Η Σπάρτη απασχολούσε μισθοφόρους ήδη από την Αρχαϊκή εποχή και συγκεκριμένα Κρήτες τοξότες (εξάλλου επρόκειτο για Δωριείς συγγενείς της). Από την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου και περισσότερο κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας της, η Σπάρτη κατέστη σημαντική εργοδότης μισθοφόρων από όλη την Ελλάδα, λόγω του
περιορισμένου αριθμού των μαχίμων της. Περισσότερο, όμως, οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες έστελναν μονάδες του στρατού τους μαζί με έμπειρους ‘πολέμαρχους’, προκειμένου να υπηρετήσουν ως μισθοφόροι άλλων κρατών, λόγω των οικονομικών προβλημάτων της πόλης τους τα οποία γίνονταν όλο και περισσότερο πιεστικά. Παρά την απώλεια της δύναμης της μετά το 368, η Σπάρτη έγινε μεγάλη προμηθεύτρια μισθοφόρων, όχι μόνο δικών της Λακεδαιμονίων αλλά και άλλων Ελλήνων. Το Γύθειο και άλλα λιμάνια της χερσονήσου του Ταινάρου (Λακωνία) έγιναν κατά τους 4ο-3ο αιώνες π.Χ., το μεγαλύτερο κέντρο πρόσληψης μισθοφόρων στην Ελλάδα. Τα σώματα των Λακεδαιμονίων μισθοφόρων αποτελούντο κυρίως από νεοδαμώδεις (απελεύθερους είλωτες), άλλους Έλληνες και δευτερευόντως από περιοίκους. Οι μόνοι Σπαρτιάτες αυτών των σωμάτων ήταν ο αρχηγός της αποστολής (ο οποίος όμως μπορούσε να είναι και ‘υπομείων’ Λακεδαιμόνιος, δηλαδή Σπαρτιάτης που είχε απωλέσει τα πολιτικά δικαιώματα του για οικονομικούς λόγους) και λίγοι ακόμη διοικητές ή στρατιωτικοί σύμβουλοι. Οι αποστολές των μισθοφόρων γίνονταν μετά από ειδική άδεια της Σπάρτης και το κέντρο αναχώρησης τους ήταν το Ταίναρο.
Θώρακας τριλοβικού τύπου, μαχίμου του καρχηδονιακού στρατού. Ο θώρακας είναι οσκικού τύπου και πιθανολογείται ότι ανήκε σε Οσκο (Ιταλό) μισθοφόρο της Καρχηδόνας. Γενικά ο καρχηδονιακός στρατός αποτελείτο σε μεγάλο βαθμό από μισθοφόρους.
-
Η παράδοση των επιτυχημένων Σπαρτιατών στρατιωτικών ηγετών στο εξωτερικό είχε ήδη αρχίσει από τα μέσα του 5ου αιώνα με τον Κλεανδρίδα. Ο συγκεκριμένος Σπαρτιάτης έγινε ο στρατιωτικός αρχηγός της πανελλήνιας αποικίας των Θουρίων στην Κάτω Ιταλία και νίκησε αρκετες φορές με τα στρατηγήματα του, τους ιθαγενείς ιταλικούς λαούς (Λευκανοί, Βρούτιοι κ.α.). Ομοίως είναι γνωστή η ηγεσία του Γυλίππου, αρχηγού της συρακουσιανής άμυνας εναντίον των Αθηναίων, η οποία ηγεσία υπήρξε καταλυτικός παράγοντας για την καταστροφή των Αθηναίων κατά την Σικελική εκστρατεία (414-3 π.Χ.). Ο δε Κλέαρχος, ένας ακόμη σημαντικός Σπαρτιάτης που έδρασε εκτός της πόλης του, διοικούσε τους «Μυρίους» μισθοφόρους του Νεότερου Κύρου, «με το ξίφος στο ένα του χέρι και το βακτήριο στο άλλο» (Ξενοφών).
Είναι γνωστή η μισθοφορική δράση του Σπαρτιάτη βασιλέα Αγησιλάου και των ανδρών του. Ειδικά η εκστρατεία του στην Αίγυπτο (362 π.Χ.), απέφερε στην Σπάρτη κέρδη 250 ταλάντων. Ακολούθησαν οι αποστολές του βασιλιά Αρχιδάμου στην Κάτω Ιταλία, του βασιλιά Λεωνίδα Β΄ στον στρατό του Σευλεύκου, του Ακροτάτου στην Κάτω Ιταλία και του Κλεωνύμου. Ο τελευταίος αποβιβάστηκε στον Τάραντα με 5.000 Λακεδαιμόνιους και άλλους Έλληνες μισθοφόρους. Aρκετοι ιστορικοί θεωρούν ότι η συνθήκη του 303 π.Χ. ανάμεσα στην Ρώμη και τον Τάραντα οφειλόταν ακριβώς στην παρουσία του Κλεωνύμου και των ανδρών του στην παλαιά σπαρτιατική αποικία και στο δέος των Ρωμαίων για τους περίφημους Σπαρτιάτες. Ακόμη και σε αυτήν την περίοδο της κάμψης της Σπάρτης, η φήμη του στρατού της ήταν αρκετή για να κάνει υποχωρητικούς αντιπάλους όπως η Ρώμη, η οποία είχε ήδη εξελιχθεί στην μεγαλύτερη ιταλική δύναμη έχοντας συνηθίσει να μην υποχωρεί. Πιθανώς ο Κλεώνυμος να ήταν ο πρώτος Σπαρτιάτης που πολέμησε τους Ρωμαίους.
Οπλίτες σε πυκνή τάξη φάλαγγας, ενώ βαδίζουν για να συγκρουσθούν με τον εχθρό. Οι Ελληνες οπλίτες υπήρξαν περιζήτητοι μισθοφόροι σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή (αναπαράσταση από τον Αυστραλιανό Σύλλογο Ιστορικών Μελετών Sydney Ancients).
-
Πρέπει να αναφερθούμε ιδιαίτερα στη σπουδαία και σε μεγάλο βαθμό λησμονημένη μορφή του Ξανθίππου. Πρόκειται για τον αναδιοργανωτή του στρατού της Καρχηδόνας και υπεύθυνο σε μεγάλο βαθμό για την επιτυχή αντίσταση της επί 14 χρόνια στην ρωμαϊκή επίθεση κατά τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο (264-241 π.Χ.). Το 256, μετά τη ναυτική ήττα τους στον Έκνομο και την ακόλουθη ρωμαϊκή εισβολή στην Αφρική, οι Καρχηδόνιοι έστειλαν αξιωματικούς τους στην Ελλάδα προκειμένου να στρατολογήσουν μισθοφόρους. Ένας από αυτούς επέστρεψε με ένα σημαντικό σώμα Ελλήνων μισθοφόρων, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο Ξάνθιππος. Ο Διόδωρος αναφέρει τον Ξάνθιππο ως «Σπαρτιάτη». Ο Πολύβιος είναι πιο ακριβής σχετικά με την καταγωγή του και τον αναφέρει ως «άνδρα της Λακωνικής αγωγής μετεσχηκότα…» (32.1). Αυτό σημαίνει ότι μάλλον ανήκε στην κατηγορία των υπομειόνων. Αποτελεί ενδεχομένως και ισχυρή ένδειξη ότι στάλθηκε ειδικά από τις σπαρτιατικές αρχές, επειδή συνήθιζαν να στέλνουν σε υπερπόντιες αποστολές Λακεδαιμόνιους προερχόμενους από αυτήν την τάξη. Ισως η Σπάρτη να ήθελε να πλήξει έτσι έμμεσα την απειλητικότατη πλέον Ρώμη, όπως είχε πράξει και εναντίον του Αθηναϊκού στρατού, στέλνοντας τον Γύλιππο στις Συρακούσες 160 περίπου χρόνια νωρίτερα. Ενδεχομένως επρόκειτο για μία σπαρτιατική αντίδραση στη ρωμαϊκή κατάκτηση του Τάραντα (σπαρτιατικής αποικίας) λίγο νωρίτερα.
Αναπαράσταση τμήματος του άστεως της Καρχηδόνας, με το κυκλικό πολεμικό λιμάνι της σε πρώτο πλάνο.
-
Όταν o Ξανθιππος έφτασε στην Καρχηδόνα και παρατήρησε τον ξεπερασμένο τρόπο πολέμου που ακολουθούσαν οι στρατηγοί της, τους μέμφθηκε ανοιχτά για τους χειρισμούς τους, γεγονός που τον οδήγησε στο στρατοδικείο. Αυτή η αντίδραση του Σπαρτιάτη είναι ένα ακόμη ισχυρό στοιχείο ότι δεν επρόκειτο για έναν απλό μισθοφόρο αξιωματικό, αλλά για έναν στρατιωτικό σύμβουλο που είχε σταλεί από το σπαρτιατικό κράτος και επομένως προστατευόταν από αυτό. Η απερίσπαστη κριτική του Λακεδαιμόνιου στον τρόπο πολέμου των καρχηδονίων, καθώς και τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε κατά τη δίκη του, κέρδισαν υπέρ του τους ουσιαστικούς κυβερνήτες της Καρχηδόνας. Αυτοί ήταν το συμβούλιο των Εκατό, οι οποίοι τον διόρισαν εντέλει στρατηγό! Τον χειμώνα του 256/5 π.Χ., ο Ξάνθιππος αναμόρφωσε τον στρατό της Καρχηδόνας με βάση τα ελληνικά πρότυπα, φέρνοντας την φάλαγγα και το ιππικό της σε υψηλό επίπεδο οργάνωσης, πειθαρχίας και μαχητικής αξίας. Δίδαξε στους Καρχηδόνιους ακόμη και την ορθή χρήση των ελεφάντων στο πεδίο της μάχης, ένα όπλο που οι Λακεδαιμόνιοι δεν χρησιμοποίησαν ποτέ. Πιθανολογείται ότι ο Ξάνθιππος διέθετε την εμπειρία του πάνω στην χρήση των ελεφάντων, επειδή μάλλον βρισκόταν στην πόλη του κατά την επίθεση του στρατού του Πύρρου εναντίον της, το 272. Πάντως επρόκειτο για επαγγελματία μισθοφόρο, οπότε δεν αποκλείεται να είχε ήδη θητεύσει στους ελληνιστικούς στρατούς της Ανατολής. Ο Ξάνθιππος έδειξε τις ίδιες ικανότητες στον τομέα της τακτικής, όταν υπό την διοίκηση του, ο καρχηδονιακός στρατός συνέτριψε τον ρωμαϊκό στην μάχη του Τύνητος (255 π.Χ.).
Ωστόσο, μετά τις μεγάλες επιτυχίες του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Καρχηδόνα, φοβούμενος για την ζωή του λόγω του φθόνου που αυτές προκάλεσαν στους γηγενείς στρατηγούς. Η αναφορά ότι οι τελευταίοι προσπάθησαν να τον πνίξουν ή ότι το κατάφεραν (Ζωναράς, Αππιανός κ.α.) δεν θεωρείται έγκυρη και ανήκει στη μόνιμη προσπάθεια των Ρωμαίων να δυσφημούν τους Καρχηδόνιους. Το 245 π.Χ. ο Πτολεμαίος Γ΄ της Αιγύπτου διόρισε διοικητή μιας επαρχίας του κράτους του, έναν μισθοφόρο με το όνομα του Ξανθίππου και θεωρείται ότι μάλλον πρόκειται για τον μεγάλο Λακεδαιμόνιο. Κατά το πιθανότερο, μετά την αναχώρηση του από την καρχηδόνα, ο Ξάνθιππος βρήκε αμέσως έναν πλουσιότερο εργοδότη στη γειτονική Αίγυπτο (προφανώς με την άδεια της Σπαρτης). Oι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Ξανθίππου στην Καρχηδόνα διατηρήθηκαν μετά την φυγή του, και απέδωσαν πολύ μεγαλύτερους καρπούς. Ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αμίλκας Βάρκας, ακολούθησε πιστά τα διδάγματα του Λακεδαιμόνιου και κυρίως τα μετέδωσε στον γιο του Αννίβα, έναν από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της παγκόσμιας Ιστορίας. Ο τελευταίος έφερε τους Ρωμαίους στα πρόθυρα της καταστροφής τριάντα εννέα χρόνια αργότερα…
-
Περικλης Δεληγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου