώνουν σπουδές με τα μισά μαθήματα. Τόσο πολύ μας έχουν διαλύσει τη ψυχολογία οι κήρυκες.
«Α, όλα κι όλα, δεν παίζει ρόλο η ποσότητα σε ένα πρόγραμμα σπουδών, αλλά η ποιότητα», θα μου πείτε. Κι όμως, ποσότητα και ποιότητα είναι στοιχεία αλληλένδετα. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που πήγα να διδάξω Ιστορία Ψυχρού Πολέμου σε φοιτητές Διεθνών Σχέσεων, σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Πώς σας φαίνεται ο άλλος να μην γνωρίζει τι σημαίνουν τα αρχικά ΟΗΕ; Φυσιολογικό, αν δεν έχεις κάνει κάποιο μάθημα σχετικά με τον θεσμό αυτό. Στο Πάντειο είχα κάνει – κι όμως, ο αγγλοσάξονας που είχα μπροστά μου είχε 300% μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από τον οποιοδήποτε Έλληνα συνάδελφό του. Μια άλλη φορά δίδαξα «Παγκοσμιοποίηση» σε μεταπτυχιακούς, πάλι στο εξωτερικό. Ο εδώ προπτυχιακός φοιτητής της χρονιάς μου έφευγε με «Μικροοικονομική», «Μακροοικονομική», «Δημόσια Οικονομικά» και «Διεθνή Οικονομικά» στο τσεπάκι. Ο εκεί μεταπτυχιακός αγνοούσε ως και τη στοιχειώδη οικονομική ορολογία.
«Μα δες τις παγκόσμιες κατατάξεις, τα rankings, τις λίστες!!» ακούω ευθύς αμέσως την επόμενη ένστασή σας. Αχ αυτές οι λίστες… Σκεφθήκατε ποτέ ποιος τις γράφει; Ποιοι συμμετέχουν στις επιτροπές και στα πάνελ που επιλέγουν τα πανεπιστήμια; Με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή; Ας δούμε ενδεικτικά μερικές λίστες.Ας πάμε, π.χ., στη λίστα του Forbes για τα best business schools ανά τον κόσμο. Ποιο είναι το ΜΟΝΑΔΙΚΟ κριτήριο επιλογής; Κρατηθείτε: ο μισθός που παίρνεις μόλις βρεις δουλειά μετά την ολοκλήρωσή ων σπουδών σου. Ναι! Ο μισθός αγαπητές μου αναγνώστριες έχει αναχθεί στο βασικότερο κριτήριο για την κατάταξη των πανεπιστημίων και την αξιολόγηση των σπουδών. Το χρήμα που θα βγάλεις στη ζωή σου κρίνει αν σπούδασες καλά ή κακά! Το ίδιο και με τις λίστες των Financial Times για τα καλύτερα μάστερ οικονομικών και επιχειρηματικών σπουδών. Η κρίσιμη λεπτομέρεια – ότι δηλαδή ο πρώτος μισθός στις ΗΠΑ ή στην Ελβετία είναι 3 και 4 φορές πάνω απ’ τον αντίστοιχο ελληνικό (ακόμη και αν τον συγκρίνουμε προσαρμοσμένο στη βάση των διαφορετικών επιπέδων τιμών στην αγορά), και άρα το αμερικανικό και το ελβετικό πανεπιστήμιο θα εμφανίζεται πάνω απ’ το αντίστοιχο ελληνικό βάσει του μισθού των αποφοίτων του – φαίνεται ότι διαφεύγει απ’ τους περισσότερους.
«Ναι, αλλά δεν μας λες κουβέντα για την έρευνα, τα journals, τις συμμετοχές στα συνέδρια…». Η πανεπιστημιακή έρευνα στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι μια πονεμένη, πάρα πολύ πονεμένη ιστορία. Επιγραμματικά: όταν η χρηματοδότηση εξαρτάται πλέον από την ερευνητική παραγωγή, είναι σαφές ότι αντί το πανεπιστήμιο να υπηρετεί την επιστήμη, καταλήγει η επιστήμη (ή η επίφασή της) να υπηρετεί το πανεπιστήμιο και τη μακροπρόθεσμη οικονομική του επιβίωση. Είναι τεράστιο ερώτημα το πόσα από τα άρθρα που κατακλύζουν τις επί γης επιστημονικές επιθεωρήσεις έχουν πραγματική κοινωνική χρησιμότητα, ή απλώς αναμασούν τα ίδια και τα ίδια – ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, όπου τα κριτήρια επιστημονικότητας είναι πάντα πιο χαλαρά και αόριστα. Επίσης, σκεφθείτε ποιοι κάνουν τις ερευνητικές αξιολογήσεις: οι ίδιοι οι καθηγητές των ίδιων πανεπιστημίων που βγαίνουν πρώτα στις αξιολογήσεις. Έχω ζήσει από κοντά τη διαδικασία της «Άσκησης Ερευνητικής Αξιολόγησης» (Research Assessment Exercise) των βρετανικών πανεπιστημίων· επιλεγμένοι καθηγητές αξιολογούν την ερευνητική παραγωγή κάθε πανεπιστημίου. Και τα γνωστά και με πρεστίζ πανεπιστήμια είναι αυτά που δίνουν τους καθηγητές-μέλη των πάνελ, οι οποίοι στη συνέχεια αξιολογούν τα πανεπιστήμια βγάζοντας πρώτα τα ήδη γνωστά και με πρεστίζ πανεπιστήμια από τα οποία προέρχονται. Και πώς βγαίνει άραγε η ποσοτική αξιολόγηση του κάθε επιστημονικού περιοδικού, του κάθε άρθρου, και πάει λέγοντας; Πάλι από τους ίδιους.
Αλλά ας υποθέσουμε χάριν του επιχειρήματος ότι πράγματι η έρευνα που παράγεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο υπολείπεται άλλων πανεπιστημίων του εξωτερικού. Τι σχέση έχει αυτό με το αν τα ελληνικά πανεπιστήμια παρέχουν καλή παιδεία ή όχι; Τι σχέση έχει η διδασκαλία με την έρευνα; Σύμφωνα με τον κοινό νου, ένα πανεπιστήμιο με υψηλού επιπέδου έρευνα θα έχει και υψηλού επιπέδου διδασκαλία. Έχετε σκεφτεί ότι μπορεί να ισχύει το αντίστροφο; Θυμάμαι σαν τώρα τους συναδέλφους μου στο εξωτερικό πώς αντιμετώπιζαν την κάθε τάξη, σαν βάρος το οποίο τους αποσπούσε από τον ιερό σκοπό τους: να γράψουν το επόμενο peer-reviewed άρθρο και να το καταθέσουν για την επόμενη κρίση, ώστε να εμπλουτίσουν το βιογραφικό και να επιβιώσουν για άλλο ένα χρόνο μέχρι να μονιμοποιηθούν. Όταν η καριέρα σου εξαρτάται από τις δημοσιεύσεις, και όταν για τις δημοσιεύσεις απαιτείται χρόνος, καθετί που σε αποσπά απ’ αυτές – δηλαδή η διδασκαλία – είναι ένα βάρος. Δεν είναι λοιπόν αυτόματη η μετάφραση μιας ισχυρής ερευνητικής κουλτούρας σε διδασκαλία υψηλού επιπέδου. Με άλλα λόγια, το ότι πατώνουν ερευνητικά τα ελληνικά πανεπιστήμια – αν υποθέσουμε ότι ισχύει κάτι τέτοιο – δεν λέει κάτι για το επίπεδο διδασκαλίας και παιδείας που παρέχουν.
Αν κατάφερα να σας πείσω για την ποιότητα των ελληνικών πανεπιστημίων, ή τουλάχιστον για το αβάσιμο της μιζέριας που περιτριγυρίζει όλη τη σχετική συζήτηση, μένει να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η μιζέρια έχει παγιωθεί τόσο έντονα. Καταρχήν, γιατί πράγματι το ελληνικό πανεπιστήμιο έχει προβλήματα – κομματικοκρατία, γραφειοκρατία, έλλειψη πόρων, και πολλά άλλα. Οι υποδομές συχνά είναι προβληματικές, γιατί έτσι πρέπει να είναι – π.χ. το ελληνικό κράτος αρνήθηκε να δώσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το γειτονικό κτίριο Σαρίδη, επειδή εκεί «έπρεπε» να στεγαστεί το υπουργείο Τύπου. Κομματικές παρέες (όλως τυχαίως των κομμάτων που υποστηρίζουν με τον τρόπο τους τη συγκεκριμένη φιλολογία για να προωθήσουν τις «μεταρρυθμίσεις») συχνά βάζουν το χεράκι τους σε λογής ζητήματα, κυρίως στελέχωσης. Και καθηγητές συχνά στέκονται ασυνεπείς ως προς το έργο τους – ακόμα θυμάμαι τον καθηγητή μου που μια φορά παράτησε τη διάλεξη και τους φοιτητές για να πάει να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο, και την ίδια στιγμή μας υμνούσε τον Σημίτη και τον εκσυγχρονισμό… Αλλά τούτα τα προβλήματα δεν είναι μοναχά ελληνικό προνόμιο, και επίσης τούτα τα προβλήματα, περιέργως, δεν έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των ξένων πανεπιστημίων προς τους έλληνες απόφοιτους. Α, ναι, και τούτα τα προβλήματα δεν λύνονται με το να απολύεις διοικητικό προσωπικό και να κόβεις τη χρηματοδότηση!
Το ζήτημα όμως είναι βαθύτερο: η δυσφήμηση του ελληνικού πανεπιστημίου υπηρετεί την ανάγκη ιδεολογικής ηγεμονίας του κεφαλαίου. Θολώνει τη νεολαία, τσακίζει τη συνείδησή της, σπέρνει τη μοιρολατρία, και τη στέλνει γραμμή στα λογής ιδιωτικά κολλέγια και στις όλο πρεστίζ διεθνείς τους συνεργασίες. Παγιώνει όλη την κουβέντα περί της δήθεν ανάγκης εισαγωγής της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας, νομιμοποιώντας το ιδιωτικό σε όλες του τις εκφάνσεις. Και ακυρώνει τη συλλογικότητα, όπως αυτή θα μπορούσε εν δυνάμει να εκφραστεί γύρω από τον πανεπιστημιακό θεσμό και τη μεταρρύθμισή του. Ξεψυχισμένος, ως φοιτητής, σου απομένει το να παραλάβεις τις σημειώσεις σου από τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ, να περιμένεις υπομονετικά να πάρεις το πτυχίο σου, και δρόμο. Κι ούτε θα σκεφτείς ποτέ, σαν μάθεις ότι σε πήρανε στο εξωτερικό, ότι κάποιο λιθαράκι θα έβαλε και το ελληνικό σου πανεπιστήμιο.
Κλείνοντας, ας υπενθυμίσω τη βασική θέση του κειμένου. Ανάμεσα στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου είναι και τα ελληνικά. Όχι μόνο τα ελληνικά, όχι όλα τα ελληνικά, αλλά ΚΑΙ τα ελληνικά. Με τα αποτσίγαρα στο πάτωμα, με τις σκισμένες αφίσες τους, με τις καταλήψεις για ψύλλου πήδημα, με απλήρωτους διδάσκοντες, με μισοάδειες βιβλιοθήκες, με βιβλία που παραδίδονται στο τέλος της χρονιάς, με όλα αυτά και παρόλα αυτά. Ξέρω πως θα μου τρίψετε στη μούρη rankings και λίστες και αξιολογήσεις. Εγώ θα επικαλεστώ μοναχά την ωμή πραγματικότητα των χιλιάδων φοιτητών που διαπρέπουν σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο εξωτερικό. Από πού βγήκαν όλοι αυτοί; Ουρανοκατέβατοι; Τους έβρεξε ο καλός θεούλης; Ή τους έβγαλε η αθάνατη ελληνική ψυχή; Αμ δε! Τους δημιούργησε το Πάντειο, το Πολυτεχνείο, η Πάτρα, η Κρήτη, ο Πειραιάς, το Αριστοτέλειο, η Κομοτηνή, το Αθηνών, τα Γιάννενα, και πάει λέγοντας.
Γι’ αυτό, αγαπητοί έλληνες φοιτητές, κι εσείς σπαστικοί γονείς τους, πάψτε να διαβάζετε την προπαγάνδα εναντίον του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου. Πάψτε να αυτό-κομπλεξάρεστε – το πτυχίο και το βιογραφικό σας είναι μια χαρά. Μην ακούτε τους κήρυκες που ως μόνο χόμπι στη ζωή τούτη διάλεξαν την αποδόμηση του καθετί δημόσιου, του καθετί που δεν υπηρετεί το κεφάλαιο, του καθετί μη Δυτικού και μη καραμπινάτα αγοραίου. Προϋπόθεση για να βελτιωθούν τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι να πιστέψουμε σ’ αυτά και στο έργο τους, να πάψουμε να τα συκοφαντούμε και να τα υπονομεύουμε. Όταν τα γραφεία εισαγωγής φοιτητών – τα admissions officesαγγλιστί – των πιο διάσημων πανεπιστημίων στον κόσμο επιδεικνύουν την πιο τυφλή εμπιστοσύνη στους απόφοιτους του ελληνικού πανεπιστημίου, ξανά και ξανά, δεν βρίσκω λόγο να μην κάνετε κι εσείς το ίδιο.
Ας ξαναδούμε πάλι το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν ένα κακό πανεπιστήμιο να βγάζει αποφοίτους που γίνονται κατά κύματα αποδεκτοί για μεταπτυχιακές σπουδές από ένα καλό πανεπιστήμιο; Τρία τινά μπορούν να συμβαίνουν. Ή το εδώ «κακό» πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο κακό, ή το εκεί «καλό» πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο καλό αλλά μάλλον σούπερ-μάρκετ, ή και τα δύο. Αν το «κακό» πανεπιστήμιο δεν είναι κακό, τότε σταματήστε να συκοφαντείτε το ελληνικό πανεπιστήμιο. Αν το «καλό» πανεπιστήμιο δεν είναι και τόσο καλό, τότε σταματήστε να θεοποιείτε τα ξένα. Αν ισχύουν και τα δύο, τότε απλά τελειώνει η συζήτηση (με αυτούς τους όρους που ξεκίνησε τουλάχιστον)!
Η πραγματικότητά του δικού μου μικρόκοσμου, πάντως, του γεμάτου από μαθητές, συγγενείς και φίλους, είναι σαφής: η Μαρίνα στην AA του Λονδίνου κι από εκεί στο Cambridge, ο Αργύρης στο LSE, η Ιόλη στo Central School κι από εκεί στο Saint-Martins, ο Θανάσης στο Konstanz, ο Γιώργος στη Σορβόννη, ο Κώστας στο Kent και μετά στο Aberystwyth, ο Δημήτρης στο City, η Χρύσα στο Imperial, ο Θοδωρής στο St. Gallen, ο Δημήτρης στο Leuven, η Κωνσταντίνα στο MIT, η Δήμητρα και ο Παναγιώτης στο Rotterdam, ο Σωκράτης στο ETH, ο Στάθης στο Bristol. Όλοι στα κορυφαία πανεπιστήμια του τομέα τους, και όλοι προερχόμενοι από ελληνικά πανεπιστήμια. Σταματάω εδώ, κι εσείς προσθέστε τα δικά σας ονόματα και τα δικά τους πανεπιστήμια. Πώς ξεφύτρωσαν και συνεχίζουν να ξεφυτρώνουν όλοι αυτοί;
Η πλύση εγκεφάλου που γίνεται στη νεολαία ως προς το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο έχει σβήσει έως και τα αυτονόητα. Πήγα να κάνω μάστερ στο εξωτερικό, έχοντας ολοκληρώσει 58 μαθήματα με πτυχίο τετραετούς φοίτησης από το Πάντειο Πανεπιστήμιο – ναι, Πάντειο, και να μην σας πιάνει σύγκρυο. Κι εκεί στα βόρεια οι συμφοιτητές μου είχαν ολοκληρώσει 30 μαθήματα με πτυχίο τριετούς φοίτησης. Και να θέλει, δεν μπορεί το ξένο πανεπιστήμιο να μην σε πάρει όταν έχεις κάνει σε προπτυχιακό επίπεδο ό,τι αυτό πάει να διδάξει σε μεταπτυχιακό. Κι όμως, ο μεγάλος αριθμός μαθημάτων που ολοκληρώνουν οι Έλληνες φοιτητές και το εντυπωσιακό εύρος των σπουδών τους δεν παίζει κανέναν ρόλο στην εικόνα που οι ίδιοι έχουν για τον εαυτό τους. Έτσι, συναντώ αποφοίτους Πολυτεχνικών Σχολών με πέντε (5) χρόνια προπτυχιακής φοίτησης στην πλάτη τους, οι οποίοι νοιώθουν να υπολείπονται συναδέλφων τους από το εξωτερικό, οι οποίοι ολοκληρώνουν σπουδές με τα μισά μαθήματα. Τόσο πολύ μας έχουν διαλύσει τη ψυχολογία οι κήρυκες.
«Α, όλα κι όλα, δεν παίζει ρόλο η ποσότητα σε ένα πρόγραμμα σπουδών, αλλά η ποιότητα», θα μου πείτε. Κι όμως, ποσότητα και ποιότητα είναι στοιχεία αλληλένδετα. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που πήγα να διδάξω Ιστορία Ψυχρού Πολέμου σε φοιτητές Διεθνών Σχέσεων, σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Πώς σας φαίνεται ο άλλος να μην γνωρίζει τι σημαίνουν τα αρχικά ΟΗΕ; Φυσιολογικό, αν δεν έχεις κάνει κάποιο μάθημα σχετικά με τον θεσμό αυτό. Στο Πάντειο είχα κάνει – κι όμως, ο αγγλοσάξονας που είχα μπροστά μου είχε 300% μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από τον οποιοδήποτε Έλληνα συνάδελφό του. Μια άλλη φορά δίδαξα «Παγκοσμιοποίηση» σε μεταπτυχιακούς, πάλι στο εξωτερικό. Ο εδώ προπτυχιακός φοιτητής της χρονιάς μου έφευγε με «Μικροοικονομική», «Μακροοικονομική», «Δημόσια Οικονομικά» και «Διεθνή Οικονομικά» στο τσεπάκι. Ο εκεί μεταπτυχιακός αγνοούσε ως και τη στοιχειώδη οικονομική ορολογία.
«Μα δες τις παγκόσμιες κατατάξεις, τα rankings, τις λίστες!!» ακούω ευθύς αμέσως την επόμενη ένστασή σας. Αχ αυτές οι λίστες… Σκεφθήκατε ποτέ ποιος τις γράφει; Ποιοι συμμετέχουν στις επιτροπές και στα πάνελ που επιλέγουν τα πανεπιστήμια; Με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή; Ας δούμε ενδεικτικά μερικές λίστες.Ας πάμε, π.χ., στη λίστα του Forbes για τα best business schools ανά τον κόσμο. Ποιο είναι το ΜΟΝΑΔΙΚΟ κριτήριο επιλογής; Κρατηθείτε: ο μισθός που παίρνεις μόλις βρεις δουλειά μετά την ολοκλήρωσή ων σπουδών σου. Ναι! Ο μισθός αγαπητές μου αναγνώστριες έχει αναχθεί στο βασικότερο κριτήριο για την κατάταξη των πανεπιστημίων και την αξιολόγηση των σπουδών. Το χρήμα που θα βγάλεις στη ζωή σου κρίνει αν σπούδασες καλά ή κακά! Το ίδιο και με τις λίστες των Financial Times για τα καλύτερα μάστερ οικονομικών και επιχειρηματικών σπουδών. Η κρίσιμη λεπτομέρεια – ότι δηλαδή ο πρώτος μισθός στις ΗΠΑ ή στην Ελβετία είναι 3 και 4 φορές πάνω απ’ τον αντίστοιχο ελληνικό (ακόμη και αν τον συγκρίνουμε προσαρμοσμένο στη βάση των διαφορετικών επιπέδων τιμών στην αγορά), και άρα το αμερικανικό και το ελβετικό πανεπιστήμιο θα εμφανίζεται πάνω απ’ το αντίστοιχο ελληνικό βάσει του μισθού των αποφοίτων του – φαίνεται ότι διαφεύγει απ’ τους περισσότερους.
«Ναι, αλλά δεν μας λες κουβέντα για την έρευνα, τα journals, τις συμμετοχές στα συνέδρια…». Η πανεπιστημιακή έρευνα στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι μια πονεμένη, πάρα πολύ πονεμένη ιστορία. Επιγραμματικά: όταν η χρηματοδότηση εξαρτάται πλέον από την ερευνητική παραγωγή, είναι σαφές ότι αντί το πανεπιστήμιο να υπηρετεί την επιστήμη, καταλήγει η επιστήμη (ή η επίφασή της) να υπηρετεί το πανεπιστήμιο και τη μακροπρόθεσμη οικονομική του επιβίωση. Είναι τεράστιο ερώτημα το πόσα από τα άρθρα που κατακλύζουν τις επί γης επιστημονικές επιθεωρήσεις έχουν πραγματική κοινωνική χρησιμότητα, ή απλώς αναμασούν τα ίδια και τα ίδια – ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, όπου τα κριτήρια επιστημονικότητας είναι πάντα πιο χαλαρά και αόριστα. Επίσης, σκεφθείτε ποιοι κάνουν τις ερευνητικές αξιολογήσεις: οι ίδιοι οι καθηγητές των ίδιων πανεπιστημίων που βγαίνουν πρώτα στις αξιολογήσεις. Έχω ζήσει από κοντά τη διαδικασία της «Άσκησης Ερευνητικής Αξιολόγησης» (Research Assessment Exercise) των βρετανικών πανεπιστημίων· επιλεγμένοι καθηγητές αξιολογούν την ερευνητική παραγωγή κάθε πανεπιστημίου. Και τα γνωστά και με πρεστίζ πανεπιστήμια είναι αυτά που δίνουν τους καθηγητές-μέλη των πάνελ, οι οποίοι στη συνέχεια αξιολογούν τα πανεπιστήμια βγάζοντας πρώτα τα ήδη γνωστά και με πρεστίζ πανεπιστήμια από τα οποία προέρχονται. Και πώς βγαίνει άραγε η ποσοτική αξιολόγηση του κάθε επιστημονικού περιοδικού, του κάθε άρθρου, και πάει λέγοντας; Πάλι από τους ίδιους.
Αλλά ας υποθέσουμε χάριν του επιχειρήματος ότι πράγματι η έρευνα που παράγεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο υπολείπεται άλλων πανεπιστημίων του εξωτερικού. Τι σχέση έχει αυτό με το αν τα ελληνικά πανεπιστήμια παρέχουν καλή παιδεία ή όχι; Τι σχέση έχει η διδασκαλία με την έρευνα; Σύμφωνα με τον κοινό νου, ένα πανεπιστήμιο με υψηλού επιπέδου έρευνα θα έχει και υψηλού επιπέδου διδασκαλία. Έχετε σκεφτεί ότι μπορεί να ισχύει το αντίστροφο; Θυμάμαι σαν τώρα τους συναδέλφους μου στο εξωτερικό πώς αντιμετώπιζαν την κάθε τάξη, σαν βάρος το οποίο τους αποσπούσε από τον ιερό σκοπό τους: να γράψουν το επόμενο peer-reviewed άρθρο και να το καταθέσουν για την επόμενη κρίση, ώστε να εμπλουτίσουν το βιογραφικό και να επιβιώσουν για άλλο ένα χρόνο μέχρι να μονιμοποιηθούν. Όταν η καριέρα σου εξαρτάται από τις δημοσιεύσεις, και όταν για τις δημοσιεύσεις απαιτείται χρόνος, καθετί που σε αποσπά απ’ αυτές – δηλαδή η διδασκαλία – είναι ένα βάρος. Δεν είναι λοιπόν αυτόματη η μετάφραση μιας ισχυρής ερευνητικής κουλτούρας σε διδασκαλία υψηλού επιπέδου. Με άλλα λόγια, το ότι πατώνουν ερευνητικά τα ελληνικά πανεπιστήμια – αν υποθέσουμε ότι ισχύει κάτι τέτοιο – δεν λέει κάτι για το επίπεδο διδασκαλίας και παιδείας που παρέχουν.
Αν κατάφερα να σας πείσω για την ποιότητα των ελληνικών πανεπιστημίων, ή τουλάχιστον για το αβάσιμο της μιζέριας που περιτριγυρίζει όλη τη σχετική συζήτηση, μένει να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η μιζέρια έχει παγιωθεί τόσο έντονα. Καταρχήν, γιατί πράγματι το ελληνικό πανεπιστήμιο έχει προβλήματα – κομματικοκρατία, γραφειοκρατία, έλλειψη πόρων, και πολλά άλλα. Οι υποδομές συχνά είναι προβληματικές, γιατί έτσι πρέπει να είναι – π.χ. το ελληνικό κράτος αρνήθηκε να δώσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το γειτονικό κτίριο Σαρίδη, επειδή εκεί «έπρεπε» να στεγαστεί το υπουργείο Τύπου. Κομματικές παρέες (όλως τυχαίως των κομμάτων που υποστηρίζουν με τον τρόπο τους τη συγκεκριμένη φιλολογία για να προωθήσουν τις «μεταρρυθμίσεις») συχνά βάζουν το χεράκι τους σε λογής ζητήματα, κυρίως στελέχωσης. Και καθηγητές συχνά στέκονται ασυνεπείς ως προς το έργο τους – ακόμα θυμάμαι τον καθηγητή μου που μια φορά παράτησε τη διάλεξη και τους φοιτητές για να πάει να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο, και την ίδια στιγμή μας υμνούσε τον Σημίτη και τον εκσυγχρονισμό… Αλλά τούτα τα προβλήματα δεν είναι μοναχά ελληνικό προνόμιο, και επίσης τούτα τα προβλήματα, περιέργως, δεν έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των ξένων πανεπιστημίων προς τους έλληνες απόφοιτους. Α, ναι, και τούτα τα προβλήματα δεν λύνονται με το να απολύεις διοικητικό προσωπικό και να κόβεις τη χρηματοδότηση!
Το ζήτημα όμως είναι βαθύτερο: η δυσφήμηση του ελληνικού πανεπιστημίου υπηρετεί την ανάγκη ιδεολογικής ηγεμονίας του κεφαλαίου. Θολώνει τη νεολαία, τσακίζει τη συνείδησή της, σπέρνει τη μοιρολατρία, και τη στέλνει γραμμή στα λογής ιδιωτικά κολλέγια και στις όλο πρεστίζ διεθνείς τους συνεργασίες. Παγιώνει όλη την κουβέντα περί της δήθεν ανάγκης εισαγωγής της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας, νομιμοποιώντας το ιδιωτικό σε όλες του τις εκφάνσεις. Και ακυρώνει τη συλλογικότητα, όπως αυτή θα μπορούσε εν δυνάμει να εκφραστεί γύρω από τον πανεπιστημιακό θεσμό και τη μεταρρύθμισή του. Ξεψυχισμένος, ως φοιτητής, σου απομένει το να παραλάβεις τις σημειώσεις σου από τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ, να περιμένεις υπομονετικά να πάρεις το πτυχίο σου, και δρόμο. Κι ούτε θα σκεφτείς ποτέ, σαν μάθεις ότι σε πήρανε στο εξωτερικό, ότι κάποιο λιθαράκι θα έβαλε και το ελληνικό σου πανεπιστήμιο.
Κλείνοντας, ας υπενθυμίσω τη βασική θέση του κειμένου. Ανάμεσα στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου είναι και τα ελληνικά. Όχι μόνο τα ελληνικά, όχι όλα τα ελληνικά, αλλά ΚΑΙ τα ελληνικά. Με τα αποτσίγαρα στο πάτωμα, με τις σκισμένες αφίσες τους, με τις καταλήψεις για ψύλλου πήδημα, με απλήρωτους διδάσκοντες, με μισοάδειες βιβλιοθήκες, με βιβλία που παραδίδονται στο τέλος της χρονιάς, με όλα αυτά και παρόλα αυτά. Ξέρω πως θα μου τρίψετε στη μούρη rankings και λίστες και αξιολογήσεις. Εγώ θα επικαλεστώ μοναχά την ωμή πραγματικότητα των χιλιάδων φοιτητών που διαπρέπουν σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο εξωτερικό. Από πού βγήκαν όλοι αυτοί; Ουρανοκατέβατοι; Τους έβρεξε ο καλός θεούλης; Ή τους έβγαλε η αθάνατη ελληνική ψυχή; Αμ δε! Τους δημιούργησε το Πάντειο, το Πολυτεχνείο, η Πάτρα, η Κρήτη, ο Πειραιάς, το Αριστοτέλειο, η Κομοτηνή, το Αθηνών, τα Γιάννενα, και πάει λέγοντας.
Γι’ αυτό, αγαπητοί έλληνες φοιτητές, κι εσείς σπαστικοί γονείς τους, πάψτε να διαβάζετε την προπαγάνδα εναντίον του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου. Πάψτε να αυτό-κομπλεξάρεστε – το πτυχίο και το βιογραφικό σας είναι μια χαρά. Μην ακούτε τους κήρυκες που ως μόνο χόμπι στη ζωή τούτη διάλεξαν την αποδόμηση του καθετί δημόσιου, του καθετί που δεν υπηρετεί το κεφάλαιο, του καθετί μη Δυτικού και μη καραμπινάτα αγοραίου. Προϋπόθεση για να βελτιωθούν τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι να πιστέψουμε σ’ αυτά και στο έργο τους, να πάψουμε να τα συκοφαντούμε και να τα υπονομεύουμε. Όταν τα γραφεία εισαγωγής φοιτητών – τα admissions officesαγγλιστί – των πιο διάσημων πανεπιστημίων στον κόσμο επιδεικνύουν την πιο τυφλή εμπιστοσύνη στους απόφοιτους του ελληνικού πανεπιστημίου, ξανά και ξανά, δεν βρίσκω λόγο να μην κάνετε κι εσείς το ίδιο.
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ....
ΑπάντησηΔιαγραφή