ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΪΔΗΣ*
Οι σκέψεις που ακολουθούν, ένα και μόνο σκοπό φιλοδοξούν να υπηρετήσουν. Τον σκοπό ανάδειξης και αξιοποίησης του γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού παράγοντος στον σχεδιασμό και άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Το ζήτημα δεν είναι ούτε νέο ούτε άγνωστο, αντιθέτως ευρίσκετο συνειδητά ή ασυνείδητα στο επίκεντρο των εξωτερικών στοχεύσεων της χώρας από καταβολής του σύγχρονου ελληνικού κράτους, στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα.
Σήμερα όμως το ίδιο ζήτημα λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία υπό το φως της οικονομικής κρίσεως που βιώνει η χώρα και ο λαός της, γεγονός που επιβάλλει εθνική συστράτευση, εκπόνηση στρατηγικής και αξιοποίηση όλων εκείνων των παραγόντων, είτε σταθερών, είτε και ευκαιριακών (αστάθμητων), που διατίθενται στην φαρέτρα μας ή ανακύπτουν στην πορεία μας.
Αναφερόμενοι στις γεωπολιτικές παραμέτρους η σκέψη μας στρέφεται σχεδόν αυτόματα στην γεωγραφική και γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος, τα σύνορά της (χερσαία και θαλάσσια) και δη στην ιστορική τους διαδρομή, τις σχέσεις φιλίας ή και αντιπαλότητας που οικοδομήσαμε με τα άλλα κράτη, γειτονικά ή μη, τις συμμαχίες που συνήψαμε (διμερείς και πολυμερείς), τους πολέμους που διεξαγάγαμε (ασχέτως αποτελέσματος), και τέλος την εμπλοκή μας καθ’οιονδήποτε τρόπο στις διεθνείς εξελίξεις με θετικό ή και αρνητικό τρόπο, και γενικότερα στην θέση της χώρας μας στο διεθνές γίγνεσθαι.
Θα ήταν μάλλον κοινότοπο αλλά όμως ακριβές να σημειώσει κάποιος, ότι τα προαναφερθέντα, ως παράμετροι και εξελίξεις καθώρισαν, βεβαίως με μεγάλες αναταράξεις, την μοίρα και την πορεία της χώρας κατά τρόπο τελικά σταθεροποιητικό και ιστορικά επωφελή. Επίσης, επέτρεψαν, μετά την τραγική δεκαετία του 1940, την εμπέδωση της ειρήνης και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μέσα σε ένα περιβάλλον σχετικά προβλέψιμο από πλευράς σταθερότητας και ασφάλειας.
Η οικονομική κρίση όμως που εκδηλώθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο τα τελευταία χρόνια, με μεγαλύτερη αν και ανομοιογενή έκφραση και διάσταση στο νότιο τμήμα του, σε συνδυασμό με ορισμένες άλλες διεθνείς εξελίξεις, στις οποίες εμπλέκονται τρίτοι παίκτες ΗΠΑ, Ρωσία, Μεσανατολικές και Νοτιομεσογειακές χώρες, επιβάλλει επανεκτίμηση και ανασχεδιασμό του ελληνικού ρόλου και εμπλοκής σε αυτές.
Για να γίνουμε σαφέστεροι, ενδεικτικά αναφέρουμε την μείωση του ενεργού αμερικανικού ενδιαφέροντος για τις εξελίξεις στην Ν. Ευρώπη (Βαλκάνια), την αργή αλλά προοδευτική τους απεμπλοκή, τουλάχιστον σε στρατιωτικό επίπεδο, από τις κρίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανομένων των ελληνοτουρκικών τριβών και εντάσεων, τον πάντοτε ελλειπτικό και ασταθή βηματισμό της Ε.Ε. στον χώρο της Μ. Ανατολής αλλά και της Βορειοαφρικανικής Μεσογειακής λεκάνης, την προϊούσα ρωσική φιλοδοξία να δραστηριοποιηθεί με πολύ πιο ενεργό και συγκροτημένο τρόπο σε ανοικτά ζητήματα της περιφερείας μας (Συρία, Ιράν) κλπ.
Άξια επισημάνσεως επίσης είναι η εντός ΝΑΤΟ επιχειρούμενη συναντίληψη και συνεργατική έκφραση απόψεων και συμφερόντων ΗΠΑ, Ευρώπης και Ρωσίας, αντί της παραδοσιακής αντίθεσης και αντιπαράθεσης.
Τα προαναφερθέντα στο σύνολό τους ενέχουν ενεργά στοιχεία γεωπολιτικής για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Εάν συλληφθούν εγκαίρως τα αίτια και οι εκτιμώμενες επιπτώσεις τους, είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν στην προσπάθεια επανεύρεσης της μειωμένης αξιοπιστίας της χώρας και της τροφοδοσίας της εξωτερικής της πολιτικής με συγκριτικά πλεονεκτήματα, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Όμως αν και συνιστούν αξιόλογα γεωπολιτικά εργαλεία, από μόνα τους δεν αρκούν. Το μειωμένο ειδικό βάρος της χώρας, η ποθητή ανάπτυξη και η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στις επιμέρους εκφάνσεις της, απαιτούν πρόσθετες προσπάθειες και συνεκτίμηση παραμέτρων.
Γεωπολιτικά εργαλεία διαθέτουμε και οφείλουμε να τα εκμεταλλευθούμε, όταν πρώτον η εν γένει συμπεριφορά μας (και στο εσωτερικό της χώρας) εμπνεύσει διεθνή εμπιστοσύνη, σοβαρότητα και δέσμευση στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος (εσωτερικού ή διεθνούς), δεύτερον όταν μέσω πολιτικών επιδιώκουμε την σύμπηξη συμμαχιών, κοινότητα συμφερόντων και ανάληψης πρωτοβουλιών και ενεργειών, και όταν, τέλος και απαραιτήτως, εξηγούμε και πείθουμε τους τρίτους, φίλους και αντιπάλους, ότι έχουν πολλά να κερδίσουν εφόσον αντιμετωπίσουν την χώρα μας ως ενεργό πόλο εξαγωγής και διαχύσεως ασφάλειας, προβλέψεως και σταθερότητος στον άμεσο περίγυρό της αλλά και πέραν αυτού, δηλαδή στην προβληματική γεωπολιτική της περιφέρεια.
Η προσπάθειά μας απαιτεί χρόνο και συνέπεια. Οι γεωπολιτικές παράμετροι εμφανίζουν, εκ πρώτης όψεως μια σχετικά σταθερή μορφή, ιδίως εάν συσχετισθούν με την παραδοσιακή έννοια της γεωοπολιτικής. Όμως τις τελευταίες δεκαετίες εμβολιάσθηκαν από τα στοιχεία της ανασυνθέσεως και της ρευστότητος οι οποίες απαιτούν, εκτός των άλλων, νηφάλια και επαγγελματική προσέγγιση, χειρισμό και αξιοποίηση.
*Ο κ. Γ. Σαββαΐδης είναι πρέσβης ε.τ. και πρ. γενικός γραμματέας ΥΠΕΞ
Καθημερινή
Οι σκέψεις που ακολουθούν, ένα και μόνο σκοπό φιλοδοξούν να υπηρετήσουν. Τον σκοπό ανάδειξης και αξιοποίησης του γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού παράγοντος στον σχεδιασμό και άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Το ζήτημα δεν είναι ούτε νέο ούτε άγνωστο, αντιθέτως ευρίσκετο συνειδητά ή ασυνείδητα στο επίκεντρο των εξωτερικών στοχεύσεων της χώρας από καταβολής του σύγχρονου ελληνικού κράτους, στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα.
Σήμερα όμως το ίδιο ζήτημα λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία υπό το φως της οικονομικής κρίσεως που βιώνει η χώρα και ο λαός της, γεγονός που επιβάλλει εθνική συστράτευση, εκπόνηση στρατηγικής και αξιοποίηση όλων εκείνων των παραγόντων, είτε σταθερών, είτε και ευκαιριακών (αστάθμητων), που διατίθενται στην φαρέτρα μας ή ανακύπτουν στην πορεία μας.
Αναφερόμενοι στις γεωπολιτικές παραμέτρους η σκέψη μας στρέφεται σχεδόν αυτόματα στην γεωγραφική και γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος, τα σύνορά της (χερσαία και θαλάσσια) και δη στην ιστορική τους διαδρομή, τις σχέσεις φιλίας ή και αντιπαλότητας που οικοδομήσαμε με τα άλλα κράτη, γειτονικά ή μη, τις συμμαχίες που συνήψαμε (διμερείς και πολυμερείς), τους πολέμους που διεξαγάγαμε (ασχέτως αποτελέσματος), και τέλος την εμπλοκή μας καθ’οιονδήποτε τρόπο στις διεθνείς εξελίξεις με θετικό ή και αρνητικό τρόπο, και γενικότερα στην θέση της χώρας μας στο διεθνές γίγνεσθαι.
Θα ήταν μάλλον κοινότοπο αλλά όμως ακριβές να σημειώσει κάποιος, ότι τα προαναφερθέντα, ως παράμετροι και εξελίξεις καθώρισαν, βεβαίως με μεγάλες αναταράξεις, την μοίρα και την πορεία της χώρας κατά τρόπο τελικά σταθεροποιητικό και ιστορικά επωφελή. Επίσης, επέτρεψαν, μετά την τραγική δεκαετία του 1940, την εμπέδωση της ειρήνης και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μέσα σε ένα περιβάλλον σχετικά προβλέψιμο από πλευράς σταθερότητας και ασφάλειας.
Η οικονομική κρίση όμως που εκδηλώθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο τα τελευταία χρόνια, με μεγαλύτερη αν και ανομοιογενή έκφραση και διάσταση στο νότιο τμήμα του, σε συνδυασμό με ορισμένες άλλες διεθνείς εξελίξεις, στις οποίες εμπλέκονται τρίτοι παίκτες ΗΠΑ, Ρωσία, Μεσανατολικές και Νοτιομεσογειακές χώρες, επιβάλλει επανεκτίμηση και ανασχεδιασμό του ελληνικού ρόλου και εμπλοκής σε αυτές.
Για να γίνουμε σαφέστεροι, ενδεικτικά αναφέρουμε την μείωση του ενεργού αμερικανικού ενδιαφέροντος για τις εξελίξεις στην Ν. Ευρώπη (Βαλκάνια), την αργή αλλά προοδευτική τους απεμπλοκή, τουλάχιστον σε στρατιωτικό επίπεδο, από τις κρίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανομένων των ελληνοτουρκικών τριβών και εντάσεων, τον πάντοτε ελλειπτικό και ασταθή βηματισμό της Ε.Ε. στον χώρο της Μ. Ανατολής αλλά και της Βορειοαφρικανικής Μεσογειακής λεκάνης, την προϊούσα ρωσική φιλοδοξία να δραστηριοποιηθεί με πολύ πιο ενεργό και συγκροτημένο τρόπο σε ανοικτά ζητήματα της περιφερείας μας (Συρία, Ιράν) κλπ.
Άξια επισημάνσεως επίσης είναι η εντός ΝΑΤΟ επιχειρούμενη συναντίληψη και συνεργατική έκφραση απόψεων και συμφερόντων ΗΠΑ, Ευρώπης και Ρωσίας, αντί της παραδοσιακής αντίθεσης και αντιπαράθεσης.
Τα προαναφερθέντα στο σύνολό τους ενέχουν ενεργά στοιχεία γεωπολιτικής για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Εάν συλληφθούν εγκαίρως τα αίτια και οι εκτιμώμενες επιπτώσεις τους, είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν στην προσπάθεια επανεύρεσης της μειωμένης αξιοπιστίας της χώρας και της τροφοδοσίας της εξωτερικής της πολιτικής με συγκριτικά πλεονεκτήματα, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Όμως αν και συνιστούν αξιόλογα γεωπολιτικά εργαλεία, από μόνα τους δεν αρκούν. Το μειωμένο ειδικό βάρος της χώρας, η ποθητή ανάπτυξη και η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στις επιμέρους εκφάνσεις της, απαιτούν πρόσθετες προσπάθειες και συνεκτίμηση παραμέτρων.
Γεωπολιτικά εργαλεία διαθέτουμε και οφείλουμε να τα εκμεταλλευθούμε, όταν πρώτον η εν γένει συμπεριφορά μας (και στο εσωτερικό της χώρας) εμπνεύσει διεθνή εμπιστοσύνη, σοβαρότητα και δέσμευση στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος (εσωτερικού ή διεθνούς), δεύτερον όταν μέσω πολιτικών επιδιώκουμε την σύμπηξη συμμαχιών, κοινότητα συμφερόντων και ανάληψης πρωτοβουλιών και ενεργειών, και όταν, τέλος και απαραιτήτως, εξηγούμε και πείθουμε τους τρίτους, φίλους και αντιπάλους, ότι έχουν πολλά να κερδίσουν εφόσον αντιμετωπίσουν την χώρα μας ως ενεργό πόλο εξαγωγής και διαχύσεως ασφάλειας, προβλέψεως και σταθερότητος στον άμεσο περίγυρό της αλλά και πέραν αυτού, δηλαδή στην προβληματική γεωπολιτική της περιφέρεια.
Η προσπάθειά μας απαιτεί χρόνο και συνέπεια. Οι γεωπολιτικές παράμετροι εμφανίζουν, εκ πρώτης όψεως μια σχετικά σταθερή μορφή, ιδίως εάν συσχετισθούν με την παραδοσιακή έννοια της γεωοπολιτικής. Όμως τις τελευταίες δεκαετίες εμβολιάσθηκαν από τα στοιχεία της ανασυνθέσεως και της ρευστότητος οι οποίες απαιτούν, εκτός των άλλων, νηφάλια και επαγγελματική προσέγγιση, χειρισμό και αξιοποίηση.
*Ο κ. Γ. Σαββαΐδης είναι πρέσβης ε.τ. και πρ. γενικός γραμματέας ΥΠΕΞ
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου