Ετικέτες

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Ντέιβιντ Χόλτον: Η Ελλάδα εγκαταλείπει τις νεοελληνικές σπουδές, ένα εργαλείο διπλωματίας


ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΟΥΡΝΑΡΑ
Αν ο κόσμος χάσει την ανθρωπιστική παιδεία είναι σαν να χάνει την ψυχή του και την υπόστασή του, λέει ο καθηγητής Ντέιβιντ Χόλτον.
Ως τυπικός Βρετανός, ο Ντέιβιντ Χόλτον είναι απολύτως συνεπής στο ραντεβού του. Το ρολόι μου έδειχνε 12.29 όταν πέρασα, μεσημέρι, το κατώφλι του «Φιλίππου» στο Κολωνάκι και τον βρήκα να με περιμένει ήδη, καθισμένος σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο.

Ο φημισμένος νεοελληνιστής, φιλόλογος και βυζαντινολόγος, ο οποίος τα τέσσερα τελευταία χρόνια κάνει εκστρατεία για να διασώσει το πρόγραμμα νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, δέχθηκε ευγενικά να μας ενημερώσει για τις τελευταίες εξελίξεις, κατά τη σύντομη επίσκεψή του στην Ελλάδα. Τα εμπόδια που αντιμετωπίζει στον αγώνα του είναι πολλά.
Ο ίδιος συνταξιοδοτήθηκε πια. Το αρχικό κληροδότημα του προγράμματος δεν επαρκεί και η οικονομική κρίση έχει αλλάξει τις προτεραιότητες στον τομέα των δωρεών στην εκπαίδευση. Οι ανθρωπιστικές σπουδές δεν έχουν την επιρροή που διατηρούσαν στο παρελθόν, ενώ είναι λίγοι οι συμπατριώτες μας που αποφασίζουν να υποστηρίξουν έμπρακτα τα ελληνικά γράμματα στο εξωτερικό, όπως έκανε λ.χ. η οικογένεια Ιωάννου, που ίδρυσε το Νέο Ερευνητικό Κέντρο της Σχολής Κλασικών και Βυζαντινών Σπουδών «Stelios Joannou» στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 2007, με μια γενναιόδωρη χορηγία.
Πέρυσι, ορισμένοι επιφανείς Ελληνες του Λονδίνου έκαναν μια απόπειρα να οργανώσουν πρωτοβουλία στήριξης των εδρών και τμημάτων, στην οποία θα ηγείτο συμβολικά η πολιτεία, ενώ εκείνοι θα διασφάλιζαν τη χρηματοδότηση. Συνάντησαν μάλιστα και τον υπουργό Παιδείας, Κ. Αρβανιτόπουλο, που τους διαβεβαίωσε ότι υπάρχει ήδη σχέδιο. Δυστυχώς όμως, η γνωστή αδράνεια από την πλευρά του κράτους οδήγησε την κατάσταση σε ένα –προσωρινό;– αδιέξοδο. Και μπορεί ορισμένοι να δηλώνουν δικαίως ότι η διάσωση και η προώθηση των ελληνικών σπουδών δεν είναι ένα φλέγον θέμα, τη στιγμή που έχει προκύψει ανθρωπιστική κρίση στη χώρα. Από την άλλη, φαίνεται καθαρά ότι ακόμα και οι εφοπλιστές του Λονδίνου που θα ήταν διατεθειμένοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη, αποθαρρύνονται από την αδιαφορία, την έλλειψη οργάνωσης και στόχευσης από τις ελληνικές αρχές. «Χαμένοι στη μετάφραση» ανάμεσα στις δύο πλευρές, είναι άνθρωποι όπως ο Χόλτον, που προσπαθούν να αφυπνίσουν την κοινή γνώμη αλλά και τους εγχώριους παράγοντες, για την τεράστια σημασία που έχει η πολιτιστική διπλωματία όσον αφορά την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό.
Το πρώτο ταξίδι
Παραγγέλνουμε μερικά πιάτα, για να τσιμπολογήσουμε ελαφρά, άλλωστε είναι νωρίς για να φάμε «κανονικά», και ξεκινάμε την κουβέντα στα ελληνικά. Δεν είναι εντυπωσιακός μόνον ο πλούτος του λεξιλογίου του, αλλά και το γεγονός ότι η προφορά του είναι ανεπαίσθητη, κάτι πολύ σπάνιο σε αγγλόφωνο που μιλάει τη γλώσσα μας. Ο Χόλτον περιγράφει πώς ερωτεύτηκε τη χώρα μας στα 19 του χρόνια ως φοιτητής της Κλασικής Φιλολογίας στη Βρετανία. Οπως έκαναν πολλοί άλλοι συμφοιτητές του, αποφάσισε να μας επισκεφθεί για να δει από κοντά τον τόπο μας. Και όπως ήταν φυσικό έκανε μια προσπάθεια να μάθει καθημερινές εκφράσεις της σύγχρονης ελληνικής. Περιηγήθηκε σε πολλά μέρη μέσα σε ένα μήνα και όταν πια γύρισε πίσω, είχε αποκτήσει έναν ισχυρό δεσμό με την Ελλάδα, που διατηρείται ακόμα με αμείωτη ένταση. Το κυριότερο; Αποφάσισε να μας ανακαλύψει και να μας αγαπήσει, όχι μόνον για το αρχαίο κλέος αλλά και για τον σύγχρονο «εαυτό» μας, κάτι που δεν είναι αυτονόητο για όσους έχουν στέρεα κλασική παιδεία.
Κοιτάζοντάς τον, δεν μπορούσα να μην κάνω μια σύγκριση. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς νεοελληνιστές και αρχαιολόγους που μιλούν για την Ελλάδα του ’60 με γλαφυρά περιστατικά, τα οποία αντανακλούσαν έναν άλλο τρόπο ζωής των κατοίκων της, ο Χόλτον αναφέρεται λακωνικά σε εκείνη την περίοδο, σαν να μη θέλει να δώσει πολλές πληροφορίες για την πρώτη του αγάπη. Η αλήθεια είναι πάντως ότι είναι από τους λίγους ξένους που γνωρίζει τόσο καλά όλες τις ιστορικές μας περιόδους από την αρχαιότητα έως σήμερα, ενώ δεν κρύβει το «μεράκι» του για την Κρητική λογοτεχνία και τους μεσαιωνικούς χρόνους. Σήμερα, έχοντας πίσω του δεκαετίες διδακτικού έργου, βλέπει δυστυχώς τον μαρασμό των νεοελληνικών σπουδών στη Βρετανία, μια χώρα όπου ο ελληνισμός έχει ισχυρά ερείσματα, τα οποία παραμένουν ανενεργά και ανεκμετάλλευτα. Ο ίδιος πάντως, παρότι πήρε τη σύνταξή του το 2013, δεν το βάζει κάτω και κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να προωθήσει τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας, έχοντας για μεγαλύτερο αντίπαλο τη δυσμενή οικονομική συγκυρία.
Η θέση λέκτορα στο Κέμπριτζ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
«Ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή» λέει ο κ. Χόλτον. «Στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ υπάρχει μια διδακτική θέση λέκτορα της νέας ελληνικής που θεσμοθετήθηκε αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πρώτος καθηγητής διορίστηκε το 1936, την παρθενική χρονιά του πτυχιακού προγράμματος, που προικοδοτήθηκε από τους Ελληνες. Εγώ κατέλαβα τη θέση αυτή το 1981, διαδεχόμενος τον Παπασταύρου. Από τότε πέρασα από όλες τις βαθμίδες. Ολα αυτά τα χρόνια είχαμε μεν φοιτητές αλλά ποτέ σε μεγάλο αριθμό. Συνήθως ήταν αρχάριοι, με εξαίρεση ορισμένους που έρχονται από την Ελλάδα ή ήταν ελληνικής καταγωγής και ήξεραν τη γλώσσα. Πριν από μερικά χρόνια, μια σειρά από μεταρρυθμίσεις άλλαξαν το καθεστώς της χρηματοδότησης στα προπτυχιακά προγράμματα των βρετανικών πανεπιστημίων. Τα ακριβά δίδακτρα αντικατέστησαν την οικονομική ενίσχυση που έδινε το κράτος. Η οικονομική ύφεση έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα και άρχισαν οι περικοπές σε τμήματα και σχολές: όταν ένας καθηγητής που δίδασκε ένα συγκεκριμένο μάθημα έπαιρνε σύνταξη, το πανεπιστήμιο δεν τον αντικαθιστούσε. Δεν υπάρχει κατ’ ανάγκην σχεδιασμός στις περικοπές και πολλές φορές τα κενά προκύπτουν τυχαία καθώς ορφανεύουν οι θέσεις. Οταν αυτά τα κενά αφορούν μεγάλα τμήματα, οι ελλείψεις δεν γίνονται αντιληπτές. Στη δική μου περίπτωση, η συνταξιοδότηση αφορούσε την ύπαρξη ενός ολόκληρου προγράμματος, καθώς υπήρχε μόνο μία θέση διδάσκοντος. Το αρχικό κληροδότημα έχει ακόμα πόρους, αλλά δεν επαρκεί για να προσληφθεί κάποιος» μας εξηγεί.
Ο κ. Χόλτον εξηγεί ότι η απόφαση του πανεπιστημίου να μην αντικατασταθεί, ελήφθη πριν από πέντε χρόνια. Από το 2009 το Κέμπριτζ δεν δέχθηκε νέους φοιτητές στο πρόγραμμα, έτσι ώστε να μη μείνουν χωρίς καθηγητή μετά την αποχώρηση του ιδίου. Ολο αυτό το διάστημα αγωνίστηκε να συγκεντρώσει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να εξασφαλισθεί η διαδοχή του και να συνεχίσει να διδάσκεται σε ένα από τα σπουδαιότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του κόσμου, ο Καβάφης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης. Δυστυχώς, οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως ο απόφοιτος του τμήματος Νίκος Θεοχαράκης, που έδωσε αμέσως χρήματα. Για να μπορέσει να διασφαλιστεί το πρόγραμμα βεβαίως απαιτείται ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό, λέει ο νεοελληνιστής. Σήμερα, το μόνο που έχει μείνει στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ είναι ένα μεμονωμένο μάθημα ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού με καμιά εικοσαριά φοιτητές ξένων γλωσσών ή κλασικής φιλολογίας.
Οι ανθρωπιστικές σπουδές έχουν δυστυχώς απολέσει τη λάμψη τους
«Χτύπησα πολλές πόρτες αναζητώντας χρηματοδότη αλλά δεν άνοιξε καμιά. Σε περιπτώσεις ισχυρών οικονομικά ιδρυμάτων, το επιχείρημα ήταν ότι δεν μπορούν να μας δώσουν χρήματα, καθώς διοχετεύουν τους πόρους τους για να καλύψουν επιτακτικές ανάγκες του πάσχοντος από την κρίση ελληνικού πληθυσμού. Και το σέβομαι» λέει ο κ. Χόλτον. Και η πλούσια εφοπλιστική κοινότητα του Λονδίνου; «Πιστεύω ότι αν το ελληνικό κράτος αναλάμβανε να συντονίσει μια προσπάθεια, τα μέλη της θα έδιναν χρήματα. Εγινε μια απόπειρα πέρυσι, δυστυχώς όμως δεν προχώρησε» υπογραμμίζει ο νεοελληνιστής. Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί οι Ελληνες εφοπλιστές που γνωρίζουν σε βάθος τη δημόσια διοίκηση αναμένουν μια τέτοια πρωτοβουλία από την πλευρά της πολιτείας. Ενας εξ αυτών εξομολογείτο πρόσφατα στην «Κ» ότι ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο, είναι σημαντική η συμμετοχή των ελληνικών αρχών, καθώς οι δωρητές θέλουν να ξέρουν ότι έχουν τη στήριξη του κράτους και όχι την αδιαφορία του. Ορισμένες φορές ένα απλό τηλεφώνημα ή μια χειρονομία καλής θέλησης από την ελληνική ηγεσία προς το μέρος τους θα μπορούσε να φέρει σπουδαία αποτελέσματα, αλλά δυστυχώς, δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Πάντως, πρέπει να σκεφθεί κανείς ότι αλλιώς διαπραγματεύονται τα βρετανικά πανεπιστήμια με ένα κράτος και αλλιώς με μεμονωμένους ιδιώτες, όσο οικονομικά ισχυροί και αν είναι οι τελευταίοι. Η κρατική αιγίδα σε μια τέτοια διαπραγμάτευση, είναι αναγκαία. Και όπως επισήμανε ο Ελληνας εφοπλιστής που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του, «λεφτά υπάρχουν αλλά χρειάζεται και η διαβεβαίωση ότι το κράτος δεν θα επιδείξει ασυνέπεια αλλά ηθική ενθάρρυνση. Ετσι θα γίνει αντιληπτό ότι πρόκειται περί εθνικού σκοπού και ότι η συμβολή τους θα μπει σε μια νοητή τράπεζα εθνικής φιλανθρωπίας».
«Ας μη γελιόμαστε» μας λέει ο κ. Χόλτον που είναι πραγματιστής. «Το πρόβλημα δεν ξεκίνησε ούτε τελειώνει με την οικονομική ύφεση. Τα προγράμματα που συγκέντρωναν λίγους φοιτητές όπως αυτό των νεοελληνικών σπουδών, ήταν πάντοτε υποψήφια θύματα περικοπών. Τα τελευταία χρόνια έχουμε χάσει πολλές σκανδιναβικές γλώσσες, τα ουγγρικά, τα σερβοκροατικά. Οι ανθρωπιστικές σπουδές έχουν δυστυχώς απολέσει τη λάμψη τους. Οι νέοι στρέφονται σε αντικείμενα σπουδών που θα τους εξασφαλίσουν πιο γρήγορα εργασία. Θέλω να προσθέσω και κάτι άλλο. Δεν θεωρώ ότι η δυσφήμηση της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια συνδέεται με τη φθίνουσα πορεία των νεοελληνικών σπουδών. Πιστεύω όμως ότι η ισχυρή παρουσία των ελληνικών γραμμάτων και του ελληνικού πολιτισμού σε πανεπιστήμια του εξωτερικού μπορεί να αποτελέσει πρώτης τάξεως εργαλείο για την πολιτιστική διπλωματία και για τη βελτίωση της εικόνας της χώρας. Αυτή τη στιγμή η κατάσταση στη Βρετανία έχει ως εξής: Οι νεοελληνικές σπουδές υπάρχουν στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Μπέρμιγχαμ και του Κινγκς Κόλετζ στο Λονδίνο, είτε με προπτυχιακά είτε με μεταπτυχιακά προγράμματα, αλλά είναι σαφές ότι δέχονται οικονομικές πιέσεις» μας ενημερώνει ο κ. Χόλτον.
Χωρίς σχέδιο
Ο ίδιος συμπληρώνει με έμφαση: «Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι πως σε μια εποχή μεγάλων δυσκολιών, το ελληνικό κράτος δεν έχει καταστρώσει ένα σχέδιο αναφορικά με τις προτεραιότητές του στο ζήτημα αυτό. Ετσι κάθε ξένο πανεπιστήμιο αποφασίζει τελικά τι θα κρατήσει στη ζωή και τι όχι. Ας μην κρυβόμαστε, τα τμήματα που έχουν κάτω από έξι διδάσκοντες κινδυνεύουν συνεχώς να κλείσουν. Μόνο μια προικοδοτημένη έδρα θα επιβιώσει. Χρειάζεται μάλιστα οι δωρητές να εξασφαλίσουν ότι τα χρήματα που θα δώσουν θα διατεθούν αποκλειστικά για τη λειτουργία του προγράμματος αυτού και όχι για κάποιον άλλο σκοπό, κάτι που κάνουν συχνά τα ξένα πανεπιστήμια». Αναπόφευκτα η συζήτηση πηγαίνει στα τμήματα νεοελληνικών σπουδών των ΗΠΑ που φαίνεται να τα πηγαίνουν καλύτερα: «Εκεί η κατάσταση είναι διαφορετική. Υπάρχει μεγάλη κοινότητα Ελληνοαμερικανών που θέλουν να μάθουν τη γλώσσα των προγόνων τους, αλλά και το καθεστώς λειτουργίας και χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και των κολεγίων είναι άλλο από αυτό της Βρετανίας. Στις ΗΠΑ, υπάρχει η ελευθερία να προσφέρεται ένα μάθημα στο κολεγιακό πρόγραμμα φέτος και να εξαφανιστεί τον επόμενο χρόνο. Στην Αγγλία ο κύκλος σπουδών έχει άλλη λογική».
Ο κ. Χόλτον εκτιμά ότι η υποχώρηση των ανθρωπιστικών σπουδών έχει άμεση επίδραση στην κοινωνία: «Ζούμε σε μια περίοδο που η γενική πνευματική καλλιέργεια δεν έχει τόση σημασία και κάποιος θέλει να μάθει αγγλικά για να κάνει τη δουλειά του και όχι για να διαβάσει Σαίξπηρ από το πρωτότυπο. Οι ξένες γλώσσες επιλέγονται ως εργασιακό εργαλείο και όχι σύμφωνα με το πνεύμα του Βίτγκενσταϊν που έλεγε ότι τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μας. Πολλά έχουν αλλάξει δυστυχώς. Αν ο κόσμος χάσει την ανθρωπιστική παιδεία είναι σαν να χάνει την ψυχή του και την υπόστασή του…».
Η μεστή συζήτηση φτάνει στο τέλος της, καθώς ο κ. Χόλτον πρέπει να μεταβεί στο αεροδρόμιο. Υπόσχεται ότι θα μας ενημερώνει για οποιαδήποτε θετική –ή αρνητική– εξέλιξη για τις ελληνικές σπουδές στην Αγγλία και αποχαιρετιόμαστε.
Η συνάντηση
Σάββατο μεσημέρι και στου «Φιλίππου» στο Κολωνάκι, υπάρχει μια ατμόσφαιρα οικογενειακή. «Τσιμπήσαμε» πρασόπιτα, χόρτα, φέτα, φασολάκια και όλα ήταν νόστιμα. Ηπιαμε αναψυκτικά. Ο λογαριασμός ήταν 27 ευρώ.
Oι σταθμοί του
1946
Γεννιέται στο Νορθάμπτον της Βρετανίας.
1964
Εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου σπουδάζει κλασική, βυζαντινή και νεοελληνική φιλολογία.
1974
Εκδίδει το βιβλίο «Η διήγησις του Αλεξάνδρου».
1981
Αρχίζει να διδάσκει Νέα Ελληνικά στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.
1997
Γράφει τη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας.
2001
Εκδίδει το βιβλίο «Μελέτες για τον Ερωτόκριτο».
2013
Συνταξιοδοτείται από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.
Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου