Σύμφωνα
με το «Πάριο μάρμαρο»,[1] την αρχαιότερη σχετική μαρτυρία, ο Ευριπίδης
γεννήθηκε στη Φλύα (σημερινό Χαλάνδρι), κατά το πρώτο έτος της 73ης
Ολυμπιάδας, που αντιστοιχεί με το έτος 485 π.Χ. Όμως, μια άλλη
μεταγενέστερη πληροφορία λέει ότι γεννήθηκε στη Σαλαμίνα κατά το πρώτο
έτος της 75ης Ολυμπιάδας, δηλαδή το 480 π.Χ. και μάλιστα, όπως
προσθέτει, κατά την ημέρα της ένδοξης ναυμαχίας (20 Σεπτεμβρίου).
Φαίνεται ότι η δεύτερη αυτή χρονολογία γεννήθηκε από την επιθυμία να
συνδεθεί κι ο Ευριπίδης, όπως ήταν συνδεδεμένοι και οι άλλοι δυο μεγάλοι
ομότεχνοί του, με την ξακουστή ναυμαχία που σταμάτησε την επέκταση της
Ασίας και του πνεύματός της προς την Ευρώπη και που υπήρξε η αφετηρία
του μεγαλείου όχι μονάχα της αθηναϊκής θαλασσοκρατορίας, αλλά και των
αθηναϊκών γραμμάτων, της τέχνης και του φιλοσοφικού στοχασμού.
Τότε
ο Αισχύλος στην ακμή της ανδρικής του ηλικίας, 41 χρονών, «ακλόνητος,
βαριά οπλισμένος πολεμιστής, ολέθριος στους αντιπάλους» για να
μεταχειριστώ μια δική του έκφραση,[2] πολεμούσε μεταξύ των υπερασπιστών
της ελευθερίας, ο Σοφοκλής, ωραίο παλικάρι 16 χρονών, έσερνε το χορό των
εφήβων κρούοντας τη λύρα γύρω από το τρόπαιο της νίκης. Δεν απέμενε
λοιπόν για τον Ευριπίδη παρά να εφευρεθεί και γι’ αυτόν ότι εκείνη τη
μέρα γεννήθηκε. Η συνάντηση αυτή των τριών μεγάλων τραγικών με τη μεγάλη
μέρα φάνηκε πολύ ωραία, κι έτσι έγινε παραδεκτή από τον Πλούταρχο (Ηθ.
717 c), τον Διογένη τον Λαέρτιο (3ος αιώνας μ.Χ.), το «Βίο»,[3] τον
Ησύχιο (5ος μ.Χ. αιώνας), που δέχονται ότι το 480 π.Χ. γεννήθηκε ο
Ευριπίδης.
Με
δύο τύπους παραδίδεται το όνομα του πατέρα του Ευριπίδη, Μνήσαρχος και
Μνησαρχίδης. Κλειτώ λεγόταν η μητέρα του. Αντιφατικές είναι οι
πληροφορίες για την κοινωνική θέση των γονέων του. Εμποράκο (κάπηλο) τον
λέει τον πατέρα του ο «Βιος». Η Κλειτώ έγινε διαρκής στόχος της χλεύης
της Κωμωδίας που δεν έπαυε να τη λέει και να την ξαναλέει χορταρού
(λαχανοπώλιν). Έτσι κακολογήθηκε ο Ευριπίδης, πως τάχα δεν κρατούσε από
ευγενική καταγωγή, αλλά από ανθρώπους κατωτέρου ποιού, που το φανέρωνε η
ενασχόλησή του με δουλειές της αγοράς. Γιατί επικρατούσε η πρόληψη (που
λίγο-πολύ την έχουμε κι εμείς), πως όλοι τους εκεί ήταν λιγάκι
απατεώνες. Μα στους βάναυσους αστεϊσμούς της Κωμωδίας που τους υιοθέτησε
με καταπληκτική ακρισία κι ένας βιογράφος, ο Σάτυρος (3ος αιώνας π.Χ.)
και που πέρασαν και στον «Βίο», αντιτίθεται η πληροφορία που πήρε ο
Σουίδας (10ος αιώνας μ.Χ.) από άλλο βιογράφο, τον Φιλόχορο (3ος αιώνας
μ.Χ.), ότι η μητέρα του Ευριπίδη ήταν από πολύ καλή οικογένεια («των
σφόδρα ευγενών»). Παραδίδεται ακόμα ότι ο πατέρας του είχε τιμηθεί στην
ιδιαίτερη πατρίδα του με κάποιο αξίωμα τοπικής λατρείας του Απόλλωνα.
Άγαλμα του Ευριπίδη
στο Μουσείο του Βατικανού, Ρώμη.
|
Ο
Ευριπίδης ανήκε λοιπόν σε καλή και ευκατάστατη οικογένεια, πράγμα που
βεβαιώνεται κι από την πληροφορία του Θεόφραστου, που την αναφέρει ο
Αθηναίος (2ος μ.Χ. αιώνας), πως ο Ευριπίδης στα νιάτα του είχε διαλεχτεί
οινοχόος των «ορχηστρών», μέλη των πρώτων και πιο ευγενικών αθηναϊκών
οικογενειών, που χόρευαν γύρω από το βωμό του Δήλιου Απόλλωνα. Στο «Βίο»
αναφέρεται ότι στα παιδικά του χρόνια ήταν «πορφυρός του Ζωστηρίου
Απόλλωνα», είχε δηλαδή το αξίωμα να κρατά τη δάδα στην πομπή, που μια
ορισμένη νύχτα καρτερούσε στο Χωστήρα (σημερινή Βουλιαγμένη) το Δήλιο
Απόλλωνα, που ερχόταν από τη Δήλο, και τον συνόδευε στην Αθήνα. Δε θα
έπαιρνε κανένα από αυτά τα δύο θρησκευτικά αξιώματα, αν η καταγωγή του
ήταν κατώτερη. Πάντως, ό,τι κι αν αληθεύει σχετικά με την καταγωγή του,
δεν φαίνεται να έχει παραμεληθεί η αγωγή του και η μόρφωσή του.
Τη
φήμη και το ξεχώρισμα από το πλήθος το αναζήτησε αρχικά στον αθλητισμό.
Ένας χρησμός[4] προείπε στον Μνήσαρχο πως ο γιος του θα κέρδιζε
στεφάνια νίκης σε δημόσιους αγώνες. Συμπέρανε λοιπόν ο φιλόστοργος
πατέρας, που ήθελε να τιμηθεί και να διακριθεί ο γιος του, πως έπρεπε να
τον κάνει αθλητή. Έτσι ο Ευριπίδης ασχολήθηκε με το παγκράτιο (πάλη και
πυγμαχία). Αναφέρονται μάλιστα και βραβεύσεις του σε αγώνες.[5] Μα
γρήγορα παράτησε τον αθλητισμό, που του έριξε μάλιστα και λίθο
αναθέματος σ’ ένα απόσπασμα που σώζεται από τον «Αυτόλυκο», χαμένο πια
σατυρικό του δράμα: «Κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα ουδέν κάκιόν
εστιν αθλητών γένος».
Οι
βιογράφοι του βεβαιώνουν πως η δεύτερη ασχολία που τον τράβηξε στα
νιάτα του ήταν η ζωγραφική, που με την εμφάνιση του Πολύγνωτου σημείωνε
αλματώδη πρόοδο στην Αθήνα. Ζωγραφικούς πίνακες από το χέρι του Ευριπίδη
είχαν την υπερηφάνεια να δείχνουν στα Μέγαρα οι Μεγαρείς. Όταν,
διαβάζοντας ή βλέποντας τραγωδίες του Ευριπίδη, αντικρίζουμε ωραία
συμπλέγματα κι άλλες υπέροχες εικόνες, ζωγραφισμένες με στίχους ποιητή
προικισμένου με γοητευτική και δημιουργική φαντασία, έρχεται στο νου μας
η σκέψη πως έναν μεγάλο ποιητή κέρδισε η λογοτεχνία κι ένα μεγάλο
ζωγράφο έχασε η ζωγραφική. Όμως, πάρα πολλές σκηνές από τα δράματά του
απεικόνισαν η ζωγραφική και η γλυπτική.
Ο
Ευριπίδης είχε την ευτυχία να ζήσει στην εποχή στην οποία έγινε το πιο
καταπληκτικό πνευματικό ξύπνημα που είδε ο κόσμος και το οποίο ολοφάνερα
και αποφασιστικά επέδρασε στο πνεύμα του. Ο Αναξαγόρας τον μύησε στη
φιλοσοφία. Άκουσε τα μαθήματα του Πρόδικου, του Πρωταγόρα,[6] του
φυσικού Αρχέλαου και όπως λένε, είχε φιλία με τον Σωκράτη, που ήταν
θαυμαστής του ποιητή, κι ενώ δε συνήθιζε να πηγαίνει στο θέατρο, δεν
άφηνε καμιά παράσταση του Ευριπίδη και του έδινε μάλιστα τη γνώμη του
και σχετικές συμβουλές για τα δράματά του. Κατείχε σπουδαία βιβλιοθήκη.
Η
παράδοση μας λέει για τον ποιητή, πως ζούσε αποτραβηγμένος από τον
κόσμο στη Σαλαμίνα, σ’ ένα απόμερο παραλιακό σπήλαιο, που το είχε
διασκευάσει σε κατοικία και σπουδαστήριο, όπου μελετούσε κι έγραφε τις
τραγωδίες του έχοντας μπροστά του τα αμέτρητα χαμογέλια των κυμάτων.
Αυτό το σπήλαιο ήταν γνωστό ή υπήρχε ως τα χρόνια του Πλινίου (1ος-2ος
αιώνας μ.Χ.) και οι τουρίστες εκείνης της εποχής που έφταναν ως τη
Σαλαμίνα δεν ξεχνούσαν να το επισκεφτούν. Μα αυτή η απομάκρυνσή του από
τον κόσμο του έφερε μαζί με άλλα αίτια, για κέρδος την αντιδημοτικότητα.
Την τάση του να απομονώνεται την πέρασαν για αλαζονεία και περιφρόνηση,
αφού μάλιστα «και αυστηρός εφαίνετο και μισόγελως» (Βίος, 65-66).
Στις
προτομές του και στους ανδριάντες του[7] οι τεχνίτες του έδωσαν
φυσιογνωμία σκυθρωπού, αγέλαστου και πικραμένου ανθρώπου, με κάπου
βυθισμένα τα βαθουλά του μάτια – ίσως στα δράματα του νου του, που μας
τα έχει εξομολογηθεί ο ποιητής στον «Ηρακλή» του (673-678):
Τις χάρες δε θα πάψω εγώ να σμίγω με τις Μούσες σ’ ένα ζευγάρωμα γλυκό!
Δίχως τις Μούσες να μη ζω, και πάντοτε στεφάνι σ’ όλη τη ζωή μου να φορώ!
(απόδοση από τον Δημ. Σάρρο)
Ο
«Βίος» δίνει την πληροφορία, που πολλοί δεν τη δέχονται για αληθινή,
πως η ζωή του πικράθηκε από δυο ατυχείς γάμους, που δεν του έδωσαν την
ευτυχία που του άξιζε. Αν αυτό είναι αληθινό, θα του μεγάλωσε η
δυστροπία, που την είχε φυσικό του ελάττωμα.
Το
408 π.Χ., γέρος πια, άφησε για πάντα την Αθήνα και πήγε στη Μαγνησία,
την Ασιανή (αυτήν που είναι στον Μαίανδρο) πιθανότατα. Την πόλη αυτή την
είχε χαρίσει ο Αρταξέρξης στον Θεμιστοκλή (Θουκυδίδης Α’ 138), ο οποίος
διωγμένος από την Αθήνα είχε καταφύγει στην περσική Αυλή. Τώρα την
κυβερνούσαν απόγονοι του Θεμιστοκλή, υποτελείς στον βασιλιά των
Περσών.[8]
Μπορούμε
να πιστεύουμε μαζί με το «Βίο» πως στη Μαγνησία έγινε δεκτός με
σεβασμό, όπως με σεβασμό θα τον δέχονταν και στη μακρινή και εχθρική
Σικελία, όπου πολλοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι, απαγγέλλοντας μονόλογους ή
τραγουδώντας χορικά του κι αυτοί γλύτωσαν από τα φρικτά δεινά της
αιχμαλωσίας (Πλούταρχου, Νικίας 29) κι έκαναν γνωστά ποιητικά
αριστουργήματα του Ευριπίδη στην περιοχή του ελληνισμού της Σικελίας.
Πολλές
αιτίες αναφέρονται γι’ αυτόν τον εκπατρισμό του Ευριπίδη σε μια ηλικία
που δύσκολα τον αποφασίζει ένας γέρος και μάλιστα αν πρόκειται να
διαπλεύσει το Αιγαίο, που δεν είναι πάντοτε στις καλές του. Ο ποιητής
είχε πικραθεί από τη δυσμένεια των Αθηναίων, από τους χλευασμούς της
Κωμωδίας και στενοχωριόταν που στους ποιητικούς αγώνες ήταν υποχρεωμένος
να συναγωνίζεται και να συγκρίνεται με μέτριους ποιητές. Ασφαλώς θα το
εύρισκε πολύ οδυνηρό, ποιητής αυτός όχι της αράδας, να αφιερώσει
ολόκληρη τη ζωή του στο θέατρο (έγραψε 92 τραγωδίες), και να πάρει
βραβείο μονάχα 4 φορές. Είδε παραγνώριση της αξίας του και πικράθηκε.
Έπειτα ήταν και τα γεράματα. Καλά το είπε ο Περικλής (Θουκυδίδης, ΙΙ 44,
4), οι γέροι τις θέλουν τις τιμές, είναι χαρά τους. Έβρισκε φρικτή πόλη
την Αθήνα, όπως την είπε και με το στόμα του Ίωνα στην ομώνυμη τραγωδία
του (στίχος 598 και 635). Μονάχα βαρυθυμία μπορούσε να νιώθει ο
Ευριπίδης στην Αθήνα που παραδομένη στην κυριαρχία των δημαγωγών είχε
φύγει πολύ μακριά από την Αθήνα των χρόνων του Περικλή και είχε πέσει σ’
εκείνη τη βαθύτατη ηθική αλλοίωση, όπως και όλος ο ελληνικός κόσμος που
πολύ παραστατικά την περιγράφει ο Θουκυδίδης. Ακόμα και την ημέρα που
έφευγε από την Αθήνα ο Ευριπίδης, δοκίμασε μια μεγάλη πίκρα για κάποια
κοινή εις βάρος του χαιρεκακία. Ποιος ήταν ο λόγος αυτής της χαιρεκακίας
δεν ξέρουμε. Μαρτυρείται μονάχα πως η χαρά αυτή τον στενοχώρησε.
Από
τη Μαγνησία πήγε στη Μακεδονία καλεσμένος του βασιλιά Αρχέλαου,
δίνοντας έτσι με αυτό το δεύτερο ταξίδι του απόδειξη της ζωτικότητάς του
και της αντοχής του στους κόπους. Ικανός βασιλιάς ο Αρχέλαος, που τότε
θεμελίωνε κράτος, που θα έδειχνε όλη τη μεγαλοσύνη του λίγες
δεκαετηρίδες αργότερα, είχε φιλοδοξήσει να ανυψώσει την Πέλλα σε κέντρο
πνευματικό και γι’ αυτό καλούσε στην Αυλή του φημισμένους ανθρώπους των
γραμμάτων και καλλιτέχνες. Στην Πέλλα ο Ευριπίδης βρήκε τον ποιητή
Αγάθωνα, τον μουσικό Τιμόθεο, το ζωγράφο Ζεύξη και ίσως και τον
Θουκυδίδη. Πολύ τιμητικά τον δέχτηκε ο βασιλιάς. Μα κι ο Ευριπίδης έκανε
του υψηλού του φίλου ένα δώρο: Έγραψε στην Πέλλα, για να παιχθεί στο
θέατρό της, τον «Αρχέλαο», τραγωδία εμπνευσμένη από τη ζωή και τις
περιπέτειες του παλιού Αρχέλαου, μακρινού απογόνου του Ηρακλή και ιδρυτή
της δυναστείας. Για το θέατρο της Πέλλας έγραψε στη Μακεδονία και τις
«Βάκχες».
Στην
πατρίδα του δε θέλησε ή δεν πρόφτασε να ξαναγυρίσει. Πέθανε στην Πέλλα,
πιθανότατα το 407. Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα ο θάνατός του, ο Σοφοκλής
φόρεσε πένθιμη ενδυμασία και παρουσιάζοντας «τον χορό και τους υποκριτές
αστεφάνωτους εν τω προαγώνι» («Βίος») απέσπασε τα δάκρια του δήμου. Μια
παράδοση, που η παράλειψή της από τον Αριστοφάνη στους «Βατράχους»
(Λήναια, 405) την κάνει ύποπτη και δύσκολα πιστευτή, λέει ότι τάχα τον
κατασπάραξαν σκύλοι κυνηγετικοί του Αρχέλαου.
Θάφτηκε
στη Μακεδονία (Βίος 36, Παυσανίας 1, 2, 2), στην κοιλάδα της Αρέθουσας
(Πλούταρχου, Λυκούργος 31), κοντά στην Αμφίπολη, κι ο μεγαλοπρεπής του
τάφος, κατασκεύασμα του Αρχέλαου, έγινε τόπος προσκυνήματος των
θαυμαστών του. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν με κενοτάφιο. Η πληροφορία του
«Βίου» για τον συνθέτη του επιγράμματος επάνω στο κενοτάφιο ταλαντεύεται
μεταξύ του ιστορικού Θουκυδίδη και του μελοποιού Τιμόθεου. Πάντως, ο
πρώτος στίχος μας θυμίζει τη φράση από τον Θουκυδίδη «ανδρών επιφανών
πάσα γη τάφος». Παραθέτουμε το επίγραμμα σε μετάφραση:
«Τάφος
του Ευριπίδη είναι όλη η Ελλάδα. Τα οστά του τα κρατάει η Μακεδονία,
όπου δέχτηκε τον θάνατο. Πατρίδα του είναι η Αθήνα, η Ελλάδα της
Ελλάδας. Πολλές είναι οι χαρές που έδωσε με τα τραγούδια του, και γι’
αυτό πολλοί είναι κι εκείνοι που τον τιμούν».
Τον
επόμενο αιώνα οι Αθηναίοι του έστησαν χάλκινο ανδριάντα μαζί με τους
ανδριάντες του Αισχύλου και του Σοφοκλή στο θέατρο του Διονύσου, κατά
πρόταση του ρήτορα Λυκούργου, που έκανε και την πρώτη επίσημη έκδοση των
τριών τραγικών.[9]
Ένας
θρύλος που τον διέσωσε ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 31), λέει πως μια
εξαιρετική τιμή έκανε κι ο θεός των κεραυνών στον Ευριπίδη, που μονάχα
στο νομοθέτη Λυκούργο είχε γίνει πρωτύτερα. Κεραυνός έπεσε και στον τάφο
του Ευριπίδη στην Αρέθουσα, όπως είχε πέσει και στου Λυκούργου στη
Σπάρτη. Τούτο το ιστόρημα δείχνει τη γνώμη που είχε απλωθεί στην Ελλάδα
για τον ποιητή.
Άφησε
τρεις γιους, τον Μνησαρχίδη, που είχε γίνει έμπορος, τον ηθοποιό
Μνησίλοχο και τον δραματικό ποιητή Ευριπίδη. Στα κατάλοιπά του βρέθηκαν ο
«Αλκμέων ο δια Κορίνθου» και η «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι».
Ο
Ευριπίδης έγραψε και ελεγείες και άλλα λυρικά ποιήματα. Στον Πλούταρχο
(Νικίας 17) διατηρείται το επίγραμμα που είχε γράψει για τους νεκρούς
του εκστρατευτικού σώματος των Αθηναίων στη Σικελία. Από τον Πλούταρχο
(Αλκιβιάδης 11), πάλι μαθαίνουμε ότι έγραψε κι έναν επινίκιο ύμνο για
τιμή του Αλκιβιάδη, που στα Ολύμπια είχε κερδίσει τρία στεφάνια νίκης σε
αρματοδρομία.
Έγραψε
ενενήντα δράματα. Από όλον αυτόν το μεγάλο θησαυρό γλύτωσαν 18
τραγωδίες και ένα δράμα σατυρικό, ο «Κύκλωψ». Σημειώνονται εδώ τα
σωζόμενα έργα του κατά τη σειρά που τα παρουσίασε, που γι’ άλλα είναι
βέβαιη και γι’ άλλα εικάζεται και παραμένει μονάχα πιθανή.
Άλκηστις
438 π.Χ., Μήδεια 431, Ηρακλείδαι 430-427, Ιππόλυτος στεφανηφόρος 428,
Ανδρομάχη 427-425, Εκάβη 424, Ικέτιδες 422, Ηρακλής Μαινόμενος 424-420,
Ίων 418, Τρωάδες 415, Ιφιγένεια η εν Ταύροις 414-410, Ηλέκτρα 413, Ελένη
412, Φοίνισσαι 411-408, Ορέστης 408. Το σατυρικό δράμα «Κύκλωψ» στα
428-425. Μετά το θάνατό του «Βάκχαι» και «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι» 405. Ο
«Ρήσος» αμφισβητείται, Θεωρείται έργο του 4ου αιώνα, άλλοι τον
κατεβάζουν στους χρόνους των Πτολεμαίων. Ο Murray τον θεωρεί νεανικό
έργο του ποιητή, που αργότερα αρκετά μέρη του ξαναδουλεύτηκαν. Ο Grosens
το θεωρεί γνήσιο έργο του Ευριπίδη και θεωρεί ότι κάτω από το όνομα του
Ρήσου κρύβεται ο βασιλιάς της Θράκης Σιτάλκης και πως η τραγωδία
παίχτηκε στα 424 π.Χ.
Από
τα δράματα που χάθηκαν έχουν διασωθεί πάρα πολλά και πολύ αξιόλογα
αποσπάσματα σε κείμενα άλλων συγγραφέων ή σε περγαμηνές και παπύρους,
που ξεθάβονται στην Αίγυπτο. Από τα ονόματα των τραγωδιών του βρίσκουμε
πως τις υποθέσεις του ο ποιητής τις πήρε από τον Τρωικό κύκλο, από τους
Θηβαϊκούς θρύλους, που σχετίζονται με τον Ηρακλή και τον οίκο των
Λαβδακιδών, από τους θρύλους του Άργους για τον Περσέα και τους
Ατρείδες. Σε άλλες πάλι τραγωδίες βρήκαν θέση θρύλοι Θεσσαλικοί και σε
άλλες θρύλοι Αττικοί.
Από
τις 23 τετραλογίες που έγραψε ο Ευριπίδης, μονάχα 5 τιμήθηκαν με πρώτο
βραβείο. Για πρώτη φορά πήρε βραβείο 13 χρόνια μετά την εμφάνισή του στο
θέατρο, το 442, με μια τετραλογία άγνωστη σε μας. Το πέμπτο βραβείο το
πήρε μετά το θάνατό του με τις «Βάκχες». Από τις νίκες που κέρδισε, όσο
ζούσε, ξέρουμε μια μονάχα, τη νίκη για τον «Ιππόλυτο». Υπήρξε δυσμενής
απέναντί του η επίσημη αθηναϊκή κριτική.
Παρόλη
τη δυσμένεια της επίσημης κριτικής είχε μεγάλη εκτίμηση από το μεγάλο
πλήθος των Αθηναίων. Αυτό ακριβώς συνάγεται από τους αδιάκοπους
χλευασμούς του Αριστοφάνη, που σε καμιά από τις σωζόμενες κωμωδίες του
δεν τον λησμονεί. Αν ήταν αφανής ο Ευριπίδης, θα αναζητούσε κι ο
Αριστοφάνης αλλού το στόχο των βελών του. Καλά είπε ο Σοφοκλής (Αίας
154): «Και βέβαια στις μεγάλες ψυχές αν σημαδέψεις, κάπου θα πετύχεις»
(απόδοση Δημ. Σάρρος).
Από
τον ίδιο τον Αριστοφάνη έχουμε την ένδειξη, πως ο Ευριπίδης ήταν ο
αγαπημένος της νεολαίας, που εκπρόσωπός της ο Φειδιππίδης στις «Νεφέλες»
(στίχος 1377) τον λέει «σοφότατον». Λίγο μετά το θάνατο του Ευριπίδη ο
Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του (869) είχε πει πως η ποίηση του
ποιητή, τον οποίο με λύσσα πολέμησε σ’ όλες του τις κωμωδίες, ήταν
λιγόζωη και πως μαζί του πέθανε κι αυτή. Μα έγινε το αντίθετο. Ο
Ευριπίδης κυριολεκτικά λατρεύτηκε σε όλον τον κόσμο. Ο Μ. Αλέξανδρος
κατά την εκστρατεία του τον είχε στην κινητή του βιβλιοθήκη (Πλουτάρχου,
Αλέξανδρος 8), και κρίσεις του εξέφραζε με στίχους ή μάλλον γνωμικά του
Ευριπίδη (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 53). Ο Κλείτος, και μεθυσμένος που
ήταν, στίχο του Ευριπίδη θυμήθηκε για να λοιδορήσει τον Αλέξανδρο
(Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 51).
Η
φήμη του απλώθηκε κι έξω από τον Ελληνισμό. 300 χρόνια αργότερα ο
Ιούλιος Καίσαρας, που κάποτε είχε δηλώσει πως τα δευτερεία στη Ρώμη θα
τα θυσίαζε πρόθυμα για τα πρωτεία σ’ ένα χωριό, συχνά και με ευχαρίστησή
του με στίχους του Ευριπίδη (Φοίνισσαι 504-506) φανέρωνε τη φιλαρχία
που του φλόγιζε τα σωθικά, όπως και ο Οκταβιανός σε στίχο του Ευριπίδη
κατέφευγε πάλι (Φοίνισσαι 599), για να δικαιολογήσει την πολιτική του.
Έγινε ο ποιητής των θεατρικών παραστάσεων στις Αυλές των βασιλιάδων της
Ασίας (Πλουτάρχου, Κράσος 33). Ρήτορες τον διαβάζουν και αναφέρουν
περικοπές του, όπως π.χ. ο Λυκούργος στο λόγο του «Κατά Λεωκράτους». Οι
ποιητές της Νέας Κωμωδίας τον έχουν για οδηγό τους και δάσκαλο. Της Νέας
Κωμωδίας ποιητής, ο Φιλήμων, δηλώνει πως δε θα είχε κανένα δισταγμό να
τερματίσει τη ζωή του, αν ήταν βέβαιος πως θα συναντούσε τον Ευριπίδη.
Με
τον Ευριπίδη κι από τον Ευριπίδη άρχισε η αττική γλώσσα να παίρνει τον
τύπο που κράτησε για χίλια χρόνια ως φιλολογική γλώσσα και όργανο
πολιτισμού στον ελληνικό κόσμο. Τον διαβάζουν και τον μιμούνται οι
τραγικοί της Ρώμης. Η δόξα του δεν έσβησε στο Μεσαίωνα. Οι Πατέρες της
Εκκλησίας απομνημονεύουν γνωμικά του. Η βασιλεία του παραμένει ακλόνητη
και στους νέους χρόνους. Ο Ρακίνας, ο Κορνήλιος, ο Σίλερ τον μελετούν
και προσπαθούν να τον μιμηθούν. Ο Γκαίτε, θαυμαστής κι αυτός και μιμητής
του, λίγο πριν πεθάνει, γράφει στο Ημερολόγιό του (22/23 Νοεμβρίου
1831) μετά την ανάγνωση του «Ίωνα» τούτα τα βαρυσήμαντα λόγια: «Από τον
καιρό του Ευριπίδη έχουν γεννήσει όλα τα έθνη του κόσμου κανένα
δραματουργό, που να είναι άξιος να του πάει τις παντούφλες;».
«Σημείο
αντιλεγόμενο» έγινε ο Ευριπίδης στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Βιεννέζος
ποιητής και κριτικός G. Schlegel (1808) αρνήθηκε την ποιητική αξία του
Ευριπίδη. Τη γνώμη αυτή δεν τη δέχτηκαν οι δυο μεγάλοι ποιητές της
Γερμανίας, ο Schiller και ο Goethe, ο οποίος μάλιστα δεν απέκρυψε και
την αγανάκτησή του στις συνομιλίες του με τον Eckermann: «Μόνο
γονατιστός είχε ο Schlegel το δικαίωμα να βρει λάθη σ’ έναν τόσο μεγάλο
αρχαίο. Για να αισθανθεί και να τιμήσει κανείς μια μεγάλη προσωπικότητα,
πρέπει κάτι να είναι και ο ίδιος. Όλοι όσοι αρνήθηκαν στον Ευριπίδη το
ύψος, ήταν ή κακόμοιρα ανθρωπάκια, ανίκανα να υψωθούν ως αυτόν, ή
αγύρτες αδιάντροποι…».
Ο
ποιητής του απέραντου ωκεανού των συγκινήσεων και των παθών, «ο πλατύς
ποταμός των δακρύων» όπως τον είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ, με τα φιλοσοφικά
ακροάματα και μελετήματα έγινε και μαθητής της ελληνικής σοφίας, που
είχε βλαστήσει στην Ιωνία και μεταφυτεύθηκε στην Αθήνα. Στίχοι του από
άδηλο δράμα, που τους διέσωσε ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς Δ’ 25,
157), αποτελούν και αυτοβιογραφική εξομολόγησή του και εγκώμιο της
«ιστορίας», της σοφίας δηλαδή στον κύκλο της φιλοσοφίας, της φυσικής,
της ηθικής, που αν την αποχτήσει ο άνθρωπος, στέκει μακριά από τις
μικρότητες και τις ασχήμιες του κόσμου, κι αυτό είναι ευτυχία, τότε
μπορεί να λέγεται «όλβιος» ο άνθρωπος.
Παραθέτουμε τους στίχους σε μετάφραση:
«Καλότυχος
ο κάτοχος σοφίας! Μήτε τους συμπολίτες του πασχίζει να βλάψει, μήτε σε
άδικες πράξεις έχει το νου του. Εξετάζοντας πάντα το αιώνιο σύμπαν και
για ποιο σκοπό και από πού και πώς ορίστηκε η αμετάβλητη τάξη του, δε
συλλογιέται να πράξει έργα αισχρά».
Ποιητής
και στοχαστής βυθίζει το μάτι του στην ανθρώπινη ψυχή, εξετάζει
θρησκευτικά, ηθικά, κοινωνικά και βιοτικά ζητήματα και πασχίζει να φέρει
τους φιλοσοφικούς στοχασμούς στο μεγάλο κοινό. Άδικα δεν τον είπαν
σκηνικό φιλόσοφο.
Διαλέγοντας
τις πιο παθητικές υποθέσεις, τις πιο γόνιμες σε θλίψεις και σε βίαια
πάθη, παρουσιάζει τις πιο σκοτεινές δυνάμεις που φωλιάζουν στα βαθύτερα
και ζοφερότερα σπήλαια της ψυχής και δεν υπακούουν στη λογική και
μάχονται την ηθική αντίσταση. Είναι ζωγράφος του ένστικτου και των
θυελλωδών εκρήξεων της ψυχής, ο ποιητής των συναισθηματικών υπάρξεων,
στου οποίου το θέατρο τα γυναικεία πρόσωπα, πλούσια σε συναισθήματα
μεταλλείο, πήραν την πρώτη θέση. Μακρά σειρά γυναικών περνούν επάνω στη
σκηνή του: Μαρτυρικές παρθένες, σαν την Ιφιγένεια και την Πολυξένη, που
πάντα μας επιβάλλονται με τον αυτοσεβασμό τους και την υπερηφάνεια, με
τη σεμνότητα και τον ηρωισμό τους. Μα παρουσίασε και άλλου τύπου
γυναίκες, που τις βαραίνουν μνησικακία και λύσσα για άγρια εκδίκηση, ή
άλλες, που αν τις βάλει στο σημάδι το φτερωτό παιδί της Αφροδίτης,
χάνουν τη γαλήνη της ψυχής τους, θολώνει ο νους τους, δεν ξέρουν τι
κάνουν. Φέρνει μπροστά μας ολοζώντανα πρόσωπα κυριαρχημένα από σφοδρά
ψυχικά πάθη, όπως για παράδειγμα την Εκάβη στην άγρια λύσσα της όταν
παγίδευσε τον Πολυμήστορα, όπως τη Φαίδρα, όταν μπλέχτηκε στο πάθος που
τη σκοτώνει κι όπως τη Μήδεια, που παραδομένη σε πάθος ακυβέρνητο από το
χαλινό της φρόνησης, μήτε θέλει μήτε μπορεί να αντισταθεί στις σφοδρές
ριπές του ανέμου που δέρνουν την ψυχή της.
Αυτές
σκανδάλισαν και Αθηναίους και Αθηναίες. Αν σταματούσε στου πρώτου τύπου
τις γυναίκες δε θα μπορούσε να πει κανένας τίποτε, όπως δεν είπαν και
για τον Σοφοκλή, που έφερε μπρος στον κόσμο την Αντιγόνη από τα άδυτα
του γυναικωνίτη ηρωίδα και μάρτυρα στεφανωμένη με φως, κι ας ήθελε το
αθηναϊκό ακροατήριο της τραγωδίας τη γυναίκα άγνωστη και στους επαίνους
και στους ψόγους. Τώρα πια δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να θεωρηθεί ο
Ευριπίδης σκληρός εχθρός των γυναικών. Δεν είδαν στο έργο ρεαλισμό,
ρεαλιστική απεικόνιση. Είδαν μισογυνισμό. Αυτό προκάλεσε το σατυρικό
παιχνίδι του Αριστοφάνη το 411 π.Χ., τις «Θεσμοφοριάζουσες».
Η
τραγωδία του Ευριπίδη μπήκε μέσα στη ζωή, κι έτσι κέρδισε εδάφη που δεν
τα είχε πρωτύτερα. Οικογενειακές προστριβές, η ζωή των ταπεινών,
ελαττώματα και προτερήματα της γυναίκας, που αυτός κυριολεκτικά την
ανακάλυψε, ψυχικές αρρώστιες βρήκαν θέση στην Τραγωδία του, που
παρουσιάζει έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Είναι ένας κόσμος
απογυμνωμένος από τη μεγαλοσύνη και την ασύγκριτη λάμψη, που του είχε
δώσει ως τότε η μούσα των ποιητών, όμοια σαν την παλαιότατη Ελλάδα, που ο
Θουκυδίδης της είχε αφαιρέσει τη βασιλική πορφύρα τη ριγμένη επάνω της
από τους θρύλους και την ποίηση. Οι παμπάλαιοι ήρωες δεν είναι πια στη
σκηνή του υπεράνθρωποι, γιατί ήξερε πως οι άνθρωποι πάντα οι ίδιοι
είναι, σαν αυτούς που συναντάμε κάθε μέρα. Το θέατρό του έχει πολύ
ρεαλισμό, που ο Σοφοκλής τον διαπιστώνει με την εύστοχη παρατήρηση, πως ο
Ευριπίδης πλάθει τους ανθρώπους όπως είναι. Κι όταν κάνει τους ήρωες
του ρητορικούς και κριτικούς, ικανούς να παλεύουν σ’ έναν «αγώνα λόγων»
(Ιάσωνας – Μήδεια, Αγαμέμνονας – Μενέλαος, Ετεοκλής – Πολυνείκης,
Άδμητος – Φέρης κ.α.), και επαναστάτες κατά των καθιερωμένων αξιών, τότε
στο θέατρό του παρουσιάζονται άνθρωποι της εποχής του.
Όλα
αυτά που είπαμε, προκαλούσαν το θαυμασμό των θεατών των τραγωδιών του,
αλλά και την κατάκριση, και μάλιστα αυτή σε μεγαλύτερο βαθμό. Έβλεπαν
πως απομακρυνόταν από το πνεύμα που υπήρχε στην άλλη, την παλιά, την
ιερή τραγωδία. Ήταν κι αυτό μια άλλη αφορμή δυσμένειας. Ο μαθητής του
Αναξαγόρα δεν πλησιάζει τους θρύλους της ελληνικής ιερής ιστορίας με το
δέος των ομότεχνών του. Άλλοτε διορθώνει τις χονδροειδείς λαϊκές ιδέες
για τη θεότητα, άλλοτε τις επαναλαμβάνει όπως είναι στη λαϊκή τους
μορφή, προκαλώντας έτσι τον ακροατή να βγάλει μόνος του συμπεράσματα για
την αξιοπιστία ιστορημάτων πλασμένων σε εποχή πολύ μακρινή και πολύ
διαφορετική από την εποχή του αττικού διαφωτισμού. Αυτό ήταν μια πολύ
τσουχτερή ειρωνεία για τους θρήσκους, που με κανένα τρόπο δε θα
μπορούσαν να του τη συγχωρήσουν. Άλλοτε αρνείται ορθά-κοφτά την
αξιοπιστία του θρησκευτικού θρύλου, όπως στην «Ιφιγένεια την εν Ταύροις»
(380-392) και στον «Ηρακλή Μαινόμενο» (1341 κ.ε.). Δεν είχε γνωριστεί
άδικα με τα φιλοσοφικά συστήματα του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη και με
τον Σωκράτη. Τον έκαναν να μορφώσει καθαρά την ιδέα για τον θεό. Έτσι
πολλές φορές δεν περιορίζεται στην άρνηση. Προχωρώντας και σε θετική
προσφορά διατυπώνει την πνευματικότητα του θείου. Όταν ο Απόστολος των
Εθνών, οπλισμένος με γερή ελληνομάθεια, κήρυττε τον Άγνωστο Θεό στους
Αθηναίους, δεν στήριξε την αποκάλυψή του στον Άρατο μονάχα και στον
Κλεάνθη. Αναζήτησε όπλο και στο οπλοστάσιο του Αθηναίου ποιητή: «ποίος
δ’ αν οίκος τεκτόνων πλασθείς υπό δέμας το θείον περιβάλει τοίχων
πτυχαίς;». Φαίνεται ότι οι στίχοι αυτοί γύριζαν στο μυαλό του κι επειδή
δεν μπορούσε να τους θυμηθεί λέξη προς λέξη, έδωσε το νόημά τους με την
παράφραση: «Ούτος ουρανού και γης υπάρχων Κύριος ουκ εν χειροποιήτοις
ναοίς κατοικεί».
Δεν
είναι παράξενο, που οι Πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν πνεύμα χριστιανικό
στις ιδέες του Ευριπίδη, και νεώτεροι φιλόλογοι τον είπαν πρόδρομο του
Χριστιανισμού. Πρέπει όμως να προστεθεί ακόμα, πως όλα αυτά σκανδάλιζαν
αρκετά το ακροατήριό του, έγιναν αφορμή να χαρακτηριστεί για άθεος και
του έφεραν για κέρδος, τουλάχιστον από τους θρήσκους, τη δυσμένεια. Πιο
τυχερός από το Σωκράτη δεν την πλήρωσε τόσο ακριβά, όσο εκείνος.
Με
την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου στράτευσε τον εαυτό του στην
υπηρεσία της αθηναϊκής πολιτικής. Τη σπουδαιότητα της Αθήνας, στην
υπεράσπιση της οποίας με επιβλητικό πεζό λόγο κάλεσε ο Περικλής
(Θουκυδίδης Β’ 41, 51) τους Αθηναίους, ο Ευριπίδης την εκφράζει με
τρυφερό λυρισμό στο Γ’ Στάσιμο της «Μήδειας», αποκορύφωμα μαγευτικής
υμνολογίας της χώρας, την οποία θα χρειαστεί να υπερασπίσουν οι
Ερεχθείδες. Απάντηση στο ιταμό τελεσίγραφο των Σπαρτιατών αποτελούν οι
«Ηρακλείδες», που είναι και έκθεση της ιστορικής αποστολής των Αθηναίων
να μένουν πιστοί σε ό,τι κάνει Ελλάδα την Ελλάδα. Συμβουλή στους
Αθηναίους να συμμαχήσουν με το Άργος δίνει με τις «Ικέτιδες» και με
άλλες δύο χαμένες του τραγωδίες, τον «Κρεσφόντη» και τον «Ερεχθέα», και
συμβουλή στους Μολοσσούς να συμμαχήσουν με την Αθήνα δίνει με την
«Ανδρομάχη», τραγωδία αντιλακωνική, που την προόριζε να παιχτεί στο
θέατρο της Δωδώνης ή, σύμφωνα με τελευταία πιθανότερη γνώμη, στην
Πασσαρώνα, την πρωτεύουσα των Μολοσσών.
Εύρημα
δικό του είναι ο Πρόλογος, που έδινε τις πληροφορίες για το έργο, που
σήμερα δίνουν τα προγράμματα των θεατρικών παραστάσεων. Ήταν απαραίτητη
αυτή η παροχή πληροφοριών, γιατί ο Ευριπίδης προτιμούσε να εργάζεται με
όχι πολύ γνωστούς μύθους ή με όχι πολύ γνωστές παραλλαγές τους, ή και
γιατί πολλές φορές πραγματεύεται τους θρύλους με μεγάλη ελευθερία, τους
τροποποιεί. Μετά τις επεξηγηματικές πληροφορίες του Προλόγου μπορούσε να
καταπιαστεί με τα παθητικότερα μέρη του δράματος.
Ο
από μηχανής θεός, δική του εφεύρεση κι αυτός, τερματίζει απότομα κι
απροσδόκητα τη δύσκολα να ξεδιαλύνει πλοκή των γεγονότων και προλέγει τι
θα απογίνουν οι ήρωες της τραγωδίας, πράγμα που είναι αδύνατο να το
δουν τα μάτια των ανθρώπων στα άγνωστα βάθη του μέλλοντος. Έτσι,
ικανοποιώντας και την κοινή απαίτηση και τη γιορτή που ήταν θρησκευτικά,
παραδίδει κατά το τέλος της τραγωδίας τη μοίρα των θνητών στη βουλή και
στα χέρια των θεών.
Τα
χορικά του τραγούδια, παρόλο που φροντίζει να τα συνδέει με τα πράγματα
της τραγωδίας, αφήνουν την εντύπωση πως δεν είναι σφιχτοδεμένα με το
έργο. Μοιάζουν με ιντερμέδια. Έχουν όμως για αποζημίωση θέλγητρο και
γλαφυρότητα και δυνατό συναίσθημα της φύσης και ωραίες εικόνες,
κεντημένες σε πλούσια σχέδια, που γοητεύον τα μάτια. Διάθεση λυρική
απλώνουν στις τραγωδίες του τα αμοιβαία άσματα των ηθοποιών και οι
μονωδίες, που τις μεταχειρίστηκε πολύ περισσότερο από τον Αισχύλο και
τον Σοφοκλή. Η γοητεία τού άσματός του έσωσε και την Αθήνα από την
καταστροφή και τους Σπαρτιάτες από την ντροπή να γίνουν καταστροφείς της
(Πλουτάρχου, Λύσανδρος 15).Μετά το θάνατο του Ευριπίδη η τραγωδία
πέφτει σε παρακμή. Νέοι ποιητές θα εμφανίζονται μέχρι τα χρόνια του Μ.
Αλέξανδρου και θα προσπαθούν να ανανεώσουν παλαιά θέματα με θεατρικές
εκπλήξεις, έντεχνους συνδυασμούς, αναγνωρίσεις κι επίδειξη ρητορικής,
όχι με απεικόνιση χαρακτήρων. Θα τροφοδοτείται λοιπόν το ρεπερτόριο των
θεατρικών παραστάσεων από τους παλαιότερους. Θίασοι ηθοποιών δίνουν
παραστάσεις σε θέατρα που υπάρχουν σε όλες τις πόλεις, κυρίως από το
δραματολόγιο του Ευριπίδη, που είναι ο ευνοημένος ποιητής της εποχής.
Αυτός θα μεταδίδει τις δραματικές συγκινήσεις και θα συντελέσει κι
αυτός, κοντά στους άλλους παράγοντες, να απλωθεί στην Ασία ο Ελληνισμός
κι απ’ όσα συνδέονται μ’ αυτόν ό,τι ήταν δυνατόν.
Υποσημειώσεις:
[1]
«Πάριο μάρμαρο», ή «Πάριο Χρονικό», είναι μεγάλη μαρμάρινη επιγραφή,
καμωμένη στην Πάρο το 264 π.Χ. Αρχίζει από τον Κέκροπα και τελειώνει στη
χρονιά 264 π.Χ. Περιέχει ειδήσεις για την πολιτική ιστορία, για την
ιστορία των γραμμάτων, σημειώνει τη χρονιά της γέννησης και του θανάτου
ποιητών, των νικών τους, μιλάει για την ίδρυση των αγώνων. Βρέθηκε στη
Σμύρνη το 1627. Τώρα βρίσκεται στην Οξφόρδη. Το 1897 βρέθηκαν και άλλα
κομμάτια.
[2] Αισχύλου απόσπασμα 4 στην Anthologia Lyrica, έκδοση Ed. Hiller.
[3] Άμορφο συμπίλημα για τη ζωή του Ευριπίδη, καμωμένο από πολλά χέρια.
[4]
Βίος 5: Κατά τον Αύλο Γέλλιο (2ος μ.Χ. αιώνας) Χαλδαίοι είχαν προειπεί
στον Μνήσαρχο την ευδοκίμηση του γιου του σε δημόσιους αγώνες (Noctes
Atticae XV, 20).
[5] Βίος 7, Θωμάς Μάγιστρος (13ος-14ος μ.Χ. αιώνας), Αύλος Γέλλιος.
[6]
Ο Διογένης ο Λαέρτιος (9, 54) παρέχει την πληροφορία πως στο σπίτι του
Ευριπίδη είχε συγκεντρωθεί το ακροατήριο στο οποίο ο Πρωταγόρας διάβασε
το έργο του «Περί θεών».
[7]
Πιθανότατα παραστάσεις της μορφής του παρμένες από το χάλκινο ανδριάντα
που του είχαν στήσει οι Αθηναίοι στο Διονυσιακό θέατρο μετά το θάνατό
του.
[8]
Τον 1ο μ.Χ. αιώνα εξακολουθούσε να έχει κάτι προνόμια στη Μαγνησία ένας
ομώνυμος απόγονος του Θεμιστοκλή, φίλος και συμμαθητής του Πλούταρχου
στη σχολή του Αμμωνίου (Πλούταρχου, Θεμιστοκλής 32).
[9]
Είναι άγνωστο αν ο Ευριπίδης είχα κάνει, όσο ζούσε, συνολική έκδοση των
δραμάτων του. Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ο Λυκούργος κατάρτισε και
κατάθεσε στα αρχεία της Πολιτείας ένα επίσημο χειρόγραφο των δραμάτων
των τριών τραγικών, για να το συμβουλεύονται οι ηθοποιοί κι έτσι να
αποφεύγονται νοθείες και παρεμβολές. Στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ο
Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης έδωσε στους Αθηναίους εγγύηση 15 τάλαντα και
δανείστηκε το χειρόγραφο του Λυκούργου, για να διορθώσει τα χειρόγραφα
των 3 τραγικών που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Μα προτίμησε
να μη τηρήσει το λόγο του και να χάσει την εγγύηση. Κράτησε λοιπόν το
χειρόγραφο του Λυκούργου και στους Αθηναίους έστειλε ένα αντίγραφο, που
με όση προσοχή κι αν έγινε, κανένας δεν μπορεί να βεβαιώσει πως δεν είχε
κανένα λάθος.
———————————
Βιογραφικό
Σημείωμα: Ένας από τους μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδος.
Σύμφωνα με πληροφορία που επικράτησε, γεννήθηκε στο 480 π.Χ. στη
Σαλαμίνα και, μάλιστα, την ίδια μέρα που κατατροπώθηκε ο στόλος του
Ξέρξη. Το πιθανότερο όμως είναι ότι γεννήθηκε στα 485,4, όπως μαρτυρεί,
το λεγόμενο Πάριο μάρμαρο. Σύμφωνα με αυτό, ήταν υιός του Μνησάρχου, από
τον αττικό δήμο Φλύας { σημερινό Χαλάνδρι}. Πολλοί από τους αρχαίους
υποστήριζαν ότι ο Ευριπίδης δεν καταγόταν από αριστοκρατικό γένος, η δε
μητέρα του Κλειτώ συχνά γινόταν στόχος σκωμμάτων από τους κωμικούς
ποιητές, επειδή ασκούσε το ταπεινό επάγγελμα της λαχανοπώλιδος. Ωστόσο
άλλες πηγές αποδεικνύουν πως η γενιά του Ευριπίδη, όπως και των δύο
παλαιότερων συναδέλφων του, Αισχύλου και Σοφοκλή, ήταν επίσης ευγενής. Ο
πατέρας του είχε σημαντική κτηματική περιουσία στη Σαλαμίνα, την οποία
μάλιστα ο υιός εξυμνεί σε κάποιο από τα έργα του.
Ο
Ευριπίδης έλαβε επιμελημένη μόρφωση, όπως δείχνουν τα πνευματικά
προϊόντα του. Νεαρός, έλαβε μέρος σε εορτές, στη γενέτειρά του, σαν
ορχηστής και πυρφόρος του Απόλλωνα, και διακρινόταν στην πάλη και στην
πυγμαχία. Γρήγορα όμως άφησε τις σωματικές ασκήσεις και επιδόθηκε στις
πνευματικές ασχολίες. Από φύση του θεωρητικός, και ρέποντας προς τη
φιλοσοφία, μελέτησε τα συγγράμματα των παλαιότερων φιλοσόφων, και
παρακολουθούσε τη διδασκαλία των συγχρόνων του, Αναξαγόρα, Προφίκου,
Πρωταγόρα. Σύχναζε στον κύκλο του Σωκράτη, ο οποίος, αναφέρεται,
μολονότι σπανιότατα πήγαινε στο θέατρο, του άρεσε να παρακολουθεί τα
έργα του Ευριπίδη, κάθε φορά που αυτός πρωτοπαρουσίαζε ένα νέο έργο του.
Είναι φυσικό να άσκησε μεγάλη επίδραση τον Ευριπίδη η συναναστροφή του
με τους σοφούς, στους οποίους όχι λίγα οφείλει η ανάπτυξη της διάνοιάς
του. Είχε, λέγεται, πλούσια βιβλιοθήκη, ήταν μελετηρός, και αυτό
συνάγεται και από τη γνώση που πλούσια είναι διαχυμένη σε όλα τα έργα
του. Από αυτά φαίνεται, επίσης, πως αν ο Ευριπίδης απείχε από την ενεργό
πολιτική, πρόσεχε όμως και παρακολουθούσε τα πολιτικά ζητήματα της
ημέρας και είχε μέγιστο ζήλο να διδάξει τις υγιείς πολιτικές θεωρίες
του.
Ο
Ευριπίδης αποδοκίμαζε την οχλοκρατία, καταφερόταν όμως και κατά της
ολιγαρχίας και των εκπροσώπων την, των πλουσίων και, γενικά, των
αλαζόνων και των σκληρών, και προτιμούσε να επικρατήσει η μέση τάξη των
πολιτών, τους οποίους θεωρεί σωτήρες της πόλεως και σταθερούς φύλακες
της τάξεως. Η φιλοπατρία του είναι φλογερή και ενθουσιαστική, γι’ αυτήν
τον εγκωμιάζει ο ρήτωρ Λυκούργος, ο οποίος και διέσωσε μερικούς στίχους
του ποιητού, που μαρτυρούν την πίστη του και την αγάπη του προς τη
πατρίδα:
Ώ πατρίς είθε πάντες, οι ναίουσί σε,
ούτω φιλοΐεν ως εγώ και ραδίως,
οικοΐμεν αν σε κ’ ουδέν αν πάρχοις κακόν.
Επί
πλέον, ο Ευρυπίδης δεν αφήνει καμία ευκαιρία, για να καυτηριάσει τους
εχθρούς της πατρίδας, τους Λακεδαιμόνιους. Στον οικογενειακό του βίο
είχε ατυχήματα, αν και όσα οι κωμωδοποιοί παρέδωσαν στη δημοσιότητα, δεν
είναι και πολύ αξιόπιστα. Λέγεται ότι η γυναίκα του Μελιτώ τον
απατούσε. Είχε τρεις υιούς, ο δε τρίτος Ευριπίδης επίσης στο όνομα,
παρουσίασε δράματα του πατέρα του, ύστερα από το θάνατό του. Τα
τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αυλή του βασιλιά της
Μακεδονίας Αρχέλαου, που όντας φιλόμουσος, προσκαλούσε στην Πέλλα
πολλούς ποιητές, λογίους και καλλιτέχνες, για να λαμπρύνει τη βασιλεία
του.
Για
να τιμήσει το βασιλικό αυτό προστάτη, ο Ευριπίδης, έγραψε την τραγωδία
«Αρχέλαος», όπου εγκωμιάζει τον ηρακλείδη, σαν ιδρυτή της Μακεδονικής
δυναστείας. Ακόμα και οι « Βάκχες » του, λέγεται, γράφτηκαν για να
παιχθούν στο θέατρο του Αρχέλαου. Το φθινόπωρο του 407, ο μέγας τραγικός
πέθανε στη Μακεδονία και ετάφη εκεί.
Λέγεται,
ότι τον κατασπάραξαν άγρια σκυλιά, αλλά αυτό μπορεί και να είναι
φανταστικό. Ο τάφος του, κοντά στην Αμφίπολη, έγινε προσκυνητήριο των
Αθηναίων θαυμαστών του, κοντά δε στην Αθήνα, προς τιμήν του, ανεγέρθηκε
κενοτάφιο, με το εξής επίγραμμα:
Μνήμα μεν Ελλάς άπασα Ευριπίδου• δ’ ισχύει
Γη Μακεδών η γάρ δέξατο τέρμα βίου
Πατρίς δ’ Ελλάδος Ελλάς, Αθήναι• πλαίστα δε Μούσαις
Τέρψας, εκ πολλών και τον έπαινον έχει.
Αργότερα,
με πρόταση του ρήτορος Λυκούργου, στήθηκε στο θέατρο Διονύσου ο
χάλκινος ανδριάντας του. Κατά την παράδοση, ο Ευριπίδης ήταν σκυθρωπός,
σκεπτικός και σπάνια γελούσε. Είχε, δηλαδή, την αυστηρή φυσιογνωμία πιο
πολύ ενός λεπτολόγου ηθικολόγου, παρά τη δημιουργική ευθυμία του
θεόπνευστου ποιητή.
Ο
Ευριπίδης, εκτός από ένα επινίκιο που έγραψε για τον Αλκιβιάδη, όταν
είχε νικήσει σε αρματοδρομίες, και μια ελεγεία για τους Αθηναίους που
έπεσαν στις Συρακούσες, στην καταστρεπτική εκείνη εκστρατεία, { 415 –
413 π.Χ. }, έγραψε 92 δράματα και 3 τετραλογίες, από τις οποίες,
ελάχιστες διασώθηκαν. Στο πίσω μέρος του ανδριάντα, που βρίσκεται στο
Μουσείο του Λούβρου, και ο Ευριπίδης παρίσταται καθήμενος, αναγράφονται
με αλφαβητική σειρά 37 δράματά του μέχρι του «Ορέστη». Σε μας έφθασαν
μόνο 19, ανάμεσα στα οποία και ένα σατυρικό, ο « Κύκλωψ ».
Ο
Ευριπίδης, σαν νεωτεριστής, προκαλούσε συχνά τις επιφυλάξεις των
καθιερωμένων, των κριτών και των συντηρητικών. Η νεολαία όμως τον
υπεραγαπούσε και τον αποκαλούσε σοφότατο.
Οι Ρήσεις Του Ευριπίδη
Ρήση Υπ.Αρίθ.1: Η αρετή των ανθρώπων λάμπει κ μετά το θάνατο.
Ρήση Υπ.Αρίθ.2: Δεν έχει να φοβάται η χώρα από το λαό, αλλά από αυτούς που κυβερνούν.
Ρήση Υπ.Αρίθ.3: Ο πλούτος είναι πρόσκαιρος, ποτέ δεν είναι σταθερός.
Ρήση Υπ.Αρίθ.4: Δεν παίρνει ποτέ κανένας αδικαιολόγητα τα όπλα, όταν αγαπάει την πατρίδα του.
Ρήση Υπ.Αρίθ.5: Δεν είναι τίποτε ίσο ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.6: Η συγκράτηση του θυμού χαρακτηρίζει τους συνετούς ανθρώπους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.7: Κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε όταν είναι οργισμένος.
Ρήση Υπ.Αρίθ.8: Το άνθος του θυμού είναι η μανία.
Ρήση Υπ.Αρίθ.9: Πρέπει να κοπιάζεις αν θέλεις να ευτυχήσεις.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.10: Ο τρόπος να κάνει κανείς τα πλήθη να δουν την ομορφιά της
δικαιοσύνης, είναι να τους διδάξει με απλούς τρόπους τις συνέπειες της
αδικίας.
Ρήση Υπ.Αρίθ.11: Στον αμαθή, ο σοφός φαίνεται τρελός.
Ρήση Υπ.Αρίθ.12: Ποιος γνωρίζει αν η ζωή είναι θάνατος, κ θάνατος ζωή.
Ρήση Υπ.Αρίθ.13: Είναι τρομεροί οι πόνοι του τοκετού, όμως η ψυχή της γυναίκας είναι πάντα φιλότεκνη.
Ρήση Υπ.Αρίθ.14: Αν οι θεοί είναι κακοί, δεν είναι θεοί.
Ρήση Υπ.Αρίθ.15: Η εχθρότητα ανάμεσα σε συγγενείς κ φίλους, είναι φοβερή κ δύσκολα ειρηνεύει.
Ρήση Υπ.Αρίθ.16: Οι δεύτερες σκέψεις είναι οι καλύτερες.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.17: Τίποτε δεν είναι ποιό αγαπητό από την πατρική γη, κ είναι
ευτυχισμένος όποιος, ενώ ευημερεί, μένει στην ίδια του την πατρίδα.
Ρήση Υπ.Αρίθ.18: Δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο από το να στερηθείς την πατρική γή.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.19: Μάταια οι γέροντες εύχονται να πεθάνουν, κατηγορώντας τα
γεράματα κ το μακρύ χρόνο του βίου. Όταν πλησιάζει ο θάνατος, κανείς δε
θέλει να πεθάνει.
Ρήση Υπ.Αρίθ.20: Απαίσιο είναι να πλουτίζει κάποιος, κ να μην ξέρει τίποτε άλλο εκτός από τον πλούτο.
Ρήση Υπ.Αρίθ.21: Τα παθήματα πρέπει να τα υπομένεις.
Ρήση Υπ.Αρίθ.22: Κανένας γενναίος δεν καταδέχεται να σκοτώσει τον εχθρό ύπουλα.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.23: Μια μέτρια ζωή, περιέχει ασφάλεια, τα μεγαλεία δεν διαρκούν
πολύ, κ συχνά φέρνουν μεγάλες καταστροφές σε πολλές οικογένειες.
Ρήση Υπ.Αρίθ.24: Δεν ορθοφρονεί η πολιτεία που υποφέρει απο εσωτερικές ταραχές, κ κακόβουλα σχέδια.
Ρήση Υπ.Αρίθ.25: Να μην προσπαθείς να διορθώσεις τους άλλους, ενώ εσύ είσαι γεμάτος ελαττώματα.
Ρήση Υπ.Αρίθ.26: Τα χέρια των νέων είναι γερά για τη δράση, αλλά των γερόντων οι γνώμες είναι καλύτερες.
Ρήση Υπ.Αρίθ.27: Πρέπει να αφήνεται η τύχη ανεμπόδιστη.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.28: Δεν είναι μόνο το αργυρό κ το χρυσό νόμισμα που έχουν αξία,
νόμισμα είναι κ η αρετή κ θα έπρεπε κ αυτή να είχε συναλλαγματική
δύναμη.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.29: Οι πράξεις των τυράννων είναι τρομερές. Καθώς σπάνια
ελέγχονται κ αυθαίρετα ενεργούν στα περισσότερα ζητήματα, δύσκολα
παραμερίζουν τα πάθη τους, χάριν της λογικής κ του δίκαιου.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.30: Ότι μαθαίνει το παιδί με αγάπη, το διατηρεί στοργικά μέχρι
τα γηρατειά του. Πρέπει λοιπόν, να διαπαιδαγωγούνται καλά τα παιδιά.
Ρήση Υπ.Αρίθ.31: Η γυναίκα δεν πρέπει να προσέχει μόνο την ομορφιά της, αλλά κ τις αρετές της.
Ρήση Υπ.Αρίθ.32: Το γυναικείο μυαλό είναι φοβερό στην κατάστρωση τεχνασμάτων.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.33: Το κάστρο, τα χρήματα κ κάθε τι πολύτιμο, μπορεί να το
φυλάξεις εύκολα, τη γυναίκα όμως πολύ δύσκολα μπορείς να τη φυλάξεις.
Ρήση Υπ.Αρίθ.34: Ο θυμός είναι ποιό δυνατός από τη σκέψη, κ αυτό είναι η αιτία πολλών κακών στους ανθρώπους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.35: Κανένας δεν είναι μέχρι τέλους ευτυχισμένος.
Ρήση Υπ.Αρίθ.36: Κανένας ράθυμος δεν δοξάσθηκε.
Ρήση Υπ.Αρίθ.37: Δεν υπάρχει απόκτημα πολυτιμότερο από την αρετή.
Ρήση Υπ.Αρίθ.38: Το χρήμα είναι πολύτιμο στον άνθρωπο, κ έχει δύναμη τρομερή.
Ρήση Υπ.Αρίθ.39: Ο απλός λόγος είναι αληθινός, κ δεν χρειάζεται φανταχτερές επεξηγήσεις.
Ρήση Υπ.Αρίθ.40: Είναι προτιμότερο να ζεί κανείς απλά. Δίχως πλούτη είναι κανείς ποιό ήσυχος κ δεν διατρέχει κινδύνους.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.41: Η αφθονία του πλούτου δεν κατορθώνει πάντα να κάνει
ευτυχισμένο έναν άνθρωπο. Συχνά συναντάς την ευτυχία μέσα σε μιά ταπεινή
κατάσταση.
Ρήση Υπ.Αρίθ.42: Πολύ σπάνια η ευτυχία είναι ολοκληρωμένη κ ανέπαφη απο θλίψεις.
Ρήση Υπ.Αρίθ.43: Οι δειλοί δεν έχουν καμιά αξία.
Ρήση Υπ.Αρίθ.44: Όταν είσαι οργισμένος τίποτε δεν μπορείς να σκεφτείς.
Ρήση Υπ.Αρίθ.45: Η τήρηση των νόμων είναι ο συνεκτικός δεσμός της πολιτείας.
Ρήση Υπ.Αρίθ.46: ΟΙ δρόμος που οδηγεί στην αρετή, είναι δύσκολος.
Ρήση Υπ.Αρίθ.47: Μόνο για κάτι που αξίζει πρέπει να κοπιάζεις.
Ρήση Υπ.Αρίθ.48: Ο άνθρωπος που δεν είναι οργισμένος, είναι ποιό σοφός.
Ρήση Υπ.Αρίθ.49: Χωρίς να κοπιάσεις, δεν θα μπορέσεις να ευτυχήσεις. Είναι αισχρό στο νέο να μη θέλει να κοπιάσει.
Ρήση Υπ.Αρίθ.50: Ο κόπος είναι πατέρας της δόξας.
Ρήση Υπ.Αρίθ.51: Δεν υπάρχει μεγαλύτερη λύπη για τους ανθρώπους, απο το να δούν τα παιδιά τους νεκρά.
Ρήση Υπ.Αρίθ.52: Ο πολιτικός που νικάει με την ευγλωττία του είναι σοφός, αλλά θα ήταν προτιμότερο να νικάει με έργα.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.53: Όποιος παραμελεί στη νεότητα του τη μάθηση, κ το χρόνο που
πέρασε, έχει χάσει κ το μέλλον έχει πεθάνει για αυτόν.
Ρήση Υπ.Αρίθ.54: Τίποτε ποιό αγαπητό στα παιδιά, από τη μητέρα.
Ρήση Υπ.Αρίθ.55: Ο χρόνος αποκαλύπτει τα πάντα στους μεταγενέστερους, είναι ένας φλύαρος που μιλάει ακόμα κ όταν δεν τον ρωτάς.
Ρήση Υπ.Αρίθ.56: Απλός είναι ο λόγος της αλήθειας.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.57: Όταν ο λαός εξεγείρεται κ παραδίνεται στην οργή του, είναι
μιά φλόγα σφοδρή, που μάταια προσπαθείς να τη σβήσεις.
Ρήση Υπ.Αρίθ.58: Χιλιάδες επιχειρήματα δεν φέρνουν το αποτέλεσμα που φέρνει το χρήμα.
Ρήση Υπ.Αρίθ.59: Αν όλοι συμφωνούσαν για το ποιό είναι καλό κ σοφό, για το ποιό είναι άδικο, διαφορές στον κόσμο δεν θα υπήρχαν.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.60: Οι υπομονετικοί, αν κ σπάνια διαμαρτύρονται, εν τούτοις, σε
ορισμένες περιστάσεις κ όταν τους προκαλούν, εκδηλώνουν με θάρρος τις
σκέψεις τους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.61: Δεν ωφελεί να οργιζόμαστε εναντίον των περιστάσεων, αφού οι περιστάσεις είναι κουφές.
Ρήση Υπ.Αρίθ.62: Ειρήνη βαθύπλουτη κ πολύ καλύτερη από τους ευτυχισμένους θεούς
Ρήση Υπ.Αρίθ.63: Πρέπει να τολμούν οι άνθρωποι.
Ρήση Υπ.Αρίθ.64: Ευκολότερα φυλάγεται κανείς απο οξύθυμη γυναίκα η άντρα, παρά απο πανούργο κ σιωπηλό σοφό.
Ρήση Υπ.Αρίθ.65: Ο ζεύς είναι τιμωρός των υπερηφάνων.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.66: Το να πάρεις απόφαση αφού σκεφθείς καλά, είναι πολύ
καλύτερο, το να πάρεις όμως απόφαση στα γρήγορα θα σε κάνει να το
μετανιώσεις.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.67: Όποιος μπορεί να ζήσει άνετα τη ζωή του, να διατηρεί την
ψυχραιμία του σε περίπτωση κακοτυχίας, αυτός θεωρείται ευτυχής.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.68: Ευτυχής είναι εκείνος που μπόρεσε να διασχίσει μια
φουρτουνιασμένη θάλασσα, κ κατάφερε να φτάσει σώος σε λιμάνι
ασφαλισμένο.
Ρήση Υπ.Αρίθ.69: Ευτυχής είναι όποιος μελέτησε την ιστορία.
Ρήση Υπ.Αρίθ.70: Οι ενάρετοι κοπιάζουν.
Ρήση Υπ.Αρίθ.71: Η αρετή είναι το μεγαλύτερο καλό απο αυτά που υπάρχουν στους ανθρώπους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.72: Δια μόχθων βαίνει η αρετή.
Ρήση Υπ.Αρίθ.73: Φοβού το γήρας, ού γαρ έρχεται μόνον.
Ρήση Υπ.Αρίθ.74: Όταν σμίξουν οι τρέλες δύο ανθρώπων, γίνεται τρομερό κακό.
Ρήση Υπ.Αρίθ.75: Είναι καλό να οδηγεί γέροντα νεαρό χέρι.
Ρήση Υπ.Αρίθ.76: Σοφός δεν είναι εκείνος που αφήνει τον ίδιο άνθρωπο να δυστυχεί.
Ρήση Υπ.Αρίθ.77: Όσοι αποφεύγουν υπερβολικά την Αφροδίτη είναι εξίσου άρρωστοι, με εκείνους που την κυνηγούν υπερβολικά.
Ρήση Υπ.Αρίθ.78: Δεν πρέπει να λες καλό λόγο για κακά έργα.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.79: Τρείς είναι οι αρετές που οφείλει να ασκεί κανείς: Να τιμάς
τους θεούς, τους γονείς που τον ανέθρεψαν κ τους νόμους. Αυτά αν κάνει,
πάντοτε θα έχει το στεφάνι της δόξας.
Ρήση Υπ.Αρίθ.80: Τα ελαττώματα θεραπεύονται. Τα γεγονότα όμως δεν διορθώνονται.
Ρήση Υπ.Αρίθ.81: Κανένας θεός δεν διάκειται με δυσμένεια προς τους ανθρώπους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.82: Πικρό για νέα γυναίκα ο ηλικιωμένος σύζυγος.
Ρήση Υπ.Αρίθ.83: Τίποτε δεν υπάρχει καλύτερο από την πολιτεία κ τους νόμους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.84: Όταν υπάρχουν οι νόμοι, κ ο αδύνατος κ ο πλούσιος ίσοι είναι απέναντι του δικαίου.
Ρήση Υπ.Αρίθ.85: Ο χρόνος δεν καταστρέφει ότι μένει από τους ενάρετους ανθρώπους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.86: Έχε θάρρος, γιατί η δύναμη του δίκαιου είναι μεγάλη.
Ρήση Υπ.Αρίθ.87: Κανένας από τους θεούς δεν είναι κακός.
Ρήση Υπ.Αρίθ.88: Η ελπίδα είναι προσφιλής στους ανθρώπους, ζημιώνει όμως πολύ.
Ρήση Υπ.Αρίθ.89: Η επιθυμία του πλούτου σε άλλους είναι υπερβολική, σε άλλους μέτρια.
Ρήση Υπ.Αρίθ.90: Οι θελήσεις των θεών ακολουθούν κρυφούς δρόμους, κ κανένας δεν ξέρει ποιά συμφορά τον περιμένει.
Ρήση Υπ.Αρίθ.91: Καλομελέτα.
Ρήση Υπ.Αρίθ.92: Τον πρόθυμο τον ενισχύει περισσότερο ο θεός.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.93: Μια γυναίκα, είτε αθώα είναι, είτε ένοχη, πέφτει στην
κακογλωσσιά, μόνο από το γεγονός ότι απουσιάζει απο το σπίτι της.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.94: Η γυναίκα είναι ένα πλάσμα γεμάτο φόβο. Φοβάται πολύ τις
μάχες κ τρέμει μόλις δει σπαθί. Ωστόσο μέσα στον κύκλο το συζυγικό της,
είναι ποιό αιμοδιψής από όλους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.95: Ότι αρχίσει κακά, κακά θα τελειώσει.
Ρήση Υπ.Αρίθ.96: Της κακής ηδονής η τέρψη είναι σύντομη.
Ρήση Υπ.Αρίθ.97: Όποιος γοητευθεί από τα πλούτη κ την κοινωνική θέση κ παντρευτεί γυναίκα διεφθαρμένη, είναι ανόητος.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.98: Κ το φρούριο κ τα χρήματα κ κάθε τι πολύτιμο, μπορεί να το
φυλάξεις εύκολα. Τη γυναίκα όμως πολύ δύσκολα μπορείς να τη φυλάξεις.
Ρήση Υπ.Αρίθ.99: Όταν πράττεις πάντοτε το δίκαιο, απο την πατρίδα διώκεσαι άδικα κ παράνομα.
Ρήση Υπ.Αρίθ.100: Αν είναι να αδικείς, κάνεις άριστα να αδικείς για την εξουσία.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.101: Αν είχα επιτύχει στη ζωή, σίγουρα θα με τοποθετούσαν
ανάμεσα στους σοφούς, γιατί όλους όσους πετυχαίνουν, σοφούς τους θεωρούν
κ τους ονομάζουν.
Ρήση Υπ.Αρίθ.102: Ω Αφροδίτη, το κράτος σου κυβερνά ολόκληρο το γένος των ανδρών.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.103: Η ανδρεία κ η σύνεση πρέπει να συνοδεύει η μία την άλλη,
γιατί όταν λείπει η μιά απ’ τις δύο, η άλλη τίποτε δεν είναι μόνη της.
Ρήση Υπ.Αρίθ.104: Είναι ανάγκη να αγαπούν όλοι την πατρίδα τους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.105: Μιά σεμνή κ μετριόφρων σύζυγος, είναι προτιμότερη απο μιά αριστοκράτισσα διεφθαρμένη.
Ρήση Υπ.Αρίθ.106: Η θάλασσα σκεπάζει όλες τις κακίες των ανθρώπων.
Ρήση Υπ.Αρίθ.107: Δεν μπορούν να είναι χωριστά τα ένδοξα απο τα κακά, αλλά υπάρχει κάποια σύνδεση.
Ρήση Υπ.Αρίθ.108: Αγαπάτε, τέκνα τη μητέρα σας, γιατί δεν υπάρχει ποιό αγνός κ ποιό γλυκός έρωτας απο αυτόν.
Ρήση Υπ.Αρίθ.109: Είναι προτιμότερος τρείς φορές ο πόλεμος, παρά μια φορά γέννα.
Ρήση Υπ.Αρίθ.110: Οι φίλοι δεν έχουν μεταξύ τους τίποτε δικό τους. Όλα μεταξύ τους είναι κοινά.
Ρήση Υπ.Αρίθ.111: Οι νοήμονες άνθρωποι πρέπει να ελπίζουν.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.112: Βλέπεις ψηλά τον άπειρο αιθέρα, που κρατάει ολόγυρα στην
υγρή αγκαλιά του τη γη; Πίστεψε πως αυτός είναι ο θεός.
Ρήση Υπ.Αρίθ.113: Αργά αλλά σταθερά κινείται η δύναμη των θεών.
Ρήση Υπ.Αρίθ.114: Χωρίς θυμό κάθε άνθρωπος είναι σοφότερος.
Ρήση Υπ.Αρίθ.115: Ευκολότερα φυλάγεται κανείς απο οξύθυμη γυναίκα η άντρα, παρά από πανούργο κ σιωπηλό φιλόσοφο.
Ρήση Υπ.Αρίθ.116: Τα κακά έργα γίνονται παράδειγμα κ καθρέφτης για τους ενάρετους.
Ρήση Υπ.Αρίθ.117: Στους καλούς υπάρχει κάθε είδος σοφίας.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.118: Η κολακεία καταστρέφει καλοθεμελιωμένες πόλεις κ σπίτια.
Δεν θέλουμε τις λέξεις που γοητεύουν την ακοή, αλλά εκείνες που
σπρώχνουν σε τίμιες πράξεις.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.119: Υπάρχουν τρείς τάξεις πολιτών: Οι πλούσιοι, βλαβεροί κ
άπληστοι, οι φτωχοί που οδηγούνται από τους λόγους διεφθαρμένων ηγετών, κ
οι έννομοι που σώζουν το κράτος.
Ρήση Υπ.Αρίθ.120: Όταν δύο ομιλούν, κ ο ένας είναι θυμωμένος, εκείνος που δεν αντιμιλά είναι σοφότερος.
Ρήση Υπ.Αρίθ.121: Όταν ορκίζεται η γλώσσα, δεν ορκίζεται πάντα η ψυχή.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.122: Δεν θα διόριζα κανένα κυβερνήτη κράτους, η διοικητή
στρατού για τα πλούτη του. Ο ηγέτης πρέπει να έχει σύνεση κ σοφία.
Ρήση
Υπ.Αρίθ.123: Είναι αποτρόπαιο για τους ανώτερους ανθρώπους να βλέπουν
έναν ποταμό περιβεβλημένο με τα ανώτερα αξιώματα να κυβερνά το λαό με το
λόγο του.
Το έργο του
Ο
Ευριπίδης, υπηρετώντας πενήντα χρόνια τις Μούσες, έγραψε 88 δράματα,
δηλαδή 22 τετραλογίες και είναι αξιοπαρατήρητο πως ο αριθμός αυτός
συμπίπτει περίπου με τον αριθμό των έργων που αποδίδονται και στον
Αισχύλο από αρχαίους βιογράφους. Τα περισσότερα χάθηκαν, ξέρουμε όμως
τους τίτλους κι έχουμε σύντομα αποσπάσματα μερικών απ’ αυτά.
Τα χαμένα έργα του, σε αλφαβητική σειρά, είναι:
Αιγεύς
Αίολος
Αλέξανδρος
Αλκμέων δια Ψωφίδος
Αλκμέων ο δια Κορίνθου
Αλκμήνη
Αλόπη
Ανδρομέδα
Αντιγόνη
Αντιόπη
Αρχέλαος
Αύγη
Αυτόλυκος
Βελλερεφόντης
Βούσυρις
Γλαύκος
Δανάη
Δίκτυς
Επειός
Ερεχθεύς
Ευρυσθεύς
Θερισταί
Θησεύς
Θυέστης
Ινώ
Ιξίων
Ιππόλυτος καλυπτόμενος
Κάδμος
Κερκυών
Κρεσφόντης
Κρήσσαι
Κρήτες
Λάμια
Λικύμνιος
Μελανίππη η σοφή
Μελανίππη η δεσμώτις
Μελέαγρος
Μυσοί
Οιδίππους
Οινεύς Οινόμαος
Παλαμήδης
Πειρίθους
Πελιάδες
Πηλεύς
Πλεισθένης
Πολύιδος
Πρωτεσίλαος
Ραδάμανθυς
Σθενέβοια
Σίσυφος
Σκύλλα
Σκύριοι
Συλεύς
Τέννης
Τήλεφος
Τημενίδαι
Τήμενος
Υψιπύλη
Φαέθων
Φιλοκτήτης
Φοίνιξ
Φρίξος
Χρύσιππος
Ακέραια σώθηκαν δεκαεννιά δράματα του Ευριπίδη:
Άλκηστις (438 π.Χ.)
Εθνικό Θέατρο – Άλκηστη του Ευριπίδη
|
Το
έργο εκτυλίσσεται στις Φερές της Θεσσαλίας μπροστά στα ανάκτορα του
Αδμήτου. Έχει φτάσει η ώρα που είναι γραμμένο να πεθάνει ο βασιλιάς των
Φερών Άδμητος, αλλά είναι δυνατό να παραμείνει στη ζωή αν κάποιος δικός
του δεχτεί να πεθάνει στη θέση του η γυναίκα του Άλκηστη δέχεται να
πεθάνει για να σωθεί ο άντρας της και κλείνεται μέσα στο παλάτι. Καθώς
οι ώρες περνούν κι οι δυνάμεις της εξαντλούνται, βγαίνει μισοπεθαμένη
στη σκηνή για ν’ αποχαιρετήσει τον ήλιο, τη φύση, το σπίτι της. Δίπλα
της τα δυο της παιδιά και ο άντρας της, που την υποβαστάζει, επιτείνουν
τη συγκίνηση των θεατών. Ο Άδμητος την εξορκίζει να μην πεθάνει, μα η
Άλκηστη το μόνο που ζητά είναι να μην ξαναπαντρευτεί ο άντρας της. Του
παραδίνει ύστερα τα παιδιά της και πεθαίνει πάνω στη σκηνή, ενώ
σπαραχτικός ξεσπά ο θρήνος του γιου της Ευμήλου. Ετοιμάζεται η ταφή της,
μα ξαφνικά, περαστικός από τις Φερές, εμφανίζεται ο Ηρακλής, εύθυμος
και παιχνιδιάρης.
Εθνικό Θέατρο – Άλκηστη του Ευριπίδη
|
Ο
Άδμητος τον φιλοξενεί, δεν του φανερώνει όμως το θάνατο της Άλκηστης
και του λέει πως κάποιος ξένος πέθανε στο ανάκτορο. Ανυποψίαστος
παραμένει ο Ηρακλής, τρώγοντας, πίνοντας και τραγουδώντας. Έρχεται ο
Φέρης, ο πατέρας του Αδμήτου, όπου προσπαθεί να παρηγορήσει το βασιλιά
για το χαμό αγαπημένης του. Ο Άδμητος, συντριμμένος από τον πόνο
κατηγορεί τον πατέρα του πως δε δέχτηκε να θυσιαστεί εκείνος, ο Φέρης
εξοργίζεται και αρχίζει ανάμεσά τους σφοδρή λογομαχία. Ο χορός στο
μεταξύ εξακολουθεί να θρηνεί τη βασίλισσα, όταν, ξάφνου, μισομεθυσμένος
βγαίνει ο Ηρακλής φιλοσοφώντας. Όταν μαθαίνει το θάνατο της Άλκηστης,
υπόσχεται πως θα την αρπάξει από τα χέρια του θανάτου και φεύγει.
Επιστρέφει σε λίγο κρατώντας μια γυναίκα σκεπασμένη με πέπλο, την
αποκαλύπτει και παρουσιάζεται η Άλκηστη, ενώ ο Ηρακλής, παρά την επιμονή
του Αδμήτου, εξαφανίζεται, προτείνοντας να γιορτάσει όλη η χώρα το
χαρούμενο γεγονός.
Το
δράμα αυτό, με τα κωμικά του στοιχεία – το μεθυσμένο Ηρακλή, τη
λογομαχία του Αδμήτου με το Φέρη κ.ά. – πιστεύεται πως ήταν το τελευταίο
δράμα τετραλογίας και είχε τη θέση σατυρικού δράματος.
Ανδρομάχη (420-417 π.Χ.)
Μετά
το θάνατο του Έκτορα, η γυναίκα του Ανδρομάχη γίνεται σκλάβα του γιου
του Αχιλλέα Νεοπτολέμου, με τον οποίο γεννά ένα παιδί το Μολοσσό. Ο
Νεοπτόλεμος όμως παντρεύεται σε λίγο διάστημα τη Σπαρτιάτισσα Ερμιόνη,
που ζηλεύει την Ανδρομάχη και την κατηγορεί ότι με τα μαγικά της βότανα
την έκανε άτεκνη. Στο πρώτο επεισόδιο η λογομαχία των δύο γυναικών είναι
έντονη και ο μικρός Μολοσσός έχει κρυφτεί για να μην τον σκοτώσει η
νόμιμη γυναίκα του Νεοπτολέμου. Τον βρίσκει ο Μενέλαος, που καλεσμένος
από την κόρη του Ερμιόνη έρχεται από τη Σπάρτη και απειλεί πως θα
φονεύσει ή αυτόν ή την Ανδρομάχη. Η Ανδρομάχη προτιμά να πεθάνει για να
γλιτώσει το παιδί της και ο Μενέλαος δίνει εντολή στους υπηρέτες να
ετοιμάσουν το φόνο, ενώ και για το θάνατο του Μολοσσού αποφασίζει η
Ερμιόνη.
Σε
λίγο μάνα και παιδί οδηγούνται στο θάνατο, μέσα σε σπαραχτικό θρήνο.
Και ενώ η συγκίνηση φτάνει στο υψηλότερο σημείο της εμφανίζεται ο
πατέρας του Αχιλλέα, ο Πηλεύς, που τους σώζει και φεύγουν μαζί. Στο
μεταξύ η Ερμιόνη, που φοβάται πως θα την τιμωρήσει ο Νεοπτόλεμος στην
επιστροφή του από τους Δελφούς, αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει, την
προλαβαίνει όμως η σκλάβα παραμάνα της. Ξαφνικά και τελείως απροσδόκητα
μπαίνει στη σκηνή ο Ορέστης. Η Ερμιόνη, βλέποντας τον παλιό
αρραβωνιαστικό της, τον ικετεύει να τη βοηθήσει και να τη σώσει από την
οργή του Νεοπτολέμου. Φεύγουν μαζί για τους Δελφούς και σε λίγο ένας
αγγελιοφόρος έρχεται περιγράφοντας με ζωηρά χρώματα το φόνο του
Νεοπτολέμου, που σχεδόν αμέσως τον φέρνουν οι δούλοι νεκρό στον πάππο
του τον Πηλέα. Ενώ ο Πηλέας ξεσπά σε σπαραχτικό θρήνο, εμφανίζεται “από
μηχανής” η γυναίκα του θεά Θέτις, που συμβουλεύει να παύσουν οι θρήνοι,
να ταφεί ο Νεοπτόλεμος στους Δελφούς, που θα τον κάμει αθάνατο, και να
φύγει η Ανδρομάχη για τη Μολοσσία.
Βάκχαι (405 π.Χ.)
Οι “Βάκχες” του Ευριπίδη
|
Ο
Διόνυσος, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή φτάνει στη Θήβα, ύστερα από μεγάλη
αποδημία στην Ασία, με την ακολουθία του, τις Βάκχες, και σκοπεύει να
τιμωρήσει το βασιλιά των Θηβών Πενθέα και τη μητέρα του Αγαύη, που
αρνήθηκαν να δεχτούν τη λατρεία του. Ο Διόνυσος διατάζει τις Βάκχες να
χτυπούν τα φρυγικά τους τύμπανα γύρω από τα ανάκτορα του Πενθέα. Ο
γέροντας Κάδμος και ο μάντης Τειρεσίας, που αναγνωρίζουν το Διόνυσο, του
κάκου προσπαθούν να πείσουν τον Πενθέα να δεχτεί τη λατρεία του. Ο
βασιλιάς διατάζει να δέσουν το Διόνυσο και να τον φυλακίσουν κοντά στο
στάβλο του παλατιού. Ο Διόνυσος δέχεται ήρεμος την υπερφίαλη ενέργεια
του Πενθέα, αλλά σε λίγο κρημνίζει με σεισμό τα ανάκτορα προσπαθώντας
και πάλι ν’ αλλάξει τη γνώμη του βασιλιά.
Στο
σημείο αυτό φτάνει αγγελιοφόρος από τον Κιθαιρώνα, όπου οι Βάκχες,
χωρισμένες σε τρεις θιάσους, οργιάζουν. Στην αφήγηση του αγγελιοφόρου ο
Πενθεύς εξοργίζεται και απειλεί να εξολοθρεύσει την ακολουθία του
Διονύσου. Υπνωτισμένος από το Διόνυσο οδηγείται στον Κιθαιρώνα και οι
Βάκχες, με επί κεφαλής τη μητέρα του Αγαύη, που είχε δεχτεί πια τη νέα
λατρεία τον κατασπαράζουν σε μια στιγμή παρανοϊκού πάθους, χωρίς να
κάμπτονται από τις τραγικές ικεσίες του. Ο Κάδμος ξαναφέρνει την Αγαύη
στα λογικά της, που θρηνεί διαπιστώνοντας πως εκείνη σκότωσε το γιο της.
Οι
“Βάκχες” είναι από τα συγκλονιστικότερα δράματα του Ευριπίδη, με
λυρικότατο διάλογο. Ήταν προορισμένες να παιχτούν στην αυλή του βασιλιά
της Μακεδονίας Αρχελάου, αλλά το έργο παρουσιάστηκε στην Αθήνα, μετά το
θάνατο του Ευριπίδη. Τις “Βάκχες” τις θαύμαζε ο Γκαίτε, ο οποίος
μετέφρασε αριστουργηματικά το θρήνο της Αγαύης.
Εκάβη (425 π.Χ.)
«Εκάβη» του Ευριπίδη
|
Το
έργο αυτό, που δονείται από έντονο ψυχικό πάθος, ομόφωνα θεωρείται σαν
ένα από τα θαυμαστότερα δημιουργήματα του θεάτρου όλων των αιώνων.
Αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος οι γυναίκες της Τροίας – και
μαζί τους η γυναίκα του Πριάμου Εκάβη – πέφτουν σκλάβες στα χέρια των
Ελλήνων μετά την καταστροφή της Τροίας. Στην επιστροφή τους οι νικητές
σταματούν στη Θρακική χερσόνησο, που βασιλιάς της ήταν ο Πολυμήστωρ,
φίλος του Πριάμου και της Εκάβης. Εκεί η σκλάβα βασίλισσα – και κυρίως
από το σημείο αυτό αρχίζει το δράμα – πληροφορείται πως οι Έλληνες έχουν
αποφασίσει να σφάξουν στον τάφο του Αχιλλέα την κόρη της Πολυξένη.
Η
συντριβή της μητέρας, που εκδηλώνεται με ικεσίες προς τον Οδυσσέα και
με γοερό θρήνο, μετριάζεται από την ευψυχία και τη γαλήνη, με την οποία η
Πολυξένη οδηγείται στο θάνατο. Η τραγική μητέρα, ωστόσο, δεν παύει να
θρηνεί. Σε λίγο ο κήρυκας Ταλθύβιος έρχεται να πει στην Εκάβη να
παραλάβει την κόρη της και της αφηγείται τις λεπτομέρειες της θυσίας.
Αλλά και καινούργια συμφορά περιμένει τη σκλάβα βασίλισσα. Μια υπηρέτρια
που έχει πάει στη θάλασσα να φέρει νερό για να πλύνουν το νεκρό σώμα
της κόρης, φέρνει επιστρέφοντας στα χέρια της νεκρό το γιο της Εκάβης
Πολύδωρο, που σταλμένος από τους γονείς του για ασφάλεια στη Θράκη, κατά
τη διάρκεια των μαχών, είχε φονευτεί από τον Πολυμήστορα και είχε
ριχτεί στο πέλαγος. Η Εκάβη μπροστά στο θέαμα αναλύεται σε οδυρμούς και
μέσα στον πόνο της σκέπτεται πως να εκδικηθεί τον Πολυμήστορα, για την
ενοχή του οποίου δεν έχει καμιά αμφιβολία.
Σ’
αυτό το σημείο έρχεται ο Αγαμέμνων και βρίσκεται μπροστά στο θέαμα της
Εκάβης, που ολοφύρεται πεσμένη πάνω στο νεκρό παιδί της. Ηρεμεί σε λίγο
και παρακαλεί τον Αγαμέμνονα να τη βοηθήσει να εκδικηθεί το φονιά. Ο
Αγαμέμνονας διστάζει στην αρχή, μα τελικά την αφήνει να πραγματοποιήσει
το σχέδιο της. Η Εκάβη καλεί τον Πολυμήστορα με τα παιδιά του, τάχα για
σοβαρή υπόθεση, τον οδηγεί σε μια σκηνή για να του μιλήσει και σε λίγο
ακούγονται οι κραυγές και οι πονεμένες επικλήσεις του. Η διπλοχαροκαμένη
μάνα βγαίνει με τις άλλες σκλάβες και αναγγέλλει η ίδια την πράξη της.
Τυφλωμένος παρουσιάζεται ο Πολυμήστωρ και καθώς ακούει τον Αγαμέμνονα να
δικαιολογεί την Εκάβη, μέσα στο σκοτάδι του πάθους του καταριέται και
προμαντεύει στην Εκάβη και τον Αγαμέμνονα τις συμφορές που θα δοκιμάσουν
στη ζωή τους.
Ελένη (412 π.Χ.)
ΕΛΕΝΗ του Ευριπίδη
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ
|
Η
υπόθεση του έργου αυτού εκτυλίσσεται στην Αίγυπτο, κοντά στον τάφο του
Πρωτέα. Σε αυτό το δράμα παρουσιάζεται μια Ελένη ολότελα διαφορετική από
την άπιστη σύζυγο του Μενελάου. Ο μύθος εδώ στηρίζεται σε μια
πληροφορία του Ηροδότου, σύμφωνα με την οποία ο Πάρης φεύγοντας για την
Τροία δεν πήρε μαζί του την ίδια την Ελένη, αλλά ένα ζωντανό είδωλό της.
Η πραγματική Ελένη με τη βοήθεια της Ήρας πήγε στην Αίγυπτο για να τη
φυλάξει ο συνετός βασιλιάς Πρωτέας. Όταν όμως ο Πρωτέας πέθανε, ο γιος
του Θεοκλύμενος την πιέζει να την κάμει γυναίκα του, μα η Ελένη αρνείται
μένοντας πιστή στον άντρα της που πολεμά στην Τροία.
Για
ν’ απαλλαγεί από το Θεοκλύμενο καταφεύγει στον τάφο του Πρωτέα, όπου
από μια καλή σύμπτωση συναντιέται με το Μενέλαο, που επιστρέφει από τον
πόλεμο ύστερα από επτάχρονη περιπλάνηση και περιπέτειες στα πελάγη.
Αποφασίζουν να διαδώσουν πως ο Μενέλαος πνίγηκε. Με τη βοήθεια της
Θεονόης, αδελφής του Θεοκλύμενου, που ο αγνός και προφητικός χαρακτήρας
της προκαλεί άμετρη συμπάθεια, ξεγελούν το μνηστήρα και φεύγουν η Ελένη
κι ο Μενέλαος για τη Σπάρτη. Οι Διόσκουροι εμφανίζονται “από μηχανής”
και σώζουν τη Θεονόη από την οργή του αδελφού της.
Ηλέκτρα (413 π.Χ.)
«Ηλέκτρα» του Ευριπίδη
|
Στην
τραγωδία των “Χοηφόρων” του Αισχύλου και της “Ηλέκτρας” του Σοφοκλή ο
μύθος είναι διαφορετικός από ό,τι στον Ευριπίδη. Ο Αίγισθος και η
Κλυταιμνήστρα παντρεύουν την Ηλέκτρα με ένα φτωχό γεωργό κοντά στο
Άργος, που μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο νάχει γυναίκα του μια
βασιλοπούλα, είναι άντρας της μόνο κατά τύπους. Ένα πρωί που η Ηλέκτρα
πάει να φέρει νερό από το ποτάμι παρουσιάζονται στη σκηνή ο Ορέστης και ο
Πυλάδης. Την ώρα που ο Ορέστης λέει πως ήρθε για να εκδικηθεί το θάνατο
του πατέρα του, βλέπει μια γυναίκα – την Ηλέκτρα – να πλησιάζει
φορτωμένη με μια στάμνα και να θρηνεί το νεκρό πατέρα της και τον
ξενιτεμένο αδελφό της. Καθώς η Ηλέκτρα βλέπει ξαφνικά τους δύο ξένους
τρομάζει, αλλά ο Ορέστης την πλησιάζει και της λέει πως είναι φίλος του
αδελφού της και της φέρνει νέα του.
Η
Ηλέκτρα παίρνει θάρρος και βεβαιώνει τον άγνωστό της νέο πως θέλει,
όταν γυρίσει ο αδελφός της, να σκοτώσουν τον Αίγισθο και τη μητέρα της.
Επιστρέφει από τα χωράφια ο άντρας της Ηλέκτρας που φιλοξενεί στην
καλύβα του και περιποιείται τους δυο νέους. Η αναγνώριση των δύο αδελφών
γίνεται σε λίγο και μαζί σχεδιάζουν το φόνο. Σ’ ένα περίφημο μονόλογο ο
αγγελιοφόρος αναγγέλλει το φόνο του Αιγίσθου από τον Ορέστη, ο οποίος
βγαίνει στη σκηνή κρατώντας το νεκρό, προσφέροντάς τον στην αδελφή του.
Στο μεταξύ φτάνει και η Κλυταιμνήστρα και ύστερα από μια λογομαχία με
την Ηλέκτρα φονεύεται από τα παιδιά της. Την ώρα που η Ηλέκτρα και ο
Ορέστης μετανιώνουν για την πράξη τους, εμφανίζονται οι Διόσκουροι “από
μηχανής” και διατάζουν τον Ορέστη να παρουσιαστεί στον Άρειο Πάγο για να
κριθεί και την Ηλέκτρα να παντρευτεί τον Πυλάδη.
Το
σημείο του δράματος όπου πραγματοποιείται ο φόνος έχει τόση δύναμη,
ώστε έχει λεχθεί ότι και μόνο η σκηνή αυτή να σωζόταν από όλο το έργο
του Ευριπίδη έφτανε για να τον θεωρούμε κορυφαίο τραγικό.
Ηρακλείδαι (430-427 π.Χ.)
Το
δράμα αυτό είχε πολιτικό σκοπό. Τα παιδιά του Ηρακλή, μαζί με τον
Ιόλαο, ανεψιό της αδελφής του, και την Αλκμήνη, καταδιωγμένα από το
βασιλιά των Μυκηνών Ευρυσθέα καταφεύγουν στην Αθήνα. Ο βασιλιάς των
Αθηνών Δημοφών, γιος του Θησέα, τα προστατεύει. Στηριζόμενος σε ένα
χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο θα νικούσε τον Ευρυσθέα αν θυσιαζόταν μια
ευγενής κόρη, κηρύσσει εναντίον του τον πόλεμο, αφού προηγουμένως η
Μακαρία, κόρη του Ηρακλή, θυσιάζεται για την κοινή σωτηρία. Ο Ευρυσθέας
συλλαμβάνεται και οδηγείται στην Αλκμήνη που τον κατηγορεί για την
απανθρωπιά του και τον απειλεί με θάνατο. Ο Ευρυσθέας είναι αρκετά
περήφανος και δεν υπολογίζει το θάνατο, και προφητεύει ότι το νεκρό σώμα
του θα γίνει προπύργιο και φύλακας της χώρας, αν κάποτε εκστρατεύσουν
εναντίον της οι απόγονοι των Ηρακλειδών. Το έργο αυτό θεωρείται από τα
πιο αδύνατα του Ευριπίδη, συγκινεί όμως πολύ το σημείο που η Μακαρία
προσφέρεται να θυσιαστεί. Ο ποιητής θέλησε να κατηγορήσει την αχαριστία
των Δωριέων της Πελοποννήσου, που καμάρωναν πως είναι απόγονοι των
Ηρακλειδών, αλλά και να ενθαρρύνει τους Αθηναίους στις αρχές του
Πελοποννησιακού πολέμου, κυρίως με την προφητεία του Ευρυσθέα στο τέλος
του δράματος.
Ηρακλής (424-420 π.Χ.)
Όπως
και η Εκάβη έτσι και το δράμα αυτό αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο
μέρος ο πεθαμένος Ηρακλής ανεβαίνει από τον Άδη για να σώσει τη γυναίκα,
τον πατέρα του και τα παιδιά του από την οργή του βασιλιά των Θηβών
Λύκου, που σκοπεύει να τα σκοτώσει. Φονεύει το Λύκο μέσα στο ανάκτορο
και δημιουργείται η εντύπωση πως στο σημείο αυτό τελειώνει το δράμα. Ενώ
όμως οι θεατές ανακουφίζονται στην ιδέα πως τα δεινά του Ηρακλή έχουν
οριστικά απομακρυνθεί, εμφανίζεται ξαφνικά η Λύσσα, σταλμένη από την
Ήρα, και τρελαίνει τον Ηρακλή. Τρελός ο ήρωας, που τόσο αγωνίστηκε για
να μη δει τα παιδιά του νεκρά, τα σκοτώνει νομίζοντάς τα παιδιά του
Ευρυσθέα, σκοτώνει επίσης τη γυναίκα του και πάρα λίγο και τον
Αμφιτρύωνα, που τον προστάτευε η Αθηνά. Όταν συνέρχεται και
αντιλαμβάνεται τη μεγάλη του συμφορά, μετανοεί και ζητεί να αυτοκτονήσει
αλλά τον σώζει ο φίλος του Θησέας και τον παίρνει μαζί του στην Αθήνα
για εξαγνισμό.
Βάση
του έργου είναι η οργή της Ήρας εναντίον του Ηρακλή, που θέλει να τον
βασανίζει συνεχώς με κινδύνους και περιπέτειες, ακόμα και μετά το θάνατό
του, επειδή με τόση επιτυχία έφερε σε πέρας τους άθλους που υποχρεώθηκε
να πραγματοποιήσει. Η εμφάνιση της Λύσσας δημιουργεί στους θεατές δέος,
και παθητικότατη είναι η σκηνή που ο Ηρακλής συνέρχεται από την τρέλα
του και θέλει να αυτοκτονήσει.
Ικέτιδες (420-421 π.Χ.)
Όπως
οι “Ηρακλείδες” έτσι και οι “Ικέτιδες” έχουν πολιτικό σκοπό και η
υπόθεσή τους είναι παρμένη από το θηβαϊκό κύκλο. Το όνομα του έργου
οφείλεται στο χορό, που αποτελείται από τις μητέρες των Αργείων λοχαγών,
που έπεσαν μπροστά στα τείχη των Θηβών.
Ο
Κρέοντας δεν επέτρεψε να ταφούν οι νεκροί και οι μητέρες τους έρχονται
στο Θησέα, το βασιλιά της Αθήνας, παρακαλώντας τον να μεσιτεύσει στον
Κρέοντα για την ταφή των παιδιών τους. Τις συνοδεύει ο Άδραστος, που
προσπαθεί με τα λόγια του να πείσει το Θησέα, ο οποίος πραγματικά
στέλνει κήρυκα στον Κρέοντα και τον παρακαλεί να υποχωρήσει. Πριν όμως
ξεκινήσει ο κήρυκας, φτάνει απεσταλμένος του Κρέοντα με την εντολή να
διωχτούν ο Άδραστος και οι μητέρες των λοχαγών. Ο Θησέας, οργισμένος,
κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον των Θηβαίων, τους νικά, παίρνει τους
νεκρούς και τους θάβει στην Ελευσίνα. Την ώρα που τα πτώματα καίονται η
Ευάδνη, σύζυγος του Καπανέα, ορμά στη φωτιά και καίγεται με τον άντρα
της. Τη στάχτη την παίρνουν τα παιδιά των λοχαγών, αλλά η Αθηνά
παρουσιάζεται και διατάζει το Θησέα να μη δώσει την στάχτη αν δεν
ορκιστεί ο Άδραστος ότι ποτέ το Άργος δε θα πολεμήσει εναντίον των
Αθηνών.
Ιππόλυτος (428 π.Χ.)
Ιππόλυτος του Ευριπίδη
|
Μόνο
ύστερα από επίμονες ερωτήσεις της παραμάνας η Φαίδρα εξομολογείται την
αιτία της αρρώστιας της κι η παραμάνα προθυμοποιείται να τη βοηθήσει.
Τρέχει και φανερώνει στον Ιππόλυτο τον έρωτα της μητριάς του, μα ο αγνός
νέος αποκρούει με αγανάκτηση τις προτάσεις της και βγαίνει οργισμένος
στη σκηνή βρίζοντας το γένος των γυναικών. Η Φαίδρα, που ακούει τις
φωνές του Ιππολύτου, απελπισμένη αλλά και ντροπιασμένη, αποφασίζει να
πεθάνει. Πράγματι σε λίγο απαγχονίζεται μέσα στο παλάτι και ο Θησέας,
που γυρίζει εκείνη την ώρα από ταξίδι τη βρίσκει στη νεκρική κλίνη.
Βλέπει στο χέρι της ένα γράμμα, που διαβάζοντάς το μαθαίνει με φρίκη πως
αιτία του θανάτου της είναι ο Ιππόλυτος, που τάχα τόλμησε να την
πειράξει. Ο Θησέας γεμάτος οργή για το γιο του, που τον θεωρεί ένοχο,
παρακαλεί τον Ποσειδώνα να τον εξολοθρεύσει.
Καθώς
σε λίγο συναντά τον Ιππόλυτο, τον κατηγορεί για το θάνατο της Φαίδρας,
μα ο δύστυχος νέος σωπαίνει, γιατί είχε ορκιστεί στην παραμάνα πως δε θα
μιλήσει ποτέ σε κανέναν για την πρότασή της. Έτσι, μέσα στο βουβό του
δράμα, ο Ιππόλυτος φεύγει. Στη φυγή του όμως κτυπιέται από τον Ποσειδώνα
και μένει ετοιμοθάνατος σε μιαν ακρογιαλιά. Την ώρα που τον φέρνουν
πίσω παρουσιάζεται “από μηχανής” η Άρτεμηκαι λέει την αλήθεια στον άτυχο
πατέρα. Ο Ιππόλυτος βασανίζεται από φρικτούς πόνους και ενώ η Άρτεμη
προσπαθεί να τον παρηγορήσει επαινώντας τον για τη στάση του, ο
Ιππόλυτος πεθαίνει στα χέρια του συντριμμένου πατέρα του.
Ιφιγένεια εν Αυλίδι (405 π.Χ.)
Η Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευρυπίδη, του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας
|
Ο
Αγαμέμνων προσπαθεί να μη δείξει τη στενοχώρια του, ενώ η κόρη του,
αθώα και ανύποπτη γι’ αυτό που θα της συμβεί, τον συντρίβει ψυχικά με τα
λόγια της. Προσπαθεί να στείλει πίσω την Κλυταιμνήστρα, μα εκείνη δε
θέλει να φύγει. Ξαφνικά μπαίνει στη σκηνή ο Αχιλλέας, ανυποψίαστος και
αυτός, για να πει στον Αγαμέμνονα πως ή πρέπει να ξεκινήσουν ή να
διαλυθούν. Τότε το σχέδιο του Αγαμέμνονα αποκαλύπτεται και η
Κλυταιμνήστρα παρακαλεί τον Αχιλλέα να τη βοηθήσει για να σωθεί η
Ιφιγένεια. Ο Αχιλλέας υπόσχεται ότι θα εμποδίσει τη θυσία με κάθε τρόπο.
Οι δυο γυναίκες ικετεύουν τον Αγαμέμνονα να ματαιώσει το φονικό σχέδιό
του, μα εκείνος μένει αλύγιστος, γιατί με τη θυσία αυτή θα σωθεί η
Ελλάδα. Κι όμως η ψυχή του είναι πληγωμένη για την τρομερή δοκιμασία που
του επεφύλαξαν οι θεοί. Η Ιφιγένεια το παίρνει απόφαση και περήφανη
βαδίζει προς τη θυσία. Αποχαιρετά την Κλυταιμνήστρα, λέει λόγια πονεμένα
που αφήνει τη φύση και τη ζωή, μα προχωρεί καρτερικά.
Η
πομπή της θυσίας έχει απομακρυνθεί αρκετή ώρα, όταν ένας αγγελιοφόρος
έρχεται τρέχοντας. Αφηγείται πως την ώρα που ο ιερέας ετοιμαζόταν να
κατεβάσει το μαχαίρι στο σώμα της κόρης, η Άρτεμις έστειλε μια ελαφίνα
που το αίμα της ράντισε το βωμό, ενώ η Ιφιγένεια πέταξε στους ουρανούς. Ο
Αγαμέμνονας, που γυρίζει σε λίγο, βεβαιώνει την πληροφορία του
αγγελιοφόρου και στέλνει την Κλυταιμνήστρα στο Άργος, ενώ ο χορός
εύχεται στο βασιλιά να γυρίσει νικητής από την Τροία.
Ιφιγένεια εν Ταύροις (412 π.Χ.)
Ιφιγένεια εν Ταύροις»
|
Η
υπόθεση του έργου αυτού αποτελεί συνέχεια στην “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”. Η
ηρωίδα τη στιγμή που θυσιαζόταν αρπάχτηκε από την Άρτεμη, η οποία την
έστειλε στη φιλόξενη χώρα των Ταύρων (τη σημερινή Κριμαία), και την
έβαλε ιέρεια στο ναό της. Εκεί η Ιφιγένεια είχε ως έργο της να οδηγεί
στη θυσία τους ξένους, που η τρικυμία τους ανάγκαζε να προσορμίζονται
στην Ταυρική και που σύμφωνα μ’ ένα βάρβαρο νόμο έπρεπε να θυσιάζονται
στο βωμό της θεάς. Μια νύχτα βλέπει ένα παράξενο όνειρο που την κάνει να
πιστέψει πως ο αδελφός της Ορέστης πέθανε και ετοιμάζεται το πρωί να
του αποδώσει τις νεκρικές τιμές. Ενώ σε αυτό το σημείο βρίσκεται το
δράμα, στη σκηνή παρουσιάζονται δυο νέοι: ο ένας είναι ο Ορέστης, που
έρχεται στη βάρβαρη χώρα ύστερα από χρησμό του Απόλλωνα για να πάρει το
άγαλμα της Αρτέμιδος και να το φέρει στην Αθήνα. Ο άλλος νέος είναι ο
στενός του φίλος Πυλάδης. Βλέπουν τρομαγμένοι τα σημάδια των θυσιών,
καταλαβαίνουν πως βρίσκονται στο ναό της Άρτεμης και κρύβονται για να μη
γίνουν αντιληπτοί. Η Ιφιγένεια στο μεταξύ, με δεκαπέντε σκλάβες
Ελληνίδες, θρηνεί τον αδελφό της και προσφέρει τις νεκρικές σπονδές στη
σκιά του. Ένας βουκόλος την ώρα εκείνη την πληροφορεί πως βρέθηκαν δυο
ξένοι κρυμμένοι στα βράχια κι ο βασιλιάς τους στέλνει για θυσία. Οι δυο
νέοι ξένοι, οδηγούνται με τα χέρια δεμένα στην Ιφιγένεια, που τους
λυπάται και τους συμπονεί.
Το
δράμα αρχίζει να γίνεται συνταρακτικό. Η Ιφιγένεια μαθαίνει μόνο του
Πυλάδη το όνομα, αλλά τίποτε δεν υποψιάζεται. Ζητεί όμως πληροφορίες για
το Άργος, για τον Αγαμέμνονα, την Κλυταιμνήστρα και τον Ορέστη – μα ο
Ορέστης δεν αποκαλύπτεται. Της λέγει όμως ότι ζουν όλοι οι δικοί της και
η Ιφιγένεια τρισχαρούμενη αφήνει τους θρήνους και θέλει να σώσει τον
ένα από τους δύο νέους για να στείλει γράμμα στο Άργος. Ο Ορέστης
προσφέρεται να θυσιαστεί για να γυρίσει πίσω ο Πυλάδης, που με τόση
αυταπάρνηση είχε έρθει μαζί του στην Ταυρική. Όσο κι αν στην αρχή ο
Πυλάδης αρνείται, στο τέλος πείθεται από τον Ορέστη, υποχωρεί και
ακολουθεί ένας συγκινητικότατος αποχαιρετισμός των δυο φίλων. Την ώρα
όμως που η Ιφιγένεια φέρνει το γράμμα και παραγγέλνει προφορικά στον
Πυλάδη τι θα πει στους δικούς της, η αναγνώριση γίνεται. Οι δυο αδελφοί,
σαν σε όνειρο, ζουν σε πέλαγος ευτυχίας και σχεδιάζουν να δραπετεύσουν.
Όταν ο Θόας, ο βασιλιάς της Ταυρικής, αντιλαμβάνεται τη δραπέτευσή τους
προστάζει τους κατοίκους να τρέξουν να προλάβουν το πλοίο, αλλά η θεά
Αθηνά εμφανίζεται “από μηχανής” και τον διατάζει να μην τους εμποδίσει,
γιατί εκτελούν χρησμό του θεού Απόλλωνα.
Ίων (418 π.Χ.)
Ίων, Ευριπίδης
|
Η
Κρέουσα, κόρη του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, γεννά τον Ίωνα από κρυφό
γάμο με το θεό Απόλλωνα. Το νεογέννητο το παίρνει ο Ερμής και το
πηγαίνει στους Δελφούς, όπου η Πυθία το παραλαμβάνει για να το
αναθρέψει. Η Κρέουσα και ο θνητός σύζυγός της Ξούθος ρωτούν το μαντείο
των Δελφών γιατί δεν κάνουν παιδιά και ο Απόλλων, που θέλει να γίνει ο
γιος του βασιλιάς, δίνει χρησμό πως όποιον συναντήσει ο Ξούθος
βγαίνοντας από το μαντείο είναι ο γιος του από προηγούμενο γάμο. Συναντά
τον Ίωνα και τον παίρνει μαζί του στην Αθήνα. Η Κρέουσα ζηλεύει και
θέλει να δηλητηριάσει το παιδί της, που το θεωρεί νόθο, αλλά ο Ίων
σώζεται με τη βοήθεια των θεών και θέλει να εκδικηθεί την Κρέουσα,
αγνοώντας πως είναι μητέρα του. Η Αθηνά αποκαλύπτει ότι πραγματικός
πατέρας του είναι ο Απόλλων και το δράμα τελειώνει με έπαινο του θεού.
Ο
Ευριπίδης με το έργο αυτό θέλησε να υπενθυμίσει στους Αθηναίους την
καταγωγή τους από το βασιλιά της Αττικής Ερεχθέα και παρ’ όλη τη δύσκολη
πλοκή του, πράγμα, για το οποίο ο ποιητής εμφανίζει δύο φορές τον “από
μηχανής” θεό, είναι αρκετά δυνατό, με έντονες δραματικές συγκρούσεις.
Κύκλωψ (428-425 π.Χ.)
Ο Κύκλωψ του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο
|
Είναι
το μόνο γνήσιο σατυρικό δράμα που μας έχει διασωθεί ολόκληρο και η
υπόθεσή του είναι παρμένη από το σχετικό περιστατικό που μας περιγράφει ο
Όμηρος στην “Οδύσσεια”. Ο Ευριπίδης επινοεί ορισμένες τροποποιήσεις στο
μύθο, για να δικαιολογηθεί η παρουσία των Σατύρων.
Οι
Σάτυροι σε ένα ταξίδι με το Διόνυσο βγήκαν στις ακτές της Σικελίας, στη
χώρα των Κυκλώπων. Ο Σιληνός προλογίζοντας το έργο παραπονιέται για τα
μαρτύρια που υποφέρει υπηρετώντας τον Πολύφημο. Διακρίνεται σε λίγο ο
Οδυσσέας, που πλησιάζει με τους συντρόφους του, ναυαγισμένος. Προσφέρει
στο Σιληνό και στους Σατύρους κρασί και αυτοί του δίνουν αρνιά, τυρί και
γάλα. Ο Πολύφημος, που επιστρέφει από κυνήγι, βλέπει την κίνηση και
ρωτά τι συμβαίνει. Όταν μαθαίνει ποιοι είναι τους διατάζει να μπουν στο
σπήλαιό του, όπου καταβροχθίζει δυο συντρόφους του. Ο Οδυσσέας τυφλώνει
τον Κύκλωπα και φεύγει σώζοντας τους υπόλοιπους συντρόφους του, το
Σιληνό και τους Σατύρους.
Μήδεια (431 π.Χ.)
«Μήδεια» του Ευριπίδη
|
Από
τα πιο δυνατά έργα του Ευριπίδη, που όλοι οι κριτικοί το θεωρούν σαν
ένα από τα συγκλονιστικότερα και παθητικότερα δράματα του παγκοσμίου
θεάτρου.
Η
Μήδεια, μάγισσα, κόρη του Αιήτη, βασιλιά της Κολχίδας, ερωτεύεται τον
Ιάσονα, που έχει πάει να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας. Τον βοηθάει στην
προσπάθειά του και φεύγει μαζί του για την Κόρινθο, όπου όμως ο Ιάσων
την εγκαταλείπει και παντρεύεται τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της
Κορίνθου Κρέοντα. Ο Ιάσων θέλει να διώξει τη Μήδεια και τα δυο παιδιά
τους και εκείνη, ταπεινωμένη αλλά παράφορα ερωτευμένη, συλλαμβάνει την
ιδέα να εκδικηθεί σκληρά τον άπιστο άντρα της και να πεθάνει κατόπιν.
Οργισμένη
απευθύνεται στον Ιάσονα που της συνιστά να φύγει αμέσως και με
περιφρόνηση απαντά στην κυνική πρόταση που της κάνει να τη βοηθήσει στη
φυγή της. Από την Κόρινθο περνά ο Αιγέας, βασιλιάς της Αθήνας, που
προσφέρεται να τη φιλοξενήσει στη χώρα του. Η Μήδεια τώρα, έχοντας
εξασφαλίσει τη φυγή της, σχεδιάζει τις λεπτομέρειες του εγκλήματός της.
Καλεί τον Ιάσονα, τάχα για να του ζητήσει συγγνώμη για τα λόγια που είπε
και για να του αναγγείλει πως θα απομακρυνθεί, αρκεί τα παιδιά της να
μείνουν στην Κόρινθο. Στέλνει μάλιστα στη Γλαύκη δώρα με τα παιδιά της
για να την καλοπιάσει να μεσολαβήσει στον Ιάσονα. Η νεόνυμφη βασίλισσα
δέχεται χαρούμενη τα δώρα και τα παιδιά ξαναγυρίζουν στη σκηνή.
Η
Μήδεια τώρα παλεύει ανάμεσα στη ζήλια και στη μητρική στοργή, μα η οργή
της είναι πιο δυνατή από την αγάπη στα παιδιά της. Και έτσι, ενώ ένας
αγγελιοφόρος έρχεται και λέγει πως η Γλαύκη πέθανε περιτρυγιρισμένη από
τις φλόγες που έβγαλαν τα μαγεμένα δώρα μόλις τ’ άγγιξε και μαζί της ο
πατέρας της Κρέοντας, η Μήδεια ολοκληρώνει την εκδίκησή της προς τον
Ιάσονα σκοτώνοντας και τα παιδιά τους μέσα στο παλάτι. Ο Ιάσων
μανιασμένος ετοιμάζεται να σκοτώσει τη Μήδεια, μα εκείνη φεύγει κι
έρχεται στην Αθήνα πάνω σε αμάξι που το σέρνουν φτερωτοί δράκοντες.
Ορέστης (408 π.Χ.)
Ο Ορέστης του Ευριπίδη
|
Ο
μητροκτόνος Ορέστης, ύστερα από το φόνο της Κλυταιμνήστρας και του
Αιγίσθου, πρόκειται να καταδικαστεί σε θάνατο από τους Αργείους.
Παρακαλεί το Μενέλαο να τον βοηθήσει, αλλά αυτός, δειλός και ιδιοτελής,
του απαντά ότι δε μπορεί, γιατί φοβάται τους εξαγριωμένους Αργείους.
Ύστερα από την καταδίκη αποφασίζει να σκοτώσει την Ελένη για να
εκδικηθεί το Μενέλαο, οι θεοί όμως την αρπάζουν στους ουρανούς.
Στρέφει
τότε την οργή του εναντίον της κόρης του Μενελάου Ερμιόνης, αλλά
εμφανίζεται “από μηχανής” ο θεός Απόλλων που τον πείθει να πάρει γυναίκα
την Ερμιόνη και του υπόσχεται ότι με την πράξη του αυτή θα καθαριστεί
από το μίασμα και θα βασιλεύσει στο Άργος. Έτσι το δράμα τελειώνει
απροσδόκητα, πριν έρθει η “κάθαρση”, και αυτός είναι ο λόγος που το έργο
θεωρείται από τα κατώτερα του Ευριπίδη, μολονότι τα πλούσια σκηνικά του
το έκαμαν αγαπητό στους συγχρόνους του.
Ρήσος (424 π.Χ.)
Το
δράμα αυτό δεν είναι βέβαιο αν είναι έργο του Ευριπίδη, αν και οι
περισσότεροι φιλόλογοι το θεωρούν οπωσδήποτε δικό του. Η υπόθεσή του
είναι παρμένη από τη ραψωδία Κ της “Ιλιάδος” και εκτυλίσσεται στην
Τροία.
Ο
Έκτορας μαθαίνοντας ότι οι Αχαιοί ετοιμάζονται να φύγουν, στέλνει,
ύστερα από συμβουλές του Αινεία, το Δόλωνα για να τους κατασκοπεύσει.
Στο μεταξύ ένας βοσκός των Θρακών, έρχεται να βοηθήσει τους Τρώες και ο
Ρήσος που φτάνει σε λίγο, εκφράζει την επιθυμία να μονομαχήσει με τον
Αχιλλέα ή τον Αίαντα. Επειδή είναι αργά, κοιμάται. Ο κατάσκοπος Δόλων
φονεύεται από τον Οδυσσέα και το Διομήδη, που έρχονται προς τη σκηνή του
Έκτορα.
Ο
κατάσκοπος Δόλων φονεύεται από τον Οδυσσέα και το Διομήδη, που έρχονται
προς τη σκηνή του Έκτορα. Η Αθηνά τους συμβουλεύει να φονεύσουν το Ρήσο
και εκτελούν την παραγγελία της, αλλά ο Οδυσσέας παραλίγο να φονευτεί
από τους Τρώες. Εμφανίζεται η μούσα Τερψιχόρη, μητέρα του Ρήσου και
παραλαμβάνει το πτώμα του, κατηγορώντας την Αθηνά ως υπεύθυνη για το
θάνατό του.
Τρωάδες (415 π.Χ.)
Τρωάδες του Ευριπίδη.
Στο ρόλο της Εκάβης, η Λυδία Κονιόρδου
|
Ο
Ποσειδών και η Αθηνά αποφασίζουν να στείλουν θύελλα για να τιμωρηθούν
οι Αχαιοί για τις ανόσιες πράξεις τους κατά την άλωση της Τροίας. Ο
κήρυκας Ταλθύβιος αναγγέλλει στην Εκάβη την τύχη των αιχμαλώτων. Η
Κασσάνδρα, που έλαχε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, παρουσιάζεται στολισμένη
σαν νύφη και ψάλλει τον υμέναιο. Προλέγει ύστερα στον Οδυσσέα τις
περιπλανήσεις του και θρηνεί γοερά τη στιγμή του αποχωρισμού από τη
μητέρα της.
Η
Εκάβη και η Ανδρομάχη ολοφύρονται ενώ η Πολυξένη θυσιάζεται στον τάφο
του Αχιλλέα. Στο μεταξύ έρχεται ο Μενέλαος, αποφασισμένος να οδηγήσει
την Ελένη στη Σπάρτη και εκεί να τη θανατώσει με όλο που η Ελένη
προσπαθεί να του ανάψει καινούργιο έρωτα. Έρχεται ο κήρυκας κρατώντας
νεκρό το παιδί της Ανδρομάχης, τον Αστυάνακτα. Στο μεταξύ η Τροία
καίγεται και οι γυναίκες κατευθύνονται στα πλοία των Αχαιών, μέσα σε
θρήνους.
Τα
επεισόδια του έργου, όσο και αν δε συνδέονται ανάμεσά τους έτσι που να
δημιουργήσουν ενιαία πλοκή, είναι συγκλονιστικά και δημιουργούν συνεχή
συγκίνηση στο θεατή.
Φοίνισσαι (409-408 π.Χ.)
Ο
Πολυνείκης έρχεται με στρατό μπροστά στα τείχη των Θηβών για να διώξει
από την εξουσία τον Ετεοκλή. Η μητέρα τους Ιοκάστη προσπαθεί μάταια να
τους συμβιβάσει, και ο μάντης Τειρεσίας λέγει στους Θηβαίους πως τότε
μόνο θα νικήσουν αν ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, θυσιαστεί στον Άρη.
Ο Κρέων για να σώσει το Μενοικέα, τον διατάζει να πάει στους Δελφούς,
αυτός όμως αυτοκτονεί για τη σωτηρία της πατρίδας του. Οι Θηβαίοι νικούν
και οι δυο αδελφοί, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, φονεύονται σε
μονομαχία. Η μητέρα τους αυτοκτονεί και ο Κρέων, ο καινούργιος βασιλιάς,
απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη και εξορίζει τον Οιδίποδα και την
Αντιγόνη.
Καινοτομίες του Ευριπίδη
Η
τραγωδία είχε πάρει την οριστική πια μορφή της, όταν άρχισε να γράφει ο
Ευριπίδης. Ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής είχαν τελειοποιήσει το είδος αυτό
της ποιήσεως που τίποτα πια δεν είχε να προσθέσει κανείς. Τα χορικά και
τα διαλογικά μέρη είχαν φτάσει σε αρμονική πληρότητα. Και όμως ο
Ευριπίδης, όχι μόνο για να νεωτερίσει, όσο και για να κινηθεί ανετότερα
μέσα στους μυθικούς κόσμους, από όπου αντλούσε τα θέματά του, εισήγαγε
δυο μεταρρυθμίσεις που τις συναντούμε σχεδόν σε όλα τα έργα του,
προπαντός στα τελευταία.
Ο
μονόλογος στην αρχή των τραγωδιών του είναι πρόλογος, που εισάγει στην
υπόθεση. Ένας θεός ή ένας ήρωας του δράματος παρουσιάζεται στην αρχή και
κατατοπίζει το θεατή για τον τόπο που εκτυλίσσεται το έργο για τα πριν
από το έργο γεγονότα και για το σημείο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση,
κάποτε μάλιστα προχωρεί δίνοντας και τη λύση της τραγωδίας. Το τελευταίο
αυτό γίνεται αν εκείνος που προλογίζει είναι θεός, όπως π.χ. στον Ίωνα,
στις Βάκχες, στον Ιππόλυτο. Εκ πρώτης όψεως μορφή αυτή του προλόγου
φαίνεται να μειώνει το ενδιαφέρον των θεατών, που προκαταβολικά ξέρουν
την εξέλιξη της υπόθεσης. Αυτό είναι αλήθεια, πρέπει όμως να σημειωθεί
ότι ο πρόλογος αυτός είναι απαραίτητος στην τέχνη του Ευριπίδη. Ο
Ευριπίδης δε χρησιμοποιεί τους μύθους στη σταθερή, την απαρασάλευτη
μορφή που τους ήξεραν οι Αθηναίοι. Τους μεταβάλλει τολμηρά και κάποτε
τελείως αυθαίρετα. Οι ψυχικές καταστάσεις των ηρώων του εξάλλου είναι
τόσο σύνθετες μερικές φορές, που θα ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει ο
θεατής το έργο, χωρίς αυτή την προλογική κατατόπιση. Απελευθερώνεται
έτσι ο ποιητής και προχωρεί στην πλοκή, χωρίς το φόβο ότι θα γίνει
δυσνόητος.
Ο
από μηχανής θεός εμφανίζεται στο τέλος των τραγωδιών του. Ύστερα από
μια περίπλοκη εξέλιξη, που τα σφοδρά πάθη των ηρώων του δημιουργούν
συγκρούσεις τέτοιες, ώστε ο θεατής να βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδο
ψυχικό, εισάγεται “από μηχανής” ένας θεός που δίνει τη λύση. Ο θεός
αυτός όχι σπάνια, είναι η έκφραση της ειμαρμένης, που ρυθμίζει την τύχη
των ηρώων του. Το νεωτερισμό αυτό όμως δεν το χρησιμοποιεί πάντοτε. Τον
βρίσκουμε στον Ορέστη, στον Ιππόλυτο, στον Ίωνα, στην Ιφιγένεια εν
Ταύροις, στην Ανδρομάχη, στις Ικέτιδες, στην Ελένη και στην Ηλέκτρα.
Στις πρώτες τραγωδίες του ο από μηχανής θεός δεν υπάρχει. Στις
τελευταίες του, αντίθετα, έρχεται απότομα να κόψει τις άλυτες
περιπλοκές.
Με
την καινοτομία αυτή ο Ευριπίδης επιτυγχάνει και εξωτερικά σημαντικά
αποτελέσματα: καθώς ο θεός μπαίνει στη σκηνή λαμπρός, επιβλητικός και
μεγαλοπρεπής, οι θεατές καταλαμβάνονται από θάμβος και δέος μπροστά στη
θεϊκή παρουσία. Εξάλλου στο σημείο που λύνεται το έργο, απότομα και
απροσδόκητα, δε μένει απαθής ο θεατής, αλλά στοχάζεται και προεκτείνει
τη δράση.
Τα
χορικά επίσης του Ευριπίδη πρέπει να σημειωθεί ότι παρουσιάζουν διαφορά
από τα χορικά των δύο άλλων μεγάλων τραγικών. Δε δένονται σφιχτά με την
υπόθεση, όπως στον Αισχύλο και στο Σοφοκλή, παρά σε εξαιρετικές
περιπτώσεις. Είναι “εμβόλιμα”, που παρεμβάλλονται στο έργο όπως τα
σημερινά “ιντερμέντζα”. Συχνά δεν εμπνέονται από τα πάθη των ηρώων και
γενικά αποτελούν ένα λυρικό ανάλαφρο παιχνίδισμα του λόγου. Έχουν
θέλγητρο και χάρη, είναι πίνακες με ζωηρά χρώματα, εμπνευσμένα από τη
φύση ή από παλιούς ξεχασμένους μύθους. Γι’ αυτό σε κανένα σχεδόν χορικό ο
Ευριπίδης, που τόσο του αρέσουν τα γνωμικά, δεν επιδιώκει να
φιλοσοφήσει. Δημιουργεί έτσι κάτι αντίστοιχο με τα σημερινά διαλείμματα
των θεατρικών έργων, προσπαθώντας να φέρει στις ταραγμένες ψυχές των
θεατών τη γαλήνη και την ανακούφιση.
Σήμερα
ο Ευριπίδης αναγνωρίζεται σαν ο πιο βαθυστόχαστος τραγικός ποιητής, που
τη φιλοσοφική του συγκρότηση την έκαμε στίχο κι έθρεψε με τις ιδέες του
γενιές και γενιές ανθρώπων. Παίρνοντας τα θέματά του από τους μυθικούς
κύκλους, τα προσάρμοσε στην εποχή του και στους ανθρώπους της, στα δικά
τους πάθη και στους δικούς της καημούς έτσι, που αν ο Αισχύλος
παρουσίαζε τους ήρωες υπερφυσικούς κι ο Σοφοκλής τους έδειχνε όχι όπως
ήταν αλλά όπως έπρεπε να είναι, ο Ευριπίδης, ρεαλιστικότερος, τους
έβγαζε στη σκηνή φυσικούς (“οιοί εισίν”), χωρίς με αυτό να χάνουν τίποτε
από το μεγαλείο τους, χωρίς να φαίνονται “αντιθεατρικοί”.
Δεν
υπάρχει δράμα του Ευριπίδη, που να μη φανερώνεται η βαθιά φιλοπατρία
του, που δεν έχει μόνο ένα συγκεκριμένο, θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά
γίνεται συγκεκριμένη ενέργεια μ’ ένα πρακτικό, θα λέγαμε, χαρακτήρα.
Φιλοσοφικός νους ο Ευριπίδης, στοχαστικός και διεισδυτικός, στάθηκε
μπροστά στην αρχαία θρησκεία και στους θεούς του Ολύμπου με δισταγμό. Οι
στοχασμοί του και η αναζήτηση της πραγματικής ουσίας του θεού τον
κάνουν πρόδρομο της χριστιανικής θρησκείας. Γι’ αυτό κι οι Πατέρες της
Εκκλησίας (ο Ιουστίνος, ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ο Ιωάννης Δαμασκηνός)
δέχτηκαν πολλές απόψεις του, τις θεώρησαν σύμφωνες με τη χριστιανική
διδασκαλία και χρησιμοποίησαν αποσπάσματά του στα έργα τους.
Μολονότι
ποτέ δεν έλαβε ενεργό μέρος στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του,
υπήρξε ένας θεωρητικός της αθηναϊκής δημοκρατίας, που την υμνούσε σε
κάθε ευκαιρία. Ούτε στον όχλο ούτε στους ολίγους μπορεί κατά τον
Ευριπίδη να στηριχτεί η πολιτεία. Θεμέλιο του πολιτειακού οικοδομήματος
είναι η μεσαία τάξη των κτηματιών. Ο πολίτης πρέπει να συμμετέχει στα
κοινά, γιατί μόνο σε μια οργανωμένη πολιτεία μπορεί ν’ αναπτυχθεί ο
άνθρωπος. Για να σταθεί όμως ψηλά πρέπει να μορφώνεται και να καλλιεργεί
αδιάκοπα το πνεύμα του. Οι ραδιούργοι, οι λαοπλάνοι και οι δοκησίσοφοι
μόνο σε πολιτείες αμόρφωτων ατόμων επικρατούν και δρουν, κατά τον
Ευριπίδη.
“Οικογενειακά
δράματα” θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα περισσότερα έργα του
Ευριπίδη. Η Μήδεια, οι δυο Ιφιγένειες, ο Ιππόλυτος, η Άλκηστις, η Εκάβη,
η Ελένη, η Ηλέκτρα, στηρίζονται σε μια σύγκρουση ή σε μιαν αντίθεση
ανάμεσα σε μέλη οικογένειας, χωρίς να παύουν να υπάρχουν μέσα σε αυτά
ισχυρότατοι δεσμοί μεταξύ αδελφών ή γονιών-παιδιών. Γι’ αυτό άφθονες
αφορμές έχει ο Ευριπίδης να εξάρει τον οικογενειακό θεσμό. Αν υπάρχει η
Μήδεια που σκοτώνει τα παιδιά της για ένα ερωτικό πείσμα, υπάρχει όμως η
Εκάβη και η Άλκηστις που μας δίνουν ανυπέρβλητο παράδειγμα μητρικής και
συζυγικής αφοσίωσης, υπάρχει η Ιφιγένεια εν Ταύροις, όπου η αδελφική
στοργή ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα.
Πηγή:http://www.livepedia.gr/index.php/%CE%95%CF%85%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου