Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία υπογράφουν τη Συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία αναγνωρίζουν την αυτονομία της Ελλάδος ως φόρου υποτελής στον Σουλτάνο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία απορρίπτει τη συνθήκη.
«Τους κατατρέξανε οι Ευρωοπαίγοι τους δυστυχείς Ελληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων, τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Αγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσοι Ρούσους κι ο Μέτερνικ της Αουστρίας Αουστριακούς – κι όποιος τους φάγη από τους
τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι από τους Τούρκους».
τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι από τους Τούρκους».
Ι. Μακρυγιάννης1
Στις 6 του Ιούλη 1827 οι πληρεξούσιοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας υπέγραψαν στο Λονδίνο την ομώνυμη συνθήκη, με την οποία δεσμεύονταν να διευθετήσουν το ελληνικό ζήτημα και να επιφέρουν την ειρήνευση στην ανατολή. Η συνθήκη περιλάμβανε επτά άρθρα φανερά κι ένα συμπληρωματικό που ήταν και μυστικό. Επιγραμματικά το περιεχόμενό της είχε ως εξής:
- Να υπάρξει ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων – των επαναστατημένων, δηλαδή, Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – και μεσολάβηση των μεγάλων δυνάμεων.
- Η Ελλάδα να γίνει αυτόνομο κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο, του οποίου την επικυριαρχία όφειλε να αναγνωρίσει.
- Να αποζημιωθούν οι Οθωμανοί, των οποίων οι περιουσίες θα περνούσαν στην κυριότητα Ελλήνων.
- Τα σύνορα του αυτόνομου ελληνικού κράτους να οριστούν ύστερα από διαπραγματεύσεις.
Ακόμη οι τρεις μεγάλες δυνάμεις διακήρυτταν ότι δεν επιθυμούσαν να τους αναγνωριστούν στην Ελλάδα ιδιαίτερα πολιτικά, εμπορικά και άλλα συμφέροντα, απ’ αυτά που θα αναγνωρίζονταν σε άλλα ξένα κράτη.
Στο μυστικό άρθρο της συνθήκης προβλεπόταν πως αν στο διάστημα ενός μηνός η οθωμανική κυβέρνηση δε δεχόταν το διαμεσολαβητικό ρόλο των τριών μεγάλων δυνάμεων, δεν αποδεχόταν την ανακωχή και τις προτάσεις τους, οι εν λόγω δυνάμεις όφειλαν:
- Να αναπτύξουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με την ελληνική πλευρά.
- Να επιβάλουν την ανακωχή χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο.
- Να επιβάλουν τις αρχές ειρήνευσης μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων που συμπεριλαμβάνονταν στην εν λόγω συνθήκη2.
Η Συνθήκη του Λονδίνου έχει θεωρηθεί από τους ιστορικούς – και όχι μόνον – ως η πρώτη ουσιαστική κίνηση των μεγάλων δυνάμεων για την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας. «Δεν ήταν – γράφει ο Ν. Πετσάλης3 – μια συνθήκη “μεσολαβήσεως”, όπως οι ίδιες οι δυνάμεις διακήρυξαν. Μεσολάβηση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών, ενώ ούτε η Γαλλία, ούτε η Αγγλία, ούτε η Ρωσία είχαν ακόμη αναγνωρίσει την Ελλάδα σαν κράτος. Επίσης μεσολάβηση δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς συγκατάθεση των δύο μερών, πράγμα που δε συνέβαινε φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέλος, δε νοείται ποτέ ο μεσολαβητής να απαιτεί την εκτέλεση τη συνθήκης για την οποία μεσολάβησε. Η δήθεν μεσολάβηση των δυνάμεων, δηλαδή, δεν ήταν παρά μια καθαρή επέμβασή τους στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Κι ο Γ. Κορδάτος προσθέτει4: «Ητανε το πρώτο σταθερό και μεγάλο βήμα για την αναγνώριση de jure της ελληνικής ανεξαρτησίας».
Αναμφισβήτητα επρόκειτο για μια πολύ σημαντική εξέλιξη, που ήρθε σε μια στιγμή όπου η Ελληνική Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια. Εντούτοις για να αξιολογήσουμε τη σημασία της οφείλουμε να δούμε αναλυτικότερα το ζήτημα της εμπλοκής των μεγάλων δυνάμεων της εποχής στην Ελληνική Επανάσταση.
Η Ελληνική Επανάσταση και οι μεγάλες δυνάμεις
Οταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση οι μεγάλες δυνάμεις – μηδεμιάς εξαιρουμένης – φρόντισαν να την καταδικάσουν με μοναδική σφοδρότητα. Ηταν τότε που οι ηγέτες της Ιερής Συμμαχίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας είχαν συγκεντρωθεί στο Λάιμπαχ με θέμα την αντιμετώπιση της ισπανικής επανάστασης, των επαναστάσεων του Πεδεμόντιου και της Νεάπολης καθώς και την καταπολέμηση του επαναστατικού πνεύματος σε ολόκληρη την Ευρώπη5. Βέβαια, αυτή τους η στάση δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τότε ισχυρών του κόσμου, τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στο χώρο της Βαλκανικής και γενικότερα στο χώρο που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και οι επιτυχίες των επαναστατημένων Ελλήνων τούς υποχρέωσαν να αλλάξουν σιγά σιγά πολιτική, αντικαθιστώντας την απόλυτα εχθρική στάση τους απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση με μια προσπάθεια προσεταιρισμού κι ελέγχου της. Η αλλαγή αυτή είναι εμφανής στην πολιτική της Ρωσίας και της Αγγλίας ιδιαίτερα μετά το 1823, ενώ από το 1824 κι έπειτα φουντώνει γενικά στην Ευρώπη ένα φιλελληνικό, αστικοδημοκρατικό, κίνημα, που αντανακλάται και στη συμπεριφορά των κυρίαρχων τάξεων6. Η «φιλελληνική», πάντως, στροφή των μεγάλων δυνάμεων κάθε άλλο παρά ανιδιοτελής ήταν.
Η Ρωσία, αντιλαμβανόμενη την κατάσταση αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναμειγνυόταν στο ελληνικό ζήτημα γιατί έτσι πίστευε ότι προωθούσε τα συμφέροντά της, αφού θεωρούσε τον εαυτό της κληρονόμο της Βαλκανικής Χερσονήσου και της Ανατολής. Εκ των πραγμάτων, επομένως, η Αγγλία και η Γαλλία όφειλαν να αναμειχθούν ενεργά στο εν λόγω ζήτημα αν δεν ήθελαν να δουν τη Ρωσία να κυριαρχεί πλήρως στις προαναφερόμενες περιοχές. Και δεν είχαν άλλον καλύτερο δρόμο ανάμειξης από το να συμφωνήσουν με τους Ρώσους μια κοινή πολιτική για το όλο θέμα. Ετσι, το πρώτο βήμα έγινε όταν Αγγλία και Ρωσία υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης στις 4 του Απρίλη 1826.
Το πρωτόκολλο αυτό, που αποτέλεσε τη βάση για τη Συνθήκη του Λονδίνου, αρχικά θεωρήθηκε «από την Αυστρία, Γαλλία και Πρωσία σαν προσβολή της Ιεράς Συμμαχίας και σαν πολιτικό έγκλημα εναντίον της»7. Πολύ γρήγορα όμως η Γαλλία προσχώρησε σ’ αυτό εκφράζοντας την επιθυμία να μετατραπεί σε συνθήκη8. Οπερ και εγένετο με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, για την οποία ο Μαρξ σημειώνει πολύ εύστοχα9: «Για να του δέσουν τα χέρια (του τσάρου) στο πλαίσιο μιας κάποιας κοινής δράσης, οι άλλες μεγάλες δυνάμεις έκλεισαν μαζί του στις 6 του Ιούλη 1827 μια συνθήκη στο Λονδίνο, με την οποία αναλάμβαναν τη δέσμευση να επιβάλουν, στην ανάγκη με τα όπλα, τη ρύθμιση των διαφορών ανάμεσα στο σουλτάνο και στους Ελληνες. Λίγους μήνες προτού υπογράψει τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία έκλεισε άλλη συνθήκη με την Τουρκία, τη Συνθήκη του Ακερμαν, με την οποία υποχρεωνόταν να απόσχει από κάθε ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις. Τούτη η συνθήκη έγινε, αφού η Ρωσία είχε παρακινήσει τον διάδοχο της Περσίας να εισβάλει στις οθωμανικές κτήσεις κι αφού είχε κάνει βαρύτατες προσβολές στην Πύλη ώστε να την εξαναγκάσει σε ρήξη… Χάρη στις περιπλοκές, οι οποίες πρόκυψαν απ’ όλες αυτές τις απάτες και τα ψέματα, η Ρωσία βρήκε τελικά την πρόφαση ν’ αρχίσει τον πόλεμο του 1828- 1829».
Οι συνέπειες της Συνθήκης του Λονδίνου
Η Συνθήκη του Λονδίνου, μαζί με το συμπληρωματικό μυστικό άρθρο, δημοσιεύτηκε στους «Τάιμς» του Λονδίνου στις 12 του Ιούλη 1827 και, όπως ήταν φυσικό, όταν μαθεύτηκε, προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελληνική πλευρά.
Αμεση συνέπεια της συνθήκης ήταν η αποστολή τμημάτων των στόλων των τριών μεγάλων δυνάμεων στη Μεσόγειο10. Το τμήμα του ρωσικού στόλου είχε επικεφαλής το ναύαρχο Χέιντεν, το τμήμα του αγγλικού το ναύαρχο Κόδριγκτον και το τμήμα του γαλλικού το ναύαρχο Ντερινί11. Βέβαια, η πολιτική των τριών μεγάλων δυνάμεων παρά την υπογραφή της συνθήκης συνέχιζε να μην είναι ενιαία.
Αμεση συνέπεια της συνθήκης ήταν η αποστολή τμημάτων των στόλων των τριών μεγάλων δυνάμεων στη Μεσόγειο10. Το τμήμα του ρωσικού στόλου είχε επικεφαλής το ναύαρχο Χέιντεν, το τμήμα του αγγλικού το ναύαρχο Κόδριγκτον και το τμήμα του γαλλικού το ναύαρχο Ντερινί11. Βέβαια, η πολιτική των τριών μεγάλων δυνάμεων παρά την υπογραφή της συνθήκης συνέχιζε να μην είναι ενιαία.
Η Ρωσία βιαζόταν να έχει τη στρατιωτική πρωτοβουλία για να είναι πανέτοιμη στην προώθηση των σχεδίων της την κατάλληλη στιγμή. Ετσι άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στη Βεσαραβία, ενώ ο στόλος της εξέπλευσε για τη Μεσόγειο προτού υπογραφεί η συνθήκη. Επιπλέον, δύο μέρες μετά την υπογραφή, στις 8 του Ιούλη, ο τσάρος Νικόλαος προσδιόρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια για το αξίωμα του κυβερνήτη της Ελλάδας12.
Από την άλλη η Αγγλία με τη Γαλλία δεν είχαν καμία πρόθεση να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα ή να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι οδηγίες που είχε πάρει ο αρχηγός του αγγλικού στόλου στη Μεσόγειο, ναύαρχος Κόδριγκτον, έλεγαν ξεκάθαρα πως «η ακριβής επιδίωξη των τριών δυνάμεων είναι να παρεμβληθούν σαν ειρηνοποιοί». Επίσης, ο Αγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Στράτφορντ Κάνιγκ, διατάχθηκε από την κυβέρνησή του να ενημερώσει την κυβέρνηση του σουλτάνου ότι «η βρετανική κυβέρνηση απευθύνεται για μια ακόμη φορά ιδιαίτερα και μόνη, με τρόπο φιλικό στην Πύλη (οθωμανική κυβέρνηση), για να της δηλώσει ότι παρά την επιθυμία της να θέσει τέρμα στη σημερινή αναρχία και να σώσει μέρος του ελληνικού πληθυσμού από προφανή καταστροφή, όμως δεν επιθυμεί λιγότερο να στερεώσει την πολιτική ύπαρξη της Τουρκίας. Και σαν μέσο για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού συμβουλεύει την Πύλη ν’ αποδεχτεί τις προτάσεις που της έγιναν. Η βρετανική κυβέρνηση, παραχωρώντας μια περιορισμένη πολιτική ύπαρξη στους Ελληνες, δε σκέπτεται καθόλου να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Τουρκίας. Ομολογούμε ότι μπορεί να υπάρξουν εύλογες αιτίες ανησυχιών της Πύλης και να διατηρεί υπόνοιες απέναντι της μίας από τις τρεις δυνάμεις που υπέγραψαν τη συνθήκη. Ομως, δεν πρέπει να ανησυχεί για τα αισθήματα από τα οποία εμφορούνται απέναντι στην Πύλη η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Φρόνιμη και λογική πολιτική απαιτεί την αποκατάσταση σχέσεων με τις δύο δυνάμεις, που θα μπορέσουν τότε ν’ απομακρύνουν από την Τουρκία κάθε κίνδυνο που μπορούν να προκαλέσουν τα φιλόδοξα σχέδια της τρίτης δύναμης»13.
Βέβαια, η Ιστορία ακολουθεί τη δική της πορεία κι όχι αυτή που της σχεδιάζουν στα δικά τους χαρτιά οι ισχυροί του κόσμου. Ενθαρρημένη από την αγγλογαλλική πολιτική, από τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και φυσικά από τις αποτυχίες της Ελληνικής Επανάστασης, η οθωμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να υποταχθεί στη Συνθήκη του Λονδίνου. Η ρητή άρνησή της είχε αποτέλεσμα τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20.10.1827, όπου καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Η ναυμαχία αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο από το προανάκρουσμα του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, που ξέσπασε στις 14/27 του Απρίλη 1828 και είχε αποτέλεσμα την ήττα της Τουρκίας, που υποχρεώθηκε με τη Συνθήκη της Ανδριανούπολης (2/14 του Σεπτέμβρη 1829) να αναγνωρίσει την ελληνική αυτονομία.
Για τη σημασία του Ρωσοτουρκικού Πολέμου στη λύση του ελληνικού ζητήματος ο Μαρξ γράφει χαρακτηριστικά14: «Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Ελληνες; Οχι βέβαια οι συνωμοσίες και οι ξεσηκωμοί του Αλή Πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία γαλλικού στρατού στο Μοριά ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου παρά ο Ντίμπιτς, που προέλασε με τον ρωσικό στρατό ίσαμε την κοιλάδα της Μαρίτσας περνώντας τον Αίμο».
Λίγο διάστημα μετά τη Συνθήκη της Ανδριανούπολης, το Φλεβάρη του 1830, με ένα νέο πρωτόκολλο που υπογράφηκε στο Λονδίνο, η Ελλάδα ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος υπό κληρονομική μοναρχία.
1 Ι. Μακρυγιάννη: «Απαντα: Απομνημονεύματα – Δίκη», εκδόσεις Μέρμηγκας, τόμος Β΄ σελ. 170
2 Ολόκληρη η Συνθήκη του Λονδίνου: Γ. Ασπρέα: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις «Χρήσιμα Βιβλία», τόμος Α΄, σελ. 59-60
3 «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ, σελ. 462
4 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος X, σελ. 578
5 Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 70-71
6 Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 574
7 Κ. Μέντελσον – Μπαρτολντί: «Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 162
8 Ι. Κ. Κορδάτου: «Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία», εκδόσεις «Γ. Ι. Βασιλείου», Αθήναι 1925, τόμος Α΄, σελ. 365
9 Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς: «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα», εκδόσεις «Γνώση», σελ. 217
10 Γ. Ασπρέα, στο ίδιο, σελ. 60
11 Κ. Μέντελσον – Μπαρτολντί, στο ίδιο, σελ. 164
12 Γ. Ασπρέα, στο ίδιο, σελ. 60
13 Τ. Βουρνά: «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας 1821-1909», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 200-201
14 Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς, στο ίδιο, σελ. 120
Από την άλλη η Αγγλία με τη Γαλλία δεν είχαν καμία πρόθεση να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα ή να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι οδηγίες που είχε πάρει ο αρχηγός του αγγλικού στόλου στη Μεσόγειο, ναύαρχος Κόδριγκτον, έλεγαν ξεκάθαρα πως «η ακριβής επιδίωξη των τριών δυνάμεων είναι να παρεμβληθούν σαν ειρηνοποιοί». Επίσης, ο Αγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Στράτφορντ Κάνιγκ, διατάχθηκε από την κυβέρνησή του να ενημερώσει την κυβέρνηση του σουλτάνου ότι «η βρετανική κυβέρνηση απευθύνεται για μια ακόμη φορά ιδιαίτερα και μόνη, με τρόπο φιλικό στην Πύλη (οθωμανική κυβέρνηση), για να της δηλώσει ότι παρά την επιθυμία της να θέσει τέρμα στη σημερινή αναρχία και να σώσει μέρος του ελληνικού πληθυσμού από προφανή καταστροφή, όμως δεν επιθυμεί λιγότερο να στερεώσει την πολιτική ύπαρξη της Τουρκίας. Και σαν μέσο για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού συμβουλεύει την Πύλη ν’ αποδεχτεί τις προτάσεις που της έγιναν. Η βρετανική κυβέρνηση, παραχωρώντας μια περιορισμένη πολιτική ύπαρξη στους Ελληνες, δε σκέπτεται καθόλου να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Τουρκίας. Ομολογούμε ότι μπορεί να υπάρξουν εύλογες αιτίες ανησυχιών της Πύλης και να διατηρεί υπόνοιες απέναντι της μίας από τις τρεις δυνάμεις που υπέγραψαν τη συνθήκη. Ομως, δεν πρέπει να ανησυχεί για τα αισθήματα από τα οποία εμφορούνται απέναντι στην Πύλη η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Φρόνιμη και λογική πολιτική απαιτεί την αποκατάσταση σχέσεων με τις δύο δυνάμεις, που θα μπορέσουν τότε ν’ απομακρύνουν από την Τουρκία κάθε κίνδυνο που μπορούν να προκαλέσουν τα φιλόδοξα σχέδια της τρίτης δύναμης»13.
Βέβαια, η Ιστορία ακολουθεί τη δική της πορεία κι όχι αυτή που της σχεδιάζουν στα δικά τους χαρτιά οι ισχυροί του κόσμου. Ενθαρρημένη από την αγγλογαλλική πολιτική, από τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και φυσικά από τις αποτυχίες της Ελληνικής Επανάστασης, η οθωμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να υποταχθεί στη Συνθήκη του Λονδίνου. Η ρητή άρνησή της είχε αποτέλεσμα τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20.10.1827, όπου καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Η ναυμαχία αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο από το προανάκρουσμα του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, που ξέσπασε στις 14/27 του Απρίλη 1828 και είχε αποτέλεσμα την ήττα της Τουρκίας, που υποχρεώθηκε με τη Συνθήκη της Ανδριανούπολης (2/14 του Σεπτέμβρη 1829) να αναγνωρίσει την ελληνική αυτονομία.
Για τη σημασία του Ρωσοτουρκικού Πολέμου στη λύση του ελληνικού ζητήματος ο Μαρξ γράφει χαρακτηριστικά14: «Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Ελληνες; Οχι βέβαια οι συνωμοσίες και οι ξεσηκωμοί του Αλή Πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία γαλλικού στρατού στο Μοριά ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου παρά ο Ντίμπιτς, που προέλασε με τον ρωσικό στρατό ίσαμε την κοιλάδα της Μαρίτσας περνώντας τον Αίμο».
Λίγο διάστημα μετά τη Συνθήκη της Ανδριανούπολης, το Φλεβάρη του 1830, με ένα νέο πρωτόκολλο που υπογράφηκε στο Λονδίνο, η Ελλάδα ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος υπό κληρονομική μοναρχία.
1 Ι. Μακρυγιάννη: «Απαντα: Απομνημονεύματα – Δίκη», εκδόσεις Μέρμηγκας, τόμος Β΄ σελ. 170
2 Ολόκληρη η Συνθήκη του Λονδίνου: Γ. Ασπρέα: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις «Χρήσιμα Βιβλία», τόμος Α΄, σελ. 59-60
3 «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ, σελ. 462
4 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος X, σελ. 578
5 Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 70-71
6 Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 574
7 Κ. Μέντελσον – Μπαρτολντί: «Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 162
8 Ι. Κ. Κορδάτου: «Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία», εκδόσεις «Γ. Ι. Βασιλείου», Αθήναι 1925, τόμος Α΄, σελ. 365
9 Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς: «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα», εκδόσεις «Γνώση», σελ. 217
10 Γ. Ασπρέα, στο ίδιο, σελ. 60
11 Κ. Μέντελσον – Μπαρτολντί, στο ίδιο, σελ. 164
12 Γ. Ασπρέα, στο ίδιο, σελ. 60
13 Τ. Βουρνά: «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας 1821-1909», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 200-201
14 Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς, στο ίδιο, σελ. 120
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου