Στα 1938 μια νέα συγγραφέας κάνει δυναμικά την εμφάνισή της στα ελληνικά γράμματα. Ο λόγος της καινοτόμος και ρηξικέλευθος, ελλειπτικός, χωρίς ξεχωριστά γλωσσικά πλουμίδια. Μα αιχμηρός, χειμαρώδης, ευθύβολος και με ιδιότυπη γοητεία, κάνει τα κείμενά της να περνούν απευθείας στην καρδιά του αναγνώστη και να τον δονούν ψυχικά. Είναι η Μέλπω Αξιώτη. Πεζογράφος εκρηκτική και προσωπικότητα ηφαιστειώδης, κόντρα στις κοινωνικές συμβάσεις και τα ποικιλώνυμα κατεστημένα του μεσοπολέμου. Προμηνύει μια δυναμική παρουσία στα ελληνικά γράμματα, αλλά και μια βασανισμένη ζωή, αφού ο κοινωνικός της προσανατολισμός στην αριστερά και η βαθύτατη πολιτικοποίησή της, εκφέρονται σε καιρούς δύσκολους, για τους διανοούμενους του πολιτικού της χώρου. Το πρώτο μυθιστόρημα της Αξιώτη το 1938 φέρει τον τίτλο «Δύσκολες Νύχτες». Διακρίνεται για τον βαθύ στοχασμό του, τον εύτολμο χειρισμό του γλωσσικού εργαλείου, αλλά και την νεότροπη γραφή της, που μάλλον δεν είναι έτοιμοι να την υποδεχτούν οι κριτικοί της εποχής. Αποσπά έτσι η Αξιώτη από την κριτική τον χαρακτηρισμό «συμπαθητικό πρωτόλειο». Στις «Δύσκολε νύχτες» η συγγραφέας καταθέτει βιώματα και αποταμιεύματα της μνήμης από την εφηβική της ηλικία. Με ηθική ενάργεια περιγράφει τον ψυχικό κόσμο εσώκλειστων μαθητριών, οι οποίες ασφυκτιούν στην ταπεινή ελληνική επαρχία, που σπαράζει στους καημούς, την μιζέρια και την κοινωνική της αποτελμάτωση. Αλλά και τον πνιγηρό κόσμο της πρωτεύουσας, που παραδέρνει απροσανατόλιστος, σαν βάρκα δίχως κουπιά και χωρίς πανιά στην απεραντοσύνη της.
Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα διαρκές καθημερινό κουβεντολόημα, όπου οι παραστάσεις και τα βιώματα ανασύρονται μέσα από ένα διαρκές κόχλασμα της μνήμης και όχι από ένα στατικό ψυχολογικό ξετύλιγμα. Κυρίαρχο στοιχείο εδώ στη γραφή της Αξιώτη είναι η αυθορμησία της γραφής. Πίσω όμως από αυτή την αυθορμησία, υπάρχει μια συνειδητή λαμπρή τεχνική, που αναδεικνύει τη συγγραφική μαστοριά και την πρωτότυπη αισθητική τεχνοτροπία της συγγραφέως. Για αυτή την πρωτότυπη τεχνοτροπία της Αξιώτη, η μεγάλη μας κριτικός της εποχής Άλκης Θρύλλος έγραψε χαρακτηριστικά «Η Μέλπω Αξιώτη ένοιωσε από τους πρώτους την ανάγκη να σπάσει το φράγμα μεταξύ λογικού και παραλόγου, να πειραματισθεί σε ένα χώρο που είχε θεωρηθεί απαραβίαστος». Η ενεργός συμμετοχή όμως της Αξιώτη στην αντίσταση και στο ΕΑΜ, είχε σαν συνέπεια τον αναγκαστικό εκπατρισμό της από την Ελλάδα. Κατέφυγε έτσι στο Παρίσι, όπου και από κει συνέχισε δυναμικά μέσω της συμμετοχής σε διαλέξεις συνέδρια, αλλά και της πολυεπίπεδης συγγραφικής της δραστηριότητας, τον αγώνα της στην αριστερά. Μάλιστα στο Παρίσι θα έλθει σε επαφή με όλες τις μεγάλες φυσιογνωμίες της αριστερής διανόησης, όπως τους Λουί Αραγκόν, Πωλ Ελυάρ, Αντρέ και Αλίς Μπονάρ, Πάμπλο Νερούδα κ.α. Η έντονη πολιτική της δράση όμως, κατόπιν διαβήματος της ελληνικής κυβέρνησης προς τη Γαλλική, συντελεί το 1950 στην απέλασή της στην Ανατολική Γερμανία. Η μακρά έτσι απουσία της στο εξωτερικό και η αποκοπή της από την μητρική ελληνική γλώσσα, συνέβαλλε αδιαμφισβήτητα στην περιστολή της συγγραφικής δημιουργίας της Αξιώτη. Χωρίς κανείς να υποβαθμίσει τον παράγοντα πως για ορισμένους συγγραφείς, τέτοιες συνθήκες δημιουργούν «στέρεμα» και αυτής της έμπνευσης. Παρόλα αυτά, 34 χρόνια μετά την εμφάνισή της στα ελληνικά γράμματα, επανακάμπτει δυναμικά με την «Κάδμω», δείχνοντας την αστείρευτη δίψα της, να γράψει στη φυσική γλώσσα, αλλά και την απερίσταλτη καλλιτεχνική της φλέβα, που δεν είναι ικανές να αναχαιτίσουν οι συνθήκές διαρκούς δίωξης στη ζωή της.
Η «Κάδμω» σε μια ελεύθερη κριτική ματιά, θα μπορούσε να θεωρηθεί και σαν αυτοβιογραφία της Αξιώτη. Χαρακτηριστικά στοιχεία εδώ του έργου είναι η βαθιά εξομολόγηση, οι κριτικοί στοχασμοί για τη ζωή και το θάνατο, η απολογητική διάθεση, οι σκέψεις για τη μοίρα και τα είδωλα της συγγραφέως. Η Αξιώτη σαν να προσπαθεί μέσα από δυναμικές αναπάλσεις της μνήμης να ξανακερδίσει το χαμένο χρόνο από τη ζωή της, που οι ατέρμονες διώξεις της στέρησαν. Και η προσπάθεια αυτή μέσα από την αντίστιξη ζωής και πραγμάτων, ιστορίας και φαντασίας, παίρνει πολλές φορές δραματικές διαστάσεις. Τον δραματικό μάλιστα τόνο, προσδίδει η πυκνότητα και η διαδοχή των παρατιθέμενων από τη συγγραφέα καταστάσεων, που δίνουν την αίσθηση υπέρβασης της ανθρώπινης αντοχής. Όπως σημειώνει ο μεγάλος κριτικός της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου «Είναι επώδυνη η αίσθηση των αλλοιώσεων που προξένησε για την Αξιώτη μια μεγάλη απουσία, όταν οι ξένες χώρες και γλώσσες διαβρώνουν σιγά σιγά τη μνήμη και την καθιστούν άγραφο χαρτί». Στην «Κάδμω» λοιπόν η συγγραφέας προσπαθεί να επαναφέρει τη μνήμη και μέσω της επανασύνδεσής της με το παρελθόν, να την κάνει να λειτουργήσει ομαλά φυσιολογικά. Το χάσμα όμως που έχει εν τω μεταξύ προκύψει είναι μεγάλο. Και αν κάπου μπορεί μερικά να αποκατασταθεί, δεν μπορεί στο σύνολό του να βρεί την φυσιολογική του ενότητα. Γιατί μέσα σ΄αυτό το οδυνηρό χρονικό διάστημα υπάρχει για την Αξιώτη, ένα «τυφλό τμήμα» ζωής. Ωστόσο η συγγραφέας με ανεξάντλητη ψυχική αντοχή, δεν εγκαταλείπει τον αγώνα της και πασχίζει μέσα από αυτή την πολυδύναμη ψυχική της προσπάθεια, να αποφύγει τον ηθικό της θάνατο. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η Αξιώτη είναι μια μεγάλη ελληνίδα συγγραφέας και ποιήτρια, που έστω και μέσα από τις αντίξοες συνθήκες ζωής που αντιμετώπισε, μπόρεσε να δημιουργήσει ένα έργο ηθικά δυνατό, γλωσσικά ολοζώντανο, με διαυγή προσωπική ταυτότητα και ξεχωριστή αισθητική τεχνοτροπία. Η Μέλπω Αξιώτη είδε το φως της ζωής στην Αθήνα και πέθανε το 1973 μετά από μακρά ταλαιπωρία με την υγεία της και διαμονή στην κλινική Λυμπέρη, στην πανσιόν Maison de repos. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της και μετά από μια ταραχώδη πορεία που την συνόδευαν οι πολιτικές διώξεις, αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Την στήριξαν πολύ τότε ηθικά και οικονομικά οι φίλοι της Αντρέας Φραγκιάς, Γιάννης Ρίτσος και η Νανά Καλλιανέση. Ήταν μια μεγάλη ελληνίδα δημιουργός, που σε δίσεκτα χρόνια για την Ελλάδα, κράτησε αναμμένη την φλόγα της καλλιτεχνικής δημιουργίας».Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα απο τον κύκλο δοκιμίων μου «Κορυφαίοι της ελληνικής πεζογραφίας» και έχει δημοσιευτεί σε εφημερίδες της Ηλείας και περιοδικά πνευματικού στοχασμού.
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου