Ανδρέας Θεοφάνους
Ένα
θέμα το οποίο προβληματίζει πολύ έντονα την EE είναι ότι στις
επερχόμενες εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο θα αυξηθεί κατακόρυφα η αποχή
και ταυτόχρονα θα ενισχυθούν τα ακραία πολιτικά ρεύματα. Σε μεγάλο
βαθμό η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζει την απογοήτευση των πολιτών των
πλείστων χωρών της Ένωσης. Η ΕΕ σήμερα αντιμετωπίζει ένα από τα
σοβαρότερα προβλήματα της ιστορίας της. Η κρίση χρέους και το χάσμα
μεταξύ Βορρά και Νότου δημιουργούν σοβαρούς κραδασμούς για ολόκληρο το
ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Κυρίως οι χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα
αντικρίζουν την ηγέτιδα χώρα της ΕΕ, τη Γερμανία, περισσότερο ως μια
ηγεμονική δύναμη η οποία εξυπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα εις βάρος
άλλων χωρών.
Ο ευρωσκεπτικισμός έχει αυξηθεί σε ψηλά επίπεδα και το μέλλον δεν προβλέπεται ευοίωνο. Ήδη αρκετοί διανοητές έχουν καταθέσει τη θέση ότι η διαιώνιση της υφιστάμενης πολιτικής θα αυξήσει τις εντάσεις, τις ανισότητες και ίσως οδηγήσει στην κατάρρευση της Ευρωζώνης (όπως τη γνωρίζουμε σήμερα). Προφανώς το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι και πολιτικό, κοινωνικό και στην ουσία του αξιακό.
Υπενθυμίζεται ότι τη δεκαετία του 1980 όταν η ΕΕ είχε αντιμετωπίσει το πρόβλημα της “ευρωσκλήρωσης” υπήρξε η αναγκαία πολιτική βούληση για να προχωρήσει η τότε Κοινότητα προς ενοποιητικές τάσεις. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη πρώτα έδωσε ώθηση στην ελεύθερη διακίνηση προσώπων, προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίου και μεταγενέστερα η Συμφωνία/Συνθήκη του Maastricht ενεθάρρυνε περαιτέρω μια πορεία προς την πολιτική και οικονομική ενοποίηση. Δυστυχώς όμως δεν υπήρξαν επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες για την κοινωνική συνοχή και τη συμμετρική ανάπτυξη των χωρών της ΕΕ.
Σε μεταγενέστερο επίπεδο υποτιμήθηκαν οι κίνδυνοι του ενιαίου νομίσματος όπως είχαν υποδείξει διάφοροι θεωρητικοί. Σήμερα η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης ως έχει τείνει να αναπαράγει την ύφεση. Για παράδειγμα, πως είναι δυνατό να απαιτούνται ισοζυγισμένοι προϋπολογισμοί από χώρες που αντιμετωπίζουν βαθειά ύφεση; Αυτό οδηγεί σε περικοπές δημοσίων δαπανών καθώς και σε φορολογικές αυξήσεις. Ως εκ τούτου η κρίση όχι μόνο διαιωνίζεται αλλά και εμβαθύνεται.
Στην περίπτωση των χωρών οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα χρέους τα δεδομένα είναι πολύ πιο δύσκολα καθώς οι συνταγές που δίδονται δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύουν. Η πολιτική σκληρής λιτότητας όχι μόνο καθιστά πολύ πιο δύσκολη την αποπληρωμή χρεών αλλά επιπρόσθετα συντρίβει τον κοινωνικό ιστό και οδηγεί πολλούς ανθρώπους στο περιθώριο.
Στη σημερινή συγκυρία υπάρχουν διάφορα δεδομένα τα οποία θα πρέπει να αξιολογηθούν. Δεν είναι μόνο η δημιουργία Τραπεζικής και Δημοσιονομικής Ένωσης που θα βοηθήσουν στην έξοδο από την κρίση. Πάνω απ’ όλα είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο τους και η όλη οικονομική φιλοσοφία. Ο τρόπος που έχει λειτουργήσει η Γερμανία μέχρι σήμερα τείνει να αναβαθμίζει τις εντάσεις στις κοινωνίες του Νότου.
Υπάρχουν σήμερα διαφορετικές φιλοσοφίες σε σχέση με την πορεία που η Ένωση θα πρέπει να ακολουθήσει. Δεν αρκεί να υποστηρίζεται ότι τα κράτη θα πρέπει να δώσουν περισσότερες αρμοδιότητες στην ΕΕ. Πέρα από αυτά τα γενικόλογα η ουσία είναι στο τι υπόδειγμα θα πρέπει να προωθηθεί. Και επειδή διαφαίνεται ότι υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις τα κράτη καλούνται να διαδραματίσουν τον δικό τους καθοριστικό ρόλο.
Υπενθυμίζεται ότι η ένταξη στη Νομισματική Ένωση εθεωρείτο ως υπέρτερη επιλογή από το εθνικό νόμισμα καθώς αναμένετο με αυτό τον τρόπο το κάθε κράτος να έχει ισχυρότερη ομπρέλα προστασίας σε περίπτωση κρίσης. Η διακηρυγμένη στις συνθήκες αλληλεγγύη παρέμεινε στα χαρτιά προκαλώντας την απαξίωση των Ευρωπαίων πολιτών. Στη συγκεκριμένη φάση η συμμετοχή στην Ευρωζώνη εμβαθύνει την κρίση στα κράτη που έχουν επηρεασθεί καθώς οι πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί είναι όχι μόνο ανεπαρκείς αλλά και τραγικά λανθασμένες.
Σωστά, μεταξύ άλλων, έχει τεθεί θέμα νομιμοποίησης της Τρόικα. Πέραν τούτου ήδη σε διάφορα επίπεδα έχει τεθεί όχι μόνο ρητορικά αλλά και ουσιαστικά η ανάγκη για επαναξιολόγηση του λόγου ύπαρξης (reason d’etre) της Ένωσης. Αν αυτό το ζήτημα δεν αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά το κάθε κράτος θα έχει την ευθύνη να διασφαλίσει τα συμφέροντα των πολιτών του.
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Ο ευρωσκεπτικισμός έχει αυξηθεί σε ψηλά επίπεδα και το μέλλον δεν προβλέπεται ευοίωνο. Ήδη αρκετοί διανοητές έχουν καταθέσει τη θέση ότι η διαιώνιση της υφιστάμενης πολιτικής θα αυξήσει τις εντάσεις, τις ανισότητες και ίσως οδηγήσει στην κατάρρευση της Ευρωζώνης (όπως τη γνωρίζουμε σήμερα). Προφανώς το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι και πολιτικό, κοινωνικό και στην ουσία του αξιακό.
Υπενθυμίζεται ότι τη δεκαετία του 1980 όταν η ΕΕ είχε αντιμετωπίσει το πρόβλημα της “ευρωσκλήρωσης” υπήρξε η αναγκαία πολιτική βούληση για να προχωρήσει η τότε Κοινότητα προς ενοποιητικές τάσεις. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη πρώτα έδωσε ώθηση στην ελεύθερη διακίνηση προσώπων, προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίου και μεταγενέστερα η Συμφωνία/Συνθήκη του Maastricht ενεθάρρυνε περαιτέρω μια πορεία προς την πολιτική και οικονομική ενοποίηση. Δυστυχώς όμως δεν υπήρξαν επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες για την κοινωνική συνοχή και τη συμμετρική ανάπτυξη των χωρών της ΕΕ.
Σε μεταγενέστερο επίπεδο υποτιμήθηκαν οι κίνδυνοι του ενιαίου νομίσματος όπως είχαν υποδείξει διάφοροι θεωρητικοί. Σήμερα η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης ως έχει τείνει να αναπαράγει την ύφεση. Για παράδειγμα, πως είναι δυνατό να απαιτούνται ισοζυγισμένοι προϋπολογισμοί από χώρες που αντιμετωπίζουν βαθειά ύφεση; Αυτό οδηγεί σε περικοπές δημοσίων δαπανών καθώς και σε φορολογικές αυξήσεις. Ως εκ τούτου η κρίση όχι μόνο διαιωνίζεται αλλά και εμβαθύνεται.
Στην περίπτωση των χωρών οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα χρέους τα δεδομένα είναι πολύ πιο δύσκολα καθώς οι συνταγές που δίδονται δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύουν. Η πολιτική σκληρής λιτότητας όχι μόνο καθιστά πολύ πιο δύσκολη την αποπληρωμή χρεών αλλά επιπρόσθετα συντρίβει τον κοινωνικό ιστό και οδηγεί πολλούς ανθρώπους στο περιθώριο.
Στη σημερινή συγκυρία υπάρχουν διάφορα δεδομένα τα οποία θα πρέπει να αξιολογηθούν. Δεν είναι μόνο η δημιουργία Τραπεζικής και Δημοσιονομικής Ένωσης που θα βοηθήσουν στην έξοδο από την κρίση. Πάνω απ’ όλα είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο τους και η όλη οικονομική φιλοσοφία. Ο τρόπος που έχει λειτουργήσει η Γερμανία μέχρι σήμερα τείνει να αναβαθμίζει τις εντάσεις στις κοινωνίες του Νότου.
Υπάρχουν σήμερα διαφορετικές φιλοσοφίες σε σχέση με την πορεία που η Ένωση θα πρέπει να ακολουθήσει. Δεν αρκεί να υποστηρίζεται ότι τα κράτη θα πρέπει να δώσουν περισσότερες αρμοδιότητες στην ΕΕ. Πέρα από αυτά τα γενικόλογα η ουσία είναι στο τι υπόδειγμα θα πρέπει να προωθηθεί. Και επειδή διαφαίνεται ότι υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις τα κράτη καλούνται να διαδραματίσουν τον δικό τους καθοριστικό ρόλο.
Υπενθυμίζεται ότι η ένταξη στη Νομισματική Ένωση εθεωρείτο ως υπέρτερη επιλογή από το εθνικό νόμισμα καθώς αναμένετο με αυτό τον τρόπο το κάθε κράτος να έχει ισχυρότερη ομπρέλα προστασίας σε περίπτωση κρίσης. Η διακηρυγμένη στις συνθήκες αλληλεγγύη παρέμεινε στα χαρτιά προκαλώντας την απαξίωση των Ευρωπαίων πολιτών. Στη συγκεκριμένη φάση η συμμετοχή στην Ευρωζώνη εμβαθύνει την κρίση στα κράτη που έχουν επηρεασθεί καθώς οι πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί είναι όχι μόνο ανεπαρκείς αλλά και τραγικά λανθασμένες.
Σωστά, μεταξύ άλλων, έχει τεθεί θέμα νομιμοποίησης της Τρόικα. Πέραν τούτου ήδη σε διάφορα επίπεδα έχει τεθεί όχι μόνο ρητορικά αλλά και ουσιαστικά η ανάγκη για επαναξιολόγηση του λόγου ύπαρξης (reason d’etre) της Ένωσης. Αν αυτό το ζήτημα δεν αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά το κάθε κράτος θα έχει την ευθύνη να διασφαλίσει τα συμφέροντα των πολιτών του.
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας
infognomonpolitics@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου