Το χρήμα έχει γίνει τα τελευταία είκοσι χρόνια ένα από τα
βασικά κριτήρια αξιολόγησης της κοινωνικής θέσης στη Ρωσία. Αυτό οδήγησε
στην εμφάνιση νέων λέξεων και στην αλλαγή του νοήματος παλαιών.
Από τις πιο διαδεδομένες -ίσως- λέξεις στη Ρωσία, είναι ο «Οligárh»
(«Ολιγάρχης»). Άλλοτε τη συναντούσε κανείς στα κείμενα ιστορίας, αυτή
όμως πλέον έχει εισαχθεί στη σύγχρονη γλώσσα και η έννοιά της έχει
διευρυνθεί. Ολιγάρχες σήμερα δεν αποκαλούν απαραίτητα τους ανθρώπους
στην εξουσία, αλλά τους πολύ πλούσιους, όπως τους βιομήχανους, τους
ιδιοκτήτες μεγάλων επιχειρήσεων, κ.ο.κ.. Ωστόσο, μεταξύ των Ολιγαρχών
υπάρχουν διαβαθμίσεις Οι περιουσίες των πλουσιότερων είναι
δισεκατομμύρια δολάρια, και αν τα υπάρχοντα κάποιου δεν φτάνουν
-τουλάχιστον- το ένα εκατομμύριο, αυτόν, τον αποκαλούν μερικές φορές
ειρωνικά «Ολιγάρχη light».
Στη συνείδηση της κοινής γνώμης, ο Ολιγάρχης υποχρεωτικά πρέπει να διαθέτει ένα αρχοντικό στην περιοχή της λεωφόρου Ρουμπλιόβσκι, στα προάστια της Μόσχας. Η ονομασία αυτής της περιοχής, «Ρουμπλιόβκα», έγινε συνώνυμο και σύμβολο ότι κάποιος ανήκει στη νέα ελίτ. Την ίδια στιγμή, αυτοί που δεν είναι Ολιγάρχες, αλλά απλώς άνθρωποι ευκατάστατοι, για τους οποίους η «Ρουμπλιόβκα» δεν είναι μέσα στις δυνατότητές τους, κτίζουν τα σπίτια τους στην περιοχή μιας άλλης λεωφόρου, που και αυτή βρίσκεται στον δυτικό τομέα της πόλης, στη Νουβορίζσκοε. Η ονομασία «Λεωφόρος Νουβορίζσκοε», μπορεί να εκληφθεί και ως «Νουβορίσκοε», δηλαδή «Λεωφόρος των Νουβόρισι» («των νεόπλουτων»). Κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια.
Στη συνείδηση της κοινής γνώμης, ο Ολιγάρχης υποχρεωτικά πρέπει να διαθέτει ένα αρχοντικό στην περιοχή της λεωφόρου Ρουμπλιόβσκι, στα προάστια της Μόσχας. Η ονομασία αυτής της περιοχής, «Ρουμπλιόβκα», έγινε συνώνυμο και σύμβολο ότι κάποιος ανήκει στη νέα ελίτ. Την ίδια στιγμή, αυτοί που δεν είναι Ολιγάρχες, αλλά απλώς άνθρωποι ευκατάστατοι, για τους οποίους η «Ρουμπλιόβκα» δεν είναι μέσα στις δυνατότητές τους, κτίζουν τα σπίτια τους στην περιοχή μιας άλλης λεωφόρου, που και αυτή βρίσκεται στον δυτικό τομέα της πόλης, στη Νουβορίζσκοε. Η ονομασία «Λεωφόρος Νουβορίζσκοε», μπορεί να εκληφθεί και ως «Νουβορίσκοε», δηλαδή «Λεωφόρος των Νουβόρισι» («των νεόπλουτων»). Κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια.
Και οι δυο αυτές εκλεκτές περιοχές βρίσκονται στα όρια της πρωτεύουσας, και τις διαχωρίζει από την περιφέρεια Μόσχας ο Περιφερειακός Δακτύλιος-Δρόμος της Μόσχας, σε συντομογραφία MKAD. Εκείνοι που διαμένουν εκτός των ορίων του MKAD, αποκαλούνται «zaMKADishi». Μια λέξη, η οποία εμπεριέχει περιφρονητικό χαρακτήρα, καθώς απευθύνεται στους αποτυχημένους που δεν μπόρεσαν να βρουν μια θέση στην πλούσια Μόσχα. Θεωρητικά, και η Ρουμπλιόβκα βρίσκεται έξω από τον MKAD, όμως το να αποκαλέσει κανείς τους κατοίκους της, «zaMKADishi», μάλλον δεν ταιριάζει με τα σημερινά μέτρα και σταθμά. Ωστόσο, το παράδοξο αυτό εξηγείται από το ότι οι Ολιγάρχες της Ρουμπλιόβκα, εκτός από το προαστιακό αρχοντικό, διαθέτουν φυσικά και διαμερίσματα μέσα στη Μόσχα.
Η φτωχολογιά
Οι ονομασίες για τους φτωχούς είναι πολύ
περισσότερες. Ορισμένες από αυτές προέρχονται από το παρελθόν. Για
παράδειγμα, η λέξη «nischebród» (πλανόδιος ζητιάνος), συνοδεύεται στα
λεξικά από τη σημείωση «πεπαλαιωμένη», αλλά σήμερα χρησιμοποιείται συχνά
ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός για εκείνους που βρίσκονται σε κατώτερο
επίπεδο όσον αφορά τα περιουσιακά τους στοιχεία. Για παράδειγμα, ένας
δισεκατομμυριούχος θα αποκαλέσει nischebród τον εκατομμυριούχο, σε
αντιστοιχία με το ανέκδοτο, «Ποιος δεν θέλει να γίνει εκατομμυριούχος; –
Ο δισεκατομμυριούχος».
Η παλαιά λέξη της αργκό «loch» (χαζός) έχει καταστεί μάλλον η πιο
διαδεδομένη περιφρονητική λέξη για κάποιον που δεν έχει πλουτίσει. Η
λέξη αυτή δεν υπονοεί απλά τον άνθρωπο ο οποίος δεν έχει πλουτίσει, αλλά
αυτόν που δεν έχει χρήματα λόγω της αγαθότητάς του, αυτόν που μπορεί
κανείς εύκολα να εξαπατήσει. «Loch» δεν είναι εκείνος που δεν μπορεί να
βγάλει λεφτά ο ίδιος (λόγω τεμπελιάς ή έλλειψης πρωτοβουλίας), αλλά το
άτομο που μπορούν οι άλλοι να χρησιμοποιήσουν εύκολα για να βγάλουν
εκείνοι (να του αποσπάσουν κατά κάποιο τρόπο και εκείνα τα λίγα χρήματα
που αυτός διαθέτει).Για την κοινωνική τάξη που δεν έχει μεγάλο πορτοφόλι χρησιμοποιείται και ένας άλλος -αυτή τη φορά πολύ ουδέτερος στο άκουσμα- χαρακτηρισμός. Η λέξη «biudgétniki» (από το budget-προϋπολογισμός). Τα εισοδήματα αυτών που εργάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις (και πολύ περισσότερο των ιδιοκτητών τους) είναι κατά κανόνα υψηλότερα από ό,τι των «biudgétniki», δηλαδή εκείνων που απασχολούνται σε δημόσιες επιχειρήσεις και άρα αμείβονται με χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η λέξη «biudgétnik» έχει σχεδόν καταστεί συνώνυμο της λέξης «bedniák» (φτωχός), και αντίστοιχα το επίθετο «biudgétnyi» (του προϋπολογισμού), συνώνυμο της λέξης «φτηνό». Σημειωτέον ότι, μεταξύ των «biudgétniki», υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με υψηλό επίπεδο μόρφωσης που εργάζονται και αρκετά, όπως γιατροί και καθηγητές, των οποίων η επίσημη αμοιβή (από τον προϋπολογισμό) είναι χαμηλή.
Ο πλούτος των “αρπακτικών”
Στη Ρωσία, παραδοσιακά ο κόπος στη δουλειά δεν
συνηθίζεται να συνδέεται με τον πλούτο. Ένα λαϊκό γνωμικό αναφέρει: «Με
μόχθο τίμιο δεν θα αποκτήσεις πέτρινα παλάτια». Ο πλούτος θεωρείται ότι
είναι το επιστέγασμα είτε πονηριάς, είτε τύχης και ύπαρξης ευνοϊκών
συνθηκών. Ο τυπικός ήρωας των ρωσικών λαϊκών παραμυθιών είναι ο Εμελιά,
ένας αργόσχολος χωριάτης, ο οποίος με τη βοήθεια της τύχης κατάφερε να
ψαρέψει στο ποτάμι ένα λαυράκι που του εκπλήρωνε όλες τις επιθυμίες. Και
επίσης, ο Ιβάνουσκα ο βλάκας, που παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα και έλαβε
προίκα μισό βασίλειο. Ο πλούτος είναι η νίκη σε κάποιου είδους παιχνίδι
και δεν είναι τυχαίο ότι στη Ρωσία είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη η
αγγλική λέξη «loser» (χαμένος), έχοντας καταστεί συνώνυμο του φτωχού.
Ενώ η λέξη «deléts» (το ρωσικό ανάλογο του αγγλικού «businessman»), έχει
σαφώς αρνητική χροιά και σημαίνει κατά πρώτο λόγο τον απατεώνα,
κατεργάρη, ο οποίος βγάζει χρήματα εξαπατώντας, χρησιμοποιώντας δόλο.
Μια δόση αλήθειας σε αυτή τη λαϊκή σοφία, υπάρχει. Δεν αποτελεί
μυστικό ότι ο πλούτος των περισσότερων σημερινών Ολιγαρχών δεν είναι το
αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς από μέρους τους, αλλά οφείλεται στο γεγονός
ότι κατά τη διάρκεια των ιδιωτικοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν από
20 χρόνια κατάφεραν να αποκτήσουν μεγάλα «φιλέτα» από την πρώην
σοβιετική κρατική ιδιοκτησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα πιο
δημοφιλή διαφημιστικά σλόγκαν (αλλά και μια από τις αρχές της ζωής),
έχει γίνει σήμερα η φράση «Όλα και αμέσως».Ολοένα περισσότεροι μαθητές πλέον δεν ονειρεύονται να γίνουν επιστήμονες ή καλλιτέχνες -πόσο μάλλον γιατροί ή καθηγητές- αλλά αξιωματούχοι του Δημοσίου και του κράτους. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό είναι παράδοξο, μιας και οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι άραγε «biudgétniki», δηλαδή άνθρωποι με λίγα χρήματα. Αλλο αυτοί όμως, και άλλο οι αξιωματούχοι, που σε αρκετές περιπτώσεις είναι διεφθαρμένοι. Οι ίδιοι έχουν λόγο για τα κονδύλια του προϋπολογισμού, συχνά σε Δημόσιες εταιρείες, και επομένως οι ίδιοι μπορούν να βάλουν το δάκτυλο στο … μέλι. Δεν είναι τυχαίο ότι ιδιαίτερη ερμηνεία έχει αποκτήσει σήμερα το ρήμα «osvóit» (έχει διττή έννοια, «συμπεριλαμβάνω» και «κατακτώ»). Στη γλώσσα της γραφειοκρατίας «osvóit budget» σημαίνει «δαπάνη των κονδυλίων που έχουν οριστεί για κάποιο θέμα». Όμως το «osvóit» μπορεί και να υπονοεί «κάνω δικό μου». Ωστόσο, αυτό δεν είναι πλέον λεξικολογικό πρόβλημα, αλλά εγκληματολογικό, σχετιζόμενο με τη διαφθορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου