Πέμπτη, 7 Νοεμβρίου 2013
του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Έπη[1]
συναντούμε σε πολλούς λαούς της πρώιμης αρχαιότητας, σε μια εποχή που
δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη οι έννοιες της ιστορίας ή της θεολογίας. Το
φυσικό έπος για να έχει τον αληθινό του χαρακτήρα, χρειάζεται απαραίτητα
τέσσερεις συντελεστές: την εποχή, το περιβάλλον, τα γεγονότα και αυτό
που έχει άμεση σχέση με την ύπαρξη του θείου, δηλ. τους ήρωες. Τα Έπη
αναφέρονται στη δημιουργία του κόσμου και των θεών, στους ήρωες και τους
βασιλείς, στους πολέμους και τους εθνικούς αγώνες των λαών. Αυτό τα
καθιστά μνημεία μεγάλης θρησκευτικής και ιστορικής αξίας. Στα αρχαιότερα
Έπη, τα λεγόμενα «φυσικά», οι θρησκευτικές παραδόσεις είχαν συγχωνευτεί
με τα ιστορικά γεγονότα, έτσι ώστε να υπάρχει σύγχυση μεταξύ μύθου και
ιστορίας, ενώ οι πρωταγωνιστές ήρωες μετασχηματίσθηκαν σε σύμβολα
θρησκευτικά και σε όντα με δύναμη υπεράνθρωπη, όπως ο Ράμα, ο Γκιλγαμές,
ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας κ.α. Από την άποψη της σύνθεσης και της
καλλιτεχνικής μορφής, τα Έπη αποτελούν γραπτή συγκρότηση σε ενιαίο
σύνολο, παλαιότερων προφορικών μυθολογικών παραδόσεων και λαϊκών
ποιημάτων. Έτσι θα πρέπει να συγκαταλεχθούν στο σύνολο της ανθρώπινης
δημιουργίας.
Σκηνη απο το Μαχαμπαρατα, ο Κρισνα με τον ημιθεο Αρτζουνα λιγο πριν την συγκρουση των Καουραβας και των πανταβας. |
Από
τα αρχαιότερα έπη είναι τα ινδικά που προέρχονται από δύο πρωτεύοντες
κύκλους λαϊκών ποιημάτων, τους οποίους συγκρότησε σε ενιαίο σύνολο ο
ινδός ποιητής Βυάσα, ο Όμηρος των Ινδών. Στον πρώτο κύκλο
περιγράφονται οι κατακτήσεις των Αρίων και του Βραχμανισμού επί των
ιθαγενών. Από τον πρώτο κύκλο προήλθε το έπος Ραμαγιάνα[2] όπου περιγράφονται οι πόλεμοι και οι νίκες του ήρωα Ράμα[3] που μάχεται κατά του πανούργου Ραβάνα
αρχηγού των πονηρών πνευμάτων. Ο δεύτερος κύκλος αναφέρεται στην έριδα
και τους αγώνες των κατακτητών μεταξύ τους, των μελών των δύο
Σεληνογενών οικογενειών, δηλ. των υιών του Πάντου και των υιών του
Κούρου για τη διαδοχή της βασιλείας[4]. Από τον δεύτερο κύκλο προήλθε το Μαχαβαράτα αποτελούμενο από 220.000 εξάμετρους στίχους, επιτομή του οποίου είναι το Βαλαβάρατα.
Και στα δύο έπη υπάρχει η ίδια αλληγορία, δηλαδή η νίκη των αγαθών κατά
των πανούργων και αδίκων. Παράλληλα με τα Έπη υπήρχαν και οι Βέδες[5] τα κατεξοχήν ιερά βιβλία.
Γκιλγαμές και Ενκιντού |
Το Έπος του Γκιλγαμές είναι σουμεριακής προέλευσης και ορισμένοι μελετητές το ανάγουν ακόμη και στο τέλος της 3ης
χιλιετίας. Υπήρχε αρχικά στους Σουμέριους και η πληρέστερη μορφή του
ήταν γραμμένη στην ακκαδική γλώσσα, πριν υποστεί διάφορες διασκευές από
τους Βαβυλώνιους, όταν οι σκόρπιες παραδόσεις αποτέλεσαν πια ένα ενιαίο
Έπος. Ήρωας του Έπους είναι ο Γκιλγαμές που φανερώνεται σαν βασιλιάς της
πόλης Ουρούκ, γιος ενός θνητού και της θεάς Νινσούν. Οι μεγάλες
σωματικές του δυνάμεις τον οδήγησαν στην καταπίεση των κατοίκων, των
οποίων οι δεήσεις για βοήθεια έκαναν τους θεούς να δημιουργήσουν τον
ανταγωνιστή του Ενκιντού. Αυτός ζούσε μέσα στη φύση με τα θηρία
και χρησιμοποιούσε τη δύναμη του για να πετυχαίνει ωφέλιμα κατορθώματα
για τους ανθρώπους. Ο Ενκιντού σαγηνευμένος από την αγάπη του για μια
γυναίκα ξεκόβει από την ζωή του στη φύση και έρχεται στο Ουρούκ όπου
αναμετριέται με τον Γκιλγαμές και τελικά γίνεται φίλος του. Οι δυο φίλοι
ήρωες επιτελούν μεγάλα κατορθώματα και εκστρατεύουν στον Λίβανο όπου
σκοτώνουν τον φύλακα των Κέδρων το τέρας Χουμπαμπού ή Χουβάβα.
Ο Γκιλγαμές και ο Ενκιντού σκοτώνουν το τέρας Χουβάβα |
Η
θεά Ιστάρ πρόσφερε την αγάπη της στον Γκιλγαμές αλλά εκείνος την
απέκρουσε. Έπειτα σκότωσαν τον τερατώδη ταύρο που έστειλε εναντίον τους η
πληγωμένη θεά, αλλά με την πράξη του αυτή ο Ενκιντού πρόσβαλλε την θεά
και για αυτό έπρεπε να πεθάνει. Παρά τις προσπάθειες θεών και ανθρώπων
να τον κάνουν να αλλάξει γνώμη, παρά τα εμπόδια, ο Γκιλγαμές ξεκινάει
ένα ταξίδι στην άκρη του κόσμου. Βρίσκει τον Ζιουσούντρα που είχε
γλυτώσει από τον Κατακλυσμό και ο οποίος του διηγείται πως σώθηκε,
διαβεβαιώνοντάς τον πως δεν μπορεί να υπάρχει αιώνια ζωή για τον
άνθρωπο. Τον βοηθά όμως να βρει το μαγικό χορτάρι που γλυτώνει τον
άνθρωπο από τα γηρατειά. Ο Γκιλγαμές αποφασίζει να μοιραστεί το χορτάρι
με τον λαό του, αλλά στο γυρισμό του το άρπαξε ένα φίδι. Το Έπος
αναφέρεται στο πρόβλημα της θνητότητας των ανθρώπων που ορθώθηκε μπροστά
στον Γκιλγαμές και την ανεπιτυχή προσπάθεια να το λύσει. Δείχνει ακόμη
πως δεν είχε αναπτυχθεί η πίστη στον Παράδεισο και πόσο μάταιες ήταν οι
προσπάθειες για την αθανασία. Το Έπος αυτό επηρέασε πολύ τους γύρω λαούς
και μέσω των Σημιτών του Ακκάδ διαδόθηκε στην Β. Μεσοποταμία και την Μ.
Ασία.
Ο Όμηρος |
Στην
αρχαία Ελλάδα η ανθρωπόμορφη θρησκεία εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο με
την επική ποίηση και σφραγίστηκε από τις ιδιαίτερες αφηγήσεις των
αυλικών ποιητών. Εκτενείς μυθολογικές παραδόσεις από την εποχή των
ελληνικών προϊστορικών χρόνων περιέχονταν στην Πελασγική μυθολογία και
στα Ορφικά Έπη (Αργοναυτικά). Όμως, καθώς δεν υπήρχαν βιβλία, ο
κάθε ποιητής αφηγείτο τη δική του εκδοχή του μύθου και της παράδοσης.
Πρώτος ο Όμηρος τον 8ο π.Χ. αι., παρέδωσε μέσα από τα Έπη του την
οριστική μορφή της μυθολογίας, συγκεντρώνοντας παλαιότερους και
νεότερους μύθους και τις διάφορες τοπικές εκδοχές τους σε μια νέα ενιαία
βάση. Σύμφωνα με τον Β. Λαουρδά[6]: «Ο
Όμηρος υπήρξεν ο διδάσκαλος και η πηγή κάθε καλού και αγαθού δια την
Ελλάδα, μέχρι της εμφανίσεως των φιλοσόφων. Πολύ περισσότερον από την
ισχυροτάτην άλλως επίδρασιν την οποίαν εξήσκησεν εις την μορφήν των
κατόπιν αυτού επικών και δραματικών έργων, ήδη από τας αρχάς του
κλασικού ελληνισμού προσέφερεν εις τους Έλληνας, με ισχυρότατα ποιητικά
χρώματα, πρότυπα ζωής και ταυτοχρόνως ολόκληρον κοσμοθεωρίαν».
Ιλιάδα-Σύγκρουση Διομήδη και Αινεία· παραστέκουν η Αθηνά και η Αφροδίτη. |
Αλλά
ο μύθος και οι θρύλοι είχαν ήδη, πριν από την ομηρική διαμόρφωσή τους
μια μακριά παράδοση. Ο Ηρόδοτος λέει (2,53) πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος
έδωσαν στους Έλληνες τη «Θεογονίη» και στους θεούς τα ονόματά τους, τη φυσιογνωμία τους και τις αρμοδιότητές τους[7].
Ο Όμηρος ήταν η μόνη πνευματική πηγή του Ελληνισμού, πριν από την
εμφάνιση των φυσικών φιλοσόφων και των σοφιστών, οι δε ραψωδοί, ως οι
πλησιέστεροι προς αυτόν ήταν οι σπουδαιότεροι φορείς της σοφίας και
η θέση τους στο σύνολο του ελληνικού πολιτισμού ήταν πολύ σημαντική.
Αυτοί επίσης δημιούργησαν με τα ειδικά ερωτήματά τους τη φιλολογική
επιστήμη. Τα Έπη του Ομήρου[8]
είναι τα μόνα από αυτά τα αρχαία κείμενα που διασώθηκαν, χάρις στη
δύναμη του λόγου που διέθετε ο ποιητής τους και στην έμπνευση του
τύραννου Πεισίστρατου να τα καταγράψει τον 6ο αι. π.Χ.
Οδύσσεια |
Το
θρησκευτικό κοσμοείδωλο της Ιλιάδος είναι αισθητά διαφορετικό από το
κοσμοείδωλο της Οδύσσειας, όπου υπάρχει το πρώτο θέμα θεοδικίας (Οδ.
Ι.32). Η μυθολογία συντιθέμενη από το θρησκευτικό και από το επικό
(ηρωικό) στοιχείο, έγινε μέσα στους αιώνες που ακολούθησαν έκφραση της
επίσημης θρησκείας και ιστορίας όλων των Ελλήνων. Η βάση του κοινού
πολιτισμού και της εθνικής τους συνείδησης. Αυτό στάθηκε δυνατό μέσα από
τον προφορικό λόγο και την παράδοση, κυρίως μέσα από την ποίηση και το
τραγούδι των αοιδών[9]
που με τη συνοδεία της λύρας αφηγούνταν τους ηρωικούς άθλους. Με αυτό
τον τρόπο προέκυψε μια κοινή Μυθολογία, αν και από πόλη σε πόλη υπήρχε
ποικιλία εκδοχών και παραλλαγών στους λατρευτικούς τύπους.
Αοιδός με λύρα |
Οι αοιδοί σταδιακά εξελίχθηκαν σε ραψωδούς[10]
και η θεμελιώδης διαφορά τους είναι ότι οι αοιδοί τραγουδούσαν τους
στίχους, ενώ οι ραψωδοί τους απήγγειλαν. Υπήρχαν ακόμη τυπικοί πρόλογοι
με τους οποίους άρχιζαν την επαγγελία, οι λεγόμενοι «ομηρικοί»
ύμνοι. Την πρωτεύουσα θέση μεταξύ των ποιημάτων που απάγγειλαν είχαν τα
ομηρικά έπη και για αυτό οι ραψωδοί, από μερικούς αρχαίους συγγραφείς
(Πινδ. Νεμ. 2,1), αποκαλούνταν «ομηρίδαι». Πολλοί από αυτούς τους ραψωδούς, ιδίως κατά τον 6ο π.Χ. αι., ήταν και οι ίδιοι ποιητές[11], μεταξύ αυτών ο περισσότερο γνωστός και νεωτεριστής-για τη μεταβολή του παραδεδομένου ηρωικού έπους σε έπος διδακτικό- Ησίοδος.
Ο Ησίοδος |
Η «Θεογονία»
αποτελεί ουσιαστικά το ιερό βιβλίο των αρχαίων Ελλήνων και δεν είναι
τυχαίο ότι γράφτηκε από κάποιον που κατοικούσε στη Βοιωτία. Στην περιοχή
αυτή στην αρχαιότητα συναντούσε κανείς δεκάδες ιερά και τόπους
αγιασμένους από τους θεούς και τους ήρωες. Πηγή της Θεογονίας
πρέπει να θεωρηθούν οι πανάρχαιοι θρησκευτικοί ύμνοι. Όσο τα ιερά
αυξάνονταν και η λατρεία γινόταν πιο πολύπλοκη και επίσημη, τόσο
περισσότερο εμπλουτιζόταν αυτής της μορφής η ποίηση. Οι αρχέγονοι ύμνοι
είχαν χαρακτήρα αφηγηματικό και τα θέματά τους ήταν οι στοιχειώδεις για
τους θεούς παραδόσεις για τη γέννηση και τις περιπέτειές τους. Το έργο
των αοιδών-συνθετών των ύμνων εξασκούσαν οι ιερείς. Είναι βέβαιο ότι
ιερέας υπήρξε και ο ποιητής της θεογονίας. Ο Ησίοδος συνένωσε παραδόσεις
ήδη διαμορφωμένες σε μια ενιαία σύνθεση. Η επίδρασή του υπήρξε πολύ
μεγάλη. Ως θεολογών ποιητής επέδρασε στους προσωκρατικούς φιλοσόφους και
ως απόλυτα προσωπικός ποιητής στην πρώιμη λυρική ποίηση[12]. Κατά τον Π. Πετρίδη[13]: «Έτερον
περίεργον φαινόμενον της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και όλων σχεδόν
των αρχαίων θρησκειών είναι ότι ουδεμία εξ αυτών εξετάζει το ζήτημα της
γενέσεως της ύλης, ήτις παρουσιάζεται υπάρχουσα εξ αρχής, πριν ή
υπάρξουν θεοί ή ενίοτε παραλλήλως με την εμφάνισιν αυτών. Τις
εδημιούργησε την ύλην ταύτην, περί τούτου ουδεμία σαφής απάντησις
δίδεται. Εν τη ελληνική μάλιστα θρησκεία καθαρά φαίνεται ότι η άμορφος
και ασχημάτιστος ύλη (το Χάος) προυπήρχε των θεών, οίτινες εμφανίζονται
κατόπιν εν μέσω του Χάους. Εν τη παλαιοτάτη περισωθείση ημιν θεογονία,
τη του Ησιόδου, καθαρά εμφανίζεται το Χάος τούτο ως πρώτον πρώτον, εξ
αυτού δε εγεννήθη η Γη (=ύλη μετά συγκεκριμένης μορφής)».
Ο Προφητάναξ Δαβίδ |
Επί
της βασιλείας του Δαβίδ και του Σολομώντα σημειώθηκε μεγάλη εξέλιξη της
εβραϊκής φιλολογίας και ποίησης. Στη Βίβλο περιέχεται η ιστορία των
Εβραίων. Η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης άρχισε να εξελίσσεται στη μορφή
μιας ιδιότυπης «μυθολογίας», που καταγράφτηκε αιώνες αργότερα και
αποτελούσε για τους Εβραίους την θρησκευτική και ιστορική τους παράδοση.
Ο πυρήνας της, σε σχέση με αυτές των γειτόνων τους, ήταν απόλυτα και
απρόσωπα μονοθεϊστικός και οι πρωταγωνιστές της ήταν ξεχωριστοί
άνθρωποι, Πατριάρχες, Κριτές (η κατακτητική περίοδος που διήρκεσε δύο
αιώνες), Βασιλείς και Προφήτες. Το 5ο βιβλίο των Κριτών της Π.Δ και ο ύμνος της Δεβώρας πιστοποιούν την ύπαρξη αρχαίου ιουδαϊκού έπους.
(Το
κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου με τον τίτλο: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ
ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του
πολιτισμού». Β΄ Μέρος: ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, Κεφ. 2. ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ
ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ-Οι Ιερές Τέχνες. παρ. 2.4: Τα Έπη και οι Μύθοι φορείς
της θρησκευτικής αντίληψης των λαών-ο Μύθος και η καλλιτεχνική έκφραση)
[1]
Υπάρχουν τα ινδικά έπη, τα ελληνικά του Ομήρου, του Ησίοδου, τα
Ορφικά-Αργοναυτικά, τα Διονυσιακά του Νόννου του Πανοπολίτη, το
Βαβυλώνιο του Ιζδουβάρ (Γκιλγαμές), η ρωμαϊκή Αινειάδα του Βιργιλίου. Σ’αυτά μπορούν να προστεθούν το κινεζικό Σι-Κίνγ,
στο οποίο ο Κομφούκιος συνέλεξε τα αρχαία ηρωϊκά άσματα των Κινέζων, το
αιγυπτιακό με τα ηρωϊκά κατορθώματα του Ραμσή Β΄στον πόλεμο με τους
Χετταίους, το Περσικό έπος Σαχ-Ναμέτ, που έγραψε ο πέρσης ποιητής Φερδουσί (916-1020
μ.Χ.) και είναι ένα ποίημα 120.000 στίχων με την ιστορία όλων των
βασιλέων και των ηρώων της Περσίας, με πρωτεύοντα τον ήρωα Ρουστέμ, τον Ηρακλή των Περσών. Ακόμη το αραβικό ποίημα Αντάρ, ενώ στα νεώτερα συγκαταλέγονται τα γερμανικά, τα σκανδιναβικά (Saga),
το τεχνητό έπος- τριλογία του Δάντη «Θεία Κωμωδία», το Ισπανικό
Ρομανθέρο, οι Ρούνες των Φινλανδών στο έπος Κάλεβαλα και τα ελληνικά
Διγενής Ακρίτας κ.α.
[2] Ραμαγιάνα= η μοίρα ή ο μύθος του Ράμα. Αποτελείται από 96.000 εξάμετρους στίχους και 7 βιβλία. Ανάγεται στον 4ο π.Χ. αι. και αποδίδεται στο σοφό Βαλμίκι.
[3] ΡΑΜΑ: Κύριο πρόσωπο του ινδικού Έπους Ραμαγιάνα. Θεωρείται η 7η ενσάρκωση του Βισνού, ανήκε στην ηλιακή δυναστεία και είναι γιος του βασιλιά Ντασάρατα. (Στα σανσκριτικά Rama=σελήνη). Ραμα-ζάνι: ο 9ος σεληνιακός μήνας του μωαμεθανικού έτους.
[4] (Στ. Κυριακίδης: ΕΓΚ. ΛΕΞ. ΕΛΕΥΘ. τ. 5ος, σ. 778).
[5] Η αρχαιότερη από τις Βέδες είναι η Ρίγ-Βέδα (υμνητική), η νεώτερη είναι η Αθάρβα-Βέδα και περιλαμβάνει πλήθος μαγικών επικλήσεων. «Βέδα» στα ινδικά σημαίνει γνώση, όπως ακριβώς η λέξη «οίδα» στα αρχαία ελληνικά.
[6] ΠΛΑΤ: «Ίων». Κριτική και ερμηνευτική έκδοσις υπό Βασιλείου Λαουρδά, Εκδ. Οίκος Αφοί Κ. Μακρυγιάννη. Πειραιάς. 1937, (σ. 39-40)
[7]
Πινακίδες της γραμμικής Β΄ από την Πύλο δείχνουν ότι οι βασικοί
Ολύμπιοι θεοί ήταν γνωστοί πριν τον Όμηρο. Έτσι ο Απ. Αρβανιτόπουλος
διατυπώνει την άποψη πως δεν ήταν ο Όμηρος εκείνος που εισήγαγε την ιδέα
της ανθρώπινης μορφής των Θεών, καθώς η ιδέα αυτή ήταν ήδη ζωντανή στη
συνείδηση των Ελλήνων της μυκηναϊκής εποχής. (ΕΓΚ. ΛΕΞ. ΕΛΕΥΘ: Απ.
Αρβανιτόπουλος-Τόμος 5ος, σ. 355. Αθήνα). Είναι όμως πιθανό
να έδωσαν τις νέες αρμοδιότητες των θεών, αφού κάποια ενδιάμεση
τροποποίηση των παλαιών θεών είναι πολύ πιθανό να συνέβη, όπως φαίνεται
από την περίπτωση της Αθηνάς που τότε ήταν θεά του πολέμου-εικονίζεται
πάντα πάνοπλη-και της οποίας η ταυτοσημία με την αιγυπτιακή πολεμική θεά
Νηίθ, επιβεβαιώνεται και από αυτή την πλευρά.
[8] Τα Ομηρικά Έπη ανήκαν μαζί με άλλα πέντε Έπη στο λεγόμενο Τρωϊκό κύκλο
(12ος αι. 1100 π.Χ). Τα Έπη του Τρωϊκού Κύκλου με την αφηγηματική τους
σειρά ήταν τα εξής επτά: 1.''Κύπρια'', 2.''Ιλιάδα'', 3.''Αιθιοπίδα'',
4.''Μικρή Ιλιάδα'', 5.''Νόστοι'', 6.''Οδύσσεια'', 7.''Τηλεγόνεια''. Ο
Τρωϊκός Κύκλος στον οποίο ανήκουν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, είναι
ενταγμένος στον ευρύτερο χώρο της ηρωϊκής επικής ποίησης που ονομάζεται Επικός κύκλος. Οι ομάδες Έπών του Επικού κύκλου ήταν οι εξής τέσσερεις σε αφηγηματική σειρά: 1.''Τιτανομαχία'',2.''Οιδιπόδεια'', 3.''Θηβαϊδα'', 4.''Επίγονοι''.
Αυτός περιλαμβάνει με τη σειρά του τέσσερεις ομάδες επών, που
αφηγούνταν τα κατορθώματα των ηρώων και των ημίθεων κατά την Ηρωϊκή
Εποχή, που συμπίπτει με την Μυκηναϊκή περίοδο.
[9]
Ο αοιδός, όπως τον συναντάμε στα ομηρικά ποιήματα, ήταν ο μακρυνός και
ιστορικός πρόγονός των ραψωδών. Ήδη μεταξύ της Ιλιάδας και της Οδύσσειας
διαπιστώνεται εξέλιξη και διαφορά. Οι κύριες αναφορές στην Ιλιάδα για
τους αοιδούς είναι τρεις (Ι, 186, Σ, 604, Ω, 720). Στη μια από αυτές (Ι,
186), όπου ο Αχιλλέας περιγράφεται να παίζει την φόρμιγγα και να ψάλλει
ηρωϊκές ιστορίες, δίνεται ο πυρήνας από τον οποίο αναπτύχθηκε έπειτα ο
καθιερωμένος θεσμός των αοιδών, όπως τον συναντούμε στην Οδύσσεια.
[10] Το
όνομα προέρχεται από τη σύνθεση των ρημάτων «ράπτω» και «άδω», αφού οι
ραψωδοί έκαναν κατ΄εκλογή συρραφή διαφόρων επικών χωρίων.
[11]
Ιστορικές πηγές αναφέρουν τον Σάμιο Άσιο, το Μιλήσιο Αρκτίνο, τον
Χερσία από τον Ορχομενό, τον Κορίνθιο Εύμηλο, τον Ξενοφάνη κ.α.
[12] ΕΠΙΤΟΜΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ: Έπος-Μέρος 2ο, ΗΣΙΟΔΟΣ. Εφημ. Ελευθεροτυπία-Νοε-2004, σ. 34-35.
peritexnisologos.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου